Αλήθεια είναι... Για το αν όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη" είναι που έχω τις επιφυλάξεις μου...
Πρώτα πρώτα να ξεκαθαρίσω ότι η ανάρτηση αυτή δεν είναι εξαντλητική μελέτη του θέματος και δεν φιλοδοξεί να γίνει . Πρόκειται απλά για την εξέλιξη και την εφαρμογή σε περιορισμένο αριθμό κειμένων,τα οποία επιπλέον διάλεξα εγώ, μιας σκέψης.Συνεπώς είναι ένα δοκιμιακού τύπου κείμενο.
Είναι προφανές ότι ένας παράγοντας που επηρεάζει το μετασχηματισμό μιας κοινωνίας είναι η δομή της και ο χωρισμός της σε τάξεις. Παραδοσιακά ο συνηθέστερος τρόπος χωρισμού μιας κοινωνίας είναι σε τρεις τάξεις. Αρχικά υπάρχουν οι αριστοκράτες οι οποίοι στηρίζουν την δύναμή τους στην καταγωγή τους ή στην κατοχή γης. Έπειτα, κατά καιρούς δημιουργείται μια τάξη από ανθρώπους που εκμεταλλεύεται ορισμένες συγκυρίες και πλουτίζει. Στηριζόμενη πάνω στον πλούτο της διεκδικεί μερίδιο στην εξουσία. Αυτούς ας τους ονομάσουμε -λίγο καταχρηστικά - αστική τάξη. Και υπάρχει τέλος και η λαϊκή τάξη, εργατική ας την πούμε, η οποία στερείται του παραμικρού δικαιώματος, περισσότερο ή λιγότερο, και προσπαθεί υπό αντίξοες συνθήκες, μέσα στην φτώχεια ή την ανέχεια, να επιβιώσει όπως μπορεί. Σε περιόδου κρίσεως.όπως τώρα καληώρα, επηρεάζεται η δομή μιας κοινωνίας, ορισμένοι μεγαλοαστοί γίνονται πλουσιότεροι, την προστασία τους ζητούν όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, φεουδαρχικοποιείται εκ νέου η κοινωνία και δημιουργείται μια καινούργια αριστοκρατική τάξη, οπότε φτου κι απ' την αρχή η ιστορία ξεκινάει (Ναι, είμαι λίγο απαισιόδοξος εκ του άπλετου κοινωνικού κομφορμισμού που διαπιστώνω στις νέες γενιές.).
Η υπόθεση μου είναι, λοιπόν, ότι η αστική τάξη είναι εκείνη η οποία και έχει συμφέρον αλλά και μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας μετεξέλιξης μιας κοινωνίας, συνεπώς και της μετεξέλιξης των ρόλων που επιφυλάσσονται στα δυο φύλα. Γιατί οι αριστοκράτες στηρίζουν την ύπαρξή τους την ίδια σε ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο και είναι φορείς μιας ορισμένης παράδοσης, στοιχεία τα οποία, άλλωστε, τους διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους. Συνεπώς δεν έχουν κανένα λόγο να επιθυμούν κοινωνική αλλαγή, εφόσον η διατήρηση του κοινωνικού στάτους κβο ισοδυναμεί με διατήρηση των προνομίων τους. Η λαϊκή τάξη από την άλλη, δρώντας πραγματιστικά, τείνει να ενστερνίζεται τις
εκάστοτε κοινωνικές συμβάσεις για ποικίλους λόγους, καθώς δεν έχει την "πολυτέλεια" να τις αμφισβητήσει. Γνωρίζει στο πετσί της τις αδικίες που υφίσταται ή δύναται να υποστεί, άρα ενεργοποιείται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Είναι εξουθενωμένη από την κοπιώδη προσπάθεια να επιβιώσει, ώστε να μπορεί να καλλιεργήσει ταξική συνείδηση. Στερείται της απαιτούμενης μόρφωσης, ώστε να διεκδικήσει ή να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της ή ώστε να οργανώσει και να επιτύχει τους στόχους της στις πάμπολλες εξεγέρσεις που επιχειρεί και έπειτα από τις οποίες η καταπίεση που βιώνει είναι χειρότερη (για αυτό και σε κάθε απόπειρα εκβαρβαρισμού της κοινωνίας, όπως σήμερα που λέγαμε, η παιδεία είναι εκείνη που πρωταρχικά πλήττεται). Κι επιπροσθέτως, είναι ευάλωτη σε μεσσιανισμούς, στοιχείο που εκτροχίασε άλλωστε και την μοναδική διαχρονικά λαϊκή επανάσταση που πέτυχε τους στόχους της, την Οχτωβριανή επανάσταση λέω.
Εν αντιθέσει και με τις δύο άλλες τάξεις, η αστική έχει και το συμφέρον αλλά και, υπό προϋποθεσεις, την δύναμη να μεταλλάξει την κοινωνία. Διότι, η ανατροπή των κοινωνικών κανόνων παράλληλα σημαίνει παραπάνω ευκαιρίες και δυνατότητες να μετάσχουν στην εξουσία ή την αποκτήσουν εξ ολοκλήρου (βλέπε Αγγλική, Γαλλική και Αμερικανική Επαναστάσεις). Και έχουν την οικονομική άνεση- άρα και το χρόνο και τα μέσα- να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ή ωθήσουν τα πράγματα προς την κατεύθυνση που επιθυμούν.
Την παραπάνω υπόθεση θα προσπαθήσω να εφαρμόσω στα κείμενα με τα οποία συνήθως δουλεύω στην ενότητα "Τα φύλα στη λογοτεχνία" στα πλαίσια της Λογοτεχνίας Α' Λυκείου. Θα εξαιρέσω από τα λογοτεχνικά έργα στα οποία δεν φαίνεται να γίνεται κάποια νύξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης (Τα δημοτικά τραγούδια δηλαδή. Αν και ο τρόπος με τον οποίο ο Κωσταντής χειρίζεται τις κοινωνικές συμβάσεις σχετικά με το γάμο της αδερφή του, θα μπορούσε να παραπέμπει στις προσπάθειες της προεπαναστατικής αστικής τάξης να επεκταθεί εμπορικά. Ο γάμος της Αρετής ισοδυναμεί με εμπορικό σταθμό.), Επίσης, θα εξαιρέσω και "Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ", εφόσον διαδραματιζόμενο στην κομμουνιστική Ουγγαρία, αναφέρεται σε μια α-ταξική κοινωνία. Τουλάχιστον σε ότι έχει να κάνει με τον ρόλο των δύο φύλων...
Ο "Ερωτόκριτος"του Βιτσέτζου Κορνάρου θεωρητικά και μόνο διαδραματίζεται στην φανταστική αρχαία Αθήνα. Οι κοινωνικές σχέσεις που αποτυπώνονται ανήκουν στις ιπποτικές κοινωνίες με τις οποίες ήρθε σε επαφή τη Κρητική Λογοτεχνία εξαιτίας της Ενετοκρατίας. Αστική τάξη δεν έχει δημιουργηθεί και υπάρχουν εκπρόσωποι της αριστοκρατικής και της λαϊκής τάξης, ως προς τη δεύτερη η παραμάνα της Αρετούσας. Η οποία "ήτο φρόνιμη γυναίκα του καιρού της" και δρώντας εντελώς πραγματιστικά παροτρύνει την Αρετούσα να υπακούσει στον πατέρα της άρα και στις κοινωνικές συμβάσεις διότι δεν υπάρχει περίπτωση να πετύχει αυτό που θέλει. Αξιοποιώντας την προσωπική της πείρα προφανώς. Η ίδια προσήλωση στην διατήρηση των κοινωνικών συμβάσεων, ιδωμένη όμως από εντελώς διαφορετική σκοπιά και σε σχέση με την παραμάνα αλλά και μεταξύ τους, εμφανίζεται και στους εκπροσώπους της αριστοκρατικής τάξης. Τον ρήγα Ηράκλη, την Αρετούσα, τον Ερωτόκριτο και τον Πεζόστρατο. Εντάσσω τον Πεζόστρατο και τον Ερωτόκριτο στην αριστοκρατική τάξη παρόλο που κοινωνικά θεωρούνται υποδεέστεροι, διότι ο Πεζοστρατος είναι σύμβουλος του βασιλιά και ο Ερωτόκριτος είχε το προνόμιο να μεγαλώνει παρέα με την βασιλοπούλα. Δεν ήταν κάνας γιος ταβερνιάρη.
Η ανατροπή των κοινωνικών συμβάσεων δεν είναι στόχος ούτε του Πεζόστρατου ούτε του Ερωτόκριτου. Ο Πεζόστρατος εξαιτίας της αγάπης για το γιο του τολμάει να ζητήσει την Αρετούσα απ΄τον πατέρα της. Ξέρει όμως ότι αυτός ο γάμος είναι κοινωνικά αταίριαστος. Και αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα με τα οποία προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά. Διότι έμπειρος καθώς είναι να στο γεμάτο μηχανορραφίες περιβάλλον μιας βασιλικής αυλής, ξέρει με ποιον τρόπο πρέπει να ελιχθεί ώστε να φέρει τον βασιλιά με τα νερά του. Αλλά δεν πηγαίνει να απαιτήσει κάποιο δικαίωμα του. Όμοια πράττει και ο Ερωτόκριτος. Ερωτεύεται μεν την Αρετούσα, πλην επιλέγει τον κοινωνικά αποδεκτό τρόπο για να την κάνει δική του, Και όταν η πρόταση γάμου που κάνει ο πατέρας του δεν γίνεται δεκτή, αδιαμαρτύρητα φεύγει και παραγγέλνει, όλο πίκρα είναι η αλήθεια, στην Αρετούσα να τον ξεχάσει αφού δεν αντιλαμβάνεται να υπάρχει άλλος τρόπος να την κάνει δική του.
Κι είναι χαρακτηριστικό ότι τελικά για να κάνει δική του την αγαπημένη του ακολουθει ένα τρόπο που ταιριάζει στο ηρωικό ιδεώδες της εποχής του και τον κώδικα τιμής της κονωνίας στην οποία ζει. Κάνει κατορθώματα, ώστε να αποδειχθεί άξιος γαμπρός. Και χρησιμοποιεί βέβαια την απάτη. Άρα εκμεταλλεύεται τα "παραθυράκια"της κοινωνικής νόρμας. Δεν στρέφεται εναντίον της.
Στο πρώτο απόσπασμα, ο ρήγας Ηράκλης ακολουθεί τα κοινωνικά στερεότυπα της αριστοκρατικής τάξης υπακούοντας στο "δίκαιο του αίματος". Εννοώ την τάση των "γαλαζοαίματων" να παντρεύονται μεταξύ τους ώστε να διατηρηθεί η καθαρότητα του αίματος η οποία λειτουργεί ως μέσω διατήρησης του κοινωνικού τους στάτους. (Και τι ειρωνεία που ακριβώς οι επιγαμίες αυτές εκφύλισαν τις βασιλικές οικογένειες!). Αδιαφορεί για τα θέλω της κόρης του. Θέλει έναν άντρα της ίδιας κοινωνικής τάξης με εκείνον ως μέσο εξυπηρέτησης κάποιων συμφερόντων. Βλέπει στο γάμο της κόρης του την ευκαιρία μιας συμφωνίας με ένα γειτονικό βασίλειο. (Ποιος ήταν εκείνος ο βυζαντινός αυτοκράτορας. που πάντρεψε την πεντάχρονη κόρη του με έναν γειτονικό ηλικιωμένο ηγεμόνα;)
Η Αρετούσα από την πλευρά της, μπορεί εξαιτίας του έρωτα να τολμά να αντισταθεί στις κοινωνικές συμβάσεις, σκοπός της όμως δεν είναι να τις ανατρέψει. Αυτό που επιζητάει είναι να τις μεταβάλλει τόσο ώστε να επιτύχει αυτό που επιθυμεί, τον Ερωτόκριτο.
Αυτό που θέλει δηλαδή δεν είναι να απαρνηθεί την τάξη της αλλά να εισέλθει σε αυτή και ο Ερωτόκριτος. Και για αυτό παθητικά διεκδικεί το θέλω της. Επιμένοντας να αρνείται τους γαμπρούς που της στέλνει ο πατέρας της και παραμένοντας πεισματικά έγκλειστη στη φυλακή της. Θέλει αναμφίβολα τον Ερωτόκριτο αλλά δεν διανοείται να τον έχει ερχόμενη σε οριστική ρήξη με την κοινωνική της τάξη. Αλλιώς θα κλεβότανε μαζί του και θα τραγουδούσε πως της είναι αρκετό "λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου"
Παρόμοια με την Αρετούσα δρα και η γόνος της ζακυνθινής αριστοκρατικής οικογένειας Μουτζάν, η Ελισάβετ. Αν για την Αρετούσα ο έρωτας ήταν ο παράγοντας που την ώθησε να αντισταθεί, έστω και παθητικά, στην Μουτζάν ήταν η παιδεία. Μόνο που η περίπτωσή της ήταν μεμονωμένη. Τα γράμματα της τα έμαθε ο πατέρας της σαν αστείο, βρίσκοντας "χαριτωμένη" την δίψα για μάθηση της μικρής του κόρης άλλα και χωρίς να περιμένει ότι έχει την ικανότητα να μάθει πραγματικά. Ο πατέρας της όμως, χαμένος μέσα στα ψυχολογικά του προβλήματα, αδυνατεί να παίξει το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας. Τον αντικαθιστούν ο θείος και ο αδερφός της Ελισάβετ οι οποίοι δεν απευθύνουν καν τον λόγο στις γυναίκες της οικογένειας και αδιαφορούν για τις επιθυμίες του θεωρώντας τες υποδεέστερες. Η Ελισάβετ αντιλαμβάνεται εξαιτίας της μόρφωση της την αδικία που βιώνει, αλλά δε τολμάει να πάει παραπέρα. Περιορίζεται να διεκδικήσει το δίκιο της γράφοντας μακροσκελείς επιστολές στους δικούς της, ενώ η μοναδική ενεργητική προσπάθεια της να αποδράσει στην Ιταλία αποτυγχάνει οικτρά, μια αποτυχία ουσιαστικά ενορχηστρωμένη ουσιαστικά από την ίδια και την προχειρότητα με την οποία την σχεδίασε. Στο τέλος, συμβιβάζεται με τα πρότυπα της εποχής της, επιλέγει τον γάμο με έναν άντρα που δεν θέλει για να αποφύγει τον θάνατο από μαρασμό, κλεισμένη στο σπίτι της. Και τελικά βρίσκει τον θάνατο ως απόρροια αυτού ακριβώς του γάμου, από επιπλοκές μετά την γέννηση του γιου της. Ενός γιου που ποτέ δεν εκτίμησε τα πνευματικά επιτεύγματα της μάνας του. Γιατί αν σ' αυτόν οφείλεται που μας διασώθηκε η "Αυτοβιογραφία" της και άρχισε τελευταία να αναγνωρίζεται το έργο της, αυτό έγινε εντελώς τυχαία.
Αλλά την ίδια εποχή, στην μετεπαναστατική Αθήνα, η νεοαστική τάξη που δημιουργείται εισάγει καινούρια έθιμα. Η Ελένη Αλταμούρα, αξιοποιώντας το πρότυπο της πατριώτισσας της Μπουμπουλίνας, έχει την αμέριστη βοήθεια των γονιών της που φέρνουν δάσκαλο στην κόρη της να την μάθει να ζωγραφίζει και της συμπαραστέκονται στην απόφαση της να ταξιδέψει στην Ιταλία για περαιτέρω σπουδές. Εκεί η Αλταμούρα έχει την φρόνηση να μην συγκρουστεί ακόμα με τις κοινωνικές νόρμες μέχρι να βρει την ταυτότητά της, μεταμφιεζόμενη σε άντρα για να καταφέρει να γίνει δεκτή στη σχολή. Αργότερα όμως, απελευθερωμένη από τον έρωτα, σπάει κάθε κοινωνικό ταμπού και αν πλήρωσε το αντίτιμο στο τέλος ήταν από τις δικές της επιλογές.
Αντίθετα, με το αντίτιμο, την ζωή της δηλαδή, που πλήρωσε η νεαρή κοπέλα στο "Αντίτιμο" του Δημήτρη Καμπούρογλου για το οποίο πιθανότατα θα κάνω ανάρτηση στο σύντομο μέλλον. Η νεαρή κοπέλα που επιστρέφει στο χωριό της, στην Τσακώνα της προεπαναστατικής Πελοποννήσου, κουβαλώντας μαζί της τις νεωτεριστικές ελευθερίες που της κληροδότησε η επαφή με την αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης στην οποία βρέθηκε μετά τον θάνατο των γονιών της, προκαλεί την κλεισμένη στο εαυτό της κοινωνία του χωριού. Η ευθεία- και ανέμελη από την πλευρά της - σύγκρουση με τις παραδεδομένες αντιλήψεις ερεθίζει την κοινωνία η οποία στρέφεται ενάντια στην κοπέλα και της συμπεριφέρεται ως μολυσματικό ιό. Εν τέλει, η κοπελιά στοχοποιείται και η παρουσία της εκλαμβάνεται ως κίνδυνος αλλοίωσης της παράδοσης. Η ιδιότυπη "αριστοκρατία" του χωρίου, οι πρωτόγεροι, την προγράφουν και την σκοτώνουν σχεδόν χωρίς τύψεις, ως αναγκαίο κακό, όπως βγάζεις την τρίχα απ' το ζυμάρι. Πρόκειται ουσιαστικά για τους δημογέροντες, μια ιδιαίτερα συντηρητική ομάδα, εξαιτίας της οποίας η Επανάσταση του 1821 παραλίγο να μην γίνει. (Προσχώρησαν στην Επανάσταση μόνο όταν κατάλαβαν ότι όχι μόνο η θέση τους αλλά και η ζωή τους κινδυνεύει πια από τους Τούρκους).
Η πίεση της ευρύτερης κοινωνίας στις λαϊκές γειτονιές της Κέρκυρας των μέσων του 19ου αιώνα και το περί δικαίου αίσθημα της μπορεί να μην είναι τόσο εμφανή στο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη "Πίστομα", είναι ωστόσο ο ουσιαστικός υπεύθυνος για την ειδεχθή πράξη της βρεφοκτονίας που διαπράττει ο απατημένος σύζυγος για να διατηρήσει την τιμή του. Είναι δε τόσο ισχυρή η πίεση της κοινωνίας ώστε η μητέρα του παιδιού ούτε καν διανοείται να αντισταθεί στον άντρα της ή να υπερασπιστεί το παιδί της. Όχι μόνο γιατί εκ των προτέρων ότι κανείς δεν θα την υπερασπιστεί αλλά γιατί και η ίδια, συμπορευόμενη με την άποψη της κοινωνίας θεωρεί τον εαυτό της ένοχο.
Κρατάει παρόμοια δηλαδή - και μόνο σ' αυτό το σημείο - στάση με εκείνη που "οπλίζει" το χέρι της λαϊκής καταγωγής Φραγκογιαννούς στην "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη. Αν και γυναίκα η ίδια (ή ακριβώς επειδή ήταν γυναίκα και είχε βιώσει στο πετσί της την αδικία). ταυτίζεται τόσο πολύ με αντιλήψεις της κοινωνίας για τις γυναίκες ώστε να προβεί στην θηλεοκτονία κατά συρροή. Και
τούτο ως πράξη ελεημοσύνης, απέναντι και στα ίδια τα κοριτσάκια και στους γονείς τους.
Στην "Τιμή και το Χρήμα" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη τα πράγματα είναι κατά τι πιο πολύπλοκα, Ο Αντρέας, γόνος ξεπεσμένη αριστοκρατικής οικογένειας, προκρίνει την ξεθωριασμένη εκ των συνθηκών αριστοκρατική τιμή της χρεοκοπημένης οικογένειάς του, παρά το γεγονός ότι ερωτεύεται παράφορα την Ρήνη, επιχειρεί να παντρευτεί μια πλούσια με προιίκα για να σώσει το σπίτι του, την απώλεια του οποίου έχει ταυτίσει με ξεπεσμό. "Κλέβει" και αφήνει έγκυο την Ρήνη κι έπειτα την εγκαταλείπει ως μέσο εκβιασμόύ προς την μάνα της Ρήνης- η οποία υποκαθιστά τον μέθυσο άντρα της στον έλεγχο του σπιτιού. Τα συνεχόμενα ήξεις αφήξεις ανάμεσα σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως καθήκον και αυτό που αισθάνεται τελικά έχουν ως αποτέλεσμα να τα χάσει όλα. Και την πλούσια νύφη, και το σπίτι του και την Ρήνη. Η σιόρα Επιστήμη από την πλευρά της θεοποιεί το χρήμα. Όχι όμως φετιχιστικά όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντάκ, αλλά για αυτό που αντιπροσωπεύει. Την τιμή που θα της προσποριστεί από την κοινωνία εάν ανταποκριθεί στις συμβάσεις και προικοδοτήσει τα παιδιά της, όπως πρέπει. Έτσι θα έχει το κούτελό της καθαρό. Αδυνατεί να δραπετεύσει από την αντίληψη αυτή και να ενεργήσει με περισσότερη ευελιξία ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία της κόρης της και να βοηθήσει τον έρωτά της με τον Αντρέα να ευωδοθεί. Το αποτέλεσμα είναι η κόρη της να χάσει την τιμή της ζώντας ως ερωμένη του Αντρέα και κυοφορούσα αστεφάνωτη το παιδί του,να κινδυνέψει η ίδια με φυλάκιση βάζοντας σε κίνδυνο την οικογένεια της, της οποίας είναι το μόνο στήριγμα, και να παραχωρήσει στο τέλος μόνη της τα χρήματά της.
H Ρήνη, αντίθετα με την μάνα της και τον Αντρέα που παραμένουν σταθεροί/στασιμοι ως χαρακτήρες καθ' όλη τη διάρκεια της νουβέλας, εξελίσσεται. Ταρακουνιέται από τον έρωτα , σαν την Αρετούσα, αλλά διεκδικεί την εκπλήρωση του πιο ενεργητικά. Στην αρχή, εξεγείρεται ενάντια στην μητέρα της που δυναμιτίζει την ευτυχία της για λίγα "τάλαρα" και συμπορεύεται με τον Αντρέα. Στην συνέχεια δεν διστάζει να φύγει μαζί του, παρά το γεγονός ότι είναι αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλο, και να μείνει μαζί του χωρίς να έχουν παντρευτεί μένοντας και έγκυος. Η πραγματική της απελευθέρωση όμως φαίνεται ότι γίνεται όταν ο Αντρέας την εγκαταλείπει, επειδή δεν παίρνει την προίκα που θέλει, κι ας την έχει εκθέσει. Η νέα Ρήνη που γεννιέται αρνιέται τον Ανδρέα που την ξαναθέλει τελικά αφού πέτυχε το σκοπό του, να πάρει την προίκα που ήθελε, και αρνιέται τον αγορασμένο ερωτά του. Παιρνει τη ζωή της στα χέρια της κι αποφασίζει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της. Μη βιαστείτε όμως να πανηγυρίσετε. Η Ρήνη πολύ απέχει από το να είναι χαρακτηριστική περίπτωση γυναίκας της εποχής της. Στην ουσία αποτελεί έκφραση του σοσιαλιστικού οράματος του Θεοτοκη για τ ο καινούργιο κόσμο που ήλπιζε να δημιουργηθεί.
Εν τω μεταξύ, στην προπολεμική Κηφισιά μια οικογένεια αστών περνάει τρία καλοκαίρια κλεισμένη στο μικρόκοσμό της, βιώνοντας ανέμελα τις μικρές ελευθερίες της και επιδερμικά τα αδιέξοδα που δημιουργούν. Αυτά γίνοται στο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη "Τα ψάθινα καπέλα". Η Κατερίνα αρνείται να παντρευτεί και θέλει να γυρίσει τον κόσμο κατά το υπόδειγμα της γιαγιάς της που παράτησε παιδιά και άντρα. Η Μαρία φλερτάρει ασύστολα με όποιον βρει, αλλά αφού παντρεύεται υποτάσσεται σαν δαμασμένο άλογο και γίνεται νοικοκυρούλα. Η Ινφάντα φοβάται να αφεθεί και χάνει τον άντρα που αγαπάει. Η μάνα τους ακόμα θέλει τον ανώριμο πατέρα τους που η ίδια χώρισε.
¨
Μια ώριμη κυρία διεκδικεί ένα πιτσιρικά. Μια άλλη ώριμη κυρία κερδίζει έναν άλλο πιτσιρικά κ.τ.λ., κ.τ.λ.. Απλές, τυπικές θα λέγαμε, καθημερινές ιστορίες της σημερινής εποχής...
Όπως κι εκείνες της λαϊκής οικογένειας σε μια φτωχογειτονιά της μεταπολεμική εκείνης Αθήνας στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ανδρέα Φραγκιά που ανθολογείται στο βιβλίο λογοτεχνίας της Γ' Λυκείου. Μια οικογένεια όπου η γυναίκα στηρίζει με τη δουλειά της το σπίτι και με τη συντροφικότητα της τον τσακισμένο από την μακροχρόνια ανεργία σύζυγό της. Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε του χρόνου, άμα ξαναπάρω το μάθημα... (Τρία χρόνια σερί είναι πολλά!!!!)
Στην τελική πάντως...
Υ.Γ. : Όσον αφορά τις εκπαιδευτικές ανισότητες
Πρώτα πρώτα να ξεκαθαρίσω ότι η ανάρτηση αυτή δεν είναι εξαντλητική μελέτη του θέματος και δεν φιλοδοξεί να γίνει . Πρόκειται απλά για την εξέλιξη και την εφαρμογή σε περιορισμένο αριθμό κειμένων,τα οποία επιπλέον διάλεξα εγώ, μιας σκέψης.Συνεπώς είναι ένα δοκιμιακού τύπου κείμενο.
Είναι προφανές ότι ένας παράγοντας που επηρεάζει το μετασχηματισμό μιας κοινωνίας είναι η δομή της και ο χωρισμός της σε τάξεις. Παραδοσιακά ο συνηθέστερος τρόπος χωρισμού μιας κοινωνίας είναι σε τρεις τάξεις. Αρχικά υπάρχουν οι αριστοκράτες οι οποίοι στηρίζουν την δύναμή τους στην καταγωγή τους ή στην κατοχή γης. Έπειτα, κατά καιρούς δημιουργείται μια τάξη από ανθρώπους που εκμεταλλεύεται ορισμένες συγκυρίες και πλουτίζει. Στηριζόμενη πάνω στον πλούτο της διεκδικεί μερίδιο στην εξουσία. Αυτούς ας τους ονομάσουμε -λίγο καταχρηστικά - αστική τάξη. Και υπάρχει τέλος και η λαϊκή τάξη, εργατική ας την πούμε, η οποία στερείται του παραμικρού δικαιώματος, περισσότερο ή λιγότερο, και προσπαθεί υπό αντίξοες συνθήκες, μέσα στην φτώχεια ή την ανέχεια, να επιβιώσει όπως μπορεί. Σε περιόδου κρίσεως.όπως τώρα καληώρα, επηρεάζεται η δομή μιας κοινωνίας, ορισμένοι μεγαλοαστοί γίνονται πλουσιότεροι, την προστασία τους ζητούν όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, φεουδαρχικοποιείται εκ νέου η κοινωνία και δημιουργείται μια καινούργια αριστοκρατική τάξη, οπότε φτου κι απ' την αρχή η ιστορία ξεκινάει (Ναι, είμαι λίγο απαισιόδοξος εκ του άπλετου κοινωνικού κομφορμισμού που διαπιστώνω στις νέες γενιές.).
... η αστική πάει παντού και η αριστοκρατική πουθενά. Είναι πολύ σνομπ! |
Ντροπή! Ο μπάτλερ σέρβιρε το τσάι σε λάθος θερμοκρασία! Πρόκειται περί συνωμοσίας! |
Εν αντιθέσει και με τις δύο άλλες τάξεις, η αστική έχει και το συμφέρον αλλά και, υπό προϋποθεσεις, την δύναμη να μεταλλάξει την κοινωνία. Διότι, η ανατροπή των κοινωνικών κανόνων παράλληλα σημαίνει παραπάνω ευκαιρίες και δυνατότητες να μετάσχουν στην εξουσία ή την αποκτήσουν εξ ολοκλήρου (βλέπε Αγγλική, Γαλλική και Αμερικανική Επαναστάσεις). Και έχουν την οικονομική άνεση- άρα και το χρόνο και τα μέσα- να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ή ωθήσουν τα πράγματα προς την κατεύθυνση που επιθυμούν.
Την παραπάνω υπόθεση θα προσπαθήσω να εφαρμόσω στα κείμενα με τα οποία συνήθως δουλεύω στην ενότητα "Τα φύλα στη λογοτεχνία" στα πλαίσια της Λογοτεχνίας Α' Λυκείου. Θα εξαιρέσω από τα λογοτεχνικά έργα στα οποία δεν φαίνεται να γίνεται κάποια νύξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης (Τα δημοτικά τραγούδια δηλαδή. Αν και ο τρόπος με τον οποίο ο Κωσταντής χειρίζεται τις κοινωνικές συμβάσεις σχετικά με το γάμο της αδερφή του, θα μπορούσε να παραπέμπει στις προσπάθειες της προεπαναστατικής αστικής τάξης να επεκταθεί εμπορικά. Ο γάμος της Αρετής ισοδυναμεί με εμπορικό σταθμό.), Επίσης, θα εξαιρέσω και "Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ", εφόσον διαδραματιζόμενο στην κομμουνιστική Ουγγαρία, αναφέρεται σε μια α-ταξική κοινωνία. Τουλάχιστον σε ότι έχει να κάνει με τον ρόλο των δύο φύλων...
Ο "Ερωτόκριτος"του Βιτσέτζου Κορνάρου θεωρητικά και μόνο διαδραματίζεται στην φανταστική αρχαία Αθήνα. Οι κοινωνικές σχέσεις που αποτυπώνονται ανήκουν στις ιπποτικές κοινωνίες με τις οποίες ήρθε σε επαφή τη Κρητική Λογοτεχνία εξαιτίας της Ενετοκρατίας. Αστική τάξη δεν έχει δημιουργηθεί και υπάρχουν εκπρόσωποι της αριστοκρατικής και της λαϊκής τάξης, ως προς τη δεύτερη η παραμάνα της Αρετούσας. Η οποία "ήτο φρόνιμη γυναίκα του καιρού της" και δρώντας εντελώς πραγματιστικά παροτρύνει την Αρετούσα να υπακούσει στον πατέρα της άρα και στις κοινωνικές συμβάσεις διότι δεν υπάρχει περίπτωση να πετύχει αυτό που θέλει. Αξιοποιώντας την προσωπική της πείρα προφανώς. Η ίδια προσήλωση στην διατήρηση των κοινωνικών συμβάσεων, ιδωμένη όμως από εντελώς διαφορετική σκοπιά και σε σχέση με την παραμάνα αλλά και μεταξύ τους, εμφανίζεται και στους εκπροσώπους της αριστοκρατικής τάξης. Τον ρήγα Ηράκλη, την Αρετούσα, τον Ερωτόκριτο και τον Πεζόστρατο. Εντάσσω τον Πεζόστρατο και τον Ερωτόκριτο στην αριστοκρατική τάξη παρόλο που κοινωνικά θεωρούνται υποδεέστεροι, διότι ο Πεζοστρατος είναι σύμβουλος του βασιλιά και ο Ερωτόκριτος είχε το προνόμιο να μεγαλώνει παρέα με την βασιλοπούλα. Δεν ήταν κάνας γιος ταβερνιάρη.
Η ανατροπή των κοινωνικών συμβάσεων δεν είναι στόχος ούτε του Πεζόστρατου ούτε του Ερωτόκριτου. Ο Πεζόστρατος εξαιτίας της αγάπης για το γιο του τολμάει να ζητήσει την Αρετούσα απ΄τον πατέρα της. Ξέρει όμως ότι αυτός ο γάμος είναι κοινωνικά αταίριαστος. Και αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα με τα οποία προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά. Διότι έμπειρος καθώς είναι να στο γεμάτο μηχανορραφίες περιβάλλον μιας βασιλικής αυλής, ξέρει με ποιον τρόπο πρέπει να ελιχθεί ώστε να φέρει τον βασιλιά με τα νερά του. Αλλά δεν πηγαίνει να απαιτήσει κάποιο δικαίωμα του. Όμοια πράττει και ο Ερωτόκριτος. Ερωτεύεται μεν την Αρετούσα, πλην επιλέγει τον κοινωνικά αποδεκτό τρόπο για να την κάνει δική του, Και όταν η πρόταση γάμου που κάνει ο πατέρας του δεν γίνεται δεκτή, αδιαμαρτύρητα φεύγει και παραγγέλνει, όλο πίκρα είναι η αλήθεια, στην Αρετούσα να τον ξεχάσει αφού δεν αντιλαμβάνεται να υπάρχει άλλος τρόπος να την κάνει δική του.
Κι είναι χαρακτηριστικό ότι τελικά για να κάνει δική του την αγαπημένη του ακολουθει ένα τρόπο που ταιριάζει στο ηρωικό ιδεώδες της εποχής του και τον κώδικα τιμής της κονωνίας στην οποία ζει. Κάνει κατορθώματα, ώστε να αποδειχθεί άξιος γαμπρός. Και χρησιμοποιεί βέβαια την απάτη. Άρα εκμεταλλεύεται τα "παραθυράκια"της κοινωνικής νόρμας. Δεν στρέφεται εναντίον της.
Στο πρώτο απόσπασμα, ο ρήγας Ηράκλης ακολουθεί τα κοινωνικά στερεότυπα της αριστοκρατικής τάξης υπακούοντας στο "δίκαιο του αίματος". Εννοώ την τάση των "γαλαζοαίματων" να παντρεύονται μεταξύ τους ώστε να διατηρηθεί η καθαρότητα του αίματος η οποία λειτουργεί ως μέσω διατήρησης του κοινωνικού τους στάτους. (Και τι ειρωνεία που ακριβώς οι επιγαμίες αυτές εκφύλισαν τις βασιλικές οικογένειες!). Αδιαφορεί για τα θέλω της κόρης του. Θέλει έναν άντρα της ίδιας κοινωνικής τάξης με εκείνον ως μέσο εξυπηρέτησης κάποιων συμφερόντων. Βλέπει στο γάμο της κόρης του την ευκαιρία μιας συμφωνίας με ένα γειτονικό βασίλειο. (Ποιος ήταν εκείνος ο βυζαντινός αυτοκράτορας. που πάντρεψε την πεντάχρονη κόρη του με έναν γειτονικό ηλικιωμένο ηγεμόνα;)
Η Αρετούσα από την πλευρά της, μπορεί εξαιτίας του έρωτα να τολμά να αντισταθεί στις κοινωνικές συμβάσεις, σκοπός της όμως δεν είναι να τις ανατρέψει. Αυτό που επιζητάει είναι να τις μεταβάλλει τόσο ώστε να επιτύχει αυτό που επιθυμεί, τον Ερωτόκριτο.
Αυτό που θέλει δηλαδή δεν είναι να απαρνηθεί την τάξη της αλλά να εισέλθει σε αυτή και ο Ερωτόκριτος. Και για αυτό παθητικά διεκδικεί το θέλω της. Επιμένοντας να αρνείται τους γαμπρούς που της στέλνει ο πατέρας της και παραμένοντας πεισματικά έγκλειστη στη φυλακή της. Θέλει αναμφίβολα τον Ερωτόκριτο αλλά δεν διανοείται να τον έχει ερχόμενη σε οριστική ρήξη με την κοινωνική της τάξη. Αλλιώς θα κλεβότανε μαζί του και θα τραγουδούσε πως της είναι αρκετό "λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου"
Παρόμοια με την Αρετούσα δρα και η γόνος της ζακυνθινής αριστοκρατικής οικογένειας Μουτζάν, η Ελισάβετ. Αν για την Αρετούσα ο έρωτας ήταν ο παράγοντας που την ώθησε να αντισταθεί, έστω και παθητικά, στην Μουτζάν ήταν η παιδεία. Μόνο που η περίπτωσή της ήταν μεμονωμένη. Τα γράμματα της τα έμαθε ο πατέρας της σαν αστείο, βρίσκοντας "χαριτωμένη" την δίψα για μάθηση της μικρής του κόρης άλλα και χωρίς να περιμένει ότι έχει την ικανότητα να μάθει πραγματικά. Ο πατέρας της όμως, χαμένος μέσα στα ψυχολογικά του προβλήματα, αδυνατεί να παίξει το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας. Τον αντικαθιστούν ο θείος και ο αδερφός της Ελισάβετ οι οποίοι δεν απευθύνουν καν τον λόγο στις γυναίκες της οικογένειας και αδιαφορούν για τις επιθυμίες του θεωρώντας τες υποδεέστερες. Η Ελισάβετ αντιλαμβάνεται εξαιτίας της μόρφωση της την αδικία που βιώνει, αλλά δε τολμάει να πάει παραπέρα. Περιορίζεται να διεκδικήσει το δίκιο της γράφοντας μακροσκελείς επιστολές στους δικούς της, ενώ η μοναδική ενεργητική προσπάθεια της να αποδράσει στην Ιταλία αποτυγχάνει οικτρά, μια αποτυχία ουσιαστικά ενορχηστρωμένη ουσιαστικά από την ίδια και την προχειρότητα με την οποία την σχεδίασε. Στο τέλος, συμβιβάζεται με τα πρότυπα της εποχής της, επιλέγει τον γάμο με έναν άντρα που δεν θέλει για να αποφύγει τον θάνατο από μαρασμό, κλεισμένη στο σπίτι της. Και τελικά βρίσκει τον θάνατο ως απόρροια αυτού ακριβώς του γάμου, από επιπλοκές μετά την γέννηση του γιου της. Ενός γιου που ποτέ δεν εκτίμησε τα πνευματικά επιτεύγματα της μάνας του. Γιατί αν σ' αυτόν οφείλεται που μας διασώθηκε η "Αυτοβιογραφία" της και άρχισε τελευταία να αναγνωρίζεται το έργο της, αυτό έγινε εντελώς τυχαία.
Αλλά την ίδια εποχή, στην μετεπαναστατική Αθήνα, η νεοαστική τάξη που δημιουργείται εισάγει καινούρια έθιμα. Η Ελένη Αλταμούρα, αξιοποιώντας το πρότυπο της πατριώτισσας της Μπουμπουλίνας, έχει την αμέριστη βοήθεια των γονιών της που φέρνουν δάσκαλο στην κόρη της να την μάθει να ζωγραφίζει και της συμπαραστέκονται στην απόφαση της να ταξιδέψει στην Ιταλία για περαιτέρω σπουδές. Εκεί η Αλταμούρα έχει την φρόνηση να μην συγκρουστεί ακόμα με τις κοινωνικές νόρμες μέχρι να βρει την ταυτότητά της, μεταμφιεζόμενη σε άντρα για να καταφέρει να γίνει δεκτή στη σχολή. Αργότερα όμως, απελευθερωμένη από τον έρωτα, σπάει κάθε κοινωνικό ταμπού και αν πλήρωσε το αντίτιμο στο τέλος ήταν από τις δικές της επιλογές.
Αντίθετα, με το αντίτιμο, την ζωή της δηλαδή, που πλήρωσε η νεαρή κοπέλα στο "Αντίτιμο" του Δημήτρη Καμπούρογλου για το οποίο πιθανότατα θα κάνω ανάρτηση στο σύντομο μέλλον. Η νεαρή κοπέλα που επιστρέφει στο χωριό της, στην Τσακώνα της προεπαναστατικής Πελοποννήσου, κουβαλώντας μαζί της τις νεωτεριστικές ελευθερίες που της κληροδότησε η επαφή με την αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης στην οποία βρέθηκε μετά τον θάνατο των γονιών της, προκαλεί την κλεισμένη στο εαυτό της κοινωνία του χωριού. Η ευθεία- και ανέμελη από την πλευρά της - σύγκρουση με τις παραδεδομένες αντιλήψεις ερεθίζει την κοινωνία η οποία στρέφεται ενάντια στην κοπέλα και της συμπεριφέρεται ως μολυσματικό ιό. Εν τέλει, η κοπελιά στοχοποιείται και η παρουσία της εκλαμβάνεται ως κίνδυνος αλλοίωσης της παράδοσης. Η ιδιότυπη "αριστοκρατία" του χωρίου, οι πρωτόγεροι, την προγράφουν και την σκοτώνουν σχεδόν χωρίς τύψεις, ως αναγκαίο κακό, όπως βγάζεις την τρίχα απ' το ζυμάρι. Πρόκειται ουσιαστικά για τους δημογέροντες, μια ιδιαίτερα συντηρητική ομάδα, εξαιτίας της οποίας η Επανάσταση του 1821 παραλίγο να μην γίνει. (Προσχώρησαν στην Επανάσταση μόνο όταν κατάλαβαν ότι όχι μόνο η θέση τους αλλά και η ζωή τους κινδυνεύει πια από τους Τούρκους).
Η πίεση της ευρύτερης κοινωνίας στις λαϊκές γειτονιές της Κέρκυρας των μέσων του 19ου αιώνα και το περί δικαίου αίσθημα της μπορεί να μην είναι τόσο εμφανή στο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη "Πίστομα", είναι ωστόσο ο ουσιαστικός υπεύθυνος για την ειδεχθή πράξη της βρεφοκτονίας που διαπράττει ο απατημένος σύζυγος για να διατηρήσει την τιμή του. Είναι δε τόσο ισχυρή η πίεση της κοινωνίας ώστε η μητέρα του παιδιού ούτε καν διανοείται να αντισταθεί στον άντρα της ή να υπερασπιστεί το παιδί της. Όχι μόνο γιατί εκ των προτέρων ότι κανείς δεν θα την υπερασπιστεί αλλά γιατί και η ίδια, συμπορευόμενη με την άποψη της κοινωνίας θεωρεί τον εαυτό της ένοχο.
Κρατάει παρόμοια δηλαδή - και μόνο σ' αυτό το σημείο - στάση με εκείνη που "οπλίζει" το χέρι της λαϊκής καταγωγής Φραγκογιαννούς στην "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη. Αν και γυναίκα η ίδια (ή ακριβώς επειδή ήταν γυναίκα και είχε βιώσει στο πετσί της την αδικία). ταυτίζεται τόσο πολύ με αντιλήψεις της κοινωνίας για τις γυναίκες ώστε να προβεί στην θηλεοκτονία κατά συρροή. Και
«Τρεις εκατοστές είναι οι δικές σου. Δεν θα αδικήσω τα άλλα μου ανίψια... » |
Στην "Τιμή και το Χρήμα" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη τα πράγματα είναι κατά τι πιο πολύπλοκα, Ο Αντρέας, γόνος ξεπεσμένη αριστοκρατικής οικογένειας, προκρίνει την ξεθωριασμένη εκ των συνθηκών αριστοκρατική τιμή της χρεοκοπημένης οικογένειάς του, παρά το γεγονός ότι ερωτεύεται παράφορα την Ρήνη, επιχειρεί να παντρευτεί μια πλούσια με προιίκα για να σώσει το σπίτι του, την απώλεια του οποίου έχει ταυτίσει με ξεπεσμό. "Κλέβει" και αφήνει έγκυο την Ρήνη κι έπειτα την εγκαταλείπει ως μέσο εκβιασμόύ προς την μάνα της Ρήνης- η οποία υποκαθιστά τον μέθυσο άντρα της στον έλεγχο του σπιτιού. Τα συνεχόμενα ήξεις αφήξεις ανάμεσα σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως καθήκον και αυτό που αισθάνεται τελικά έχουν ως αποτέλεσμα να τα χάσει όλα. Και την πλούσια νύφη, και το σπίτι του και την Ρήνη. Η σιόρα Επιστήμη από την πλευρά της θεοποιεί το χρήμα. Όχι όμως φετιχιστικά όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντάκ, αλλά για αυτό που αντιπροσωπεύει. Την τιμή που θα της προσποριστεί από την κοινωνία εάν ανταποκριθεί στις συμβάσεις και προικοδοτήσει τα παιδιά της, όπως πρέπει. Έτσι θα έχει το κούτελό της καθαρό. Αδυνατεί να δραπετεύσει από την αντίληψη αυτή και να ενεργήσει με περισσότερη ευελιξία ώστε να εξασφαλίσει την ευτυχία της κόρης της και να βοηθήσει τον έρωτά της με τον Αντρέα να ευωδοθεί. Το αποτέλεσμα είναι η κόρη της να χάσει την τιμή της ζώντας ως ερωμένη του Αντρέα και κυοφορούσα αστεφάνωτη το παιδί του,να κινδυνέψει η ίδια με φυλάκιση βάζοντας σε κίνδυνο την οικογένεια της, της οποίας είναι το μόνο στήριγμα, και να παραχωρήσει στο τέλος μόνη της τα χρήματά της.
H Ρήνη, αντίθετα με την μάνα της και τον Αντρέα που παραμένουν σταθεροί/στασιμοι ως χαρακτήρες καθ' όλη τη διάρκεια της νουβέλας, εξελίσσεται. Ταρακουνιέται από τον έρωτα , σαν την Αρετούσα, αλλά διεκδικεί την εκπλήρωση του πιο ενεργητικά. Στην αρχή, εξεγείρεται ενάντια στην μητέρα της που δυναμιτίζει την ευτυχία της για λίγα "τάλαρα" και συμπορεύεται με τον Αντρέα. Στην συνέχεια δεν διστάζει να φύγει μαζί του, παρά το γεγονός ότι είναι αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλο, και να μείνει μαζί του χωρίς να έχουν παντρευτεί μένοντας και έγκυος. Η πραγματική της απελευθέρωση όμως φαίνεται ότι γίνεται όταν ο Αντρέας την εγκαταλείπει, επειδή δεν παίρνει την προίκα που θέλει, κι ας την έχει εκθέσει. Η νέα Ρήνη που γεννιέται αρνιέται τον Ανδρέα που την ξαναθέλει τελικά αφού πέτυχε το σκοπό του, να πάρει την προίκα που ήθελε, και αρνιέται τον αγορασμένο ερωτά του. Παιρνει τη ζωή της στα χέρια της κι αποφασίζει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της. Μη βιαστείτε όμως να πανηγυρίσετε. Η Ρήνη πολύ απέχει από το να είναι χαρακτηριστική περίπτωση γυναίκας της εποχής της. Στην ουσία αποτελεί έκφραση του σοσιαλιστικού οράματος του Θεοτοκη για τ ο καινούργιο κόσμο που ήλπιζε να δημιουργηθεί.
Εν τω μεταξύ, στην προπολεμική Κηφισιά μια οικογένεια αστών περνάει τρία καλοκαίρια κλεισμένη στο μικρόκοσμό της, βιώνοντας ανέμελα τις μικρές ελευθερίες της και επιδερμικά τα αδιέξοδα που δημιουργούν. Αυτά γίνοται στο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη "Τα ψάθινα καπέλα". Η Κατερίνα αρνείται να παντρευτεί και θέλει να γυρίσει τον κόσμο κατά το υπόδειγμα της γιαγιάς της που παράτησε παιδιά και άντρα. Η Μαρία φλερτάρει ασύστολα με όποιον βρει, αλλά αφού παντρεύεται υποτάσσεται σαν δαμασμένο άλογο και γίνεται νοικοκυρούλα. Η Ινφάντα φοβάται να αφεθεί και χάνει τον άντρα που αγαπάει. Η μάνα τους ακόμα θέλει τον ανώριμο πατέρα τους που η ίδια χώρισε.
¨
Μια ώριμη κυρία διεκδικεί ένα πιτσιρικά. Μια άλλη ώριμη κυρία κερδίζει έναν άλλο πιτσιρικά κ.τ.λ., κ.τ.λ.. Απλές, τυπικές θα λέγαμε, καθημερινές ιστορίες της σημερινής εποχής...
Όπως κι εκείνες της λαϊκής οικογένειας σε μια φτωχογειτονιά της μεταπολεμική εκείνης Αθήνας στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ανδρέα Φραγκιά που ανθολογείται στο βιβλίο λογοτεχνίας της Γ' Λυκείου. Μια οικογένεια όπου η γυναίκα στηρίζει με τη δουλειά της το σπίτι και με τη συντροφικότητα της τον τσακισμένο από την μακροχρόνια ανεργία σύζυγό της. Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε του χρόνου, άμα ξαναπάρω το μάθημα... (Τρία χρόνια σερί είναι πολλά!!!!)
Στην τελική πάντως...
Υ.Γ. : Όσον αφορά τις εκπαιδευτικές ανισότητες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου