Ο πολύ καλός φίλος, εξαίρετος συνάδελφος και έγκριτος θεολόγος Νίκος Τσιρέβελος εκάμφθη επιτέλους και ανοίξε πανιά στην κυβερνόθάλασσα. Σήμερα, από το νεότευκτο ιστολόγιο του "Η τέχνη του θεολογείν" αναδημοσιεύται στο afterschoolbar η πολύ ενδιαφέρουσα φιλολογικά ανάρτησή του για τον αγαπημένο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η πολιτική θεολογία στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
Νικόλαου
Γ. Τσιρέβελου,
Από την παρουσίαση
του βιβλίου της Θεοδοσίας Δασκαλάκη, Αλ.
Παπαδιαμάντης ‘Χαλασοχώρηδες’ και
‘δυο αιώνων πριν’ σύγχρονες ιστορίες*
Ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης υπήρξε εραστής του
ελληνότροπου πολιτισμού, τον οποίο
αποτύπωσε με σαφήνεια μέσα από τα
διηγήματά του. Η δόκιμη πένα του διέσωσε
την νεοελληνική παράδοση, η οποία είναι
συνυφασμένη με το συλλογικό βίωμα της
αρχαίας Αθήνας και τις κοινωνικές αρχές
της ορθόδοξης θεολογίας και της
εκκλησιαστικής πράξης της ανά τους
αιώνες. Κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί
πλείστες μελέτες με επίκεντρο το έργο
και το βίο του Σκιαθίτη λογοτέχνη. Οι
περισσότερες από αυτές εστιάζουν στην
καταγραφή του θεολογικού του λόγου,
όπως αναδεικνύεται μέσα από τα διηγηματά
του, στη φανέρωση των ποικίλων στοιχείων
της νεοελληνικής παράδοσης και της
ελληνικής φύσης, καθώς και στη μεταφορά
του ηθογραφικού χαρίσματος και της
ψυχολογικής διείσδυση στα άδυτα της
ανθρώπινης ύπαρξης από τον Σκιαθίτη
λογοτέχνη.
Ωστόσο,
σπανίζουν οι έρευνες για τον πολιτικό
του λόγο. Το καλαίσθητο αυτό μελέτημα
της κας Θεοδοσίας Δασκαλάκη, με τη
φιλόκαλη και επιμελημένη καλλιτεχνική
εργασία των εκδόσεων «Πολιτιστικής
Εταιρείας Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης»,
ξαφνιάζει ευχάριστα, διότι με επιμέλεια
και εμβριθή σπουδή αναδεικνύει την
πεμπτουσία του κοινωνικών-πολιτικών
μηνυμάτων του επονομαζόμενου
«κυρ-Αλέξανδρου». Με διαυγή τρόπο, η
συγγραφέας σταχυολογεί αποσπάσματα
του έργου του, ενταγμένα στη νοηματική
τους συνάφεια, και τα συνδέει αρμονικά
σε ένα σώμα, αποτυπώνοντας με ενάργεια
τον πολιτικό του στοχασμό.
Πριν αναφερθώ
στο εν λόγω πόνημα με άξονα τις βασικές
αρχές της χριστιανικής θεολογίας, θα
ήθελα να παρατηρήσω δύο σημεία που μου
έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση.
Το πρώτο
αφορά την εμπνευσμένη πραγματικά ιδέα
της δοκιμιογράφου να εναρμονίσει τη
διαχρονική χροιά της παπαδιαμαντικής
«γραφής» με την τρέχουσα επικαιρότητα
της σύγχρονη εποχής των ελληνικών και
γιατί όχι και νοτιο-ευρωπαϊκών μνημονίων.
Κατά αυτό τον τρόπο, θαρρώ, ότι μεταφέρει
την προσωπική της αγωνία για τον σύγχρονο
πολιτικό αποπροσανατολισμό. Με περισσή
οδυδέρκεια στο δεύτερο μέρος της
εργασίας της, το οποίο περισσότερο
λειτουργεί ως «Παράρτημα», παραδίδει
μέσα από τίτλους ή σύντομες φράσεις τη
σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα της
απόγνωσης. Αμέσως, από κάτω σταχυολογεί
αποσπάσματα από διάφορα έργα του
Παπαδιαμάντη και κατά αυτό τον τρόπο
υπομνηματίζει τη διαχρονικότητα του
στοχασμού του. Η αξία αυτής της εργασίας
μεταφέρει επιμελημένα τη συγχρονικότητα
του έργου του Σκιαθίτη δημιουργού ξέχωρα
από την ιστορική απόσταση του χρόνου.
Συνάμα, παραδίδει στον αναγνώστη τις
απαρχές ενός γόνιμου προβληματισμού
για το πριν, το τώρα και το αύριο της
νεοελληνικής κοινωνικής πορείας και
ύπαρξης.
Η δεύτερη επισήμανση συσχετίζεται με το λεξιλόγιο της παρούσας έκδοσης. Η γλώσσα της ευχάριστα εκλεπτυσμένη, και εδώ θα μου επιτρέψετε ένα παραλληλισμό, μαθητεύει επάξια στην παπαδιαμάντεια γλωσσική έκφραση, χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα πραγματικά ψυχαγωγικό, ποιητικό και γλωσσικά καλαίσθητο κείμενο.
Η δεύτερη επισήμανση συσχετίζεται με το λεξιλόγιο της παρούσας έκδοσης. Η γλώσσα της ευχάριστα εκλεπτυσμένη, και εδώ θα μου επιτρέψετε ένα παραλληλισμό, μαθητεύει επάξια στην παπαδιαμάντεια γλωσσική έκφραση, χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα πραγματικά ψυχαγωγικό, ποιητικό και γλωσσικά καλαίσθητο κείμενο.
Τώρα, όσον
αφορά την παρουσίαση του θέματος, μέσα
από την οπτική της θεολογίας, θα ήθελα
να τονίσω, ότι η κα Δασκαλάκη, αν και δεν
είναι θεολόγος, με επιτυχία συνέλαβε
και με μαεστρία παρέδωσε το πεντόσταγμα
της πολιτικής θεολογίας, όπως αυτή
εκφράζεται στον ορθόδοξο χριστιανικό
χώρο και εμπειρικά αποτυπώνεται από
τον Παπαδιαμάντη.
Το παρόν
μελέτημα γενναία παρουσιάζει το ορθόδοξο
ήθος και την πολιτική θεολογία της
Ορθοδοξίας.
Ο όρος «πολιτική θεολογία» δεν έχει
καμία σχέση με την κακώς εννοούμενη
σήμερα κομματοκρατία. Αντίθετα, είναι
η περιγραφή του τρόπου ζωής των πολιτών,
οι οποίοι με αυταπάρνηση αγωνίζονται
για την υπέρβαση του εγωισμού τους, τη
θεραπεία της ιδιοτέλειας μέσα από την
καλλιέργεια σχέσεων αδελφοσύνης και
αλληλοευχαριστίας, ενώ στην προσπάθεια
αυτή προάγουν τον πολιτισμό, οικοδομώντας
έργα δημιουργικά, που σημαίνει έργα
υπέρ του δήμου –δηλαδή όλου του λαού.
Με αυτή τη σημασία αρχικά βιώθηκε στην
αρχαία Αθήνα του χρυσού αιώνα και
διασώθηκε δευτερογενώς από τους
Χριστιανούς, κυρίως της Ανατολής, μέχρι
και την ίδρυση περίπου του νεοελληνικού
κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι
οι μαθητές του Χριστού για να περιγράψουν
τον τρόπο ζωής τους χρησιμοποίησαν τη
λέξη «Εκκλησία», που σημαίνει κάλεσμα
και σύναξη λαού.
Ο Παπαδιαμάντης
μεσα από τους πρωταγωνιστές του δίδαξε
την
ασκητική του ήθους
που εκφράζεται στη συνάντηση με τον
άλλο. Εκείνο το ήθος που διαπερνά τη
θωράκιση, την ασφάλεια και την αυτάρκεια
του ατομικού «εγώ» και με μεράκι
αυτοθυσίας ωθεί τον άνθρωπο στο αγκάλιασμα
και τη συνάντηση με το συνάνθρωπο. Ο
τρόπος αυτός σημαίνει περισσότερο
άθλημα κατάκτησης της ισότητας, της
αξιοκρατίας, της δικαιοσύνης και τέλος
όλων των χαρακτηριστικών που αληθεύουν,
δηλαδή προάγουν τον πολιτισμό πέρα από
τη λήθη και τη λησμονιά.
Αυτή η
λειτουργία λοιπόν της νεοελληνικής
πραγματικότητας έχει τη γονιδιακή της
βάση στο ορθόδοξο ήθος. Η συγγραφέας
εύστοχα επικεντρώνεται στο στοχασμό
του Παπαδιαμάντη, ξέχωρα από ηθικιστικές
νόρμες και πρακτικές, που αποτελούν
απαύγασμα της φαρισαϊκής καθαρότητας.
Άλλωστε, ο ίδιος ο κυρ Αλέξανδρος είδε
πολλές φορές στα πρόσωπα των διακονούντων
τη θεσμική Εκκλησία τη συνέχεια του
φαρισαϊσμού. Σύμφωνα
και με την έγκυρη παρατήρηση της
συγγραφέως: «Στη μικρά μελέτη ‘Ο
Καλόγηρος’, κοσμολαΐτης στην
πραγματικότητα, σατυρίζει ανελέητα
εκκλησιαστικούς επιτρόπους και ασκεί
δριμύα κριτική στους αρχιποιμένες,
επιμένει στη μόρφωση του κλήρου και
στηλιτεύει τη χειροτονία αγράμματων
κληρικών. Καταγγέλλει τη βαυαροκρατία
για την ανάμειξη του Κράτους στην
Εκκλησία και το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας
της Ελλάδος»
(σελ. 12). Η υποκρισία και η μετατροπή της
διακονίας σε εξουσία, ίσως υπήρξε η
μεγαλύτερη «αίρεση» και το διαρκές
πρόβλημα που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει
η Χριστιανοσύνη από την εποχή του
Χριστού.
Όμως, ο
Παπαδιαμάντης προτιμά
την εξουσία του λαού.
Ο ίδιος ζώντας ανάμεσα στο λαό περιγράφει
και ανυψώνει το γνήσιο άνθρωπο της
καθημερινότητας, αναδεικνύοντας τα
σωτήρια χαρακτηριστικά του λαϊκού
τρόπου ζωής. Προτάσσει το λυτρωτικό
στοιχείου του λαϊκού χιούμορ και
όπως τονίζει η συγγραφέας, «η σάτιρα
πάντα ήταν μια παραμυθία για την απελπισία
των λαϊκών και ταπεινών»
(σελ. 9).
Οι λαϊκοί
ήρωες του Παπαδιαμάντη δεν
είναι οι άγιοι της ηθικής,
που κομίζουν έναν εξωτερικό καθωσπρεπισμό
και διαφημίζουν αυτάρεσκα στην κοινωνία
το είδωλο του καλού χριστιανού, ο οποίος
ενεργεί καλές πράξεις ατομικής
καθαρότητας. Οι χαρακτήρες του είναι
αμαρτωλοί που αγωνίζονται να καταγκρεμνίσουν
το είδωλό τους και να συμπορευτούν με
τον άλλον. Είναι εκείνοι οι χαρακτήρες,
που όταν ο γείτονας δεν είναι καλά, τότε
όλη η κοινωνία αρρωσταίνει. Και
εδώ οφείλουμε μια διευκρίνιση. Άλλο το
ήθος και η ηθική που απορρέει από αυτό,
κι άλλο η καρικατούρα του ήθους, δηλαδή
ο ηθικισμός. Το ελληνορθόδοξο ήθος δεν
έχει καμία σχέση με τη νομική αντίληψη
των σχέσεων, όπου ο αμαρτωλός δικάζεται
και τιμωρείται, ενώ ο «αναμάρτητος» και
ευυπόληπτος πολίτης αναδεικνύεται μέσα
από το παιχνίδι των εντυπώσεων. Αντίθετα
ο Παπαδιαμάντης, όπως εύστοχα προβάλλει
η κα Δασκαλάκη, κομίζει τη θεραπεία του
αρρωστημένου μέλους της κοινωνίας μέσα
σε κοινοτικά πλαίσια. Ο ηθικισμός
βασίζεται στην υποκρισία, τη
ψεύτικη-κακότροπη υπηρεφάνεια και την
ατομική σωτηρία. Στην Ορθοδοξία του
κυρ-Αλέξανδρου ο άνθρωπος λυτρώνεται
μέσα από τον αγώνα θεραπείας των παθών
του και στην ευχαριστιακή συνάντηση με
τον άλλον.
Ποιος όμως
είναι ο άλλος στη σκέψη του Παπαδιαμάντη;
Όπως σημειώνει η συγγραφέας, ο Παπαδιαμάντης «καλεί την Ορθοδοξία να γίνει γέφυρα διαλόγου καταλλαγής των ανθρώπων ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, με γνώμονα την αγάπη» (σελ. 14). Σε τούτα τα πλαίσια, οι μετανάστες, που πρωταγωνίστησαν στο έργο του κυρ-Αλέξανδρου, σηματοδοτούν το αίτημα ισόνομης και ισότροπης αποδοχής από την κοινωνία. Ενώ, όταν ο συγγραφέας «βάζει στο στόμα των ηρώων του το ρατσισμό (επιδιώκει) να τον ανατρέψει» (σελ. 15). Επομένως, ο λόγος του ακολουθεί την οικουμενική παράδοση της Εκκλησίας, μακρυά από τις όποιες μανιχαϊστικές αντιλήψεις. Ειδικότερα στην εποχή μας η κοινωνία διδάσκεται, κυρίως από τα μμε, τον μανιχαϊστικό τρόπο αντίληψης των ανθρώπων, διακρίνοντάς τους π.χ. στον καλό Έλληνα και τον κακό ξένο, ενώ ο αντιουδαϊσμός σηματοδοτεί τη λύτρωση από κάθε είδους ξέφρανο κακό.
Όπως σημειώνει η συγγραφέας, ο Παπαδιαμάντης «καλεί την Ορθοδοξία να γίνει γέφυρα διαλόγου καταλλαγής των ανθρώπων ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, με γνώμονα την αγάπη» (σελ. 14). Σε τούτα τα πλαίσια, οι μετανάστες, που πρωταγωνίστησαν στο έργο του κυρ-Αλέξανδρου, σηματοδοτούν το αίτημα ισόνομης και ισότροπης αποδοχής από την κοινωνία. Ενώ, όταν ο συγγραφέας «βάζει στο στόμα των ηρώων του το ρατσισμό (επιδιώκει) να τον ανατρέψει» (σελ. 15). Επομένως, ο λόγος του ακολουθεί την οικουμενική παράδοση της Εκκλησίας, μακρυά από τις όποιες μανιχαϊστικές αντιλήψεις. Ειδικότερα στην εποχή μας η κοινωνία διδάσκεται, κυρίως από τα μμε, τον μανιχαϊστικό τρόπο αντίληψης των ανθρώπων, διακρίνοντάς τους π.χ. στον καλό Έλληνα και τον κακό ξένο, ενώ ο αντιουδαϊσμός σηματοδοτεί τη λύτρωση από κάθε είδους ξέφρανο κακό.
Ο Παπαδιαμάντης
λοιπόν προάγει μια ελληνοχριστιανική
πολιτισμική οικουμενικότητα,
η οποία θα εδραιώνεται στην αναβίωση
της παράδοσης.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει
λόγος για οικουμενικότητα, δίχως το
θεμέλιο της τοπικής παράδοσης και
ταυτότητας, που αποτελούν τα εχέγγυα
της υγιούς αγάπης για την πατρίδα,
ενάντια σε κάθε νοσηρό εθνικισμό. Βεβαία,
παράδοση δεν είναι τα μουσειακά έθιμα
φολκλορικής κατανάλωσης, αλλά οι
δυνατότητες και οι δυναμικές ενός τρόπου
ζωής, που ψηλαφεί την αλήθεια μέσα από
τη ομαδική συμπόρευση και με βάση τις
κατακτήσεις του παρελθόντος νοηματοδοτεί
το παρόν και προικίζει το μέλλον.
Κατά τον
ίδιο τρόπο, καλεί σε έναν παραδοσιακό
πατριωτισμό,
που θα συνυφαίνεται από τη μια με την
αγάπη για την πατρίδα και από την άλλη
με την έμπρακτη φανέρωσή της. Όπως
αναφέρει ο κυρ Αλέξανδρος «άμυνα περι
πατρής θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία
των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρήση
διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου
υλισμού»
(σελ. 9). Τα παραπάνω δεν αποτελούν έκφραση
ξενοφοβίας αλλά ανάδειξη της τοπικής
παράδοσης, η οποία έμπρακτα φανερώνει
τη φιλοπατρία μέσα από τους κοινωνικούς
θεσμούς και την αναζήτηση της
ισότητας-ισονομίας.
Σε αυτή τη
διάσταση δε χωρά κανένα πολιτικό σύστημα
που εξαχρειώνει και ψυχοπαθολογικά
υποδουλώνει τον άνθρωπο. Κι ένα τέτοιο
σύστημα διακυβέρνησης, όπως του δυτικού
κόσμου,
συναντά αντιμέτωπό του τον Παπαδιαμάντη.
Συνεπώς, ο ενίοτε αντιδυτικισμός του
δεν αναφέρεται στους δυτικούς λαούς,
παρά μόνο στα συστήματα, εκκλησιαστικά
και πολιτειακά, που δημιουργήθηκαν στη
Δυτική Ευρώπη και τα οποία υπηρετούν
μία απόμακρη και απρόσωπη διοίκηση,
άσπλαχνη για τη λαϊκή σωτηρία.
Κλείνοντας
θα ήθελα να σημειώσω, ότι το έργο του
Παπαδιαμάντη διέπεται, όπως αναδεικνύεται
από τη συγγραφέα, από την αρμονική
συλλειτουργία θεωρίας και πράξης.
Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε λογοτέχνης
ή διανοούμενος, ο οποίος από την ασφάλεια
του γραφείου του διατυπώνει θεωρίες.
Απεναντίας, το ορθόδοξο βίωμα αυτού του
μεγάλου λογοτέχνη και ψάλτη, υπήρξε η
πυξίδα της θεωρητικής διαπραγμάτευσής
στο έργο του, λογοτεχνικό ή δημοσιογραφικό.
Όπως
παρατηρεί η κα Δασκαλάκη, «πείνασε ο
Παπαδιαμάντης όχι γιατί δε δούλεψε,
έζησε σα ζητιάνος όχι γιατί του άρεσε
να είναι Διογενικός μα γιατί δεν
προσκύνησε κανένα ισχυρό της πολιτείας
ούτε της Εκκλησίας. Αυτό συνιστά τη
βαθύτερη πολιτική ουσία του. Η κατ’
επιλογή φτώχεια του τον καθιστούσε
πάντα στην αντιπολίτευση»
(σελ. 11). Εδώ θα συμπληρώναμε, ότι ανήκει
όχι στην αντιπολίτευση της νεκρής
κριτικής αλλά εκείνης που με το παράδειγμά
της φανερώνει έμπρακτα την έξοδο από
κάθε κρίση και κυρίως την κρίση του
εαυτού μας.
Κυρίες και
κύριοι,
Η πολιτική
θεολογία του Παπαδιαμάντη και η
συγχρονικότητά της για την εποχή μας
φανερώνεται λαγαρά μέσα από τα
συμπερασματικά-επιλογικά λόγια της κας
Δασκαλάκη. «Ο
Έλληνας ταχτοποιεί τη φτώχεια του, τη
δέχεται αδιαμαρτύρητα και πολλές φορές
βρίσκει και την ευτυχία. Είναι σα να
νηστεύει σ’ όλη του τη ζωή για να
παρουσιαστεί με λιγότερες σάρκες και
μικρότερο ρύπος την ημέρα της μεγάλης
Κρίσεως. Θεωρώ πως αυτό ο Έλληνας του
πελάγους, ο γνησιότερος των Ελλήνων
εξακολουθεί να είναι πολιτικά και άρα
κοινωνικά ξεχασμένος στις πέτρες του
Αιγαίου…»
(σελ.20).
* Η παρουσίαση έγινε στη Στέγη του Πολιτιστικού και Λαογραφικού Συλλόγου Σορωνής Ρόδου «Το Αμπερνάλλι» στις 31 Μαρτίου 2013.
2 σχόλια:
Ηλία, σ' ευχαριστώ πολύ!
Τίποτα, τι λες τώρα!
Δημοσίευση σχολίου