Η σημερινή ανάρτηση περιέχει τις εργασίες που έκαναν οι μαθητές του Γ2 μετά το πέρας της διδασκαλίας της "Ελένης". Καθένας από αυτούς διάλεξε τον τρόπο έκφρασης που τον ικανοποιούσε περισσότερο, έτσι η ανάρτηση είναι γεμάτη από όλα τα καλά: Μουσική, ζωγραφική, ποίηση κ.τ.λ.
Ελένη: Θέμιδα, έλα να κάτσουμε εδώ στο μνήμα τους πατέρα σου, γιατί όπου να 'ναι θα έρθει ο Θεοκλύμενος από το καζίνο και πρέπει να με βρει εδώ.
Θέμις: Εντάξει, φιλενάδα, έρχομαι... Φέρνω μαζί μου και τους καφέδες.
Ελένη: Ρώτησε την αφερφή σου για τον Μενέλαο; Γιατί εμένα δεν μου λέει τίποτα..
Θέμις: Ναι, την ρώτησα. Και, μάντεψε, ο Μενέλαος είναι ζωντανός και θα έρθει αύριο!
Ελένη: Αύριο;
Θέμις: Σσσσς! Ναί, αύριο, Και θα φοράει κάτι παλιομοδίτικα ρούχα, και κουρεύτηκε διαφορετικά, και έχει γίνει χάλια.
Ελένη: Αλήθεια; Λίγα χρόνια μόνο τον άφησα μόνο του και τα έκανε μαντάρα; Δεν πειράζει! Όταν έρθει να τον πάω για ψώνια. Και για κούρεμα... Στην Τροία φαίνεται έχουν μείνει πίσω...
Θέμις: Να τον πας, φιλενάδα. Θα 'ρθω κι εγώ μαζί στου... Έχω πολύ καιρό να κάνω ένα ταξίδι... Αλλά πρώτα, επείδή ο αδερφός μου δεν θα σε αφήσει να φύγεις, πρέπει να τον ξεγελάσουμε.
Ελένη: Και πώς θα το κάνουμε αυτό;
Θέμις:Θα του πούμε ότι ο Μενέλαος τα έχει κακαρώσει και πως πρέπει να πας να τον θάψεις στη Σπάρτη.
Ελένη: Εντάξει. Χωρίς παρεξήγηση, ο αδερφός σου είναι βλάκας και θα μας πιστέψει. Η αδερφή σου όμως; Δεν θα του πει την αλήθεια;
Θέμιδα: Τα έχω βρει ήδη με την Θεονόη. Αν της δώσουμε μερικά χρήματα θα είμαστε εντάξει... Ελένη: Πόσα χρήματα δηλαδή;
Θέμιδα: Ένα εκατομμύριο ευρώ!
Ελένη: Μόνο;
Θέμιδα: Στάσου, δεν τελείωσα... Ενα εκατομμύριο για κάθε ώρα που περνάει και δεν λέει τίποτα μέχρι να φύγεις.
Ελένη: Είπα κι εγώ!!! Μόνο ένα εκατομμύριο; Τι μας πέρασε; Για τίποτα φτωχαδάκια, που δεν έχουμε να φάμε; Κι από πότε θα αρχίσει να μετράει τις μέρες ;
Θέμιδα: Έχει αρχίσει ήδη. Εδώ και δυο μέρες...
Ελένη: Τέλος πάντων,αφού θα γυρίσω στη Σπάρτη και στα παιδιά μου, μαζί με τον άντρα μου χαλάλι της...
Θέμιδα: Δεν θα γυρίσεις!
Ελένη: Τι;
Θέμιδα: ΔΕ θα γυρίσεις. Γιατί ένας μετεωρίτης θα πέσει στη Γή και μετά θα γίνει επίθεση εξωγήινων...
Ελένη: Καλά πλάκα μου κάνεις; Τι μετεωρίτης και εξωγήινοι; Άκου εκεί!
Θέμιδα: (Δυνατά )Ε. βέβαια, βρε φιλενάδα, πλάκα κάνω; Τι άλλο; (Χαμηλόφωνα ) Κι όμως αλήθεια σου λέω... (Γελάει σατανικά... )Χαχαχα!
. Είσαι ψηλή, μελαχρινή με μάτια γαλανά,
με ωραία χείλη και με πόδια μακριά .
Μα δεν μπορώ να σε βρω πουθενά
γιατί εχάθηκες εκείνη τη βραδιά.
Και τώρα ψάχνω μα δε σε βρίσκω
. Ψάχνω απο δώ και απο κει, μα είσαι σ' άλλη Γή
. Και δεν μπορώ να σε βρω, αχ τι τραγική
που είναι τούτη η στιγμή.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Γιατί σε μένα τούτη η ζωή;
Μα δεν το αφήνω κάτω, θα ψάχνω να σε βρω.
Γιατί σε τούτη τη ζωή μόνο εσένα αγαπώ.
Δεν έχω κανέναν άλλο μόνο για σένα ζω.
Αχ, καρδιά μου! Τι άλλο να κάνω για να σε βρω;
Έψαξα σε λίμνες και βουνά
κι εσύ δεν είσαι πουθενά.
Γύρισα τη Γη ανάποδα
κι εσύ δεν είσαι πουθενά...
Ο Όμηρος έχει αναφορές στην Ελένη σε δύο απ’ τα έργα του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, όπου την παρουσιάζει με μια διαφορετική ματιά απ’ αυτήν του Ευριπίδη. Θεωρεί την Ελένη υπαίτια για τον καταστροφικό για τους Τρώες και τους Αχαιούς πόλεμο και είναι της άποψης ότι παράτησε τον άντρα της για να πάει με τον Πάρη, και αυτό στάθηκε ως αιτία του πολέμου μεταξύ των δύο λαών. Στα έργα αυτά του Ομήρου, το πρόσωπο της Ελένης παρουσιάζεται αμαυρωμένο από τις άσχημες φήμες που την ακολουθούν και τις κατάρες που της προσάπτουν, ενώ ο χαρακτήρας της παρουσιάζεται επιπόλαιος όμως έχοντας επίγνωση του κακού που έχει προκαλέσει.
Τάκης Σινόπουλος. "Ποίημα για την Ελένη"
Γιάννης Ρίτσος: "Ελένη" (κι εδώ)
Οδυσσέας Ελύτης: "Ελένη (Με την πρώτη σταγόνα της βροχής)"
Γιώργος Σεφέρης: "Ελένη"
Νίκος Καζαντζάκης: "Ελένη"
γ) Παλαμάς
ε) Μανουσάκης
Γ. Mανουσάκης Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα
Υ.Γ. :Θα μας λείψεις, Μένη...
Η Μελοποίηση του Γ΄Επεισοδίου της "Ελένης" - Της Τσαμπίκας
Η Ελένη στην Σπάρτη πριν τον πόλεμο -Του Τάσου
Μια φορά κι ένα καιρό, η Ωραία Ελένη γύρισε τελικά στην Σπάρτη μετά από τις διακοπές της και είδε ότι δεν την ήθελε κανείς. Την έδωσαν λοιπόν να φυλάει τα αρνιά όλης της Σπάρτης, τα οποία τα φύλαγε σε ένα μαντρί. Όταν τα έβγαζε να βοσκήσουν περνούσε γρήγορα η ώρα διότι έπαιζε με την λύρα της. Μια φορά όμως δεν ξέχασε την λύρα πίσω στο μαντρί και δεν είχε να κάνει τίποτα, σκέφτηκε να σκαρώσει μια φάρσα στους Σπαρτιάτες για να τους κοροϊδέψει. Άρχιζε να φωνάζει λοιπόν, "βοήθεια, λύκοι τρωνέ τα πρόβατα, βοήθεια". Μπροστά ο Μενέλαος και πίσω οι άλλοι, αφού έπιασαν ότι βρήκαν μπροστά τους για να επιτεθούν στους λύκους, έτρεξαν αλλά τίποτα. Όταν έφτασαν εκεί η Ελένη άρχισε να γελάει και να τους κοροϊδεύει. Αυτό το έκανε ακόμα μια φορά, μόνο που μετά έγινε στ' αλήθεια. Τρομοκρατημένη η Ελένη, φώναζε "βοήθεια" αλλά δεν την πίστευαν και δεν έτρεξαν γιατί πίστευαν ότι είναι ψέμμα. Στο τέλος αυτοί που γελούσαν ήταν οι λύκοι αφού έφαγαν όλα τα αρνιά. Τότε, οι Σπαρτιάτες δεν την έβαλαν ξανά να φυλάει τα αρνιά και την έδωσαν στους Τρώες. Μετά όμως την ήθελαν πίσω αλλά οι Τρώες δεν την έδιναν. Κι έτσι έγινε ο Τρωικός Πόλεμος...Η Υποδοχη της Ελένης - Της Τσαμπίκας
Η πραγματική ιστορία της Ελένης στην Αίγυπτο (Μιχάλης )
Αρχή σκηνής
(Η Ελένη μαζί με την φίλη της τη Θέμιδα, η οποία είναι μια από τις αδερφές του Θεοκλύμενου, πίνουν καφέ )Ελένη: Θέμιδα, έλα να κάτσουμε εδώ στο μνήμα τους πατέρα σου, γιατί όπου να 'ναι θα έρθει ο Θεοκλύμενος από το καζίνο και πρέπει να με βρει εδώ.
Θέμις: Εντάξει, φιλενάδα, έρχομαι... Φέρνω μαζί μου και τους καφέδες.
Ελένη: Ρώτησε την αφερφή σου για τον Μενέλαο; Γιατί εμένα δεν μου λέει τίποτα..
Θέμις: Ναι, την ρώτησα. Και, μάντεψε, ο Μενέλαος είναι ζωντανός και θα έρθει αύριο!
Ελένη: Αύριο;
Θέμις: Σσσσς! Ναί, αύριο, Και θα φοράει κάτι παλιομοδίτικα ρούχα, και κουρεύτηκε διαφορετικά, και έχει γίνει χάλια.
Ελένη: Αλήθεια; Λίγα χρόνια μόνο τον άφησα μόνο του και τα έκανε μαντάρα; Δεν πειράζει! Όταν έρθει να τον πάω για ψώνια. Και για κούρεμα... Στην Τροία φαίνεται έχουν μείνει πίσω...
Θέμις: Να τον πας, φιλενάδα. Θα 'ρθω κι εγώ μαζί στου... Έχω πολύ καιρό να κάνω ένα ταξίδι... Αλλά πρώτα, επείδή ο αδερφός μου δεν θα σε αφήσει να φύγεις, πρέπει να τον ξεγελάσουμε.
Ελένη: Και πώς θα το κάνουμε αυτό;
Θέμις:Θα του πούμε ότι ο Μενέλαος τα έχει κακαρώσει και πως πρέπει να πας να τον θάψεις στη Σπάρτη.
Ελένη: Εντάξει. Χωρίς παρεξήγηση, ο αδερφός σου είναι βλάκας και θα μας πιστέψει. Η αδερφή σου όμως; Δεν θα του πει την αλήθεια;
Θέμιδα: Τα έχω βρει ήδη με την Θεονόη. Αν της δώσουμε μερικά χρήματα θα είμαστε εντάξει... Ελένη: Πόσα χρήματα δηλαδή;
Θέμιδα: Ένα εκατομμύριο ευρώ!
Ελένη: Μόνο;
Θέμιδα: Στάσου, δεν τελείωσα... Ενα εκατομμύριο για κάθε ώρα που περνάει και δεν λέει τίποτα μέχρι να φύγεις.
Ελένη: Είπα κι εγώ!!! Μόνο ένα εκατομμύριο; Τι μας πέρασε; Για τίποτα φτωχαδάκια, που δεν έχουμε να φάμε; Κι από πότε θα αρχίσει να μετράει τις μέρες ;
Θέμιδα: Έχει αρχίσει ήδη. Εδώ και δυο μέρες...
Ελένη: Τέλος πάντων,αφού θα γυρίσω στη Σπάρτη και στα παιδιά μου, μαζί με τον άντρα μου χαλάλι της...
Θέμιδα: Δεν θα γυρίσεις!
Ελένη: Τι;
Θέμιδα: ΔΕ θα γυρίσεις. Γιατί ένας μετεωρίτης θα πέσει στη Γή και μετά θα γίνει επίθεση εξωγήινων...
Ελένη: Καλά πλάκα μου κάνεις; Τι μετεωρίτης και εξωγήινοι; Άκου εκεί!
Θέμιδα: (Δυνατά )Ε. βέβαια, βρε φιλενάδα, πλάκα κάνω; Τι άλλο; (Χαμηλόφωνα ) Κι όμως αλήθεια σου λέω... (Γελάει σατανικά... )Χαχαχα!
Η ωραία Ελένη στην τέχνη - Της Πετρούλας
Η Ελένη στην Αίγυπτο -Της Μένης
Η εξαφάνιση της Ελένης - Του Νίκου
Ελένη, Ελενίτσα, εσύ είσαι η πιο όμορφη κουκλίτσα
. Είσαι ψηλή, μελαχρινή με μάτια γαλανά,
με ωραία χείλη και με πόδια μακριά .
Μα δεν μπορώ να σε βρω πουθενά
γιατί εχάθηκες εκείνη τη βραδιά.
Και τώρα ψάχνω μα δε σε βρίσκω
. Ψάχνω απο δώ και απο κει, μα είσαι σ' άλλη Γή
. Και δεν μπορώ να σε βρω, αχ τι τραγική
που είναι τούτη η στιγμή.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Γιατί σε μένα τούτη η ζωή;
Μα δεν το αφήνω κάτω, θα ψάχνω να σε βρω.
Γιατί σε τούτη τη ζωή μόνο εσένα αγαπώ.
Δεν έχω κανέναν άλλο μόνο για σένα ζω.
Αχ, καρδιά μου! Τι άλλο να κάνω για να σε βρω;
Έψαξα σε λίμνες και βουνά
κι εσύ δεν είσαι πουθενά.
Γύρισα τη Γη ανάποδα
κι εσύ δεν είσαι πουθενά...
Η Ελένη - Της Θοδώρας
Η Ελένη στην Νεοελληνική και Αρχαία Ποίηση - Της Θοδώρας
Η Ελένη έχει εμπνεύσει
πολλούς καλλιτέχνες. Αμέτρητα ποιήματα και τραγούδια έχουν γραφτεί για αυτή.
Πλήθοςπινάκων ζωγραφικής την απεικονίζουν. Ο κάθε καλλιτέχνης, όμως, που έχει
ασχοληθεί μαζί της την παρουσιάζει αρκετά διαφορετική από ότι ο άλλος. Το γεγονός
αυτό οφείλεται στο ότι κανείς δεν ξέρει την πραγματική ιστορία της ωραίας
Ελένης. Κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο ή όχι. Εκτός
από τον Ευριπίδη, αναφορές στην Ελένη έχει κάνει ο Όμηρος στην Ιλιάδα
και στην Οδύσσεια, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Στησίχορος
στην Παλινωδία κ.α. Υπάρχει επίσης μια αναφορά
στο έργο του
Πλάτωνα “Φαίδρος”.Ο Όμηρος έχει αναφορές στην Ελένη σε δύο απ’ τα έργα του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, όπου την παρουσιάζει με μια διαφορετική ματιά απ’ αυτήν του Ευριπίδη. Θεωρεί την Ελένη υπαίτια για τον καταστροφικό για τους Τρώες και τους Αχαιούς πόλεμο και είναι της άποψης ότι παράτησε τον άντρα της για να πάει με τον Πάρη, και αυτό στάθηκε ως αιτία του πολέμου μεταξύ των δύο λαών. Στα έργα αυτά του Ομήρου, το πρόσωπο της Ελένης παρουσιάζεται αμαυρωμένο από τις άσχημες φήμες που την ακολουθούν και τις κατάρες που της προσάπτουν, ενώ ο χαρακτήρας της παρουσιάζεται επιπόλαιος όμως έχοντας επίγνωση του κακού που έχει προκαλέσει.
Το ποίημα “Ελένη” του Σεφέρη έχει βασιστεί στο
ομώνυμο έργο του Ευριπίδη και πιο συγκεκριμένα στον στοίχο 782 του
2ου επεισοδίου στον οποίο αναφέρεται η φράση “τόσος μόχθος
και αγώνας για έναν ίσκιο;”. Ο Σεφέρης συμμερίζεται τις απόψεις
του Ευριπίδη, όσων αφορά το ότι η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην
Τροία, παρά έμεινε στην Αίγυπτο περιμένοντας καρτερικά
τον Μενέλαο. Ωστόσο, προσαρμόζει το έργο σύμφωνα με την δική
του εποχή και κάνει αναφορές στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κυπριακή
επανάσταση προσπαθώντας να περάσει το δικό του μήνυμα
για την κατάσταση που επικρατεί στον ελληνοκυπριακό χώρο.
Ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του “Ελένη”
παρουσιάζει την ηρωίδα πολύ διαφορετικά από ότι οι παραπάνω
ποιητές. Η Ωραία Ελένη στο έργο του, μόνο ωραία δεν είναι: είναι μια
γυναίκα μεγάλης ηλικίας, καμπουριασμένη και ασάλευτη. Ο Ρίτσος επηρεάζεται
από την ηλικία του (60 χρονών) και αρχίζει να φοβάται τα γηρατειά και
την μοναξιά που τα ακολουθεί. Ένας άλλος λόγος που την παρουσιάζει ηλικιωμένη είναι επειδή θέλει
να περάσει ένα αντιπολεμικό μήνυμα το οποίο βασίζεται στην ματαιότητα του
πολέμου διότι ο συγκεκριμένος είναι αδύνατο να γίνεται για κάτι τόσο
πρόσκαιρο όσο η ομορφιά η οποία χάνεται με τα χρόνια όπως συμβαίνει και
στην περίπτωση της πρωταγωνίστριας, η οποία από σύμβολο της αιώνιας
ομορφιάς γίνεται πολύ άσχημη
Στο ποίημα του Στησίχορου, “Παλινωδία” στηρίζεται ο Ευριπίδης για το έργο του “Ελένη” και ο Πλάτωνας με το έργο του “Φαίδρον“.
Ποιήματα για την Ελένη:
Η «Παλινωδία»
μάς σώζεται εν μέρει και είναι η εξής:
ουκ έστ' έτυμος λόγος ούτος,
ουδ' έβας εν νηυσίν ευσέλμοις,
ουδ' ίκεο Πέργαμα Τροίας·
που σημαίνει:
Αυτή η ιστορία δεν
είναι αληθινή.
Δεν μπήκες στα
καράβια με τα ωραία σκαμνιά,
ούτε έφτασες στα
παλάτια της Τροίας.
Τάκης Σινόπουλος. "Ποίημα για την Ελένη"
Γιάννης Ρίτσος: "Ελένη" (κι εδώ)
Οδυσσέας Ελύτης: "Ελένη (Με την πρώτη σταγόνα της βροχής)"
Γιώργος Σεφέρης: "Ελένη"
Νίκος Καζαντζάκης: "Ελένη"
Αποσπάσμάτα:
α) Σικελιανός
Ακέρια μες στα στήθη μας μαζώχτηκε η πατρίδα·
κι έργο της, λόγος, όνειρο βαθειά τους αντηχεί,
σαν από δόρυ ορμητικό, βογκώντας μιαν ασπίδα
που πίσωθέ της άγρυπνη παραφυλάει ψυχή!
Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τόμος Γ΄, εκδ. Οι
φίλοι του βιβλίου, Αθήνα 1947, σελ. 58
β) Καζαντζάκης
«Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι
βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...»
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...»
Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973.
γ) Παλαμάς
Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·*
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·*
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
Κωστή Παλαμά Άπαντα
δ)Ρίτσος
Τώρα ξεχνώ τα
πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Γιάννη Ρίτσου
Ελένη
ε) Μανουσάκης
Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
Γ. Mανουσάκης Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα
Γερμανικά ποιήματα για την Ελένη :
Helena und Menelaus - Friedrich von Hagedorn
Zum Menelaus kam
die Helena zurück,
Und sprach, mit Recht beschämt, und mit bethräntem Blick: Es ward dir zwar mein Leib, die irdische Last, entrissen; Doch, wie der Himmel weiß, blieb meine Seele dein. Er sprach: Ich glaub' es gern; hingegen magst du wissen: Was du mir ließest, scheint dein schlechtes Theil zu sein.
Genieß' mit mir, was
Künstlerhände schufen,
Was Dichtern lieh der gütgen Musen Gnade; Versink' mit mir im Melodieenbade Und klimm empor des Schönheitstempels Stufen. Wo weiche Stimmen in den Lüften rufen, Im Alpenthal zieh' mit mir stille Pfade; Laß weilen uns, wo laut an's Felsgestade Die Meerfluth braust aus nie erschöpften Kufen. Was uns Natur an Wonnen kann bescheeren, Was Kunst uns beut in edlem Schöpfertriebe, Gemeinsam stets laß uns das Süße theilen; Was göttlich ist, laß heißentbrannt uns ehren Und eins, ganz eins im Geist und in der Liebe Des Busens große Sehnsuchtswunde heilen. Helena - II. Albert Möser
Es gaukelt mir dein
Bild vor trunknen Sinnen,
Schöne Zeit Ludwig PfauIch sah dich gehn in griechischem Gewande, Des Auges Strahl glomm auf in stolzem Brande, Umspielt vom Liebreiz aller Huldgöttinnen. Die Locken sah ich fluthend niederrinnen Von deiner Stirn erhabnem Marmorlande, Des Armes Rund umschmiegten goldne Bande, Der Schultern Pracht stieg auf aus weißem Linnen. Des Leibes Formen sah ich göttlich schwellen, Sie scheinen leuchtend durch des Kleides Falten, Und Schönheit schaut' ich, wie ich nie noch sah. Und wie der Greise Schaar auf Troja's Wällen, Jauchzt' ich entzückt der hehrsten der Gestalten, Und stumm bewundernd haucht' ich: Helena!
Als wir im tiefen
Thale
Beisammen saßen beid' Im heimlichen Sternenstrahle War eine schöne Zeit! Des Tages Augen sanken, Es wallten weit und breit Nur noch der Liebe Gedanken War eine schöne Zeit! Jetzt weilst du in der Ferne; Zu deinem Haus so weit, Da ziehen nur die Sterne — War eine schöne Zeit! Ich bin daheim geblieben Mit meinem Herzeleid; O Küssen süß, o Lieben! — War eine schöne Zeit! Und unser Thal muß stehen In stiller Einsamkeit; Doch leise Lieder wehen Dort von der schönen Zeit. Γελοιογραφίες - Του ΓιάννηΓια την Ελένη - της Δήμητρας
α) Περιγραφή υποδοχής Σπαρτιατών
Φτάνοντας ο
Μενέλαος και η Ελένη στην Σπάρτη, ζήτησαν από τους συντρόφους τους να μην μάθει
κανείς για την ταυτότητα της Ελένης μέχρι να διαδοθεί ότι η πραγματική Ελένη
βρισκόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στην Σπάρτη και η αποκαλούμενη
«Ελένη της Σπάρτης» ήταν στην πραγματικότητα είδωλο και τέχνασμα των θεών.
Η Ελένη
συμφώνησε και κλείστηκε στο παλάτι έτσι
ώστε να μην την αναγνωρίσει κανείς. Κατόπιν, ο Μενέλαος έβαλε τους συντρόφους
του να μιλούν κοντά σε ομάδες ανθρώπων για το τέχνασμα των θεών , με την ελπίδα
πως θα τους ακούσουν και θα το διαδώσουν…
Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα. Όλοι πλέον στην Σπάρτη μιλούσαν για το είδωλο και την πραγματική
Ελένη. Το θέμα ήταν τώρα που είναι η πραγματική Ελένη. Ο Μενέλαος έστειλε ξανά τους συντρόφους τους
να πουν πως η Ελένη φέρθηκε έξυπνα και ήταν δυνατή όλα αυτά τα χρόνια, και πως τελικά
κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του Θεοκλύμενου που την ήθελε για γυναίκα του
και να καταφύγει σε έναν ναό. Στην συνέχεια μπήκε σε ένα καράβι μαζί με τον
Μενέλαο και τους συντρόφους για να γυρίσουν στην Σπάρτη στην οποία σε δύο μέρες
κατέφθασαν.
Αυτό και αν
διαδόθηκε! Άρχισαν οι ετοιμασίες για την άφιξη της Ελένης και του Μενέλαου.
Στόλισαν το παλάτι με λουλούδια, έφτιαξαν φαγητά, έβαλαν τα καλύτερα κρασιά,
μάζεψαν τα πιο ωραία και τα πιο ζουμερά φρούτα που υπήρχαν , έστρωσαν την
κρεβατοκάμαρα… Άρχισαν οι πρόβες των βασιλικών αυλικών ώστε να ετοιμάσουν ένα ωραίο και πλούσιο μουσικό πρόγραμμα. Οι
βασιλικές μοδίστρες άρχισαν να ράβουν φορέματα για την Ελένη και κουστούμι για
τον Μενέλαο. Στους εξωτερικούς χώρους
μάζεψαν τους πάγκους των εμπόρων
–πωλητών και τους γέμισαν με λουλούδια και δάδες, καθώς είχε ακουστεί ότι θα
φτάσουν απόγευμα προς βράδυ.. . Τέλος, μπήκε ένα μεγάλο κόκκινο χαλί, πάνω στο
οποίο θα πατούσαν μόνο ο Μενέλαος, η Ελένη και οι σύντροφοι. Οι ετοιμασίες τέλειωσαν εγκαίρως και δόθηκε εντολή όποιος βλάψει την υποδοχή
με οποιονδήποτε τρόπο να φυλακιστεί.
Η μεγάλη
μέρα έφτασε… Ο Μενέλαος πήρε την Ελένη και τους συντρόφους τους, φόρεσαν κουκούλες
και μπήκαν στο καράβι που είχαν πάρει από την Αίγυπτο. Αφού περίμεναν σχεδόν μισή ώρα ξεκίνησαν. Έβγαλαν τις
κουκούλες και έβαλαν πλώρη για το λιμάνι όπου τους περίμενε ένας άνθρωπος με αρκετά άλογα για να τους μεταφέρει στην
Σπάρτη. Όλοι στην Σπάρτη ζητωκραύγαζαν. Τους χαιρετούσαν και τους πετούσαν
ροδοπέταλα. Γιόρταζαν δυο πράγματα: Αρχικά, τη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στην
Τροία και την επιστροφή της πραγματικής Ελένης.
Αφού έφαγαν
και ήπιαν διηγούνταν όλο το βράδυ τις περιπέτειές του και είχαν μεγάλη
ανταπόκριση από τον κόσμο…
β) Αλλαγή προσωπικοτήτων.
Ο Μενέλαος σ’ αυτήν την εκδοχή είναι έξυπνο, βρίσκει
σχέδιο , είναι πονηρός και λειτουργεί με δόλο.
Η Ελένη είναι ήσυχη και ο εαυτός της. Φοβάται πολύ, δεν
θέλει να διακόψει τον Μενέλαο και δεν προσθέτει κάτι στο σχέδιο, είναι ντροπαλή
και δεν είναι καθόλου καλή ηθοποιός.
Ο Θεοκλύμενος καταλαβαίνει τον Μενέλαο και το σχέδιο
τους, είναι άκαρδος, δεν αγαπάει πια την Ελένη και αποφασίζει να μην δείξει
έλεος στην Ελένη και τον Μενέλαο.
γ) Παραλλαγή της υπόθεσης
Η Ελένη
βρίσκεται στον βωμό, περιμένοντας να εμφανιστεί ο Μενέλαος, όπως είπε η Θεονόη.
Τελικά εκείνος εμφανίστηκε στην Αίγυπτο, αλλά τον είδωλο
δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, πήγε και βρήκε τον Θεοκλύμενο και τον προειδοποίησε
ότι ο Μενέλαος και βρίσκεται στην Αίγυπτο και θέλει να πάρει την Ελένη. Το
είδωλο όμως είχε ξεχάσει ότι έμοιαζε ακριβώς όπως και η Ελένη. Τότε ο Θεοκλύμενος άρχισε να γελάει. Την πήρε και όρισε το γάμο τους σε πολύ
σύντομο χρονικό διάστημα. Το ίδιο βράδυ. Οι προετοιμασίες έγινα πολύ γρήγορα
αλλά όλα ήταν έτοιμα ως το βράδυ. Κόσμος
είχε μαζευτεί στο παλάτι και περίμενε…
Κάποια στιγμή
εμφανίζεται ο ο Θεοκλύμενος κρατώντας από το χέρι το είδωλο της Ελένης.
Την ίδια κιόλας στιγμή που η Ελένη έμαθε για το γάμο και αναρωτήθηκε ποια είναι αυτή η Ελένη η οποία της μοιάζει
τόσο πολύ. Ξεκίνησε λοιπόν, να πάει να δει. Το ίδιο και ο Μενέλαος . Είχε
ακούσει για το γάμο και καθώς η Ελένη
δεν ήταν στην σπηλιά, άρχισε να πηγαίνει προς το παλάτι.
Καθώς έτρεχε
προς τα κει και κοιτούσε γύρω του σαν χαμένος, πέφτει επάνω στην Ελένη. Ήταν
σκοτεινά και δεν έβλεπε καλά. Της ζήτησε συγγνώμη και την ρώτησε πως τη λένε.
Εκείνη απάντησε πως το όνομα της ήταν Ελένη κι έκανε την ίδια ερώτηση στον
Μενέλαο και όταν άκουσε την απάντηση σάστισε. Του είπε ότι έτσι έλεγαν και τον
άντρα της, ο οποίος ήταν Έλληνας και είχε πολλά χρόνια να τον δει. Ο Μενέλαος
πάγωσε και την πήγε λίγο πιο κάτω όπου είχε φως κρατώντας την από το χέρι.
Κοίταξε το πρόσωπό της και μόλις είδε τα χαρακτηριστικά της, την αγκάλιασε
λέγοντας πως είναι ο άντρας της και ήρθε για να την βρει… Η Ελένη δεν μπορούσε
να πιστέψει ότι μετά από τόσα χρόνια βρήκε τον άντρα της. Ο Μενέλαος , αφού της εξήγησε που πήγαινε,
απόρησε όταν του είπε ότι και αυτή στο ίδιο μέρος πήγαινε…. Δεν μπορούσε να
καταλάβει. Μετά της είπε ότι δεν
χρειάζεται να κάνουν έτσι, σαν να βλέπονται για πρώτη φορά, αφού το πρωί ήταν
μαζί στην σπηλιά… Η Ελένη του εξήγησε πως τόσα χρόνια βρισκόταν στην Αίγυπτο
και περίμενε πώς και πώς την άφιξή του. Αμέσως την πίστεψε. Του φαινόταν
αληθινή και γνήσια σε σχέση με την άλλη Ελένη. Αφού πήγαν στην σπηλιά να
κοιμηθούνε ο Μενέλαος είδε στο όνειρο του την μητέρα του να του λέει πως η
Ελένη που τόσα χρόνια ήταν στην Τροία ήταν είδωλο και η πραγματική ήταν εκείνη
που χθες συνάντησε. Μόλις ξημέρωνε όμως το είδωλο θα ξαναεμφανιζόταν.
Τότε ο Μενέλαος
πετάχτηκε έξω από την σπηλιά, κοίταξε γύρω του και είδε πως ήταν όλα
σκοτεινά. Μπήκε πάλι μέσα και ξύπνησε
την Ελένη και τους συντρόφους. Αφού τους περιέγραψε το όνειρο, τους είπε ότι
πρέπει να βιαστούν και να φύγουν πρίν ξημερώσει έτσι ώστε, όταν εμφανιστεί το
είδωλο να μην είναι εκεί.
Πήγαν λοιπόν
προς το λιμάνι. Εκεί υπήρχε ένα ελληνικό καράβι το οποίο είχαν περιμαζέψει
Αιγύπτιοι έμποροι. Ανέβηκαν επάνω ο
Μενέλαος και η Ελένη και, αφού έλυσαν τα σκοινιά, ανέβηκαν επάνω και οι
σύντροφοι. Χρειάζονταν τουλάχιστον μια βδομάδα μέχρι να φτάσουν στην
Σπάρτη. Ήξεραν όμως ότι θα τα καταφέρουν…
Το επόμενο πρωί, στην Αίγυπτο, το είδωλο είχε
εξαφανιστεί. Όταν ο Θεοκλύμενος ξύπνησε πίστεψε ότι η Ελένη είχε κιόλα ξυπνήσει
και βρισκόταν κάτω, στο σαλόνι. Κατέβηκε να την βρει και μια υπηρέτρια τον
ρώτησε αν η κυρία της θα φάει κάτω ή αν θα πάρει το πρωινό της στο
κρεβάτι. Ο Θεοκλύμενος έμεινε για μερικά
δευτερόλεπτα παγωμένος και σαστισμένος! Κοίταξε γύρω του και μετά άρχισε να
τρέχει ρωτώντας όποιον έβρισκε αν είδε πουθενά την Ελένη. Όλοι όμως του
απαντούσαν ότι η Ελένη ούτε κατέβηκε από το δωμάτιο αλλά ούτε και βγήκε από το
παλάτι. Έστειλε τότε ανθρώπους να ψάξουν
σε ολόκληρη την Αίγυπτο για να την βρουν.
Την ίδια ώρα ο
Μενέλαος παρακαλούσε τους θεούς να τους πάει ο αέρας πίσω στην Σπάρτη. Μετά από όσα πέρασαν, περίμενε ότι οι θεοί θα
τον λυπηθούν και θα τον βοηθήσουν. Έτσι κι έγινε. Ξαφνικά εκεί που το καράβι
ίσα που κουνιόταν, άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας.
Στην Αίγυπτο
πάλι, Ο Θεοκλύμενος ετοιμαζόταν να φύγει με αρκετό στρατό, διότι κατάλαβε ότι
έλειπε το Ελληνικό καράβι. Πήρε μαζί του
σαράντα καράβια και όλα ήταν γεμάτα στρατιώτες
έμπειρους στις μάχες.
Ο Μενέλαος, η
Ελένη και το πλήρωμα του καραβιού
κόντευαν να φτάσουν στην Σπάρτη.
Δεν είχε μείνει μεγάλη απόσταση, μόνο μια μέρα. Το επόμενο πρωί είδαν
στεριά. Αφού αγκυροβόλησαν σε ένα λιμάνι, είδαν πως βρίσκονται κάπου στην Πελοπόννησο. Αλλά από κει, καθώς
δεν είχαν άλογα για να πάνε στη Σπάρτη, έπρεπε να πάνε περπατώντας. Ήταν πολλά
τα χιλιόμετρα (225) κι επειδή είχαν μαζί και την Ελένη, η οποία δεν ήταν
μαθημένη σε στρατιωτικές πορείες, έπρεπε τα βράδια να βρίσκουν κάπου να μένουν.
Θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια βδομάδα με το ρυθμό που πήγαιναν.
Ο Θεοκλύμενος στο μεταξύ έτυχε να φτάσει στο
ίδιο λιμάνι. Κατέβηκαν από το καράβι και
πήγαν στην πόλη. Καθώς είχαν λεφτά αγόρασαν άλογα και άρχισαν πηγαίνουν προς τη Σπάρτη. Επειδή είχαν άλογα ήταν φυσικό να προφτάσουν
την Ελένη, τον Μενέλαο και τους συντρόφους τους.
Ο Μενέλαος,
βλέποντας τους πρώτους στρατιώτες να καταφθάνουν, αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και
προέτρεψε την Ελένη και τους συντρόφους να κρυφτούν. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει, οπότε ο
Θεοκλύμενος αποφάσισε να διανυκτερεύσουν σε εκείνο το μέρος, καθώς θεώρησε πως
ήταν το καταλληλότερο. Ο Μενέλαος γύρισε και είπε στην Ελένη πως ότι και να
γίνει πρέπει να μείνουν μαζί. Το μαύρο πανί της νύχτας σκέπασε σιγά σιγά τον
γαλανό ουράνο… Το φεγγάρι βγήκε σε λίγο
και πήρε την θέση του. Εκείνη η νύχτα ήταν ξάστερη. Ο Μενέλαος σηκώθηκε από το
μέρος που είχαν κρυφτεί. Είπε στους συντρόφους του και την Ελένη να τον
ακολουθήσουν. Προσπάθησαν να περάσουν πίσω από τον στρατό και να διαφύγουν,
αλλά τότε κατάλαβαν ότι οι Αιγύπτιοι είχαν σχηματίσει ένα κύκλο για ασφάλεια.
Αυτό σήμαινε ότι ήταν περικυκλωμένοι.
Τότε, αποφάσισαν
μαζί με την Ελένη να παραμείνουν στην θέση τους μέχρι να ξημερώσει και να φύγει
ο στρατός. Το μέρος που είχαν κρυφτεί δεν είχε παρά μεγάλους και πυκνούς
θάμνους. Ξημερώνοντας, ένας από τους
άντρες του Θεοκλύμενου πήγε προς νερού
του και τους είδε να κοιμούνται μέσα στους θάμνους. Άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Αμέσως, ξύπνησαν όλοι τρομαγμένοι κι έτρεξαν να δούνε τι συμβαίνει. Ο Μενέλαος προσπάθησε να τον κάνει να
σωπάσει, μα δεν τα κατάφερε. Ήταν ήδη αργά! Ο Θεοκλύμενος ήταν μπροστά τους κοιτάζοντας
την Ελένη. Έκανε να μιλήσει, αλλά πριν
να προλάβει να ανοίξει το στόμα του μπαίνει μπροστά από την Ελένη ο Μενέλαος
και οι σύντροφοί του και του είπαν ότι θα πρέπει να περάσει από αυτούς πρώτα κι
ύστερα να πάρει την Ελένη. Ο Θεοκλύμενος απάντησε διπλωματικά. Τους είπε ότι θα
τους αφήσει να φύγουν αρκεί η Ελένη να πάει μαζί τους. Όλοι αρνήθηκαν το ίδιο και η Ελένη χωρίς δεύτερη σκέψη. Τότε
ο Θεοκλύμενος είπε ότι θα πάρει την Ελένη, ακόμα κι αν χυθεί αίμα. Ο
Μενέλαος βγάζει το μαχαίρι από τη ζώνη
του και ψιθυρίζει στην Ελένη «Μαζί στη ζωή… μαζί και στο θάνατο… Περίμενε με!
Όπως φαίνεται, δεν θα αργήσω…». Μετά από αυτά τα λόγια της έμπηξε το μαχαίρι
στην καρδιά κι ύστερα και ο ίδιος και οι σύντροφοί του πέθαναν πολεμώντας.
Ο Θεοκλύμενος
φεύγοντας από την Ελλάδα αισθανόταν
ηττημένος. Λίγο πριν φτάσουν στην Αίγυπτο έδωσε εντολή στους συντρόφους
του να στέψουν για βασίλισσα τους την Θεονόη, η οποία ήταν μάντισσα. Κατόπιν,
πήδηξε από το καράβι διότι δεν μπορούσε να αντέξει τον εξευτελισμό και την
ντροπή.
Η πυρπόληση της Τροίας και η αποχώρηση του Μενέλαους - Βαγγέλης Ξ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου