Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Υποθετικά τραγούδια

Με τη Γ' Γυμνασίου ασχοληθήκαμε στο μάθημα της Γλώσσας με τις δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις και τους υποθετικούς λόγους. Τα παιδιά συγκέντρωσαν, λοιπόν, τραγούδια της ελληνικής μουσικής σκηνής -από όλα τα ρεπερτόρια- που στους στίχους τους περιέχουν υποθετικούς λόγους. 
Στην ανάρτηση αυτή, μπορείτε να διαβάσετε μια υποθετική ιστορία που έγραψα εγώ και ντύνεται μουσικά με τα "υποθετικά" τραγούδια. Το θέμα της ιστοριούλας είναι ρομαντικό, όπως και των περισσότερων τραγουδιών, και οι περισσότεροι μελοποιημένοι υποθετικοί λόγοι που θα ακούσετε είναι -όχι τυχαία- του μη πραγματικού. Να ζητήσω μόνο συγγνώμη από τους μαθητές γιατί δε συμπεριέλαβα όλα τα τραγούδια που μου έδωσαν αλλά ένα αντιπροσωπευτικό τους δείγμα.
Το μόνο πάντως που δεν υποτίθεται αλλά εννοείται στην όλη υπόθεση είναι ότι  η ανάρτηση φτιάχτηκε με μεράκι και ελπίζω να την απολαύσετε!

Όλα ξεκινάνε σε ένα από τα κλασικά πανηγύρια των χωριών. Τώρα για το πού βρίσκεται αυτό το χωριό ή για το πότε ακριβώς εκτυλίσσονται τα γεγονότα, περίμενα κάποιο τηλεφώνημα από την ηρωίδα αλλά αποφάσισε να ζήσει το ρομάντζο της και να μην ασχοληθεί με την αφηγήτρια -οπότε δεν το έλαβα ποτέ. Έτσι κι αλλιώς,   χρυσή μου, και πάλι θα διασκεύαζα την ιστορία σου γιατί μην ξεχνάμε πως σε μια πλοκή τα πρόσωπα κάνουν ό,τι θέλει ο αφηγητής τους. Άρα, κατά βάθος εγώ δεν ήθελα να μου τηλεφωνήσεις και γι' αυτό δεν το έκανες... Ίσως πάλι, να μην είχε ακόμα εφευρεθεί το τηλέφωνο... 
Τελοσπάντων, ξαναγυρνάμε στο πανηγύρι και στην ηρωίδα μας, μια αθώα κορασίδα του χωριού, που περίμενε πώς και τι κάθε χρόνο το πανηγύρι και ειδικά μια οικογένεια τσιγγάνων γυρολόγων που ερχόταν για να πουλήσει την πραμάτεια της. Η μητέρα υποτίθεται είχε κληρονομικό χάρισμα και, όσο ο άντρας της πουλούσε χαλιά, εκείνη έριχνε τα χαρτιά ή διάβαζε τα χέρια των χωρικών μαντεύοντας το μέλλον τους:, θα μπορούσα να της ζητήσω κι εγώ να μου προφητέψει τι θα γίνει στη ζωή μου!" σκεφτόταν το κορίτσι, όταν αντιλήφθηκε πως οι δεκάρες που είχε μαζέψει, δε θα  ήταν αρκετές για να δελεάσουν τη φημισμένη μάντισσα. Απογοητευμένη έμεινε στην άκρη, όσο έκαναν ουρά πίσω από τον πάγκο της τσιγγάνας οι πιο πλούσιες γυναίκες του χωριού και κανα-δυο ερωτοχτυπημένοι νεαροί που ήλπιζαν να τους πει ότι το αντικείμενο του πόθου τους θα ενδώσει στον πόθο τους γιατί μέχρι τότε 

Ωστόσο, σκέφτηκε ότι αφού ήταν κληρονομικό το χάρισμα, δεν θα το είχαν κληρονομήσει και τα παιδιά της τσιγγάνας;, θα τα ρωτήσεις αν μπορούν να δουν το μέλλον όπως η μαμά" είπε στον εαυτό της και πλησίασε την πιο μεγάλη κόρη, γύρω στα δώδεκα,  που είχε μόνη της ασχολία να κάνει πλεξούδες τα κρόσια από τα απούλητα χαλιά. Χαρούμενη η μικρή αφού θα εξοικονομούσε χωρίς την επίβλεψη των γονιών της το πρώτο πραγματικό της χαρτζιλίκι και περήφανη που θα συνέχιζε την απάτη της οικόγενειας, δέχτηκε να διαβάσει το χέρι της δικιάς μας. Πρώτα, την καλόπιασε με κάτι κοπλιμέντα του τύπουεξασφαλίζοντας πως θα πίστευε ό,τι και να της σέρβιρε μετά.Λοιπόν,καταλαβαίνοντας πως η μικρή ήθελε να ακούσει όσο τίποτα πως θα ζήσει τον μεγάλο έρωτα: "Σύντομα θα γνωρίσεις την αγάπη. Κι ο άντρας που θα πάρεις, είναι πιο κοντά απ' ό,τι πιστεύεις., αυτό θα ζήσεις μαζί του... Ξέρεις πωςκαλός άνθρωπος, θα ανταμειφθείς., σου λέω θα αγαπήσεις πολύ.  Γιατί σαν σε όνειρο σε βλέπω να περπατάς μαζί του στο μονοπάτι της ζωής  Κι, θα ΄σαι τόσο ευτυχισμένη όσο αξίζεις... " 
Η ηρωίδα μας γύρισε σπίτι με μια ανάταση ψυχική που όμοιά της δεν είχε ζήσει ούτε όταν η μάνα της την είχε επαινέσει για τα κουλούρια που έφτιαξε το προηγούμενο Πάσχα με τα παροιμιώδη λόγια: "που σε φώτισε δεν ξέρω, αλλά τέτοια νοστιμιά δεν ξαναδοκίμασα! Εύγε, κόρη μου!" Τώρα, όμως, τα πόδια της θαρρείς και δεν πατούσαν στη γη και συνεχώς ονειροπολούσε για τον μεγάλο επερχόμενο έρωτα. 
'Εκτοτε, όλους τους άντρες τους έβλεπε διαφορετικά, κάπως πιο εξεταστικά, καθότι ήταν υποψήφιοι πια για τη θέση του μεγάλου επερχόμενου έρωτα. Έβλεπε τον βιβλιοπώλη και σκεφτόταν; Συναντούσε τον γαλατά και μονολογούσε... Κυρίως, όμως, κοίταζε με ελπίδα τον μικρότερο γιο της γειτόνισσας, με τον οποίο σχεδόν μεγάλωσαν μαζί και πολύ την πλήγωνε που ο ίδιος τη θεωρούσε παντοτινή αδερφή του ενώ η ίδια τον θεωρούσε μελλοντικό της σύζυγο. Αυτή η μικρή παρεξήγηση που είχε συμβεί στο κεφαλάκι της τώρα πια είχε πάρει διαστάσεις γιγαντιαίες. Μετά τον χρησμό που μιλούσε για αγάπες, τριαντάφυλλα και πολύχρωμα ουράνια τόξα, κρατούσε μεν μια μικρή επιφύλαξη μήπως η μικρή τσιγγάνα είχε δει κάποιον άλλο στο όνειρό της αλλά κατά βάση αισθανόταν ότι ο εν λόγω Νίκος ήταν το αστέρι που θα φώτιζε τον ουρανό της...μισοτραγουδούσε τα βράδια στέλνοντας κλεφτές ματιές προς το παράθυρο του γειτονικού σπιτιού αλλά το πρωί τον καλημέριζε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Και τίποτε δε συνέβη, δηλαδή, αλλά η τύπισσα το είχε σίγουρο πως από ώρα σε ώρα, όπου να 'ναι,  ο "αδερφός" της θα ανακάλυπτε την πραγματική φύση της συγγένειάς τους και θα τη ζητούσε σε γάμο. ", θα με έκανες τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου!", θα της έλεγε, ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων, γιατί σημασία δεν έχουν οι κουβέντες αλλά τα γνήσια αισθήματα.
Και να, κάτι βδομάδες μετά γύρισε από τη δουλειά και βρήκε τον Νίκο στο σαλόνι τους να κουβεντιάζει με τον πατέρα της. Πώς λένε όλοι στις ειδήσεις, "έπεσα από τα σύννεφα"; Ε τώρα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: η μικρή πετούσε στα σύννεφα και μακάριζε εκείνες τις δεκάρες που της είχαν δώσει την πρόγευση της ευτυχίας. Μπορεί των περισσότερων η ζωή να είναι γεμάτη, η ζωή της ηρωίδας μας, όμως, εκείνη τη στιγμή που συνάντησε το χαμογελαστό βλέμμα του Νίκου ήταν γεμάτη από τέτοια σιγουριά που σπάνια βρίσκεις σε άνθρωπο, εκτός ίσως από κάτι κυνικούς απαισιόδοξους που είναι απολύτως σίγουροι για την ανυπαρξία νοήματος στην ύπαρξη. Ωστόσο, η δικιά μας ήταν βέβαιη για τις προθέσεις του Νίκου. Με το που άνοιξε το στόμα του, η κοπέλα πιο πολύ φαντάστηκε παρά άκουσε πραγματικά τα λόγια του: ", γύρε στο πλάι μου και γίνε η ζωή μου!" "Ναι, ναι! Σίγουρα ναι!" απάντησε στην πρόταση γάμου που της έκανε ο Νίκος. "Και αύριο, θα σου γνωρίσω και την Αλίκη. Χαίρομαι τόσο που θα συγγενέψουμε στα αλήθεια!" Αλίκη, ποια Αλίκη; Τι εστί Αλίκη και τι δουλειά έχει στον γάμο μου; 
Για να ακριβολογούμε, βέβαια, ο γάμος ήταν του Νίκου και της Αλίκης, της προς το παρόν αρραβωνιαστικιάς και οσονούπω συζύγου του. Και η πρόταση που έκανε στην ουσία ο Νίκος δεν ήταν γάμου αλλά συμμετοχής σε γάμο, ήτοι κουμπαριάς... Απλώς, όπως όλοι μας άλλωστε, η δικιά μας δεν άκουσε αυτό που είπε ο Νίκος αλλά αυτό που ήθελε να ακούσει. Ο κόσμος της όσο γρήγορα είχε χτιστεί, τόσο γρήγορα γκρεμίστηκε... "ρε μικρή τσιγγάνα, αν εγω είχα ξυπνήσει πιο νωρίς και εκδήλωνα τα συναισθήματά μου για τον Νίκο, πριν μου τον αρπάξει αυτή η Αλίκη..." 
Εμείς ξέρουμε ότι οι υποθέσεις δεν βγάζουν πουθενά και το κατάλαβε και η μικρή όταν γνώρισε την Αλίκη και είδε το ύφος του Νίκου όσο στεκόταν δίπλα της ακόμα πιο αποβλακωμένο. Γιατί η Αλίκη ήταν τέλεια... Μα έτσι είναι,, πώς να κάνεις όνειρα ότι μετά μπορείς να έχεις μια λαμπερή ζωή; 'Αρα, αντίο μεγάλε επερχόμενε έρωτα!
Ε όχι και αντίο! Γιατί αν ήμουν, δηλαδή,
θα βλέπατε πολλές αλλαγές... Αλλά αφού είμαι μόνο μια ταπεινή αφηγήτρια, ας πούμε ότι μπορώ να αλλάζω κατά βούληση τα πράγματα στον κόσμο της ιστορίας μου. Τώρα κακά τα ψέματα, είναι αφελής η ηρωίδα μου, απλοϊκή και, άρα, μισοαντιπαθής σε μένα. Δηλαδή, χρυσή μου,.... Όπως και να 'χει όμως, οφείλω κάπως να την αποκαταστήσω. Και γι' αυτό, όσο γίνονται οι προετοιμασίες του γάμου Νίκου-Αλίκης, σκοπεύω να την προξενέψω στον μεγάλο αδερφό του Νίκου που, και λόγω ηλικίας και λόγω χαρακτήρα, είναι πιο σοβαρός και θα μπορεί να συμμαζέψει την αμυαλιά της δικιάς μας. 
Μπαινοβγαίνει, λοιπόν, στο σπίτι για να συνεννοηθεί με τον κουμπάρο, τον κοιτάζει περίλυπη και αφρίζοντας από ζήλεια; Χώνεται κι ο Ανδρέας στο κόλπο για να δώσει καμιά συμβουλή και να παρηγορήσει τη μικρή... Να σημειώσουμε κιόλας ότι ο Ανδρέας την καλόβλεπε από καιρό γιατί πρόσεξε κάποια στιγμή ότι από ατσούμπαλο χωριατοκόριτσο είχε εξελιχθεί σε συμπαθητική χωριατοπούλα κι, όσο να πεις, αυτό είναι σημαντική αλλαγή στα μέρη τους. Άρα, το ειδύλλιο κάπου ανάμεσα σε τούλια και κουφέτα (της Αλίκης) άνθισε αφού η κοπέλα ομολόγησε (στον εαυτό της, εννοείται, και ποτέ στον κουμπαρο-γαμπρό της):  "Νίκο, , ο Ανδρέας είναι η πραγματική αγάπη!" Επιπλέον, η αφελής μας ηρωίδα κατέληξε ότι η τσιγγανοπούλα εννοούσε τον Ανδρέα και όχι τον Νίκο σε κείνη τη μοιραία προφητεία. Τώρα ότι δεν εννοούσε κανέναν αλλά ως είθισται τα πρόσωπα ταιριάζουν όπως θέλουμε στους χρησμούς, μόνο εσείς κι εγώ το ξέρουμε. Επομένως, σαν κάθε ρομάντζο που σέβεται τον εαυτό του, και το δικό μας έχει ευτυχές τέλος... And they lived happily ever after...

Θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες; Επιτάχυνα πολύ την αφήγηση και δεν ανέπτυξα όσο έπρεπε πώς εξελίχθηκε η σχέση με τον Ανδρέα; Ε, για κάντε μου τη χάρη! Είπαμε, στον κόσμο της ιστορίας μου, εγώ είμαι ο θεός και τον φτιάχνω καταπώς τον θέλω. Και βαρέθηκα να ασχολούμαι με τα πανηγύρια και τους γάμους! Εξάλλου, έχω κι άλλους τρόπους να περάσω!
Και μη μου πολυκολλάτε γιατί, θα σας το κάνω το χατήρι και θα με διαβάζετε εις τους αιώνας των αιώνων! Αμήν!





Υ.Γ. Παραξενεύτηκα που κανείς σας δε μου έφερε αυτό: 

Δεν υπάρχουν σχόλια: