Η «Πασχαλινή
ιστορία» είναι ένα διήγημα του Παντελή Καλιότσου με περιεχόμενο αυτό ακριβώς
που λέει ο τίτλος, μια πασχαλινή ιστορία, στην οποία ο πρωταγωνιστής καλείται
να κάνει αυτό ακριβώς που προτρέπει το παρακάτω σατιρικό τραγουδάκι «Αρνήσου τ’ αρνί σου»: Να αρνηθεί το αρνί του...
Ένας τριτοπρόσωπος ετεροδιηγητικός
αφηγητής αφηγείται εύθυμα ένα συμβάν από
την ζωή του Διονυσάκη Γκολφινόπουλου, του πρωταγωνιστή του διηγήματος. Ο κυρ Διουνσάκης
μένει στις παρυφές κάποιας απροσδιόριστης πόλης (η Αθήνα ίσως προ της αστυφιλίας, αν
υπολογίσουμε την συχνότητα των δρομολογίων του τρένου και υποθέσουμε ότι είναι
ο Ηλεκτρικός) σε κάποιο ακαθόριστο χρόνο (κάπου μεταξύ της δεκαετίας του ’30 και της δεκαετίας του ’50-αλλά για προφανείς λόγους όχι κατά τη διάρκεια του Πολέμου- αν
υπολογίσουμε ότι ο ήρωας πολέμησε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στο Εσκί
Σεχίρ, άρα τότε θα ήταν τουλάχιστον 20
χρονών, και έχει αρκετά μικρά παιδιά ώστε να κλαίνε με τη σφαγή του αρνιού). Και παρόλο που διατείνεται ότι είναι άτυχος, κερδίζει ένα αρνί σε μια λαχειοφόρο
αγορά που διοργανώνει ένα φίλος του κουρέας. Ή μήπως τελικά είναι άτυχος; Γιατί ο κουρέας υπόσχεται ότι θα πάει να σφάξει εκείνος το αρνί το Πάσχα,
καθώς ο κυρ Διονυσάκης δηλώνει ορθά κοφτά ότι δεν έχει σκοτώσει ποτέ ζωντανό. Όμως ξεχνάει την υπόσχεση του και
φεύγει διακοπές. Ο κυρ Διονυσάκης αποφασίζει να υπερνικήσει τη δυσκολία του
αυτή και να σφάξει ο ίδιος το αρνάκι, όμως την κρίσιμη στιγμή κάνει
πίσω.
Την εξέλιξη αυτή προοικονομεί καθόλη την
διάρκεια της ιστορίας η φράση «Πρέπει να ξέρεις όμως ότι εγώ ποτέ στην ζωή μου δεν έχω σηκώσει μαχαίρι σε ζωντανό», η οποία λειτουργεί σαν ένα είδος
λάιτ μοτίφ και παράλληλα δίνει μια
εσάνς σασπένς στην ιστορία, με την έννοια
ότι ο αναγνώστης αναρωτιέται συνεχώς μήπως τελικά ο πρωταγωνιστής αναγκαστεί να εκτελέσει το αιματηρό καθήκον του. Κατά βάση όμως ξέρει ότι το αρνάκι θα τη γλιτώσει, το προοικονομεί και η συμπεριφορά των υπολοίπων καθόλη την διάρκεια της ιστορίας απέναντι στον κυρ Διονυσάκη. Από τη
σβερκιά που τρώει από τον φίλο του όταν κερδίζει το λαχνό, μέχρι τα γέλια της γυναίκας
του στο τέλος. Το φανερώνει και το ίδιο το υποκοριστικό με το οποίο τον αποκαλούν. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που
μαρτυρούν ότι πρόκειται για έναν καλοκάγαθο άκακο ανθρωπάκο, τόσο άκακο που γίνεται συχνά
στόχος των ενίοτε λιγότερο αθώων πειραγμάτων των φίλων του.
Στο διήγημα χρησιμοποιείται συχνά ο διάλογος
ο οποίος μαζί με τις ζωντανές περιγραφές δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενο και επιτρέπει να αναβλύζει αβίαστα το χιούμορ με το οποίο είναι
μπολιασμένό το ελαφρά γελοιογραφικό αλλά ανάμεικτο με συμπάθεια πορτρέτο του
πρωταγωνιστή της ιστορίας. Οι δυο βασικές κωμικές
καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει το χιούμορ είναι τα φιλοζωικά
αισθήματα του πρωταγωνιστή και οι έμφυλες στερεοτυπικές αντιλήψεις της εποχής.
Ουφ! Τη γλύτωσα.... |
Στην πρώτη περίπτωση, ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με μια
κατάσταση για την οποία δεν είναι
προετοιμασμένος και προσκρούει στα φιλοζωικά
του συναισθήματα, για τα οποία γίνεται
μνεία σε όλο το διήγημα και τονίζονται, όπως είπαμε, με τη φράση που
επαναλαμβάνει συνεχώς ο ήρωας και γίνεται το μοτίβο του διηγήματος. Η διάσταση αυτή
ανάμεσα σε αυτό που νοιώθει και αυτό που πρέπει να κάνει ο πρωταγωνιστής είναι το σημείο έναρξης της πλοκής του διηγήματος αλλά και το βασικό στοιχείο της εξέλιξής του, καθώς ουσιαστικά είναι ένας είδος οδύσσειας, μια περιπλάνηση που απηχεί την προσπάθεια του ήρωα να
διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση και να επιλύσει το πρόβλημα χωρίς να
εξαναγκαστεί να σφάξει ο ίδιος το ζώο.
Στη δεύτερη περίπτωση, το διήγημα γίνεται αντικατοπτρισμός των σεξιστικών αντιλήψεων της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία. Θεωρείται αυτονόητο ότι ο πρωταγωνιστής ως άντρας πρέπει να είναι εκείνος ο οποίος θα αναλάβει το σφάξιμο του αρνιού, καθώς "είναι αντρική δουλειά", οι άντρες σφάζανε παλιά τα ζώα σε κάθε σπίτι, δεν υπήρχαν σφαγεία. Για αυτό και η γυναίκα του είναι εκείνη η οποία την Κυριακή του Πάσχα τον ρωτάει, επιτιμώντας τον ουσιαστικά, «ηθελα να 'ξερα τι περιμένεις», πιέζοντάς του να σφάξει το ζώο μιας και είναι "δική του δουλειά". Και ο ίδιος ο κυρ Διονυσάκης, άλλωστε, παρά την αταλάντευτη αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίζει την απόφαση του να μην σφάξει κανένα ζώο, γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του αυτή είναι παρέκκλιση από τις κοινωνικές νόρμες και κάθε φορά που την παραδέχεται αισθάνεται παράλληλα και λίγη ντροπή. Επιπλέον και κείνος όταν δεν έρχεται ο κουρέας όπως είχε υποσχεθεί, ζητάει βοήθεια από τον γείτονά του. Γιατί υποθέτει ότι μιας και είναι άντρας θα έχει την ικανότητα να επιτελέσει το «αντρικό καθήκον» το οποίο ο ίδιος αδυνατεί και αρνείται: να σφάξει το αρνί! Για να λάβει βέβαια αρνητική απάντηση με την ίδια φράση που έλεγε κι αυτός, μέσα σε μια απογείωση του χιούμορ: «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει χέρι σε ζωντανό». Έτσι, σε όλη την ιστορία έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που ουσιαστικά παλεύει ανάμεσα στις δικές τους επιθυμίες και στα πρέπει που του υπαγορεύει η κοινωνία. Και έχει τον αμέριστο σεβασμό μου που αντιστάθηκε μέχρι το τέλος.
Στη δεύτερη περίπτωση, το διήγημα γίνεται αντικατοπτρισμός των σεξιστικών αντιλήψεων της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία. Θεωρείται αυτονόητο ότι ο πρωταγωνιστής ως άντρας πρέπει να είναι εκείνος ο οποίος θα αναλάβει το σφάξιμο του αρνιού, καθώς "είναι αντρική δουλειά", οι άντρες σφάζανε παλιά τα ζώα σε κάθε σπίτι, δεν υπήρχαν σφαγεία. Για αυτό και η γυναίκα του είναι εκείνη η οποία την Κυριακή του Πάσχα τον ρωτάει, επιτιμώντας τον ουσιαστικά, «ηθελα να 'ξερα τι περιμένεις», πιέζοντάς του να σφάξει το ζώο μιας και είναι "δική του δουλειά". Και ο ίδιος ο κυρ Διονυσάκης, άλλωστε, παρά την αταλάντευτη αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίζει την απόφαση του να μην σφάξει κανένα ζώο, γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του αυτή είναι παρέκκλιση από τις κοινωνικές νόρμες και κάθε φορά που την παραδέχεται αισθάνεται παράλληλα και λίγη ντροπή. Επιπλέον και κείνος όταν δεν έρχεται ο κουρέας όπως είχε υποσχεθεί, ζητάει βοήθεια από τον γείτονά του. Γιατί υποθέτει ότι μιας και είναι άντρας θα έχει την ικανότητα να επιτελέσει το «αντρικό καθήκον» το οποίο ο ίδιος αδυνατεί και αρνείται: να σφάξει το αρνί! Για να λάβει βέβαια αρνητική απάντηση με την ίδια φράση που έλεγε κι αυτός, μέσα σε μια απογείωση του χιούμορ: «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω σηκώσει χέρι σε ζωντανό». Έτσι, σε όλη την ιστορία έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που ουσιαστικά παλεύει ανάμεσα στις δικές τους επιθυμίες και στα πρέπει που του υπαγορεύει η κοινωνία. Και έχει τον αμέριστο σεβασμό μου που αντιστάθηκε μέχρι το τέλος.
Στο διήγημα του Καλιοτσου βασίζεται η ταινία μικρού μήκους «Πασχαλινή Ιστορία» του Νίκου Βαρβέρη, με τον Βαγγέλη Καζάν απολαυστικό
στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο σεναριογράφος δενε κουράστηκε καθόλου! Οι μοναδικές διαφορές με το διήγημα είναι η σκηνή στο τρένο με τον Μάνο Βακούση, η οποία δεν έχει κάποιον ουσιαστικό λόγο και πιθανότατα υπάρχει για να μην είναι πολύ μικρή η ταινία, και οι συχνές αναφορές του κυρ Διονυσάκη στην αξία του τρεξίματος, οι οποίες υ πιθανότατα είναι προσθήκη του Καζάν.Ο Καζάν υπήρξε από τους πρωτοπόρους του δρομικού κινήματος και πιθανότατα βρήκε ευκαιρία μέσω της ταινίας ώστε, με την ανοχή του σκηνοθέτη, να προπαγανδίσει τις ιδέες του για την αξία του τρεξίματος. (Μόνο που οι παραινέσεις αυτές απευθύνονται στους γιούς... Μόνο! Διότι ο κυρ Διονυσάκης μπορεί να μη σφάζει ζώα ο ίδιος, αλλά το μερτικό του στον σεξισμό το έχει κι αυτός!)
Απολαύστε την...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου