Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

"Ακόμα δεν την σκότωσε την άτιμη;"- Από τη Β΄Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Ρόδου

  Δεν είναι μυστικό ότι τα στερεότυπα τρέφονται από την  κοινωνία, η οποία άλλωστε είναι εκείνη η οποία τα δημιουργεί, τα καλλιεργεί, τα αναπαράγει και τα... περιποιείται 
  Πράγμα που σημαίνει ότι δράστης κάθε γυναικοκτονίας ή γενικά κάθε εγκλήματος έμφυλης ή μάλλον γενικότερα ρατσιστικής βίας οποιασδήποτε μορφής δεν είναι μόνο ο φυσικός αυτουργός.  Είναι και  το σύνολο των μελών της κοινότητας εντός της οποίας διαπράχθηκε το έγκλημα τα οποία αντί να το καταδικάσουν ξεκάθαρα και απερίφραστα, δίνουν άλλοθι  ή ελαφρυντικά στον δράστη ή τον καλύπτουν με την αδιαφορία τους καθώς, σε περιπτώσεις έμφυλης βίας,  τάχα "είναι οικογενειακό τους ζήτημα", οχυρωμένοι πίσω από παρωχημένες πατριαρχικές αντιλήψεις.
 Κι αν σας φαίνονται τα παραπάνω υπερβολικά, διαβάστε και αυτό εδώ το βιωματικό ποστ που δημοσίευσε στο ΦΒ της η  ακτιβίστρια Hlektra Artland  (εγώ το αλίευσα από εδώ ):
   Η πρώτη νεκρή από γυναικοκτονία που γνώρισα ήταν η Ανθή. Ήμουν 8. Η Ανθή ζούσε σε κοντινό χωριό στο Βόλο και ήταν γειτόνισσα της αδερφής της γιαγιάς μου, η οποία επίσης κακοποιούνταν χρόνια από τον σύζυγο. Η Ανθή ερχόταν για καφέ με μελανιές. Η αδερφή της γιαγιάς μου, η κόρη της – που επίσης ερχόταν με μελανιές από τον σύζυγο – με τα ξαδέρφια μου – που είχαν σημάδια από τη ζώνη του πατέρα, η γιαγιά μου που είχε άνοια και πια είχε ξεχάσει την δική της κακοποίηση, η μάνα μου, συζητούσαν με την Ανθή για συνταγές, δουλειές καθαριότητας, σχολίαζαν άλλες γυναίκες. Θυμάμαι το τελευταίο απόγευμα που είδα την Ανθή, σχολίαζαν μια γυναίκα από το χωριό που παράτησε την οικογένειά της κι έφυγε γιατί δεν άντεξε το ξύλο. Όταν έφυγε η Ανθή, οι υπόλοιπες γυναίκες σχολίαζαν πως δεν είναι προκομμένη και εκνευρίζει τον άντρα της. Το επόμενο απόγευμα ο σύζυγος την κοπάνησε σε ένα κομοδίνο και η Ανθή έπεσε νεκρή. Αυτό το είδαν τόσο η αδερφή της γιαγιάς μου, όσο και άλλοι κάτοικοι του χωριού περαστικοί. Είπαν πως έπαθε ανακοπή. Πως την βρήκε νεκρή στο πάτωμα. Στην κηδεία του λέγανε συλλυπητήρια. Σε εμένα υπέδειξαν να μην εκνευρίζω τους άντρες. Είχαν μακιγιάρει τις μελανιές στο πτώμα. Οι γυναίκες του χωριού προσφέρθηκαν να του πλένουν, να του μαγειρεύουν, του γυναικοκτόνου. Η Ανθή δεν πήγε στους μπάτσους. Δεν την είχε καταδικάσει σε θάνατο μόνο ο άντρας που παντρεύτηκε, αλλά κι ένα ολόκληρο χωριό. Η Ανθή δολοφονήθηκε μόνη στα 30 από την πατριαρχία το 1996."
 Αυτήν ακριβώς την νοσηρότητα της ελληνικής κοινωνίας η οποία επιμένει να λαθροβιεί (άμα περιμένετε να γράψω "λαθροβιοί" είστε σε λάθος μέρος) ακόμα και σήμερα  ισχυρότερη από όσο νομίζουμε και είναι ο ηθικός αυτουργός των συχνών ακόμα δυστυχώς εγκλημάτων, από το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου μέχρι την αδιαφορία της τοπικής κοινωνίας για το βιασμό του 12χρονου κοριτσιού από τον ιερέα στη ανατολική Μάνη, κι από την εκτέλεση της κόρης από τον πατέρα της στην Κέρκυρα επειδή δεν του άρεσε ο αγαπημένος της μέχρι το πρόσφατο περιστατικό της γυναικοκτονίας  από τον άντρα του θύματος στο Ηράκλειο επειδή τάχα η γυναίκα ήταν άπιστη- αδιάφορο αν ήταν ή δεν ήταν-, επιχειρεί να καταδείξει η δημιουργική εργασία την  οποία έκαναν οι μαθητές της β΄Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Ρόδου μετά την διδασκαλία του διηγήματος του Θεοτόκη "Ακόμα;".
   Το βασικό πλαίσιο ήταν να αφηγηθούν την ιστορία από την οπτική γωνία ενός κουτσομπόλη άντρα που σχολιάζει το γεγονός στο καφενείο ή μιας κουτσομπόλα γυναίκας η οποία ενημερώνει για το γεγονός την γειτόνισσά της που έλειπε. Με τα παιδιά, ωστόσο, έχουμε περάσει πολύ διδακτικό χρόνο μαζί  από την Α΄Γυμνασίου  μέχρι τώρα και γνωρίζουν ότι έχουν την άδεια να ακολουθήσουν το ένστικτό τους και να παρακάμψουν τον τύπο μιας δημιουργικής εργασίας, όταν αυτό εξυπηρετεί το πνεύμα της. Έτσι αρκετά παιδιά πειραματίστηκαν όσον αφορά τη μορφή.  Να σημειώσω  επίσης δυο πραγματάκια που  έκαναν τα παιδιά με δική τους πρωτοβουλία και με κάνουν λιγάγι υπερήφανο.  Το ένα είναι ότι επέλεξαν, όπως που χαρακτηριστικά σημειώνει και ο Χρήστος, να παραποιήσουν τα γεγονότα εσκεμμένα μιμούμενοι τις γνωστές υπερβολές των  κουτσομπόληδων, αντρών και γυναικών, του χωριού- όσοι έχετε μεγαλώσει σε κλειστές κοινωνίες γνωρίζετε ότι η φράση "τι θα γίνεις αν σε αφήσουν οι  γείτονες να μεγαλώσεις" δεν είναι απλό χιουμοριστικό ευφυολόγημα.  Και το άλλο ήταν ότι αρκετά παιδιά επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν ντόπια διαλεκτικά στοιχεία στα κείμενά τους.

 Ακολουθούν οι εργασίες των παιδιών, ανακατεμένες, ανεξαρτήτως τμήματος. Η σειρά τυχαία. 
Γαβριέλα
Αχ! Σοφία μου, εσύ  έλειπες χθες και δεν είδες  τι  έγινε στη γειτονιά μας. Είναι τραγικό αυτό που συνέβη! Άκουσε, ο Κούρκουπος σκότωσε τη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε. Αχ! τη δύστυχη, τύχη που βρήκε! Όμως, εδώ που τα λέμε φταίει και εκείνη. Τι ήθελε να μπλέξει με άλλον; Ο Κούρκουπος δεν ήξερε τίποτα, ο ξάδερφος του ο Θοδόσης, του άνοιξε  τα μάτια και τον παρακίνησε να πράξει κατά αυτόν τον τρόπο. Πήγε στο λητρουβίο , του  τα ‘πε χαρτί και καλαμάρι και τον έφερε εδώ στο σπίτι. Η γυναίκα του είχε μεταμφιεστεί σε άντρα για να μην δώσει υποψίες. Αφού την εκυνήγησαν μέσα στα σοκάκια του χωριού, ο άντρας την άδραξε από τα μαλλιά, την έφερε στο σπίτι και εδώ έγινε το φονικό. Ο ξάδελφος του τον συμβούλεψε να μην χρησιμοποιήσει ντουφέκι, γιατί φοβήθηκαν μην ξυπνήσει ο κόσμος. Ήταν βράδυ προς το ξημέρωμα και όλοι ήμασταν στα σπίτι μας, γι΄ αυτό ακούγαμε τις φωνές τους. Ο ξάδελφος δεν μπήκε στο σπίτι, μόνο ο άντρας με τη γυναίκα. Τον ακούγαμε να τη βρίζει και να τη ρωτά που ήταν. Εκείνη μάλλον ήταν φοβισμένη και δεν απαντούσε μόνο κάποια στιγμή παραδέχτηκε πως είναι αμαρτωλή, αλλά του ζήτησε να δείξει έλεος για 'κείνη και το αγέννητο παιδί τους. Του ορκιζότανε πως το παιδί ήταν δικό του κλαίγοντας. Τότε νομίσαμε πως ο Κούρκουπος θα τη λυπηθεί, γιατί δίστασε για λίγο, αλλά ο ξάδελφος του χτύπησε με ορμή τη πόρτα του σπιτιού ρωτώντας:  «Ακόμα; Ακόμα;».  Έτσι ο άντρας μη αντέχοντας τη ντροπή του, πάνω στην  απελπισία  του και πιεσμένος από τον Θοδόση σκότωσε την έρμη την γυναίκα του μ' έναν κόπιδα που κρατούσε. Βγήκαμε όλοι έξω από τη γειτονιά , γιατί η γυναίκα φώναζε  «Βοήθεια».
  Άντυτοι και ανταριασμένοι εσυναχτήκαμε μπρος του Κούρκουπου το σπίτι για να μάθουμε τι είχε γίνει. Ο Θοδόσης μας είπε ότι τελικά  «Την εσκότωσε». Τι κρίμα! Βλέπεις πώς  καταστρέφεται μια οικογένεια;            

Αγγελική
-«Μαριώ, Μαριώ!» Ψιθύρισε καθως κατέβαινε τον κατήφορο η Τιτίκα, μία τραντάχρονη σεμνή κυρία, με μακριά καστανά μαλλιά τα οποία είχε πάντα πιασμένα σε αλογοουρά, και καταγάλανα πανέμορφα μάτια. Μόνο που τώρα τα μάτια της ήταν κόκκινα απ' το κλάμα.
  Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατος της γυναίκας του Κούρκουπου. Είναι μεσημέρι Τετάρτης. Έχουν περάσει 15 ώρες από τότε. Με το ζόρι κατάφερε η Τιτίκα να πείσει τον άντρα της να βγει απ΄ το σπίτι και να πάει στην φιλενάδας της, για να ζητήσει υποτίθεται λίγα κρεμμύδια για το φαί. Αφού έφτασε, σκούπισε τα δάκρυα της με τα μανίκια του λευκού σκισμένου φορέματος της και χτύπησε ελαφριά την πόρτα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, απέναντι απ' την Τιτίκα βρίσκονταν ο σύζυγος της Μαριώς.
«-Τι θες εδώ;», της είπε απότομα, φτιάχνοντας το καπέλο που φορούσε με το αριστερό του χέρι.
-«Μ’ έστειλε ο Βαγγέλης, Αντώνη μου, να ζητήσω λίγα κρεμμύδια για το φαϊ. Αφού ξέρεις πόσο τα λατρεύει.», γέλασε νευρικά, προσπαθώντας να φανεί ευγενική ώστε να την αφήσει να δει τη Μαριώ.
Ο άντρας την κοίταξε λίγο χωρίς να πει κάτι, ενώ εκείνη δάγκωσε ελάχιστα το κάτω χείλος της για να μη φανεί πόσο αγχωμένη είναι. Τελικά, ο Αντώνης έβγαλε ένα σύντομο γέλιο και φώναξε τη γυναίκα του.
-«Να πεις στον Βαγγέλη να περάσει και απ' το καφενείο του Θωμά κάποια στιγμή, έχω καιρό να τον δω τον παλιάνθρωπο.», είπε, ακόμα γελώντας.
Το κεφάλι της Μαριώς βγήκε ίσα για να δει τι την ήθελε ο άντρας της, και με το που είδε την Τιτίκα προχώρησε προς το μέρος τους, κρατώντας μια βρώμικη πετσέτα.
«-Άκου με Μαριώ, δε θέλω βλακείες.», ξεκίνησε να λέει περπατώντας προς τα έξω. «Δώσε λίγα κρεμμύδια της φίλης σου και πίσω στις δουλειές σας και οι δύο. Κατάλαβες;»
Η Μαριώ σταύρωσε τα χέρια της και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, αποφεύγοντας το βλέμμα του άντρα.
-«Θα αργήσω.», της είπε κι απομακρύνθηκε.
Οι δύο γυναίκες μπήκαν βιαστικά στο σπίτι.
-«Τι κάνεις εδώ Τιτίκα; Θες να με σφάξει ο Αντώνης;», φώναξε ελαφριά η άλλη γυναίκα, η οποία έδειξε με τον τόνο της φωνής της την ταραχή της.
«-Να με συγχωρείς. Δε θέλω να σε σφάξει ο βλάκας ο άντρας σου, και για αυτό ακριβώς είμαι εδώ. Πάμε λίγο μέσα.»  Η κρύα κουζίνα τις υποδέχθηκε. Κάθισαν σε κάτι παλιές καρέκλες για να μιλήσουν. Η Μαριώ τοποθέτησε μερικές ξανθές μπούκλες της πίσω από τα αυτιά της, και τα λεπτοκαμωμένα χέρια της ακούμπησαν στο τραπέζι. Ήταν στην ίδια ηλικία με τη φιλενάδα της. Γνωρίζονται από μικρές, λόγω των γονιών τους.
«-Τιτίκα, με αγχώνεις. Μίλα γρήγορα,» είπε πανικοβλημένη και τα δάχτυλά της ξεκίνησαν να χτυπούν ένα-ένα το τραπέζι με ταχύτατους ρυθμούς, φανερώνοντας την αγωνία της.
«-Η γυναίκα του Κούρκουπου. Αχ, πώς να την λένε, δε μπορώ να θυμηθώ..,» η Τιτίκα έξυσε το κεφάλι της και σούφρωσε τα φρύδια της σε μία προσπάθεια να θυμηθεί το όνομα.
«-Δεν έχει σημασία πώς την λένε! Συντόμευε, σε ικετεύω!», η παλάμη της Μαριώς έγινε κόκκινη απ' το χτύπημα που έδωσε στο ξύλινο τραπέζι, ενώ κατάφερε να τρομάξει και την γυναίκα στην άλλη καρέκλα.
Το πρόσωπο της Τιτίκας δεν είχε πια σουφρωμένα φρύδια. Το βλέμμα της ήταν κενό, και τα μάτια της κάρφωναν εκείνα της Μαριώς.
«-Ο Κούρκουπος. Τη μαχαίρωσε επειδή-», την έκοψαν οι λυγμοι της. «Επειδή έβγαινε τα βράδια με άλλον άντρα. Τοποθέτησε το κεφάλι της στις γεμάτες πληγές παλάμες της, ενώ η Μαριώ ξεκίνησε να βαριανασαίνει.
«-Μα…», σταμάτησε τον εαυτό της. Ό,τι κι αν έλεγε, η Μαριώ γνώριζε πως δεν θα άλλαζε την κατάσταση της νεκρής γυναίκας.
«-Πρόσεχε. Δεν θα αντέξω να σε χάσω.», τα χέρια της Τιτίκας τώρα κρατούσαν σφιχτά εκείνα της Μαριώς, η οποία είχε γεμίσει και αυτή με δάκρυα. Ο θάνατος της γυναίκας τις συγκλόνισε αφάνταστα, και τώρα φοβούνται και για τις δικές τους ζωές.
«-Τιτίκα, τι κάνουμε; Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι.»
Έκλαψαν και οι δύο ήσυχα για μερικά λεπτά.
«-Θα προσέχω, στο υπόσχομαι. Υποσχέσου μου και συ φυσικά, ναι; Να ακούς τον άντρα σου για να μη πάθεις κάτι πολύ άσχημο. Δεν μας αξίζει όλο αυτό, Τιτίκα. Δεν μας αξίζει.», επανέλαβε αναστενάζοντας δυνατά.
«-Το ξέρω γλυκιά μου. Δεν αξίζει σε καμία γυναίκα. Και συ ν' ακούς τον άντρα σου.»
Αντάλλαξαν στεναχωρημένα χαμόγελα. Η Μαριώ σηκώθηκε βιαστικά, έπιασε δύο κρεμμύδια και τα έβαλε στα χέρια της Τιτίκας.
-«Τρέχα σπίτι, να μη σου πει τίποτα ο Βαγγέλης. Και πες του πως  ο Αντώνης του είπε να περάσει απ΄ το καφενείο του Θωμά, για να αιτιολογήσεις κάπως, χωρίς να σε καταλάβει, γιατί καθυστέρησες.», χάιδεψε την πλάτη της καστανομάλλας.
«-Σ' ευχαριστώ. Να προσέχεις. Θα μιλήσουμε σύντομα, ελπίζω.»
Η πόρτα άνοιξε με το χέρι της Μαριώς και η Τιτίκα βγήκε τρέχοντας προς το σπίτι της,  με δύο κρεμμύδια στο χέρι. Σ' όλη τη διαδρομή ευχόταν να μην τη χτυπήσει ο άντρας της που μίλησε με τον Αντώνη ενώ δεν ήταν και κείνος μπροστά, και προετοίμαζε τα λόγια που θα του πει, για να δει αν ακούγονται καλά και να μη μπλέξει. Η καημένη.
Έφτασε στο σπίτι, τα κρεμμύδια στο χέρι της, και άνοιξε σιγανά την πόρτα.

Χρήστος
-Πήγατε χτες στην κηδεία της γυναίκας του Κούρκουπου;
-Γιατί, συγχωρέθηκε; Καλή κοπέλα ήταν.
-Α δεν τα ‘μαθες;!;! Προχτές… Όπα!!! Τι καλή κοπέλα, κόρη μου;!;!. Αυτή τα φορούσε στον άντρα της και ήτανε και γκαστρωμένη… Αλλά να μην τα πολυλογώ… Πρέπει να μπω στο ψητό. Λοιπόν, κούσε δω να δεις τι παίχτηκε προχτές. Καθώς καθάριζα κάτι βαζάνες, ήταν να κάνω μουσακά την επόμενη μέρα για τα ‘γγονια μου, άκουσα κάτι πυροβολισμούς από τουφέκια και δεν ήξερα τι γινότανε. Ξαφνικά, βλέπω την γυναίκα του Κούρκουπου να τρέχει προς το σπίτι τους και από πίσω να ‘ν’ ο Κούρκουπος με το καριοφίλι και να της ρίχνει!!! Δεν ήξερα τι να κάνω. Επίσης δεν έδειχνε κάτι ότι θα γινόταν αυτό. Και ήταν και μεσάνυχτα! Έριξε τουλάχιστον πέντε έξι,  αλλά δεν την βρήκαν πουθενά. Όταν του τελείωσαν οι χαρτούτσες του, πετά το καριοφίλι κατάχαμα, και τρέχει και την κυνηγά μέχρι το σπίτι τους. Αυτή μπαίνει μέσα. Και ο άντρας ομοίως. Ακούγονταν κάτι ουρλιαχτά από μέσα : «Είμαι έγκυος, μη με σκοτώσεις!!!!!!». Για κάνα πεντάλεπτο αυτό. Εγώ δεν άντεξα και πήγα πιο κοντά για να δω τι συμβαίνει. Κρυβόμουν πίσω από ένα δέντρο και έβλεπα. Εν τω μεταξύ από κάπου ‘κει πετάχτηκε και ο κουνιάδος σου, πρε, ο Θοδόσης, και φώναζε: «Ακόμα!;! Ακόμα;!;». Προφανώς κρατούσε τσίλιες, να μην τους πάρει πρέφα κάνεις… Αλλά αφού ο άλλος έριχνε με το τουφέκι ‘που’δω ‘που’κει  μες στα άγρια μεσάνυχτα. Τέλος πάντω, τίποτα δεν μου ξεφεύγει εμένα. Ξαφνικά ανοίξαν τα παράθυρα των σπιτιών της Μαρίκας, της Αγλαΐας, και της Βαγγελιώς. Λίγο μετά, ο Θοδόσης πετάγεται μέσα από το σπίτι και φώναξε ,με άγρια λαλιά - αλλά και με λίγη ανακούφιση μέσα της: «Την εσκότωσε!!!»  Στην αρχή, δεν είχαμε καταλάβει τι είχε συμβεί, αλλά, αφότου τα έμαθα πήγα και τα είπα σε όλες τις συγχωριανές μας. Παρεμπιπτόντως, πώς μου ξέφυγες;
-Έλειπα, ήμουν στο…
- Ναι, ναι ,ναι!!! Μου τα λες αυτά και άλλη ώρα. Λοιπόν, ‘κείνο το διήμερο, που λες, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Τα έλεγα σε όλους ξημεροβραδιάζοντας δυο ολόκληρες μέρες. Όλοι από μένα τα μάθανε! Κούσε, λοιπόν, τι είχε γίνει πριν τον σκοτωμό -πού… καλά να πάθει, τώρα που τα λεμέ, η βρώμα, που πήγε να αμαυρώσει την οικογένειά μας, γιατί όλοι σε αυτό το χωριό μία οικογένεια είμαστε, ό,τι παθαίνει ένας, το κουβαλούν όλοι μετά πάνω τους! Τέλος πάντων, ‘γώ έλεγα τι είχε γίνει πριν τον φόνο. Λοιπόν, το μόνο που μου είπε ο Θοδόσης είναι ότι η γυναίκα του Κούρκουπου ήταν ντυμένη με ρούχα ανδρικά και ότι αυτός την αναγνώρισε και ότι ο Κούρκουπος, με το που το άκουσε αυτό, ήθελε να την σκοτώσει. Και πολύ καλά έκανε. Θέλω να του πω και εύγε. Άμαν ήταν η δικιά μου η κόρη, εγώ θα την είχα σκοτώσει, δεν θα προλάβαινε αυτός. Ααα!!! παρεμπιπτόντως,  δεν σου είπα! Η  Μαρίκα…
-Ποια Μαρίκα, η γνωστή;;;
-Ναι, μάντεψε τι έπαθε…
([{Η παραποίηση των γεγονότων ήταν εσκεμμένη μιμούμενη τις γνωστές υπερβολές των κατινών των χωριών}])

Μάρτα
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μαρέ, άκουσες για το χτεσινό σκάνδαλο του χωριού μας;
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Όχι καλέ, τι έγινε και είσαι τόσο τσιτωμένη;
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Έμαθα πως η γυναίκα του Κούρκουπα τα βράδια το έσκαγε από το σπίτι και πήγαινε στα κρυφά με έναν εραστή της !
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Βααα βα βααα…Τι κακό που τον βρήκε τον Κούρκουπο… Όμως …
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ:  ΟΜΩΣ Μαριό μου, αυτό δεν κράτησε για πολύ, βλέπεις … Τελικά την τσάκωσε  να τρέχει να μες το δάσος με αντρικά ρούχα ντυμένη,  ενώ ο ίδιος δεν ήξερε τίποτε.
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Τι εννοείς με αυτό;
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Εννοώ πως αυτός κοιμόταν του καλού καιρού. Ήρθε στο λητρουβίο και τον ξύπνησε το χάραμα ο ξάδελφος του ο Θοδοσης  ο οποίος την είδε πρώτος, ενώ πήγαινε ως συνήθως για κουνάδια.
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ:  Ααα, ώστε έτσι εεε;!  Αν και πιστεύω πως ήταν αργά για τα κουνάδια που λες, και αυτό μου φαίνεται ύποπτο . Αλλά ναι ,για συνέχισε, τι άλλο έγινε;
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Λες εε; Καλά, εγώ ξέρω πως μέχρι τότε ήταν ακόμα καλά, μέχρι που…
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: -Αχ μην μου λες τέτοια μη… Αχ η άτιμη, την τιμώρησε ο Θεός τελικά.
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Άστα, άστα! Ο φουκαράς ο Κούρκουπος την μαχαίρωσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αίμα που κύλησε να δεις… Το πιο φρικιαστικό, όμως, είναι πως λένε ότι ήταν και έγκυος. Τώρα με ποιόν, κανείς δεν ξέρει…
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ:  Πω πω πω… Καλά μιλάμε τρέλα. Τι ντροπή ! Ο Θοδοσης τι είπε για αυτό;
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ααα δεν ξέρω.  Το μόνο που έμαθα από τους γείτονές τους είναι πως συνέχεια έλεγε μια φράση. Νομίζω κάτι σαν «Τι;  Ακόμα, ακόμα;». Κάτι τέτοιο λένε.
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Χμμ αυτό νομίζω είναι πια φανερό πως ο ίδιος ήξερε κάτι παραπάνω. Λες να ήταν αυτός ο εραστής της;
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Ιιιιιιιιι !!! Καλέ Μαριώ!!! Ναιιιιι !!! Δεν το σκέφτηκα ούτε μια στιγμήν πως θα μπορούσε να είναι ο Θοδόσης.
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Είδες! Εδώ μιλάει η πείρα, αγάπη μου! Υπήρξαν  και κάτι παλιά περιστατικά εδώ να στο χωριό που ποτέ δεν μαθεύτηκαν,  αν και….
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ:Όχι, όχι καλέ, αυτά τώρα πάλιωσαν ! Θα ψάξω να βρω και άλλες πληροφορίες σχετικά με το συμβάν, γιατί η ιστορία έχει μεγάλη συνέχεια και ίσως να μην ξέρουμε ούτε τα μισά!
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Εντάξει, λοιπόν, θα βρεθούμε στην πλατεία του χωριού, μόλις κάμω φαγητό για τα ‘γγόνια μου, και βλέπουμε .
ΚΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Χάτε, ναι ,έχω και να πλώσω και γω ρούχα.

Νίκος Δ.
«Ο Κούρκουπος, το Καφενείο και ο Λόγος»
  «Τι μέρα και τούτη, ρε παλικάρια; Ακούσατε τι συνέβη εχτές το βράδυ του Κούρκουπου; Περνούσα ωραία και καλά απ’ το σημείο, όταν έγινε το κακό, και μου τα ξεφούρνισε όλα ο Θοδόσης. Την έπιασε την άτιμη ο Κούρκουπος που λέτε επ’ αυτοφώρω να γυρίζει έξω. Από τους Έρμονες, ακούστηκε στο χωριό. Η ξετσίπωτη, σίγουρα δε θα είχε προλάβει να διώξει ακόμα την αίσθηση καλά-καλά του άλλου, όταν τη τσάκωσε ο φουκαράς ο άντρας της, με τον εξάδελφο του. Σσσς… άντρες, ηρεμία. Κι ακόμη δεν τελείωσα την εξιστόρηση. Την έπιασε λοιπόν που λέτε, και την έσυρε μέχρι το μιαρό το σπιτικό τους. Εκεί, αυτή άρχισε να τον κοροϊδεύει και να του χλευάζει τον ανδρισμό του καημένου του Κούρκουπου. Μου τα περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια ο Θοδόσης που τον είχε διώξει εκείνη η πόρνη έξω. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, στο τέλος του το αποκάλυψε η διεστραμμένη. Αυτό το επιβεβαίωσε βέβαια κι ο ντοττόρες που ήρθε το πρωί από τη χώρα. Είχε τον καρπό της αμαρτίας φυτεμένο μες στα σπλάχνα της! Ούτε ο παπάς δε θα μπορεί να τη διαβάσει τώρα! Κι όταν το άκουσε τούτο το μαντάτο ο Κούρκουπος, καταλαβαίνετε ρε παιδιά, θόλωσε, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, κι η εσωτερική του φωνή ούρλιαζε να το κάνει. Έπιασε και την τελείωσε λοιπόν επιτόπου. Όμως και τι να έκανε δηλαδή; Κάπως έπρεπε να καθαρίσει και το όνομα του ο άνθρωπος. Ήτανε έγκλημα τιμής! Δε μετράει. Γι’ αυτό φρονώ πως οι δικαστάδες κάτω στη πολιτεία δεν πρόκειται να το καταδικάσουν το παλικάρι. Θα καταλάβουν κι εκείνοι, όπως κι εμείς, ότι έχουν να κάνουν με μια πράξη απαραίτητη για τη διασφάλιση της κοινωνικής ισορροπίας. Στο μεταξύ όμως, ένα είναι το δικό μας χρέος άντρες. Να κρατήσουμε τις γυναίκες κλειδαμπαρωμένες στις κουζίνες και τα πλυσταριά τους! Μην τις αφήνει κανείς έξω ν’ αλωνίζουνε μονάχες, και να κινδυνεύουμε εμείς ανά πάσα στιγμή να μας αμαυρώσουνε τα μέτωπα τα βρομοθήλυκα! Οπότε, εσύ! Ναι, εσύ Γιώργη, κράτα τη γυναίκα σου μέσα! Κι εσύ Αντρέα, την αδερφή σου! Κι εσύ Θόδωρα, τη κόρη σου! Κι εσύ Κωνσταντή, τη μάνα σου! Κρατήστε μέσα τις γυναίκες σας, παιδιά! Όλες τους! Άλλωστε είπαμε, μόνο με τα φώτα της θρησκείας μας και την πατριαρχία θα πάει μπροστά αυτός ο τόπος, παλικάρια μου!».
 Τελείωσα τον λόγο μου με ό,τι ήθελαν να ακούσουν οι καφενόβιοι του χωριού, και όλοι σηκώθηκαν όρθιοι χειροκροτώντας. «Μπράβο πρόεδρε… μπράβο πρόεδρε…! Εσύ θα μας σώσεις…!», φώναξε με πάθος το πλήθος των θαμώνων, ήπια μια γουλιά ακόμα από τον γλυκύ βραστό που είχα παραγγείλει, έσφιξα μερικά χέρια, χαιρέτισα και με το επιτελείο, πήγαμε να συνεχίσουμε τη προεκλογική εκστρατεία στο χωριό. Η υπόθεση αυτής του φονικού,  είχε πολύ ψωμί ακόμα.
                                                                                                                                                 
Μαρίττα
Έλα, μαρή, σου να τα πω… Βράδυ βράδυ ,ο ξάδερφος του Κούρκυύπου, ο Θοδόσης, μπαίνει στο λητρουβίο .Ο Κούρκουπος κοιμόταν σε βαθύ ύπνο. Όμως ο Θεοδόσης  έβαλε και τον ξυπνήσανε, ώστε να μάθει τα τόσο κακά νέα. Η γυναίκα του δεν ήταν σπίτι, βρισκόταν έξω, με τον αγαπητικό… Φοβισμένος, βγήκε στους δρόμους ξημερώματα με τον Θοδόση να την ψάξουν. Γύρω όλα τρομαχτικά, γύρω όλα ξέχωρα. Καθώς προχωρούσαν, εμφανίστηκε στο βάθος με αντρίκια ρούχα. Ο Κούρκουπος αρνιόταν να χτυπήσει με το όπλο του, βρισκόταν σε δίλημμα, δεν ήθελε,  ενώ ο Θεοδόσης έλεγε «χτύπα την, χτύπα». Η γυναίκα εξαφανίστηκε για μια στιγμή, όμως οι άντρες την πρόλαβαν. Την πρόλαβαν, που λες, κι ο Κούρκουπος ήθελε να ακούσει την ίδια να ομολογεί για την ντροπή της. Ήταν στην μέση του χωριού, η ίδια δεν ήθελε να πεθάνει εκεί, ζήτησε να πάνε σπίτι. Άνοιξε η ίδια την πόρτα, μπήκαν μέσα… Ξεσπάσει μεγάλος καβγάς και ύστερα την αποτελείωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το χωρίο  όλο βγήκε έξω ώστε να μάθει για τις κραυγές που ακούστηκαν, όταν έσφαξε τη λεγάμενη...

Κατερίνα Στ.
Πού να σου τα λέω! Σηκώθηκα το πρωί να κάνω τις δουλειές του σπιτιού, ούτε που είχε βγει ο ήλιος και είδα από το παράθυρο τον Κούρκουπο και την γυναίκα του,  που ήταν ντυμένη με αντρικά ρούχα,  να την σέρνει μες το σπίτι.  Στην αρχή είχε ησυχία. Μετά ακούστηκαν οι φωνές της  που ζητούσε βοήθεια. Από όξω καθότανε ο Θοδόσης και πήγα να τον ρωτήσω τι έγινε. Μου 'πε ότι ο Κούρκουπος σκότωσε την γυναίκα του. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβεις τι είχε συμβεί. Τον απάτησε και έπαθε αυτό που της άξιζε, σαν δεν ντρέπεται, που ο άντρας της δουλεύει σαν σκύλος και αυτή κάθετε και ξεμυαλίζεται με τον έναν και με τον άλλον. Της άξιζε.

Άνθιμος
Γιώργη, άκουσες τι έκανε η άλλη, η γυναίκα του Κούρκουπου; Είχε εραστή, η κακούργα… Θα έπρεπε να ντρέπεται! Ολόκληρη γυναίκα να ατιμάζει τον άντρα της και την οικογένεια της!  Ε, λοιπόν, καλά έκανε και την έσφαξε, την πόρνη. Και εγώ αυτό θα έκανα στη θέση του. Μην σου πω και χειρότερα… Ακούς εκεί… Έγκυος γυναίκα, να κερατώνει τον άντρα της, που ξανακούστηκε αυτό; Και αυτόν τον ξάδερφο του, λες και τον έστειλε ο Θεός! Φαντάσου να μην το μάθαινε ποτέ... Θα ζούσε με μία βρώμικη, αμαρτωλή γυνή όλη του τη ζωή. Και μετά σου λένε για τα δικαιώματα των γυναικών… Τι ζητάμε εμείς οι κακομοίρηδες, βρε; Μια καλή νοικοκυρά ζητάμε. Για αυτό πρέπει να τις έχουμε κλειδωμένες στην κουζίνα. Πού ξέρεις τι κάνουνε έξω από το σπίτι χωρίς εμάς; Ξέρεις τι λένε λοιπόν… Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο.

Κατερίνα Κ.
-Μωρή,  Λενιώ, ακούς ;
-Ναι, Μαρίκα, λέγε
-Άκου να σου πω τι έγινε χθες στο χωρίο, ενώ όλοι κοιμόντουσαν και εγώ καθόμουν ξύπνια.
-Τι έγινε; Λέγε, μην με κρατάς, μωρή, σε αγωνία και δεν μπορώ
-Λοιπόν ο Θοδόσης εκατέβει στο στενό μονοπάτι προς την θάλασσαμε τον Κούρκουπο. Ακούς, μωρή ; Ο τόπος ήταν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα. Απόγκρεμα εφαίνονταν την ώρα εκείνη, μαύρα. Το νερό του τράφου έβραζε με τις πέτρες
-Μάνα !Αλήθεια τα λες αυτά;
-Ναι, καλέ, σου λέω.
-Και μετά τι έγινε;
-Λοιπόν, μετά οι σκύλοι δεν εσάληψαν κι ο Κούρκουπός αναστέναξε βαθιά κι είπε βγάζοντας το όπλο «είναι άντρας».
-Μαρή,  με λές αλήθεια; Κρατούσε όπλο;
-Ναι
-Είπαν ότι είναι αντρίκια ντυμένη, οι σκύλοι την εγνώρισαν. «Χτύπα», είπε.
-Ποιον, μωρή, να χτυπήσει;
-Την γυναίκα του, σου λέω. Από τον αγαπητικό γύριζε ντυμένη αντρίκεια. Και μετά αφού την είδαν να φεύγει τον ρωτάει  ο Θοδόσης: « Τι προσμένεις;. Κρατούσαν και ένα ντουφέκι, στο είπα;
-Μην μου πεις ότι την εσκότωσαν με το ντουφέκι;
-Άκου, θα δεις. Μετά  λέει ο Θοδόσης «τράβα της, τελείωνε». Και π΄΄ηγε να του το πάρει το ντουφέκι, αλλά του λέει ο Κουρκουπός «εσύ δε  θα την σκοτώσεις». Και έπειτα φωνάζει στη λεγάμενη «γυναίκα, στάσου ειδεμή…». Και την κυνήγαγε στο χωρίο. Μετά μπήκανε στο σπίτι, ακούστηκαν φωνές και μετά ο Θοδόσης μας έλεγε «την εσκότωσε».
-Πωπωπω τι έγινε μέσα στα μαύρα τα μεσάνυχτα. Άντε, τα υπόλοιπα μου τα λες  το πρωί. Καληνύχτα.
-Καληνύχτα, Λενιώ.
                                                                                                       
Σοφία
 Σάββατο βράδυ Είναι ακόμα ένα σαββατόβραδο σαν τα υπόλοιπα που μαζευόμαστε οι άντρες στο καφενείο του Μήτσου για να πιούμε το γνωστό καφεδάκι μας και να πούμε τα νέα μας ,οι γυναίκες  προτιμάνε να κάθονται σπίτι. Ανοίγω την πόρτα του καφενείου, ακούγεται το καμπανάκι και όλα τα βλέμματα στρέφονται προς εμένα.
"Καλώς τον Αντωνάκη!" ακούγεται ο Σταύρος από την μια, "Καλώς τον και ας άργησε"  ακούγεται  ο Γιώργος από την άλλη και πλησιάζω το τραπέζι που όλοι είναι μαζεμένοι. Παραγγέλνω τον σκέτο ελληνικό καφέ μου και αρχίζει η κουβέντα.
"Ο Κούρκουπος θα έρθει ποτέ; Άντε, που είναι ακόμα;" ρώτησε από περιέργεια ο Γιώργος.
"Καλέ και  ο Θοδόσης  δεν ήρθε" συνειδητοποίησε ο Γιάννης.
"Μου φαίνεται δεν τα μάθατε τα νέα", είπα εγώ.
"Μωρέ, Αντώνη, ποιά νέα; Εγώ καφέ να τους φτιάξω  ή δεν θα μας κάνουν την τιμή σήμερα;" αναρωτήθηκε  ο Μήτσος.
"Σας το λέω εγώ, δεν θα πατήσουν πόδι εδώ σήμερα. Άστον καφέ Μήτσο και έλα να ακούσεις. Βγήκαν να το γιορτάσουν αυτοί, μπυρίτσες θα πίνουν  τώρα", ομολόγησα.
"Γιορτή; Και εμείς όχι καλεσμένοι;" παραπονέθηκε ο Σταύρος.
"Θα με αφήσετε να μιλήσω; Εάν δεν σωπάσετε δεν πρόκειται να σας πω", γκρίνιαξα.
"Πες!" φώναξαν και οι τέσσερις μαζί.
"Την σκότωσε-", δεν πρόλαβα καν να τελειώσω.
"Τι; Ποιά; Ποιός;", με διέκοψε ο Γιάννης.
"Σώπασε πιο και εσύ να μας πει", αγρίεψε ο Γιώργος.
"Ο Κούρκουπος σκότωσε την γυναίκα του".  Έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό.
"Μα γιατί;", μίλησε πρώτος ο Γιάννης.
" Ε, από ό,τι κατάλαβα, τον απάτησε", είπα.
"Άκουσα κέρατο;", ήρθε από την κουζίνα ο Μήτσος ο οποίος είχε κάνει τρείς γάμους.
"Ναι", του απάντησα.
"Καλά της έκανε", ξεστόμισε ο Γιώργος.
"Είσαι με τα καλά σου; Τι λες; Αποκλείεται, είναι πολύ καλός άνθρωπος, δεν θα πείραζε ούτε μύγα".  Ο Γιάννης δεν ήθελε να με πιστέψει.
"Εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μας είπαν και εμάς να πάμε για μπύρες", είπε αδιάφορος τελείως ο Σταύρος.
"Πιστεύω, πίσω από όλα, για κάτι θα ευθύνεται ο Θοδόσης ,ξέρουμε όλοι πως το παίζει πολύ άντρας", είπα την γνώμη μου.
"Και πού κολλάει αυτό;" Ο  Γιάννης ήταν  ακόμα σοκαρισμένος.
"Λέτε να τον πίεσε; Γνωρίζουμε πως είναι πολύ πιεστικός", υπέθεσε ο Γιώργος.
"Και η γυναίκα τον απάτησε με τον Θοδόση;" πρόσθεσε ο Μήτσος που δεν είχε ακούσει όλη τη συζήτηση.
"Ξέρουμε καν πως την έλεγαν;", άσχετος πάλι ο Σταύρος.
"Και το χειρότερο; Ήταν έγκυος", συνέχισα εγώ.
"Πάνε χαράμι δύο ζωές".  Λυπήθηκε ο Μήτσος.
"Το παιδί δικό του ήταν;" Ο Γιώργος έκανε καλή ερώτηση.
"Αυτή έτσι είπε",  απάντησα.
"Και εμείς γιατί να  σε πιστέψουμε; Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;" Ο Γιάννης δεν ήτανε πεισμένος.
"Ήμουνα μπροστά, όπως και οι υπόλοιποι χωριανοί…" Και θυμήθηκα την σκηνή που έγινε μπροστά στα μάτια μου.
"Ναι αλλά δεν είναι λόγος αυτός να μη πηγαίναμε και εμείς για μπύρες. Μια παρέα είμαστε",  απογοητεύτηκε ο Σταύρος.
"Πότε έγινε όλο αυτό; Εμείς που ήμασταν;" Όλο ερωτήματα ο Γιάννης.
"Σήμερα κιόλας, το πρωί , πολύ νωρίς", λέω εγώ.
"Αα εγώ είχα ήδη φύγει,  μάζευα ελιές σήμερα" είπε ο Γιώργος.
"Εγώ εδώ στο καφενείο ήμουνα, αλλά δεν είχα ανοίξει ακόμα", είπε ο Μήτσος.
"Και πως την σκότωσε;" Άλλη μια ερώτηση από τον Γιάννη.
"Την μαχαίρωσε", απάντησα.
"Φρίκη, αλλά και αυτή τον μαχαίρωσε πισώπλατα οπότε το άξιζε".   Ο Γιώργος σκέφτηκε ήταν το ριζικό της.
"Ποτέ δεν είναι αργά να πάμε και εμείς για μπύρες",  πέταξε ο Σταύρος.
Ο Μήτσος την λυπήθηκε και  πιστεύει δεν ήταν η σωστή λύση. Ο Γιώργος λέει το άξιζε. Ο Γιάννης δεν με πίστεψε, λέει δεν είχα αρκετές αποδείξεις.  Και ο Σταύρος αδιάφορος μόνο για τις μπύρες στεναχωρήθηκε. Και εγώ; Εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ τις φωνές και τον φόβο στα μάτια της γυναίκας, τον δισταγμό του Κούρκουπου και το "Ακόμα;"  του Θοδόση ούτε και τη ευχαρίστηση που ένοιωσε μετά...

Λίζα
- Μαριγούλα! Ε, Μαριγούλα!
- Καλημέρα Αφρούλα μου. Κόμπιασε να σε φιλέψω κάτι.
- Όχι, Μαριγούλα μου, σε ευχαριστώ, αλλά βιάζομαι. Εγώ ήρθα να δω πως φώτισε το σπιτικό σου με τον καινούριο εγγονό. Γερό να ναι το παλικαράκι και έχει ο Θεός να  προκόψει και αυτό. Φτου φτου φτου μη σου το ματιάσουνε.
- Σ’ ευχαριστώ Αφρούλα μου. Μα δε μου λες. Γιατί είσαι τόσο βιαστική έτσι πρωί που ‘ναι;
- Μα δεν τα μαθες; Το φονικό, καλέ! Το φονικό!
- Ιιιι! Φονικό είπες; Ποιός δύσμοιρος μας άφησε; (σταυροκοπιέται ασταμάτητα)
- Καλέ αυτή η περίεργη του Κουρκουπου η κοπελιά. Πολλές φορές την είχα δει να πορπατεί τις νύχτες σαν τη γάτα με ρούχα αντρίκια. Μια φορά την πήρα από πίσω να δω πού πάει νυχτιάτικα χωρίς τον καημένο τον άντρα της. Γρα γυναίκα τα ποδάρια μου δεν την πρόφταναν και έκατσα σε μια πέτρα να ξαποστάσω. Μετά από λίγο άκουσα φωνές. Ήταν ένας άλλος μαζί της και της έλεγε να αφήσει τον Κουρκουπο για χάρη του. Εκείνη κλαψούριζε, του ‘λεγε πως δεν μπορούσε. Τι θα γινόταν το παιδί που περίμενε;
- Παιδί; Ακούν καλά τ’ αυτιά μου;
- Καλά ακούν τ’ αυτιά σου. Τα ήκουσα γω όλα αυτά και όπου φύγει φύγει,  Μαριγούλα μου. Την επόμενη πήγα και βρήκα το Θοδόση και του τα’ πα όλα. Αυτός χθες πήρε τον Κουρκουπο και μαζί την κυνήγησαν με τα σκυλιά και με τα όπλα σαν το κουνέλι. Όταν τη βρήκαν κλειδώθηκαν στο σπίτι και άκουγα φωνές να παρακαλάνε. Και μπαμ! Σιωπή. Έφυγα κι εγώ κοντά από τα παραθύρια τους να μη με δουν και ήρθα με τους υπόλοιπους χωριανούς που σηκώθηκαν απ’ τις φωνές. Εβγήκε ο Θοδόσης και είπε ότι πάει. Την έσφαξε.

Ακίρα
- Μαρίζα! Καλημέρα, αγαπητή μου, καιρό έχουμε να τα πούμε. ( *ματσ* *μουτσ*)  Tώρα βρήκα και εγώ την ευκαιρία να βγω έξω απ΄ το σπίτι με τόσες  δουλειές, αυτός ο άντρας μου τίποτα δεν κάνει… όλο στα καφενεία τριγυρνάει. Εσύ τι νέα;
-Τα συνηθισμένα, βρε Ευδοκία. Τίποτα ενδιαφέρον δεν γίνεται πια στις ζωές μας, μόνο δουλειά και κούραση.
-Η φύση είναι άδικη, τι να κάνουμε και εμείς οι κακομοίρες; Δεν πρέπει να παραπονιόμαστε. Είμαστε από τις τυχερές! Άκουσες τι έγινε στο διπλανό χωριό; Μια κοπέλα -καημένη δεν την λες- απάτησε τον άντρα της και το πλήρωσε με τη ζωή της!
-Τι εννοείς; Έγινε φόνος;
-Κανονικότατος, και πολύ πιθανόν διπλός! Κυκλοφορεί η φήμη ότι η γυναίκα ήταν έγκυος!
-Θεέ μου, πως γίνεται ένας άνθρωπος να φτάσει σε τέτοια άκρα;’
-Ήταν κουρασμένος και η  πίεση που δέχτηκε από τους συγγενείς του για να μην χαθεί η αξιοπρέπεια τους τον άγχωσε και πάνω στην τρέλα της στιγμής διέπραξε τον φόνο. Απ’ ότι  ξέρω  το μετάνιωσε πικρά αργότερα, αλλά αυτός φταίει που ήταν ανδρείκελο…
-Και αυτή βέβαια ήθελε και τα έπαθε, να προκαλεί έτσι ενώ είναι παντρεμένη; Αισχρά πράγματα. Έπρεπε να σκεφτεί τις συνέπειες.
-Τίποτε δεν δικαιολογεί μια τέτοια πράξη.
-Εννοείτε, αλλά έτσι είναι τα πράγματα, οι άντρες πιστεύουν ότι μπορούν να μας κάνουν ό,τι θέλουν, και εμείς οι αδύναμες πρέπει να υπακούμε, αλλιώς θα χάσουμε όχι μόνο την τιμή μας ή την ελευθερία μας, αλλά μπορεί ακόμα και τη ζωή μας.

Μαργένα
Τούλα: Μαρή, Μιμί έμαθες τα νέα ;
Μίμι : Όχι, όχι.  Τι έγινε;
Τούλα : Έλα, έλα μέσα να στα πω
Μίμι : Έλα, για πες, τι κακό μας βρήκε;
Τούλα: Η κόρη του Βαγγέλη, η γυναίκα του Κούρκουπα, τέλος πάντων, μεγάλο αμάρτημα έκανε και τώρα το πλήρωσε.
Μίμι:  Αμάν! Αμάν, τι αμάρτημα έκανε η γυναίκα;
Τούλα : Απιστία στα στέφανα
Μίμι: Πω πω πω, τι κακό και αυτό! Ντροπή της, τής ξεδιάντροπης, πρέπει να την κουρέψουμε γουλί και να την σέρνουμε στην πλατεία του χωριού.
Τούλα : Περίμενε, μαρή Μιμί, δεν τελείωσα ακόμα τη κουβέντα μου
Μιμί :Τι, έχει και άλλο;
Τούλα: Ναι, μαρή, κλείσε για κανένα λεπτό το ρημάδι το στόμα σου να πούμε καμιά κουβέντα.  Άκου, άκου τώρα. Ο  άνδρας της, ο Κούρκουπος, την έσφαξε!
Μίμι :Τι;  Ααχ, αχ,  αχ τι μου λες τώρα…
Τούλα : Ναι, ναι ! Της έκοψε το λαρύγγι σαν να ήταν σκυλί.
Μίμι : Πω πω,  τι κακό που τον βρήκε και αυτόν τον μίζερο !
Τούλα : Δεν άκουσες μέχρι το χειρότερο…
Μίμι : Τι;  Τι ; Έχει και άλλο κακό;
Μίμι : Άμα πως!  Η αμαρτωλή κουβάλαγε στα σπλάχνα της το παιδί του άνδρα της!
Μίμ: Τιιιιι;  Παναγία μου παρθένα, τι κακό και αυτό… Τι φταίει το καημένο το σπλάχνο να πληρώνει της αμαρτίες της αμαρτωλής της μάνα του;
Τούλα: Σωστά! Το δύσμοιρο. Ήταν γραφτό να το πληρώσει το κακόμοιρο, φαίνεται…
Μίμι : Έτσι φαίνεται: Κάτσε, βρε Τούλα, εσύ πού  τα έμαθες τούτα τα νέα;
Τούλα: Από την Κατερινιώ, που τα έμαθε από την Φούλα, που είναι γειτόνισσα του Κούρκουπα και της γυναίκας του.
Μίμι:  Μάλιστα…  Κακά και τούτα τα νέα…
Τούλα: Τελικά σε τραγωδία κατέληξε και τούτη η ιστορία…..

Μιχαήλ Άγγελος
[Ο κύριος Γιώργος κάθε πρωί πηγαίνει να πιεί τον καφέ του στο Καφέ της Χαράς και συναντιέται με τους φίλους του. Μιλάνε ,πίνουν το καφεδάκι τους, τσιμπολογάνε και κατιτίς,, και που και που παίζουν και κάνα τάβλι. Μετά από την δολοφονία που έπραξε ο Κούρκουπος, την επόμενη κιόλας ημέρα όλοι μιλούσαν για τούτο το συμβάν. Χωρίς να εξαιρέσουμε τον Κυρ Γιώργο, που είχε την συγκεκριμένη συζήτηση με τον φίλο του τον Τάκη (περιμένοντας την υπόλοιπη παρέα) το επόμενο πρωί:]
-Τα ’κουσες Τάκη τι έγινε με την γυναίκα του Κούρκουπου και αυτόν;
-Ποια; Αυτήν που τον απατάει μπροστά στα μάτια του και ο ίδιος δεν θέλει να το πιστέψει;
-Ναι! Φαίνεται ότι το πίστεψε και την δολοφόνησε!
-Καλά της έκανε!... Αυτός δεν έγινε μετά τα 18 του άντρας, αλλά τώρα που σκότωσε αυτό το τσόκαρο...Και πώς φτάσανε μέχρι εκεί;
-Ο ξάδερφος του, ο Θοδόσης, την είδε να γυρνάει με ρούχα αντρικά ενώ κυνηγούσε και πήγε αμέσως και τα ‘πε στον Κούρκουπο.
-Α ,την βρομιάρα!  Καθόταν και γυρνούσε με άλλον ενώ ο άντρας της- αλήθεια ο άντρας της  τι έκανε, Γιώργο;
-Ήτανε στην δουλειά…
-Καθότανε, κοτζάμ παλικάρι, και δούλευε σκληρά για να μπορεί να την ταΐσει. Δεν δούλευε μόνο για την πάρτη του αλλά και για μια γυναίκα που δεν το άξιζε. Μπράβο του και ξανά ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥ”
-Άμα δεν ήταν ο ξάδερφος του όμως, από μόνος του δεν θα έπραττε τέτοιο έγκλημα.  ξέρω καλά τον εγώ τον Κούρκουπο... Δεν είναι τέτοιο παιδί.
-Είναι δεν είναι, μπράβο του και πάλε, διότι δεν έπραξε ένα απλό έγκλημα άλλα ένα έγκλημα τιμής!
-Γιατί «έγκλημα τιμής» και όχι ένα σκέτο «έγκλημα», ρε Τάκη;
-Διότι ως άντρας είναι αναγκασμένος να κρατήσει την τιμή του και να έχει πάντα το πάνω χέρι!
-Ρε Τάκη, ξέρεις τι πιστεύω όμως;
-Τι, ρε Γιώργο;
-Ότι δεν το άξιζε η καημένη η γυναίκα του;
-Τι λαλείς, μωρέ....Αφού τον ΑΠΑΤΟΥΣΕ!
-Ναι, ρε Τάκη, αλλά όντως πιστεύεις ότι το άξιζε; Θα σκότωνες εσύ την γυναίκα σου άμα σε απατούσε;
-Άμα την σκότωνα, λέει; Θα την έγδερνα ζωντανή!
-Μα για σκέψου και το παιδί του. Δολοφόνησε το ίδιο του το παιδί, ενώ ήταν στην κοιλιά της γυναίκας του!
-Τι μας λες, μωρέ; Άμα σου έκανε τα ίδια η δικιά σου ούτε παιδί θα σκεφτόσουνα ούτε τίποτα άλλο. Να πεις «Δόξα τον Θεό»  που δεν έχεις μια τέτοια γυναίκα!
[ Μιλούσανε, μιλούσανε, μιλούσανε,  μέχρι που είχε μαζευτεί πια  η υπόλοιπη παρέα και… το συζήτησαν και πάλι όλοι μαζί.)

Αναστασία Ζ.
Ξυπνάω, και αφού κάνω την συνηθισμένη μου ρουτίνα, βαδίζω προς το καφενείο του Αποστόλη. Με το που φτάνω πηγαίνω στο τραπέζι που κάθομαι κάθε φορά. Εκεί με περιμένει καθιστός ο Κωστής ως συνήθως.                                                                                                                        
«Καλημέρα Παναή»,  μου λέει ο Κωστής.
«Καλημέρα και σε εσένα». του απαντώ.
«Κανένα νέο από το χωριό έχουμε;»,  με ρωτάει και εγώ τον κοιτάω σοκαρισμένος.
«Δεν τα έμαθες;»
«Μα τι να μάθω;», με ρωτάει με περιέργεια.
«Ο Κούρκουπος σκότωσε την γυναίκα του.
«Αλήθεια; Και γιατί το έκανε;»
«Τον απάτησε, η άτιμη!», του απάντησα με μίσος, αφού η γελοία πήγε να του δυσφημίσει το όνομα, του άντρα της!
« Α ώστε έτσι, η πουτ@ν@! Ε, λοιπόν,  και πολύ καλά της έκανε. Άκου εκεί… Μια γυναίκα να τολμά να απατά τον άντρα της! Εγώ πρώτα θα της έριχνα 2-3 χαστούκια για να καταλάβει καλά τι εστί άντρας!»
«Έχεις απόλυτο δίκιο, φίλε μου. Τι είναι αυτά τα πράγματα. Στις μέρες μας μια γυναίκα να τολμά να κοιτάζει άλλον εκτός απο τον άντρα της! Και μόνο που τα αφηγούμαι, τα νεύρα μου χτυπάνε κόκκινο!»

Όλγα
Καλημέρα Δέσποινα, τι κάνεις; Έμαθες τα νέα; Άσε, άσε, μόλις τα άκουσα, ήρθα εδώ. Δεν άντεξα. Ο Κούρκουπος σκότωσε την γυναίκα του. Δεν θα σου περάσει, όμως, από το μυαλό γιατί το έκανε… Λένε ότι ο ξάδελφος του τον ενημέρωσε και του άνοιξε τα μάτια. Είχε πάει για κουνάδια και είδε την γυναίκα του ξαδέλφου του με άλλον. Κανένας όμως δεν ξέρει με ποιόν ήταν. Ο Θοδόσης είχε νευριάσει τόσο πολύ που αυτή η γυναίκα χάλασε το όνομα της οικογένειάς του, οπότε τον πίεσε να πάνε να την βρουν να την σκοτώσουν. Την κυνήγησαν μαζί, όμως ο Κούρκουπος δεν ήθελε να την σκοτώσει. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η γυναίκα του έκανε κάτι τέτοιο. Εκείνη φόρεσε ρούχα αντρικά για να μην την γνωρίσουν. Ο Θοδόσης το ήξερε και όταν την είδαν και είχε την ευκαιρία τον πίεσε να τη σκοτώσει αλλά εκείνος αντιστάθηκε και δεν την σκότωσε. Αφού συνέχισαν το κυνήγι και κατάφεραν να την πλησιάσουν, την έπιασε ο άντρας της από τα μαλλιά και την έβαλε στο σπίτι γιατί ο ξάδερφος του τού είπε ότι θα ξυπνήσουν όλοι. Ζητούσε εξηγήσεις με ένα μαχαίρι στο χέρι. Ήθελε να μάθει πού ήταν και τι έκανε και εκείνη του είπε ότι είναι έγκυος. Ο Κούρκουπος κόλλησε και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου χτύπησε την πόρτα ο ξάδερφος του και τον ρώτησε αν την σκότωσε «ακόμα». Έτσι, πήρε την απόφαση και την σκότωσε. Εγώ εκείνη την ώρα κοιμόμουν και με ξύπνησε η κραυγή της. Φώναζε « Έλεος, το παιδί σου. Μας σκότωσες!». Μόλις το άκουσα αυτό έτρεξα έξω να δω τι έγινε. Είδα μόνο τον Θοδόση να μας λέει ότι την σκότωσε. Δεν μπορώ να φανταστώ πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο. Είναι τόσο καλός άνθρωπος που ποτέ δεν θα περίμενες να συμβεί αυτό.

Δημήτρης
                                                                                        ΛΕΣ ΝΑ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΕ;;;
Καθόμουν, τέλος πάντων, να ξεκουραστώ και, ενώ ο Κούρκουπος κοιμόταν, μπαίνει ο Θοδόσης και τον ξυπνάει. Εγώ παραξενεμένος κρυφάκουσα, ακούγοντας να του λέει κάτι για την γυναίκα του. Χωρίς να χάσω στιγμή, τους ακλούθησα. Περνώντας έξω από το σπίτι του Κούρκουπου παρατήρησα ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού. Στην συνέχεια πήγαν στο δάσος. Εκεί μπερδεύτηκα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι γίνεται. Ο Θοδόσης είχε δώσει στον Κούρκουπο το όπλο του, αυτός σημάδευε κάπου αλλά μετά του το ξαναέδωσε πίσω. Μετά φοβήθηκα να τους ακολουθήσω, επειδή είχαν μαζί τους σκυλιά, αν με βλέπανε και με σκοτώνανε; Πήγα πίσω στο χωριό και κρύφτηκα κοντά στο σπίτι του Κούρκουπου. Για καλή μου τύχη, τους είδα να έρχονται αλλά όχι μόνοι τους, μαζί με την γυναίκα του Κούρκουπου. Τους ακολούθησα μέχρι που φτάσανε στο σπίτι τους. Ο Θοδόσης έκατσε από έξω, ενώ ο Κούρκουπος και η γυναίκα του μπήκαν μέσα. Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύεται  κόσμος  και όλοι ακούγαμε τον καυγά μεταξύ του Κούρκουπου και της γυναίκας του. Του τα ΄φορούσε…  Σε μια φάση φωνάζει ο Θοδόσης «ακόμα»; Και  την έσφαξε. Και μετά από εκείνη την στιγμή δεν ξανακούστηκε άχνα.

Ραφαέλα
[Ήταν ακόμη σκοτεινά έξω. Δεν είχε προλάβει να ξημερώσει η μέρα, όταν ακούστηκαν ξαφνικές κραυγές που σκοτείνιασαν την ατμόσφαιρα περισσότερο από πριν-αν αυτό ήταν ποτέ δυνατόν- κι έπειτα, σιωπή. Μερικοί ψίθυροι και ήσυχα βήματα υπήρχαν μονάχα καθώς κόσμος μαζευόταν έξω από το σπίτι όπου γίνηκε το κακό. […] Όταν έχει πια βγει ο ήλιος, τα νέα έχουν μαθευτεί ήδη στο χωριό. Το γεγονός δεν αργεί να συζητηθεί και να σχολιαστεί. Στο καφενείο του χωριού δεν διστάζουν να θίξουν το ευαίσθητο αυτό θέμα.]
-Κωσταντή, έμαθες τι γίνηκε;  Ο Κούρκουπος έσφαξε τη γυναίκα του.
-Πώς να μην έμαθα; Αφού όλο το χωριό εξέρει. Αν με ρωτήσεις, έπαθε αυτό που της άξιζε. Αν ήμουν στη θέση του άμοιρου, αυτό το σκουπίδι θα πάθαινε περισσότερα από μένα, αν με ξεφτίλιζε έτσι.
-Ηκούστη πως ήταν και γκαστρωμένη. Λες να ισχύει;
-Το μόνο σίγουρο!
-Του κακόμοιρου ήταν όμως;
- Ξενοκοιμόταν η σκύλα! Ποιος ξέρει αν το παιδί ήταν δικό του  ή κάποιου άλλου;!
-Ο πατέρας της πάντως δεν επάτησε σήμερα πόδι στο καφενείο. Παράξενο!
-Καθόλου! Φυσικά και δεν θα ερχόταν! Η κόρη του η άκαρδη τους ατίμασε την οικογένεια! Σίγουρα θα ευχαριστεί τον Κούρκουπο που τον έβγαλε από τον κόπο να σκοτώσει ο ίδιος το θρεφτάρι του. Θα κάνει καιρό μέχρις να ξανά κάνει μούτρα να βγει στην κοινωνία.
-Α ρε Κούρκουπε! Τι  σου έμελε να πάθεις..
-Σε διαβεβαιώνω  ότι πλέον κυκλοφορεί με το κεφάλι ψηλά τώρα που είναι ήσυχος ότι δεν τον κερατώνουν.
-Έχεις δίκιο. Θα είναι καλύτερα δίχως εδαύτη!

Αλέξανδρος
-Και που λες φίλε έτσι έγινε…. Την πυροβόλησε με το καριοφίλι. Την έπιασε, λέει, να είναι πέρα στους Ερμόνες με άλλον άντρα. Για την ακρίβεια, ο εξάδερφος του ο Θοδόσης το κατάλαβε πρώτος. Φρόντισε όμως να το πει κατευθείαν στον Κούρκουπο.
-Σοβαρά;
 Δε σου κρύβω ότι είχα μια παρόμοια αντίδραση όταν το πρωτοέμαθα. Ξέρεις πώς μαθαίνονται αυτά. Από στόμα σε στόμα. Δε το πίστεψα στην αρχή, αλλά το γεγονός ότι έχω να δω ή να ακούσω κάτι για έστω τον έναν από τους δυο  ένα μήνα τώρα με έκανε να κατασταλάξω. Όντως τη σκότωσε.
-Ξέρουμε το λόγο ή δεν θέλει ο δολοφόνος να τον μοιραστεί μαζί μας;
-Τα πράγματα είναι σοβαρά.  Άσε το δούλεμα. Αν έφτασαν στα αυτιά μου σωστά οι φήμες θέλησε να μην κουβαλάει το βάρος του απατημένου συζύγου. «Αξιοπρέπεια» με μία λέξη.
-Καλά την έκανε, τότε. Η άτιμη το άξιζε.
-Στα λόγια μου έρχεσαι. Πού ακούστηκε ξανά αυτό;;; Το κύρος της οικογένειας ήταν υπό απειλή.
-Μήπως ο ξάδερφός του δεν είπε την αλήθεια, ρε συ;
-Δε νομίζω;  Τι λόγο είχε άλλωστε ?
-Άρα έχουμε να κάνουμε με μια καθαρή υπόθεση ενός απατημένου άντρα που για να έχει το κούτελο του καθαρό σκότωσε τη γυναίκα του. Σωστός ο τύπος! Εγώ θα ντρεπόμουν να βγαίνω και να ακούω συνέχεια «ο κερατάς»  και ο «κερατάς».
-Πιστεύω όλοι μας έχουμε την ίδια άποψη. Καθημερινότητα είναι πλέον αυτά. Μην εκπλαγείς αν ακούσεις ξανά για παρόμοιο περιστατικό. Ο Κούρκουπος έπραξε όπως ταίριαζε στη περίσταση.
-Μάλιστα… Βρε τι άλλο θα ακούσουμε….




Τζένη
Λίγες μέρες μετά το περιστατικό, μια παρέα ηλικιωμένων ανδρών  καθόταν στο καφενείο της γειτονιάς κι έπαιζε πρέφα.
-Τι σου είναι όμως ο άνθρωπος… Ε; Τι μια είναι αγαπημένο ζευγάρι και την άλλη έρχεται η λεγάμενη με το παιδί στη κοιλιά και ζητάει και τα ρέστα. Την είδα λέει στο δάσος με τον αγαπητικό να βγάζει τα μάτια της.  Ποιος ξέρει ποιανού να ήταν το παιδί;  Απαπά! Καλά της έκανε της ξετσίπωτης… Της άξιζε με το παραπάνω. Άντε, να βρεθεί κι άλλος να πάθει το ίδιο. Αλλά τώρα θα μου πεις, τον ξεμυάλισε η σουρλουλού…  Τι έφταιγε κι αυτός;
- Καλά, τα λες, φίλε μου! Την είχα δει κι εγώ πώς έπαιζε το μάτι της. Ποιος ξέρει με πόσους ακόμα είχε βρεθεί; Κάτι τέτοιες είναι που χαλάνε τα λαϊκά, τα τίμια παιδιά. Όχι! Καλά της έκανε. Δεν πήγαινε άλλο αυτή η κατάσταση…
-Σειρά σου, φίλε. Κόψε να κάνω μάνα. Μη χάσουμε και το παιχνίδι για τέτοιες άσκοπες συζητήσεις.

Μαρία
-Ρε Κωστή, άκουσες τη έγινε;
-Κάτι πήρε το αυτί μου, αλλά δεν ξέρω περισσότερες λεπτομέρειές. Ξέρεις εσύ τι ακριβώς συνέβη;
-Έγινε μεγάλο μακελειό. Η γυναίκα του Κούρκουπου τού τα φορούσε.
-Τι λες τώρα;
-Αυτό που άκουσες.
-Ναι, όμως το χωριο συζητάει και για ένα φόνο.
-Το έμαθε που λες  ο Κούρκουπος ότι του τα φοράει η γυναίκα του και την σκότωσε.
-Καλά έκανε! Τον έκανε ρεζίλι στο χωριό. Άκου του τα φόρεσε! Αν είναι δυνατόν να το αφήσει να περάσει έτσι…
-Κανένας δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι, Κωστή μου.
-Πες μου μόνο έναν άντρα που θα αγνοούσε τα κέρατα που του φόρεσε η γυναίκα του…
-Ναι, ξέρω, έχεις δίκιο!
-Πού ακούστηκε ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να σέβονται τους άντρες τους!!! Πού ακούστηκε ότι μια γυναίκα έχει το δικαίωμα και την ελευθερία να απατήσουν το σύζυγό τους;
-Έχεις δίκιο! Άλλο οι γυναίκες και άλλο οι άντρες…

Ραφαήλ
-Μαρή!!! Έμαθές τα τι έγινε;
-Όχι , μαρή Κατίνα. Τι έγινε;
- Δεν έμαθες τι έκανε ο Κούρκουπος;
-Ο Πούρνουπος;
- Ο Κούρκουπος, μαρή. Της κυρα- Αλεξάνδρας.
-Αααα… Τι έκανε;
-Κάτσε να σου τα πω. Πιε και τον καφέ σου να σου πω  και την μοίρα σου…
-Άντε, ξεκίνα.
- Που λες, απ’ ό,τι έμαθα πήγε ο Θοδόσης…
- Ο ποιος;
- Ο Θοδόσης, μαρή, της κυρα-Ρήνης. Ο ξάδερφός του Κούρκουπου …
-Πλάκα με κάνει…
-Αμ όχι…
-Και…  Για πες.
- Ήταν ντυμένη με αντρικά ρούχα. Όταν την είδε ο Κούρκουπος δεν την αναγνώρισε. Ήταν και λίγο χαζός ξέρεις…
-Ναι, μωρέ, το παιδί…
-Αχ, κι ο Αντωνάκης της Μαριώς…
-Ναι, μωρέ.  Γιατί κι ο Γιάννης της Ελένης1
- Αυτός κι αν είναι περίπτωση…
-τι λέγαμε1
-Για τον Κούρκουπο …
-Α, ναι. Σωστά.
-Που λες, του λέει ο Θοδόσης: «Ρε! Η γυναίκα σου…» Ο Κούρκουπος ξαφνιάστηκε, και λογικό είναι….
-Και; Της την άστραψε;
-Όχι, την άφησε…
-Περιγελάς με, μαρή;
-Όχι, άκου… Έτρεξε στο σπίτι τους Την ακολούθησαν… Μόνο οι δυο τους μέσα στο σπίτι.. Χαμπάρι δεν πήρε κανείς μέχρι που ακούστηκαν τα ουρλιαχτά της που την έσφαζε…
-Αχ, την καημένη τη γυναίκα…
- Ποια καημένη; Καλά της έκαμε, μαρή! Άμα το είχε κάνει η Σοφία αυτό στον Γιωργάκη μου  θα του έβαζα το καριοφίλι στο χέρι.
-Και γω στον Μανωλιό. Αλλά, ‘ντάξει τώρα. Νέα και όμορφη κοπέλα ήταν…
-Ας πρόσεχε… Άντε, έλα τώρα να σου πω την μοίρα!

Ελισάβετ
-Και, που λές. Μαρία, άκουσες τι έγινε;
-Όχι, Ειρήνη. Τι;
-Ο Κούρκουπος …
-Τι έκαμε;
- Είδε ο Θοδόσης, λένε, την γυναίκα του αντροφορεμένη να πηγαίνει να βρει κάποιον και πήγε και του το είπε…
-Πες μου ότι την εσκότωσε…
-Την είδε στο δάσος, την πήρε στο σπίτι και…
-Ωχ Παναγία μου… Και δεν τους είδε κανείς;
- Ούτε τους είδαν ούτε τους άκουσαν…
-Πάει κι αυτή…
-Τέλος πάντων. Τα ήθελα και τα έπαθε.. Άντε, φεύγω τώρα να πάω και παρακάτω, στην Τασία, να της τα πω…

Μανώλης Τ.
Κάτσε να σου το πω. Χθες καθόμασταν στον καφενέ, όπως κάθε βράδυ δηλαδή από όταν φύγει ο ήλιος και μας τα έλεγε ο ίδιος ο Θοδόσης.  Πήγε λέει και ξύπνησε τον Κούρκουπο. «Ξάδερφε,» του λέει, «πάνω στο κυνήγι είδα την  γυναίκα σου. Τρέχα να προφτάσεις». Ξαφνιασμένος από τον ύπνο εκείνος, έτρεξε και τον ακολούθησε και ο Θοδόσης για βοήθεια, κρατώντας το ντουφέκι του. Την είδαν, έλεγε ο Θεοδόση, και θα μπορούσε εκεί στο καθαρό σημείο να καθαρίσει το όνομά του αλλά δεν ντο έκανε. Πήρε ο άνθρωπος τότε μόνος του το ντουφέκι να ξεπλύνει την ντροπή, δεν τον άφησε ο Κούρκουπος. Άρχισε να την κυνηγάει και την έφτασε στην άκρη του χωριού, και την έριξε κάτω. «Του είπα», έλεγε ο Θοδόσης, «όχι εδώ». Πήγανε στο σπίτι, το αντρόγυνο μπήκε μέσα και ο Θοδόσης έμεινε όξω.  Ακουστήκαν φωνές. «Εγώ ανυπομονούσα», έλεγε ο Θοδόσης, «γιατί ήταν ικανή να τον κοροϊδέψει και του χτυπούσα την πόρτα φωνάζωντας “Ακόμα; Ακόμα;”». Μετά ακούστηκε να ουρλιάζει η γυναίκα και κι έπειτα τίποτα. Ε, το καθάρισε το όνομά του, το παλικάρι. Την εσκότωσε…

-Αναστασία Ε.
-Καλέ , Μαρία, τα ‘μαθες τα νέα;
-Ποια νέα, Τασούλα μου;  Για τον Κώστα που πουλάει μία κατσίκα και μία δώρο;
-Όχι, βρε Μαριώ! Για τον Κούρκουπο που σκότωσε τη γυναίκα του… Στα καλά καθούμενα.
-Άντε, ρε. Τι λες… Γιατί όμως έτσι;
-Άκουσα από το Κατερινιώ ότι τον κεράτωσε, πήγε με έναν άλλο, αλλά δεν ξέρουμε ποιον…
-Μην ήταν με τον μανάβη, το Τάσο;
-Όχι, μαρή, αυτός ήταν με την αρραβωνιάρα…
-Μην  ήταν με το δάσκαλο;
Όχι, όχι. Αυτός έχει πεθάνει εδώ και μια βδομάδα… Τίποτα δεν μαθαίνεις πια… Το θέμα δεν ήταν με ποιον. Αλλά το πόσο αδίκησε τον καημένο τον άντρα της…
-Ναι ε; Δεν περίμενε όμως αυτή το παιδί του; μπορούσε ο αθεόφοβος να περιμένει λίγο ακόμα;
-Γιατί; Αφού μπορεί να κάνει με άλλη…
- Λες να του πάω μια μηλόπιτα…
-Ωχ! Κατάλαβα…
-Σώπα, μαρή. Ανύπαντρη γυναίκα είμαι… Να μη βρω κι εγώ τη τύχη μου;
- Με τον δολοφόνο βρήκες κι εσύ;
-Κάτσε κι εσύ. Ακόμα δεν πήγα για να ξέρουμε….
-Άντε καλά! Κι άμα σε δούμε και σένα σφαγμένη την επόμενη μέρα να μη με λένε Τασούλα…
-Καλά, λέγε εσύ. Εγώ πάω να ανοίξω φύλλο. Εγώ δεν είμαι σαν την άλλη τη ξετσίπωτη…
-Άντε! Συνάντηση εδώ, στην βεράντα μου, μεθαύριο πάλι…. Εντάξει;
-Ναι.  Άντε γεια…

Γιάννης
-Άκου να σου πω τι έγινε. Κοιμόταν ο Κούρκουπος και έφτασε ξαφνικά ο ξάδερφός του, ο Θοδόσης  και του είπε πως κάτι που είχε να κάνει με τη γυναίκα του συμβαίνει.  Σηκώθηκε ανήσυχοςε εκείνος και  ρώτησε τι τρέχει αλλά ο Θοδόσης  δεν του είπε. Πήγανε στο σπίτι και το βρήκανε μανταλωμένο. Έλειπε η λεγάμενη.  Του είπε τότε ο Θοδόσης ότι η γυναίκα του είναι στους Ερμόνες με τον αγαπητικό.  Την παραφύλαξαν και ο Θοδόσης έδωσε το όπλο στον  Κούρκουπο την ώρα που τα σκυλιά την αναγνώρισαν. Ήταν αντρικά ντυμένη και ο  Θοδόσης προσπαθούσε να τον πείσει ότι ήταν εκείνη. «Σκότωσε τη, ρε», μου φάνηκε ότι του έλεγε…  Ο Κούρκουπος δίσταζε και του  πήρε το όπλο να τη καθαρίσει ο Θοδόσης.  Του το πήρε ο Κούρκουπος φωνάζοντας «εσύ δεν θα τη σκοτώσεις» - ή κάτι τέτοιο, δεν άκουγα καλά.  Της φώναξε κι εκείνη άρχισε να τρέχει, την κυνήγησε, την έπιασε και την πήγε στο σπίτι.  Δεν άκουγα τι γινότανε, μόνο το Θοδόση που φώναζε: «Ακόμα; Ακόμα;». Και κείνη την ώρα την έσφαξε κι ακουγόταν μόνο τον  πνιχτό ροχαλητό της καθώς πέθαινε, την ώρα που έβγαινε ο κόσμος …
- Καλά της έκανε! Τέτοια ντροπή δεν τη δεχόμαστε. 

Μπόνους,  το έγκλημα "Στου Χαροκόπου τα στενά" (με το οποίο έχουμε ασχοληθεί εδώ

Έκτορας
-Λοιπόν μάγκες, τον σκότωσαν τον άνθρωπο..
-Και πως έγινε, έτσι ξαφνικά;
-Όχι, είναι μεγάλη ιστορία. Παναγιώτη, πιάσε έναν σκέτο!
 -Έρχεται
-Θα μας πεις την ιστορία;
-Γύρισε στον νοικοκυριό μεθυσμένος και προσπάθησε να χτυπήσει και βιάσει την γυναίκα του.. Και όχι μόνο μία φορά, αλλά συνέχεια. Εξαιτίας αυτού, συναισθηματικά χώρισαν. Όσο ο Δημήτρης κοιμόταν, η Φούλα τα μάζεψε και ‘φυγε στην μάνα της για να γλιτώσει. Τα μαγείρεψαν με το σόι της για να σκοτώσουν τον Δημήτρη
-και εσύ που το ξέρεις ότι τον σκότωσαν αυτές;
-Μου τα είπε η γειτόνισσα τους από δίπλα, βρήκαν το πτώμα τους στο ποτάμι, «ασυναρμολόγητο», μέσα σε 2 σακούλες.
-Πως το οργάνωσαν δηλαδή;
-Πήγε η Φούλα στην μάνα της και της αφηγήθηκε τα άπλυτα του γάμου τους. Η μάνα της, κάλεσε τον ανιψιό της. Ο ανιψιός της, σύχναζε συχνά στο σπίτι τους, όσο ο Δημήτρης, κοιμόταν στα ξενοδοχεία. Σχεδίασαν την δολοφονία του. Όταν ο Δημήτρης κοιμόταν, ο ανιψιός  πυροβόλησε τον Δημήτρη. Στην αρχή ήθελαν να κάψουν το σώμα του αλλά επειδή θα μύριζε, προτίμησαν να τον κομματιάσουν και τον πέταξαν στο ποτάμι σε σακούλες στο οποίο και τον βρήκαν
-Κοίτα να δεις καμία φορά. Η κουτσομπόλα σου τα είπε;
-Ναι, η διπλανή γειτόνισσα τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια: