ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (της Δέσποινας)
Το λαϊκορεμπέτικο τραγούδι υπήρξε από τον καιρό της μικρασιατικής καταστροφής (1922) και μέχρι το τέλος του Εμφυλίου (1949) το κύριο μέσο έκφρασης των σκέψεων, των προβληματισμών, των συναισθημάτων και των καημών του ελληνικού λαού. Έχοντας τις ρίζες του στους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού, άρχισε να διαμορφώνεται στις ελληνικές πόλεις του 19ου αι. Μπολιάστηκε, ωστόσο, με τον ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό των Ελλήνων της Ιωνίας: οι Μικρασιάτες, εξοικειωμένοι ήδη με την ανατολίτικη παράδοση των αμανέδων, αφομοίωσαν και εξέλιξαν τόσο το ρεμπέτικο τραγούδι που το τελευταίο κατέληξε πια να ταυτίζεται με τη μουσική την οποία κουβάλησαν μαζί τους οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής. Έτσι, τα ρεμπέτικα γνώρισαν ευρεία απήχηση στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας που ζούσαν στις ίδιες με τους πρόσφυγες συνθήκες ανέχειας ακόμα και εξαχρείωσης λόγω του οικονομικού μαρασμού, των πολιτικών απογοητεύσεων, των αποτυχημένων πολεμικών επιχειρήσεων και των συνεχών κοινωνικών αλλαγών. Οι ρεμπέτες που τραγουδούσαν στα περίφημα Καφέ Αμάν της εποχής εξέφραζαν με τις πενιές τους τον ερωτισμό, τον μάγκικο τρόπο ζωής αλλά και τον σύγχρονο πολιτικό προβληματισμό. Για τον λόγο αυτό, το ρεμπέτικο συνήθως ερχόταν σε αντιπαράθεση με το ελαφρό –δυτικής προέλευσης- τραγούδι που θεωρούνταν προϊόν εισαγόμενο και εν μέρει επιβαλλόμενο στην ελληνική κουλτούρα από την προσανατολισμένη σε ευρωπαϊκότερα πρότυπα και συνήθειες ανώτερη αστική τάξη.
Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου βρίσκει και τα δύο είδη (το ρεμπέτικο και το ελαφρό) σε πλήρη άνθιση∙ είναι, λοιπόν, κάτι περισσότερο από αναμενόμενο ότι η μουσική θα γίνει ένα ακόμα όπλο και μέσο αντίστασης στα χέρια των μαχόμενων Ελλήνων/-ίδων. Το λαϊκό τραγούδι αντίκρισε τον πόλεμο με μια ποικιλία προσεγγίσεων, διαφορετικών ή ακόμα και αντίθετων μεταξύ τους: την ηρωική, την αντιηρωική, την κριτική, την ερωτική και βέβαια τη σατιρική. Το ελαφρό τραγούδι, βασισμένο κυρίως σε παρωδίες παλαιότερων τραγουδιών και στη φωνή της Σοφίας Βέμπο (της «τραγουδίστριας της Νίκης», όπως ονομάστηκε), δεν είχε τόσο μεγάλη ποικιλία απόψεων συγκρινόμενο με το λαϊκό τραγούδι: ενισχυμένο με στοιχεία από τις επιθεωρήσεις του θεάτρου, εκμεταλλεύτηκε περισσότερο από το ρεμπέτικο τις σατιρικές δυνατότητες του θέματος.
Είναι εύλογο πως το πολιτικό τραγούδι της εποχής δεν εγγραφόταν σε δίσκους αλλά τραγουδιόταν κρυφά και συνωμοτικά, σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή πληροφοριοδότες/προδότες. Γι' αυτό και συνήθως εκφραζόταν χωρίς λογοκρισία, χωρίς αλληγορίες και μεταμφίεση. Ένας παράγοντας που ευνοούσε την άμεση έκφρασή του ήταν και η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους κατακτητές.
Μέσω των ρεμπέτικων τραγουδιών της περιόδου εκείνης -των ρεμπέτικων της Κατοχής, όπως ονομάστηκαν- έχουμε μια αρκετά ανάγλυφη κι ιδιαίτερα καλλιτεχνική απεικόνιση διάφορων πλευρών της καθημερινότητας των Ελλήνων/-ίδων που έζησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή. Το φθινόπωρο του 1941 και, κυρίως, ο χειμώνας 1941 - 42, χαρακτηρίζεται ως η περίοδος της μεγάλης πείνας του ελληνικού λαού. Τα τρόφιμα είναι πια δυσεύρετα στην πρωτεύουσα κι ο κόσμος πεθαίνει απ' την εξάντληση. Πολλοί βρίσκουν την ευκαιρία και αισχροκερδούν σε βάρος των συνανθρώπων τους: είναι οι λεγόμενοι μαυραγορίτες και λαδάδες. Τότε εμφανίζονται και οι ριψοκίνδυνοι και θαρραλέοι σαλταδόροι, οι κλέφτες της Κατοχής. Στερημένοι και πεινασμένοι, οργανώνονται σε ομάδες, «σαλτάρουν» στα γερμανικά ή ιταλικά καμιόνια κι αρπάζουν ό,τι βρουν στην καρότσα των αυτοκινήτων. Διακινδυνεύουν συχνά τη ζωή τους επιδιδόμενοι σε μια μορφή βίαιης αλλά δικαιότερης ανακατανομής τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Έτσι, πολλοί ρεμπέτες καταγράφουν στους στίχους τους την εξαθλίωση, την ηρωική (σαλταδόροι, αντάρτες) ή αντιηρωική (μαυραγορίτες) συμπεριφορά των συμπατριωτών τους , το μένος και τη σκληρότητα των κατακτητών αλλά και την ελπίδα για την απόκρουση του εχθρού.
Πηγές:
ΚΑΤΟΧΗ, 1941 [ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ] (Αγραμμοφώνητο, γραμμένο στις 4/5/1942)
Κατοχή '41, τα παιδάκια τα καημένα,
τρεμουλιάζουν μες στους δρόμους, νηστικά και τρομαγμένα.
Όλα τους σκελετωμένα, πεινασμένα και πρησμένα,
απ' τα σπίτια τους τα ‘παίρναν και τα στοίβαζαν στα τρένα.
Στο Νταχάου τα πηγαίναν και τα κάνανε σαπούνι
και τα πιάτα τους έπλεναν, όταν τρώγανε οι Ούνοι.
Η δυστυχία των παιδιών και η σκληρότητα των Γερμανών-Ούνων έρχονται σε δραματική αντίθεση μέσα από τους συνταρακτικούς στίχους του τραγουδιού. Ο Μαρινάκης, στην τελευταία του στροφή, αναφέρεται στα Εβραιόπουλα της Ελλάδας, που τα μάζευαν οι Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα έστελναν ομαδικά στους θαλάμους αερίων, κι από κει στους φούρνους για σαπούνι.
ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ [Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1942)
Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα 'γω πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα περνάμε.
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα,
κάνε ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα ‘μεις δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1975, ερμηνευμένο από τους Μήτσο Ευσταθίου & Γιώτα Σύλβα. Μπορείτε να το ακούσετε σε μια πιο αυθεντική εκδοχή
όπου εικονίζονται σκηνές από τον πόλεμο και την κατοχική ζωή αλλά και πραγματικοί σαλταδόροι και ζωντανά από τον Γιώργο Νταλάρα στο http://www.youtube.com/watch?v=gbviRN6U4hM
όπου εικονίζονται σκηνές από τον πόλεμο και την κατοχική ζωή αλλά και πραγματικοί σαλταδόροι και ζωντανά από τον Γιώργο Νταλάρα στο http://www.youtube.com/watch?v=gbviRN6U4hM
ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΗΤΣΑΚΗ]
Ήταν Κατοχή,
κι έπεφτε βροχή,
ήτανε βαθύ σκοτάδι
στη Τρούμπα κάθε βράδυ.
Κι εμείς για ντου πηγαίναμε,
σαλτάραμε και κλέβαμε,
παρέα ήτανε με μας
κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς.
Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή.
Ήμασταν παιδιά,
κι είχαμε καρδιά,
ο Κεφάλας κι ο Μαρίνος
παρέα μας κι εκείνος.
Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα
τον φάγανε για ψίχουλα,
και τον βαρκάρη το Θωμά
που έπαιζε τον μπαγλαμά.
Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή
Ζεϊμπέκικο που πρωτοκυκλοφόρησε το 1976, ερμηνευμένο από τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και συμπεριλαμβάνεται στο LP «ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: "ΤΑ ΣΑΪΝΙΑ"»
ΟΙ ΛΑΔΑΔΕΣ [Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση της Κατοχής)
Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.
Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ' αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.
Αγραμμοφώνητο τότε. Πρώτη εκτέλεση το 1982,ερμηνευμένο από τους Μ. Γενίτσαρη - Χαρούλα Αλεξίου.
ΧΑΪΔΑΡΙ [Μ. ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1943)
Τρέξε μανούλα όσο μπορείς
τρέξε για να με σώσεις,
κι απ' το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ' απελευθερώσεις.
Γιατ' είμαι μελλοθάνατος
και καταδικασμένος,
δεκαεφτάχρονο παιδί
στα σίδερα κλεισμένος.
Απ' την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρη,
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει.
Για δες του Χάρου το σπαθί
μανούλα, πώς το φέρνει,
και τη ζωή του καθενός
μάνα, πώς θα την παίρνει.
ΑΙΩΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ [Β. ΤΣΙΤΣΑΝΗ] (Εμβατήριο του 1944, αγραμμοφώνητο)
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,
Φτάνει, σταθείτε, δειλοί,
ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή
π' ανατέλλει σ' όλους λεύτερη ζωή.
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια,
σκελετωμένα κορμιά,
ζωή καινούρια, τραγούδια, χαρά,
δώσατε, 'σεις, λευτεριά.
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,
στραγγαλισταί του λαού,
καταφρόνια και σκλαβιά, μαστιγώματα, κελιά,
ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά.
Σίδερα, σπάστε κι αφήστε
το αίμα να ξεχυθεί,
λεύτερα τώρα ας τρέχει στη γη
κι όλους ας μας οδηγεί
Με το εμβατήριό του ο Τσιτσάνης αναθεματίζει τις δυο τυραννίες που γνώρισε τότε η Ελλάδα και καλωσόριζε την ελευθερία που -όπως πίστευε- θα ερχόταν. Ο δημιουργός εξομοιώνει τη δικτατορία του Μεταξά, στην οποία αναφέρεται ρητά, με τη Γερμανική Κατοχή, την οποία υπονοεί και χρησιμοποιεί έναν κώδικα σκοταδιού και φωτός, πολύ διαδεδομένο μεταξύ του λαού, με εκφράσεις όπως: «τα σκοτάδια της σκλαβιάς» και «το γλυκοχάραμα της λευτεριάς». Στο τραγούδι τα σκοτάδια, που σημαίνουν τη σκλαβιά, είναι τόσο πηχτά κι αδιαπέραστα, όσο εκείνα του θανάτου και του Άδη, και τόσο αβάσταχτα, που η κάθε μικρότερη μονάδα χρόνου φαίνεται σαν αιώνας στη συνείδηση του καταπιεσμένου Έλληνα. Αφού το σκοτάδι σημαίνει σκλαβιά, το φως σημαίνει ελευθερία: φως της αυγής -ελευθερία που διαδέχεται τη νύχτα της σκλαβιάς.
Το πιο γνωστό τραγούδι που σχετίζεται με την Κατοχή είναι, βέβαια, η "Συννεφιασμένη Κυριακή"... Πλην όμως όντας ένα είδος ανεπίσημου εθνικού ύμνου έχει συνδεθεί πια και με άλλες εποχές και γεγονότα (πληρώνοντας και το ανάλογο αντίτιμο φθοράς, εκ της πολυχρησίας). Ο Τσιτσάνης πάντως το έγραψε μια μέρα που βρήκε κάποιον νεκρό από την πείνα έξω από το σπίτι του. Κατ' άλλους για ένα πιτσιρίκο που ήταν σαλταδόρος και, όταν τον έπιασαν οι Γερμανοί, του κόψανε το χέρι.
Το ακόλουθο τραγούδι θα μπορούσε να περιγράφει τη μάνα του παιδιού που είδαμε πιο πάνω στο τραγούδι του Μάρκου.
Και για το τέλος, ακόμα ένα τραγούδι με πολυκύμαντη ιστορία: Είναι γραμμένο για το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Αντιγράφω την ιστορία του τραγουδιού από την περιγραφή στο "σωλήνα":
Το τραγούδι είναι γραμμένο για τον Άρη Βελουχιώτη. Οι στίχοι του γράφτηκαν από τον Σαλαμίνιο ρεμπέτη Νίκο Μάθεση - Τρελάκια(1907 - 1975) το 1945 και το μελοποίησε(χασαποσέρβικο) αρχικά ο Μανώλης Χιώτης, από τον οποίο γράφτηκε και η τελευταία στροφή. Δεν έγινε όμως ποτέ δίσκος. Ο Μάθεσης μίλησε πρώτη φορά για την ύπαρξη του τραγουδιού το 1974 στον ερευνητή του ρεμπέτικου Κώστα Χατζηδουλή, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί την μελωδία. Ο δε Χιώτης είχε πεθάνει ήδη το 1970. Έτσι οι στίχοι του Μάθεση δόθηκαν στον Μιχάλη Γενίτσαρη όπου και μελοποιήθηκαν ξανά(ζεϊμπέκικο). Το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1980 με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. Ας δούμε τι είπε, με το γνωστό μάγκικο ύφος του, ο ίδιος ο Μάθεσης στον Κ. Χατζηδουλή για το πως έγραψε το τραγούδι :
"Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Αρης Βελουχιώτης το 'γραψα. Είχε 3 τετράστιχα και όχι 4. 0 Αρης,
ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές γι ατην πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. λλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το 'γραψα γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος. Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Αρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και το Γενίτσαρη, να παίξουνε σ' ένα χορό στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του 'δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το "Νεκροπούλι" που είχα εγώ και το έκανε "Κλαψοπούλι". Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. 'μα θες να μάθεις ποιοι είναι μάγκες κοίτα το Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης. Το 'παμε : προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα,βλέπεις, εγώ και σ' αυτό το περιβόλι, είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα 'χα μαζεμένα από τότε. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια, μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά ακουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι, δεν αφήνανε. Γι' αυτό τους έχω μαζέψει πολλά..."
(Κώστα Χατζηδουλή, Ρεμπέτικη ιστορία Νο 1, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα , σελ. 260-261).
Πέρασαν τα χρόνια και ο καιρός, μα οι άνθρωποι που ζήσανε αυτά τα χρόνια, τα κουβαλάνε μέσα τους, όπως λέει και το τραγουδάκι αυτό του Στράτου. (Ένας είναι ο Στράτος...)
και μέσω αυτών κι εμείς! Γιατί...
"Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους."(Διόδια, σελ. 27) Τζένη Μαστοράκη
Υ.Γ. μεταγενέστερο: Ακούστε κι αυτό του Μπαγιαντέρα, το οποίο όπως αποδεικνύει αυτός ο σύνδεσμος(Ντροπή, συνάδελφε...), ακόμα κυνηγημένο είναι...
ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές γι ατην πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. λλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το 'γραψα γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος. Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Αρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και το Γενίτσαρη, να παίξουνε σ' ένα χορό στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του 'δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το "Νεκροπούλι" που είχα εγώ και το έκανε "Κλαψοπούλι". Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. 'μα θες να μάθεις ποιοι είναι μάγκες κοίτα το Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης. Το 'παμε : προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα,βλέπεις, εγώ και σ' αυτό το περιβόλι, είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα 'χα μαζεμένα από τότε. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια, μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά ακουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι, δεν αφήνανε. Γι' αυτό τους έχω μαζέψει πολλά..."
(Κώστα Χατζηδουλή, Ρεμπέτικη ιστορία Νο 1, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα , σελ. 260-261).
Πέρασαν τα χρόνια και ο καιρός, μα οι άνθρωποι που ζήσανε αυτά τα χρόνια, τα κουβαλάνε μέσα τους, όπως λέει και το τραγουδάκι αυτό του Στράτου. (Ένας είναι ο Στράτος...)
και μέσω αυτών κι εμείς! Γιατί...
"Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους."(Διόδια, σελ. 27) Τζένη Μαστοράκη
Υ.Γ. μεταγενέστερο: Ακούστε κι αυτό του Μπαγιαντέρα, το οποίο όπως αποδεικνύει αυτός ο σύνδεσμος(Ντροπή, συνάδελφε...), ακόμα κυνηγημένο είναι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου