Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Της ξενιτιάς. Μέρος 2ο. Αυτοί που μένουν

   Είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση τι γίνεται μ' αυτούς που φεύγουν , τώρα,  πριν μιλήσουμε για αυτούς που επιστρέφουν, είναι η ώρα να μιλήσουμε για αυτούς που μένουν. ...
 Αυτούς που βλέπουνε το πλοίο να "σαλπάρει για λιμάνια ξένα "

  Κι ίσως για αυτούς που μένουν τα πράγματα είναι χειρότερα... γιατί τους σιγοτρώει η άγνοια και η αδράνεια... Και καμιά φορά τους οδηγεί σε περίεργες μεταμορφώσεις. Κάποτε, ας πούμε, ένας άνθρωπός που το παιδί του ξενιτεύτηκε μεταμορφώθηκε σε πλάτανο δίπλα στις γραμμές του τρένου και, όταν παίρνει ανάποδες, γέρνει πάνω στις γραμμές και πιάνει τρένο από το αυτί, για να το εμποδίσει να πάει και άλλους ανθρώπους στην ξενιτιά. Έτσι τουλάχιστο υποστηρίζει ότι γίνεται στην "Κοιλάδα των Τεμπών" ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. (τραγουδάει ο Σωκράτης Μάλαμας.)
Κι ακούστε πως περιγράφει αυτά που αισθάνεται η μάνα αφηγήτρια στο ποίημα του Γεωργίου Βιζυηνού "Παιδί μου ώρα σου, καλή."
Θα μπορούσε να είναι "συνταγή συναισθημάτων επί αποδημίαν προσφιλών". (Φτου, καθαρεύουσα. Επαρασύρθην)
Το δημοτικό τραγούδι που ανθολογείται στο βιβλίο σας- και έχει διασωθεί σε πάμπολλες παραλλαγές, δείγμα της πλατιάς του διάδοσης και εξάπλωσης, είναι διαποτισμένο από αυτήν την πίκρα. . Η αφηγήτρια του ποιήματος - και λέω αφηγήτρια με μια σχετική άνεση και ασφάλεια, καθώς συνήθως οι άντρες ξενιτεύονταν- στην πρώτη στροφή νοιώθει να ακυρώνεται, γιατί λόγω της απόστασης αδυνατεί να προσφέρει οτιδήποτε στο αγαπημένο της πρόσωπο. κι η πίκρα της παίρνει υλική υπόσταση και καίει το μαντήλι (= το απλούστερο πράγμα). Κι ίδια, στην δεύτερη στροφή, δεν αντέχει να βλέπει τους άλλους ανθρώπους να απολαμβάνουν αυτό που η ίδια στερείται. Για αυτό κλείνεται στο σπίτι της, μόνη, με το καημό και την στεναχώρια της.
Από αυτό το δημοτικό τραγούδι εμπνέεται και ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής και ο στιχουργός Γιώργος Αρμένης στο ακόλουθο τραγούδι (τραγουδάει ο Γιώργος Μπαγιώκης). Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για την αφηγήτρια στο δημοτικό τραγούδι "Τζιβαέρι μου", που ίδια ώθησε τον γιο της ξενιτιά. Μια απόφαση λογική,ίσως, λόγω των αντίξοων συνθηκών...
Αλλά αυτό όχι μόνο δεν την καθησυχάζει, αλλά της επιτείνει το πόνο. (Το ακούμε από την Δόμνα Σαμίου)
Για αυτό και είναι βαθιά ριζωμένη στο λαό η αντίληψη ότι ο "ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει". Σε αντίθεση με τον θάνατο, που είναι βαθιά πληγή, μα στιγμιαία τελεσίδικη, ο χωρισμός της ξενιτιάς είναι μια ανοιχτή πληγή που μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σιγολιώνει, αιμάσσουσα και πυορροούσα ... (Ουπς, κι άλλη καθαρεύουσα! Συγνώμη, παρασύρθηκα. Επαρασύρθην μάλλον...)
Έτσι και ο λαϊκός τραγουδιστής που παίρνει το λόγο στο επόμενο δημοτικό, με τίτλο "Χαριτωμένη συντροφιά", δεν μπορεί παρά για την ξενιτιά να τραγουδήσει...
"Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω,
κι εγώ τους λέω δεν μπορώ, τους λέω εγώ δεν ξέρω.
Βαστάξτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν,
με πήραν τα γεράματα κι άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Και τώρα για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους
θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα.
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα.
Παένουν ανύπαντρα παιδιά κι έρχονται γερασμένα.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμονιά ο χάρος,
μα ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζει η μανα απ’ το παιδί, και το παιδί απ’ τη μανα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Στο δρόμο που χωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει
κι αν θα φυτρώσ' κανά κλωνί το λέν' αλησμοχόρτι. "
  Το τραγούδι αυτό χρησιμοποιεί και η Λίλη Ιακωβίδου για να ενισχύσει την ίδια άποψη στο ποίημα της "Το λέει και το τραγούδι" (Μελοποιεί ο Γιάννης Σπανός, τραγουδάει η Αρλέτα)

   Αυτός που μένει είναι σκλάβος της είδησης, περιμένει τον ταχυδρόμο, απελπίζεται, ρωτάει
περαστικούς, γνωστούς, μεγαλοποιεί γεγονότα, φαντάζεται, αμφιβάλλει είναι έκθετος στον οίκτο και στην κακία του κόσμου ...
   Έτσι και η μάνα του Βιζυηνού, η οποία, όπως αφηγείται ο ίδιος στο διήγημα του "Το αμάρτημα της μητρός μου", αγωνιώντας, ρωτούσε παντού για τον ίδιο, που είχε φύγει από το σπίτι , και, παρά το ήπιο του χαρακτήρα της, δεν δίσταζε να καταφέρεται με σφοδρότητα εναντίον όλων εκείνων που της έλεγαν διάφορες ψευδείς πληροφορίες και τον κατηγορούσαν ... Πως, τάχα, τούρκεψε, έκανε λεφτά και την ξέχασε, κακοπαντρεύτηκε, γίνηκε ζητιάνος, πέθανε... Και, αντίθετα, όποιον της έλεγε καλά νέα, τον εύχονταν τις καλύτερες ευχές, τον φίλευε ότι καλύτερο είχε, του 'δινε μέχρι και πολύτιμα αντικείμενα του σπιτιού. Κι όλο απελπιζόταν , μα κι όλο επέμενε και ρωτούσε...
Ενδυόμενος το ρόλο της μάνας, ο Σωτήρης Σκίπης έγραψε το παρακάτω ποίημα (Μουσική Γιάννης Σπανός. τραγουδάει ο Μιχάλης Βιολάρης), θλιβερά προφητικό για τον Βιζυηνό τελικά, μια και ο Βιζυηνός τρελάθηκε, πέθανε στο φρενοκομείο λίγα χρόνια μετά και δεν γύρισε ποτέ στο χωριό του.

Και εκτός από την πίκρα του αποχωρισμού, ζουν και με το φόβο της απώλειας. Ότι το αγαπημένο πρόσωπο θα "ελληνοξεχάσει" και δεν θα γυρίσει ποτέ...
  Όμως ποτέ αυτοί που μένουν δεν σταματούν να ελπίζουν. Η ηρωίδα ενός διηγήματος του
Bλαχογιάννη ή του Παπαντωνίου (Αν τυχόν κάποιος ξέρει τίτλο ή συγγραφέα, ας με διαφωτίσει...)κάθε βράδυ, αφού τελειώσει τις δουλείες της, πηγαίνει στο σταυροδρόμι και περιμένει το ξενιτεμένο της γιο. Και κάθε βράδυ τινάζεται να αγκαλιάσει κάθε διαβάτη που περνάει και πάντα μένει με τα χέρια άδεια. Μέχρι που ένα βράδυ, πολλά χρόνια μετά, επιστρέφει ο γιος της και, αφού καλωσορίζονται, αγκαλιάζονται και φιλιούνται, ρωτάει ο γιος με απορία: "Καλά, ρε μάνα, πώς ήξερες ότι θα έρθω σήμερα?"
Και τώρα, πώς του λες το προφανές?

Ωστόσο, εμείς ήδη έχουμε μπει στο επόμενο θέμα μας... Το νόστιμον ήμαρ... Ήτοι την μέρα της επιστροφής. Το γυρισμό του ξενιτεμένου.

Μέχρι τότε όμως, ας ακούσουμε ένα τραγουδάκι, αφιερωμένο "Σ' αυτούς που μένουν, σ' αυτούς που φεύγουν"

Δεν υπάρχουν σχόλια: