Είναι γνωστό σε όλους ότι τα παιδιά λατρεύουν τα δυο αποσπάσματα από την "Αληθινή ιστορία" του Λουκιανού που ανθολογούνται στα βιβλία των Αρχαίων Ελληνικών των δυο πρώτων τάξεων τους Γυμνασίου και αναφέρονται, κατά σειρά, στους Φελλόποδες και τους Σεληνίτες.
Είναι επίσης γνωστόν ότι ο ανθολόγος του βιβλίου της Γ΄ Γυμνασίου παρέλειψε να ανθολογήσει Λουκιανό, οπότε (αυτό δεν είναι και πάρα πολύ γνωστό, πιθανότατα καθόλου) αναγκάζομαι εγώ - τί να κάνω- να καλύψω την αμέλειά του. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν έχουμε δημιουργήσει την εξής
παράδοση: Με το που τελειώνουμε την ύλη και πριν αρχίσουμε τις επαναλήψεις, δίνω στα παιδιά μεταφρασμένο το απόσπασμα από την "Αληθινή ιστορία" το οποίο περιγράφει την επίσκεψη του Λουκιανού και των συντρόφων του στο Νησί των Ονείρων. Πρόκειται για ένα πολύχρωμο και γουστόζικο κείμενο το οποίο διασκεδάζει πολύ τα παιδιά. Έπειτα τα παιδιά ζωγραφίζουν μια σκηνή από το απόσπασμα που τους έκανε εντύπωση.
"Φτου! Ανταγωνιστές..." |
Φέτος το πήγαμε ένα βήμα παραπέρα. Συγκρίνοντας τα σχετικά κείμενα από την "Αληθινή ιστορία" καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κάθε φορά που ο αφηγητής αναφέρεται σε έναν καινούργιο τρόπο ακολουθεί χαλαρά μια συγκεκριμένη ακολουθία: Περιγράφει στα βασικά τους στοιχεία τον τόπο και τους κατοίκους και παραθέτει κάποιες συνήθειες τους. Πέρα από ζωγραφιές λοιπόν, όσα παιδιά ήθελαν μπορούσαν, μιμούμενοι τον τρόπο του Λουκιανού και χρησιμοποιώντας την φαντασία τους, να γράψουν για τυχόν άλλα μέρη στα οποία πήγαν ο Λουκιανός και η παρέα του και μες τη φούρια του ταξιδιού λησμόνησε να αναφέρει... Πρόκειται, σε περίπτωση που δεν το ξέρετε, για την λεγόμενη "Αληθινότερη Ιστορία".
Ας τη δούμε...
Αφροδίτη
Γιάννης Λ
«ΟΙ ΒΕΡΜΟΥΔΙΟΙ»
Κάπου μακριά στις όχθες του Ατλαντικού και των νησιών βερμούδων κατοικούν άνθρωποι πολύ εξελιγμένοι και συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Εγώ και οι σύντροφοί μου, δίχως να γνωρίζουμε, όλο και πλησιάζαμε στα περίεργα, ανεξήγητα και απρόοπτα μέρη. Ξαφνικά, ο ουρανός σκοτείνιασε και ανάμεσα στα τρία νησιά η θάλασσα άρχισε να υψώνεται και να στροβιλίζει τόσο γρήγορα που το καράβι ναυάγησε και εμείς οι αβοήθητοι κάναμε γύρους πολλούς στην ρουφήχτρα η οποία μας τραβούσε όλο και πιο κάτω. Ζαλιστήκαμε για τα καλά, ώσπου κάποια στιγμή εξαφανιστήκαμε από την επιφάνεια της θάλασσας και βρισκόμασταν αρκετά χιλιόμετρα κάτω από αυτή, χωρίς να βλέπουμε κάπου το καράβι μας. Πατούσαμε αρκετά κοντά στο εσωτερικό της γης για αυτό και αρχίσαμε να ζεσταινόμαστε πολύ. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι αισθανόμασταν περισσότερο. Την στεριά ή την θάλασσα; Περπατήσαμε πολύ σε μια υγρή άμμο με κόκκινες πέτρες, ωσότου ξαφνικά είδαμε μια παράξενη στα χαρακτηριστικά φυλή να τρώει ωμό κρέας.
Πλησιάσαμε. Η περιοχή ήταν πολύ ψυχρή στην αρχή, όμως όταν περάσαμε έναν πελώριο βράχο που ξεχείλιζε λάβα ξαφνικά ήταν τόσο ζεστά που θέλαμε να τα βγάλουμε όλα τα καραβόπανα που φορούσαμε. Πίσω λοιπόν από τον βράχο αντικρίσαμε ανθρώπους να παίζουν πάνω σε ξεραμένη λάβα, μουσικά όργανα που δεν έχει δει κανένα άλλο ανθρώπινο μάτι. Το περίεργο ήταν ότι όλα ήταν τρίγωνα. Τα σύνορα της υποθαλάσσιας αυτής πόλης ήταν σε σχήμα τριγώνου. Τα μάτια τους ήταν τρίγωνα και για μαλλιά κλωστές από βερμούδες. Ήταν όλοι πολύ κοντά όντα μα πολύ επιθετικός λαός. Για αυτό και όταν τους ζητήσαμε βοήθεια, μας έβαλαν σε μία πελώρια τρίγωνη βερμούδα η οποία ήταν φτιαγμένη από νερό και λάβα, και μας μετέφεραν στον βασιλιά τους. Ο βασιλιάς ήταν το πιο μικροσκοπικό ον της φυλής μα ταυτόχρονα και το πιο ιερό. Αν δεν έπεφτες στα γόνατα να τον χαιρετήσεις με το που τον έβλεπες, τότε εκείνος σου έπαιρνε την βερμουδική υπηκοότητα και σε τιμωρούσε με σκληρά βασανιστήρια σε εξορία στα νησιά Βερμούδα. Παρόλα αυτά, εμείς του προσφέραμε ό,τι είχαμε και εκείνος μας συμπάθησε προσφέροντας μας φροντίδα και φαγητό. Το φαγητό ήταν δύσοσμο, μα δεν είχαμε άλλη επιλογή, διότι θα θεωρούνταν ντροπή και θα υπήρχε τιμωρία. Ήταν νεκρά δάχτυλα ανθρώπων τωνπου πέθαιναν κάθε χρόνο στο Τρίγωνο των Βερμούδων. Αν σήκωνες το κεφάλι σου, θα έβλεπες από χιλιόμετρα μακριά τρία νησιά και μια γραμμή που τα ένωνε σχηματίζοντας ένα τρίγωνο. Μια ρουφήχτρα φαινόταν στην μέση κάθε φορά που ο βασιλιάς έπιανε το ολόχρυσο βραχιόλι του που είχε ένα τρίγωνο διαμάντι επάνω του. Καθώς δειπνούσαμε παρατηρούσαμε πως οι Βερμούδιοι είχαν μικρά πτερύγια πάνω τους κάτι που τους έκανε γρήγορους κολυμβητές. Επίσης, όσο πιο ψηλός ήταν ένας Βερμούδιος, τόσο πιο μικρός ηλικιακά ήταν, ενώ οι μικροσκοπικοί ήταν οι παππούδες που ζουν 300 χρόνια. Υπήρχαν πολλά σαρκοφάγα περίεργα φυτά που σιγά σιγά εξαφανίζονταν. Ο βασιλιάς μάς είπε ότι όσο οι άνθρωποι καταστρέφουν τον πλανήτη τόσο περισσότεροι θα πεθαίνουν στο τρίγωνο και θα τρέφονται εκείνοι. Καθίσαμε δύο ημερονύχτια και κοιμόμασταν στην θερμή λάβα και την τρίτη ημέρα μας έδωσαν γοργό καράβι και βγήκαμε στην επιφάνεια της θάλασσας.
Δημήτρης Χ.
Καθώς βγήκαμε ξανά στον ανοιχτό ωκεανό, ξεπρόβαλε με απίστευτη ταχύτητα ένα σύννεφο που έφερνε καταιγίδα. Ξαφνικά ο αέρας έγινε κρύος και ο τόπος μαύρισε . Έβρεχε ασταμάτητα και τα κύματα παρέσερναν το πλοίο σαν καρυδότσουφλο. Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα καθώς το πηδάλιο έσπασε.
Η καταιγίδα διήρκησε πολλές μέρες και νύχτες. Πολλοί ναύτες πνίγηκαν και το πλήρωμα είχε ελαττωθεί πολύ. Μέσα στη φουρτούνα πέσαμε μέσα σε έναν υδροστρόβιλο όπου μας βύθισε στη θάλασσα. Εκεί μας έπιασε ένα τεράστιο χταπόδι εμένα και τους συντρόφους μου και μας οδήγησε σε μια υπόγεια σπηλιά. Εκεί υπήρχε μια πόλη που ήταν άγνωστη σε εμάς τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης ήταν άνθρωποι με λέπια και από τη μέση και κάτω είχαν ουρά ψαριού. Την πόλη την είχαν ονομάσει ΝΕΑ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ. Τα κτήρια ήταν φτιαγμένα ή από τεράστια κοχύλια ή από βότσαλα. Έτρωγαν φύκια και άλλα αγαθά που τους πρόσφερε η θάλασσα. Ο θεός τους ήταν ο Ποσειδώνας και είχαν και έναν τεράστιο ναό αφιερωμένο σε αυτόν. Η πόλη ήταν προστατευμένη με τείχη από μεγάλα βράχια. Μας είπαν οι κάτοικοι ότι είχαν συχνά επιθέσεις από καρχαρίες ή ακόμα και πειρατές της θάλασσας που έκαναν επιδρομές. Ο βασιλιάς τους λεγόταν Τόνος και ζούσε στο ανάκτορο της πόλης. Μας αφηγήθηκαν την ιστορία τους, ότι ήταν επιζώντες της Ατλαντίδας και ότι δημιούργησαν μια καινούργια πόλη κάτω από το νερό. Όταν διαλύθηκε η Ατλαντίδα αυτοί έμειναν στο νερό. Πέρασε καιρός και σιγά σιγά άρχισαν να προσαρμόζονται στο νερό όπως να αναπνέουν και να κολυμπάνε.
Κάτσαμε και ξεκουραστήκαμε πολλές μέρες στη ΝΕΑ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ . Μας έφτιαξαν ένα πλοίο για να γυρίσουμε πίσω. Και άμα κάποιος πιστεύει ότι τα λεγόμενά μου δεν είναι αληθινά τότε ας ψάξει να τη βρει και να με πιστέψει.
«ΟΙ ΒΕΡΜΟΥΔΙΟΙ»
Κάπου μακριά στις όχθες του Ατλαντικού και των νησιών βερμούδων κατοικούν άνθρωποι πολύ εξελιγμένοι και συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Εγώ και οι σύντροφοί μου, δίχως να γνωρίζουμε, όλο και πλησιάζαμε στα περίεργα, ανεξήγητα και απρόοπτα μέρη. Ξαφνικά, ο ουρανός σκοτείνιασε και ανάμεσα στα τρία νησιά η θάλασσα άρχισε να υψώνεται και να στροβιλίζει τόσο γρήγορα που το καράβι ναυάγησε και εμείς οι αβοήθητοι κάναμε γύρους πολλούς στην ρουφήχτρα η οποία μας τραβούσε όλο και πιο κάτω. Ζαλιστήκαμε για τα καλά, ώσπου κάποια στιγμή εξαφανιστήκαμε από την επιφάνεια της θάλασσας και βρισκόμασταν αρκετά χιλιόμετρα κάτω από αυτή, χωρίς να βλέπουμε κάπου το καράβι μας. Πατούσαμε αρκετά κοντά στο εσωτερικό της γης για αυτό και αρχίσαμε να ζεσταινόμαστε πολύ. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι αισθανόμασταν περισσότερο. Την στεριά ή την θάλασσα; Περπατήσαμε πολύ σε μια υγρή άμμο με κόκκινες πέτρες, ωσότου ξαφνικά είδαμε μια παράξενη στα χαρακτηριστικά φυλή να τρώει ωμό κρέας.
Πλησιάσαμε. Η περιοχή ήταν πολύ ψυχρή στην αρχή, όμως όταν περάσαμε έναν πελώριο βράχο που ξεχείλιζε λάβα ξαφνικά ήταν τόσο ζεστά που θέλαμε να τα βγάλουμε όλα τα καραβόπανα που φορούσαμε. Πίσω λοιπόν από τον βράχο αντικρίσαμε ανθρώπους να παίζουν πάνω σε ξεραμένη λάβα, μουσικά όργανα που δεν έχει δει κανένα άλλο ανθρώπινο μάτι. Το περίεργο ήταν ότι όλα ήταν τρίγωνα. Τα σύνορα της υποθαλάσσιας αυτής πόλης ήταν σε σχήμα τριγώνου. Τα μάτια τους ήταν τρίγωνα και για μαλλιά κλωστές από βερμούδες. Ήταν όλοι πολύ κοντά όντα μα πολύ επιθετικός λαός. Για αυτό και όταν τους ζητήσαμε βοήθεια, μας έβαλαν σε μία πελώρια τρίγωνη βερμούδα η οποία ήταν φτιαγμένη από νερό και λάβα, και μας μετέφεραν στον βασιλιά τους. Ο βασιλιάς ήταν το πιο μικροσκοπικό ον της φυλής μα ταυτόχρονα και το πιο ιερό. Αν δεν έπεφτες στα γόνατα να τον χαιρετήσεις με το που τον έβλεπες, τότε εκείνος σου έπαιρνε την βερμουδική υπηκοότητα και σε τιμωρούσε με σκληρά βασανιστήρια σε εξορία στα νησιά Βερμούδα. Παρόλα αυτά, εμείς του προσφέραμε ό,τι είχαμε και εκείνος μας συμπάθησε προσφέροντας μας φροντίδα και φαγητό. Το φαγητό ήταν δύσοσμο, μα δεν είχαμε άλλη επιλογή, διότι θα θεωρούνταν ντροπή και θα υπήρχε τιμωρία. Ήταν νεκρά δάχτυλα ανθρώπων τωνπου πέθαιναν κάθε χρόνο στο Τρίγωνο των Βερμούδων. Αν σήκωνες το κεφάλι σου, θα έβλεπες από χιλιόμετρα μακριά τρία νησιά και μια γραμμή που τα ένωνε σχηματίζοντας ένα τρίγωνο. Μια ρουφήχτρα φαινόταν στην μέση κάθε φορά που ο βασιλιάς έπιανε το ολόχρυσο βραχιόλι του που είχε ένα τρίγωνο διαμάντι επάνω του. Καθώς δειπνούσαμε παρατηρούσαμε πως οι Βερμούδιοι είχαν μικρά πτερύγια πάνω τους κάτι που τους έκανε γρήγορους κολυμβητές. Επίσης, όσο πιο ψηλός ήταν ένας Βερμούδιος, τόσο πιο μικρός ηλικιακά ήταν, ενώ οι μικροσκοπικοί ήταν οι παππούδες που ζουν 300 χρόνια. Υπήρχαν πολλά σαρκοφάγα περίεργα φυτά που σιγά σιγά εξαφανίζονταν. Ο βασιλιάς μάς είπε ότι όσο οι άνθρωποι καταστρέφουν τον πλανήτη τόσο περισσότεροι θα πεθαίνουν στο τρίγωνο και θα τρέφονται εκείνοι. Καθίσαμε δύο ημερονύχτια και κοιμόμασταν στην θερμή λάβα και την τρίτη ημέρα μας έδωσαν γοργό καράβι και βγήκαμε στην επιφάνεια της θάλασσας.
Καθώς βγήκαμε ξανά στον ανοιχτό ωκεανό, ξεπρόβαλε με απίστευτη ταχύτητα ένα σύννεφο που έφερνε καταιγίδα. Ξαφνικά ο αέρας έγινε κρύος και ο τόπος μαύρισε . Έβρεχε ασταμάτητα και τα κύματα παρέσερναν το πλοίο σαν καρυδότσουφλο. Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα καθώς το πηδάλιο έσπασε.
Η καταιγίδα διήρκησε πολλές μέρες και νύχτες. Πολλοί ναύτες πνίγηκαν και το πλήρωμα είχε ελαττωθεί πολύ. Μέσα στη φουρτούνα πέσαμε μέσα σε έναν υδροστρόβιλο όπου μας βύθισε στη θάλασσα. Εκεί μας έπιασε ένα τεράστιο χταπόδι εμένα και τους συντρόφους μου και μας οδήγησε σε μια υπόγεια σπηλιά. Εκεί υπήρχε μια πόλη που ήταν άγνωστη σε εμάς τους ανθρώπους. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης ήταν άνθρωποι με λέπια και από τη μέση και κάτω είχαν ουρά ψαριού. Την πόλη την είχαν ονομάσει ΝΕΑ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ. Τα κτήρια ήταν φτιαγμένα ή από τεράστια κοχύλια ή από βότσαλα. Έτρωγαν φύκια και άλλα αγαθά που τους πρόσφερε η θάλασσα. Ο θεός τους ήταν ο Ποσειδώνας και είχαν και έναν τεράστιο ναό αφιερωμένο σε αυτόν. Η πόλη ήταν προστατευμένη με τείχη από μεγάλα βράχια. Μας είπαν οι κάτοικοι ότι είχαν συχνά επιθέσεις από καρχαρίες ή ακόμα και πειρατές της θάλασσας που έκαναν επιδρομές. Ο βασιλιάς τους λεγόταν Τόνος και ζούσε στο ανάκτορο της πόλης. Μας αφηγήθηκαν την ιστορία τους, ότι ήταν επιζώντες της Ατλαντίδας και ότι δημιούργησαν μια καινούργια πόλη κάτω από το νερό. Όταν διαλύθηκε η Ατλαντίδα αυτοί έμειναν στο νερό. Πέρασε καιρός και σιγά σιγά άρχισαν να προσαρμόζονται στο νερό όπως να αναπνέουν και να κολυμπάνε.
Κάτσαμε και ξεκουραστήκαμε πολλές μέρες στη ΝΕΑ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ . Μας έφτιαξαν ένα πλοίο για να γυρίσουμε πίσω. Και άμα κάποιος πιστεύει ότι τα λεγόμενά μου δεν είναι αληθινά τότε ας ψάξει να τη βρει και να με πιστέψει.
Ο Λουκιανός και οι σύντροφοι του στον Κάτω Κόσμο
Το επόμενο ταξίδι μας ήταν στο Κάτω Κόσμο. Πήραμε μια βαρκούλα που διέσχισε τον ποταμό Αχέροντα και την οδηγούσε ο Χάροντας που χρέωνε έναν οβολό για το πέρασμα. Εκεί φρουρούσε ένα σκυλάκι με τρία κεφάλια, ο Κέρβερος που έκανε χαρές με το που μας είδε εκεί. ‘Έπειτα είδαμε και τον Αγαμέμνονα που είπε ότι ευγνωμονεί την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο που τον δολοφόνησαν γιατί η ζωή του στον Κάτω Κόσμο ήταν ομορφότερη και πιο ενδιαφέρουσα. Προχωρώντας βρήκαμε τον Οδυσσέα που είχε γίνει ζευγάρι με την Κλυταιμνήστρα, που την είχε σκοτώσει ο γιος της, ο Ορέστης. Εντύπωση μας έκανε και το γεγονός ότι οι πύλες του Άδη ήταν ανοιχτές για το κοινό , με συγκεκριμένο ωράριο. Έρχονταν λοιπόν διάφοροι άνθρωποι και έβλεπαν ελεύθερα τους συγγενείς και τους γνωστούς τους. Γενικά ήταν ένας ευχάριστος τόπος με φιλόξενους οικοδεσπότες, με τον Χάροντα, τον Κέρβερο, και τον ίδιο τον Άδη. Ό,τι σας λέω είναι αλήθεια και σας προτείνω να κάνετε και εσείς αυτό το ταξίδι. Η φιλοξενία του Κάτω Κόσμου θα σας εκπλήξει ευχάριστα!
Συνεχίζοντας από το νησί της Ωγυγίας, όπου μας φιλοξένησε η Καλυψώ, κατευθυνθήκαμε προς το νησί των σύννεφων και βασίλειο του θεού Κόρακα. Για να φτάσουμε εκεί κάναμε μία στάση στο Βασίλειο των Γλάρων από όπου μας μετέφερε ένας γλάρος μέχρι τον τελικό μας προορισμό.
Η εικόνα ήταν εκθαμβωτική! Πλησιάζοντας διέκρινε κάνεις την πύλη της πόλης, η οποία αποτελούνταν από μαργαριτάρια και υψωνόταν ως τα άστρα. Η πόλη ήταν πλημμυρισμένη στους ανθρώπους, γεμάτη ζωή! Η αλήθεια βέβαια είναι πως δεν θα αποκαλούσε κανείς τα πλάσματα που ζούσαν εκεί εντελώς άνθρωποι, καθώς ήταν μισοί πουλιά. Είχαν αραιά πούπουλα σε σκόρπια σημεία στο σώμα τους, κυρίως τα χέρια, στο πρόσωπο και στην κοιλιά, καθώς και όλοι τους είχαν διαπεραστικά μάτια.
Πέρα από τους ξεχωριστούς κατοίκους της, η πόλη ξεχώριζε από μόνη της. Τα κτίσματα φτιαγμένα από άσπρο χαλαζία, σκορπούσαν στον χώρο με γενναιοδωρία τις ακτίνες του ήλιου. Η βλάστηση που κυριαρχούσε ήταν γιασεμιά και κρίνα, γεμίζοντας τον χώρο με μια μεθυστική ευωδιά που σε συνδυασμό με τους δρόμους από σύννεφα σε έκαναν να νιώθεις πως αιωρείσαι. Από πίσω υψωνόταν η κατοικία του θεού Κόρακα, ένα κάστρο φτιαγμένο από μάρμαρο, με σκαλιστές και, σε αρκετά σημεία, χρυσές λεπτομέρειες. Δεν μας έκανε εντύπωση που το κάστρο ήταν τόσο λαμπερό, εξάλλου αυτό αρέσει στα κοράκια: λαμπερά πράγματα - άλλες φορές με μικρή και άλλες φορές με μεγάλη αξία.
Μας ζητήθηκε να παρουσιαστούμε στον Θεό Κόρακα. Συνεχίσαμε την διαδρομή μας και σύντομα
βρεθήκαμε στο παλάτι, σε μια μεγάλη αίθουσα: την αίθουσα του θρόνου. Το εσωτερικό ήταν μαγευτικό! Το πάτωμα από μάρμαρο και το ταβάνι ζωγραφισμένο με άλλες θεότητες, νύμφες. Είχε μεγάλα παράθυρα και κουρτίνες από μακριά κρόσσια περασμένα στα οποία ήταν μαργαριτάρια και διαμάντια. Σύντομα ενημερωθήκαμε πως ο θεός Κόρακας απουσίαζε σε ένα ταξίδι και αντί για αυτόν θα μας καλωσόριζε η κόρη του, Ίριδα. Όντως, σύντομα άνοιξε η δίφυλλη πόρτα της αίθουσας και μπήκε μέσα η θεότητα. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, πλεγμένα σε δύο πλεξούδες, οι οποίες ήταν στολισμένες με χρυσά κοσμήματα. Είχε μεγάλα μαύρα φτερά και στο κεφάλι φορούσε χρυσό στέμμα με ένα πολύτιμο διαμάντι στη μέση. Το ανάστημά της ήταν λιτό, παρά το χαμόγελο στα χείλη της.
Της προσφέραμε το δώρο που μας είχε δώσει η Καλυψώ ειδικά για αυτή την περίσταση: ένα μουσικό κουτί, άσπρο, με ζωγραφισμένα λουλούδια απ’ έξω και με χρυσές λεπτομέρειες γύρω γύρω. Είχε μία ξεχωριστή ιδιότητα, έπαιζε ένα τραγούδι αντιπροσωπευτικό της ψυχής του ατόμου που το κούρδιζε. Το κούρδισε λοιπόν η Ίριδα και βγήκε μια μελωδία ταραχτική αλλά ήρεμη, σαν μία καταιγίδα με ήλιο. Η θεότητα δέχτηκε το δώρο μας και μας φιλοξένησε τρία βράδια.
Είχαμε την τιμή να τρώμε στη βασιλική τραπεζαρία, εξερευνώντας τις λιχουδιές του τόπου. Τα καλύτερα φαγητά τους περιείχαν έντομα και σκουλήκια, τα οποία όσο αηδιαστικά και αν ακούγονταν, το κρέας τους αποδείχτηκε πολύ ζουμερό και νόστιμο. Επίσης είχαν ένα ξεχωριστό ποτό . το εσωτερικό σύννεφων που δεν έχουν βρέξει ακόμα. Η γεύση ήταν σαν μία μίξη πικρόγαλου με μέλι και λίγη βανίλια.
Το πρωί της τέταρτης ημέρας μας περίμενε ένας γλάρος για να μας μεταφέρει πίσω στο νησί του, κι από εκεί θα πηγαίναμε πάλι στο πλοίο μας. Χαιρετήσαμε την Ίριδα και ύστερα αποχωρήσαμε.
Η εικόνα ήταν εκθαμβωτική! Πλησιάζοντας διέκρινε κάνεις την πύλη της πόλης, η οποία αποτελούνταν από μαργαριτάρια και υψωνόταν ως τα άστρα. Η πόλη ήταν πλημμυρισμένη στους ανθρώπους, γεμάτη ζωή! Η αλήθεια βέβαια είναι πως δεν θα αποκαλούσε κανείς τα πλάσματα που ζούσαν εκεί εντελώς άνθρωποι, καθώς ήταν μισοί πουλιά. Είχαν αραιά πούπουλα σε σκόρπια σημεία στο σώμα τους, κυρίως τα χέρια, στο πρόσωπο και στην κοιλιά, καθώς και όλοι τους είχαν διαπεραστικά μάτια.
Πέρα από τους ξεχωριστούς κατοίκους της, η πόλη ξεχώριζε από μόνη της. Τα κτίσματα φτιαγμένα από άσπρο χαλαζία, σκορπούσαν στον χώρο με γενναιοδωρία τις ακτίνες του ήλιου. Η βλάστηση που κυριαρχούσε ήταν γιασεμιά και κρίνα, γεμίζοντας τον χώρο με μια μεθυστική ευωδιά που σε συνδυασμό με τους δρόμους από σύννεφα σε έκαναν να νιώθεις πως αιωρείσαι. Από πίσω υψωνόταν η κατοικία του θεού Κόρακα, ένα κάστρο φτιαγμένο από μάρμαρο, με σκαλιστές και, σε αρκετά σημεία, χρυσές λεπτομέρειες. Δεν μας έκανε εντύπωση που το κάστρο ήταν τόσο λαμπερό, εξάλλου αυτό αρέσει στα κοράκια: λαμπερά πράγματα - άλλες φορές με μικρή και άλλες φορές με μεγάλη αξία.
Μας ζητήθηκε να παρουσιαστούμε στον Θεό Κόρακα. Συνεχίσαμε την διαδρομή μας και σύντομα
Η Ίριδα όπως την απεικόνισε η Βένια |
Της προσφέραμε το δώρο που μας είχε δώσει η Καλυψώ ειδικά για αυτή την περίσταση: ένα μουσικό κουτί, άσπρο, με ζωγραφισμένα λουλούδια απ’ έξω και με χρυσές λεπτομέρειες γύρω γύρω. Είχε μία ξεχωριστή ιδιότητα, έπαιζε ένα τραγούδι αντιπροσωπευτικό της ψυχής του ατόμου που το κούρδιζε. Το κούρδισε λοιπόν η Ίριδα και βγήκε μια μελωδία ταραχτική αλλά ήρεμη, σαν μία καταιγίδα με ήλιο. Η θεότητα δέχτηκε το δώρο μας και μας φιλοξένησε τρία βράδια.
Είχαμε την τιμή να τρώμε στη βασιλική τραπεζαρία, εξερευνώντας τις λιχουδιές του τόπου. Τα καλύτερα φαγητά τους περιείχαν έντομα και σκουλήκια, τα οποία όσο αηδιαστικά και αν ακούγονταν, το κρέας τους αποδείχτηκε πολύ ζουμερό και νόστιμο. Επίσης είχαν ένα ξεχωριστό ποτό . το εσωτερικό σύννεφων που δεν έχουν βρέξει ακόμα. Η γεύση ήταν σαν μία μίξη πικρόγαλου με μέλι και λίγη βανίλια.
Το πρωί της τέταρτης ημέρας μας περίμενε ένας γλάρος για να μας μεταφέρει πίσω στο νησί του, κι από εκεί θα πηγαίναμε πάλι στο πλοίο μας. Χαιρετήσαμε την Ίριδα και ύστερα αποχωρήσαμε.
Υ.Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου