Το απόσπασμα από "Τα ψάθινα καπέλα", το οποίο εγώ αυθαίρετα ονόμασα "Η Καταιγίδα"και περιλαμβάνεται στο παλιό βιβλίο Λογοτεχνίας Γενικής Παιδείας της Γ΄ Λυκείου, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ρέουσας γραφής της Μαργαρίτας Λυμπεράκη και στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο είναι και το πιο γνωστό της, αλλά και γενικά.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1947 και εντάσσεται στα πλαίσια μιας επί μέρους τάσης συγγραφέων της μεταπολεμικής πεζογραφίας να καταφεύγουν σε μια μυθιστορία εσωτερικού χώρου ως μέσο διαφυγής από την δύσκολη ιστορική πραγματικότητα. Το έργο αναφέρεται σε τρία καλοκαίρια τριών αδερφών, της Μαρίας, της Ινφάντας και της Κατερίνας. Αφηγήτρια είναι η Κατερίνα, η μικρότερη αδερφή, η οποία αναπολεί την εποχή της εφηβείας της από ένα απροσδιόριστο μεταγενέστερο αφηγηματικό τώρα. Στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται η νεότητα και η εφηβεία κάτω από ένα λαμπρό, ειδυλλιακό φως και παρακολουθούμε πώς μέσα από τις εμπειρίες τους τα κορίτσια, και ειδικά η Κατερίνα, οδηγούνται προς την ωρίμανση και την ενηλικίωση. Είναι δηλαδή ταυτόχρονα και εφηβικό μυθιστόρημα αλλά και ιστορία ενηλικίωσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ιστολόγιο ασχολείται με το συγκεκριμένο έργο.
Η παρουσίασή του έχει δημοσιευτεί εδώ: "Τα ψαθινα καπέλα"
Ένα άλλο απόσπασμα στο οποίο περιγράφεται μια εκδρομή στη θάλασσα των τριών αδερφών με τον πατέρα τους βρίσκεται εδώ: "Κυριακές στη θάλασσα"
Το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος και ο επίλογος καθώς και ένα γενικό πλάνο των σχέσεων μεταξύ των προσώπων υπό το πρίσμα των έμφυλων στερεότυπων βρίσκεται εδώ: "Εγώ θα ξεκινήσω για το γύρο του κόσμου".
Η παρουσίασή του έχει δημοσιευτεί εδώ: "Τα ψαθινα καπέλα"
Ένα άλλο απόσπασμα στο οποίο περιγράφεται μια εκδρομή στη θάλασσα των τριών αδερφών με τον πατέρα τους βρίσκεται εδώ: "Κυριακές στη θάλασσα"
Το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος και ο επίλογος καθώς και ένα γενικό πλάνο των σχέσεων μεταξύ των προσώπων υπό το πρίσμα των έμφυλων στερεότυπων βρίσκεται εδώ: "Εγώ θα ξεκινήσω για το γύρο του κόσμου".
Με το συγκεκριμένο απόσπασμα ασχοληθήκαμε με την Β΄ Λυκείου του Σχολικού Έτους 2019-20 στα πλαίσια της συνεξέτασης μιας δέσμης κειμένων με θέμα την εφηβεία, λίγο πριν ην πρώτη πρώτη καραντίνα. Βρισκόμαστε στο τέλος του πρώτου καλοκαιριού και περιγράφεται η αναμονή και το ξέσπασμα μιας ξαφνικής καλοκαιρινής καταιγίδας με τέτοιον τρόπο που καθίσταται σύμβολο της ταραγμένης εφηβικής ψυχής της Κατερίνας και ταυτόχρονα καθρέφτης της ψυχολογικής κατάστασης των υπολοίπων προσώπων, καθώς η αντίδρασή τους στην αλλαγή του καιρού είναι ενδεικτική του χαρακτήρα τους. Η καταιγίδα παρουσιάζεται από την οπτική γωνίας της Κατερίνας, η οποία όπως είπαμε, είναι η βασική ηρωίδα αλλά και η αφηγήτρια της ιστορίας, στοιχείο που εντείνει τον εξομολογητικό τόνο του αποσπάσματος το οποίο προσιδιάζει με ημερολογιακή καταχώρηση, σε χρόνο ενεστώτα - που, όπως ξαναείπαμε, αποκαλύπτεται στον επίλογο του μυθιστορήματος ότι είναι δραματικός- ο οποίος, με τη σειρά του προσδίδει ζωντάνια και παραστατικότητα.
Μολονότι το απόσπασμα έχει νοηματική αυτοτέλεια, θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε δυο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα περιγράφεται πώς όλοι, φύση και άνθρωποι, περιμένουν τη βροχή με κομμένη ανάσα,στοιχείο που τονίζουν ο μικροπερίοδος, κοφτός λόγος και η συχνή χρήση του ασύνδετου σχήματος. Η αρχή γίνεται με τη περιγραφή της φύσης που περιμένει ανυπόμονα τη βροχή. Στο σημείο αυτό υπάρχει και η μοναδική αναδρομή του αποσπάσματος. Η Κατερίνα θυμάται τον νεκρό της σκύλο, τον Μαυρούκο, κάτι που κάνει πολύ συχνά μέσα στο μυθιστόρημα. Αυτές οι συχνές αναφορές φανερώνουν ότι ασφαλώς ο σκύλος είχε (και έχει, γιατί ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει, κι άμα δεν πεθαίνει για κάποιο λόγο το κρατάς ζωντανό) μεγάλη σημασία στην προσωπική μυθολογία της ηρωίδας. Πράγμα που εξηγείται εύκολα. Πρώτα από όλα, γιατί προφανώς και οι άνθρωποι δένονται με τα ζώα τους και βιώνουν έντονα την απώλειά τους. Κι έπειτα, γιατί έλαβε από κείνον την άνευ όρων, ανιδιοτελή, άδολη και ατελείωτη αγάπη που μπορούν να δώσουν οι σκύλοι. Για την οποία διψούσε η Κατερίνα ως παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, με μια μητέρα αποστασιοποιημένη συναισθηματικά και έναν ανώριμο και ουσιαστικά απόντα πατέρα - παιδί. Άρα ο θάνατός του συνιστά μια πολύ μεγαλύτερη απώλεια για την νεαρή κοπέλα, καθιστάμενος εν τέλει ένα είδος ενηλικίωσης, εφόσον την φέρνει αντιμέτωπη με το μυστήριο του θανάτου και της απώλειας την οποία συνεπάγεται αυτός, απομακρύνοντας την έτσι από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας.
Στην επόμενη παράγραφο τονίζεται, με ομοίως μικροπερίοδο λόγο και σε πρώτο πληθυντικό, η αίσθηση πνιγμού με τον οποίο βιώνουν οι άνθρωποι την αναμονή της καταιγίδας καθώς και το αίσθημα ανακούφισης που τους κατακλύζει μετά τον ερχομό της. Στη συνέχεια, η αφηγήτρια αφήνει τον α' πληθυντικό πρόσωπο και περιγράφει την αντίδραση κάθε προσώπου με τρόπο ψυχογραφικό, που προδίδει δηλαδή το χαρακτήρα του όπως διαγράφεται στο υπόλοιπο μυθιστόρημα, και τα ιδιαίτερα συναισθήματα που του προκαλεί με βάση αυτόν η βροχή. Ο παππούς, η μοναδική αρσενική φιγούρα στην καθημερινότητα της Κατερίνας, σχολιάζει ουδέτερα πόσο ωφέλιμο θα είναι αυτό για δέντρα, φανερώνοντας πόσο απορροφημένος είναι στον εαυτό του και πόσο απομακρυσμένος από τα πράγματα, προσπαθώντας να διαχειριστεί το γεγονός ότι φτάνει στο τέλος της ζωής του, μια αποστασιοποίηση την οποία η Κατερίνα αντιμετωπίζει σε ολόκληρο το έργο με μια απροσδιόριστη ενόχληση. Η συμφωνία της θείας Τερέζας σχετίζεται, όπως χαιρέκακα ίσως παρατηρεί η Κατερίνα η οποία δεν τη συμπαθεί καθόλου, με το γεγονός ότι θα λουστεί με νερό της βροχής το οποίο θεωρεί ότι ωφελεί τα μαλλιά που έχουν αρχίσει να αραιώνουν, κάτι που τη στενοχωρεί, γιατί, όπως αποκαλύπτει με ραφινάτη άλλα αδυσώπητη ειρωνεία η Κατερίνα, αποτελεί το τελευταίο οχυρό της θηλυκότητάς της την οποία απεκδύθηκε οικειοθελώς στα νεανικά της χρόνια, επιλέγοντας με το πείσμα ανόητου παιδιού μια ανέραστη ζωή εξαιτίας μιας ερωτικής σχέσης που ατύχησε.
Η μητέρα δεν μιλάει. Και πίσω από αυτή τη σιωπή και την αιτία της, κρύβονται πολλά. Και για τη μητέρα, και για το πατέρα, και για την Κατερίνα, και για τη σχέση της Κατερίνας με τη μάνα της. Η μητέρα γνώρισε τον πατέρα μια μέρα που έβρεχε. Και η βροχή εκείνης της μέρας της γνωριμίας τους έρχεται σε αντίστιξη με την βροχή στο αφηγηματικό τώρα, γιατί εκείνη η βροχή "τότε" σηματοδότησε ένα "μαζί" που δεν υφίσταται "τώρα". Άρα είναι και λίγο προοικονομία για την αποτυχία της σχέσης τους και ταυτόχρονα υπενθύμιση της απουσίας του πατέρα. Το γεγονός ωστόσο αυτό, ακόμα προξενεί θλίψη στη μητέρα, κι ας μαθαίνουμε αλλού ότι ήταν εκείνη που τελείωσε τη σχέση, επιδίωξε τον χωρισμό καλύτερα. Διότι ο λόγος του χωρισμού δεν ήταν πως δεν αγαπούσε τον πατέρα, αλλά ότι ήθελε μέσω του χωρισμού να τον πιέσει να εγκαταλείψει την ανωριμότητα μικρού παιδιού με την οποία αντιμετωπίζει τα πράγματα και να φερθεί σαν ενήλικας. Το σχέδιο αυτό όμως οπισθοκρότησε, εφόσον παρά τις ελπίδες της ο πατέρας δεν άλλαξε καθόλου όσο κι αν τον περίμενε (και μάλιστα ξαναπαντρεύεται στην διάρκεια του μυθιστορήματος), γεγονός που την έκανε γενικά συναισθηματικά αναλφάβητη. Ο συναισθηματικός αναλφαβητισμός της μητέρας, όπως τον αντιλαμβάνεται, η Κατερίνα, φαίνεται να είναι ο υπαίτιος των τεταμένων σχέσεων μάνας και κόρης και προετοιμάζει για την βελούδινη σύγκρουση τους που ακολουθεί..
Στο τέλος, η Κατερίνα παρουσιάζει την δική της αντίδραση στον ερχομό της βροχής κι από αυτήν φανερώνεται η ανυπότακτη φύση της, απότοκο του χαρακτήρα της και της εφηβικής ηλικίας στην οποία βρίσκεται. Νοιώθει μέσα της να ξεχειλίζει η ζωντάνια και η χαρά της ζωής και η επιθυμία της να γίνει αυτό που ονειρεύεται, αυτό το ασαφές "κάτι" που νοιώθει μέσα της και την γεμίζει ταυτόχρονα χαρά και αγωνία.
Όλα αυτά υπό το άγρυπνο μάτι της μάνας και, ίσως, ΓΙΑ το άγριο μάτι της μάνας της. Η στάση αυτή της Κατερίνας συναντάει την αποδοκιμασία της μητέρας που απαιτεί μια πιο συμβατή με το γεγονός ότι είναι κορίτσι ασχολία, δηλαδή να συμπεριφερθεί όπως "πρέπει" να συμπεριφέρεται ένα "καλό κορίτσι", μια κατάσταση που η σοφότερη Κατερίνα του απροσδιόριστου μεταγενέστερου αφηγηματικού τώρα από το οποίο αφηγείται την ιστορία, περιγράφει εύστοχα στο σύνολο των συναισθηματικών αποχρώσεών της. Η σχέση τους μπορεί να είναι βαθιά συγκρουσιακή, αλλά πλέον η ώριμη Κατερίνα γνωρίζει (και κάνει τις σχετικές νύξεις) ότι πίσω από αυτό κρύβεται μια βαθιά αγάπη την οποία καμία από τις δύο όμως, εγκλωβισμένη καθώς είναι στους παγιοποιημένους κανόνες της σχέσης τους, δεν μπορεί να την εκφράσει. Όλο αυτό κάνει την Κατερίνα να προβοκάρει ασυναίσθητα την μητέρα της ώστε να την αναγκάσει να εκφράσει τα συναισθήματά της, όποια κι αν είναι αυτά, έστω και αρνητικά, ώστε να νοιώσει ότι υπάρχει για αυτήν. Έτσι, πετάγεται έξω να χορέψει στη βροχή, κάνοντας δηλαδή αυτό που θέλει η ίδια το οποίο ταυτόχρονα είναι και το αντίθετο από κείνο που θέλει η μάνα της, πράγμα που δίνει μια τραγικότητα στη σχέση των δύο γυναικών, καθώς είναι δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι "αναγκασμένοι" να αγαπάν ο ένας τον άλλο κι ας μην τον καταλαβαίνουν .
Η ηρωική έξοδος της Κατερίνας δεν είχε την κατάληξη που περίμενε και οδηγεί στην δεύτερη ενότητα του κειμένου. Δεν είναι η μάνα, όπως περιμένει κι ελπίζει η στερημένη από πεφρασμένη αγάπη Κατερίνα, αυτή που βγαίνει να την μαζέψει, αλλά η μεγάλη αδερφή, η Μαρία. Και κείνη, ανομολόγητα πληγωμένη, οραματίζεται με παιδιάστικη αφέλεια πως αρρωσταίνει, ώστε να νοιώσει την φροντίδα και την αγάπη της μητέρας και την συναισθηματική πληρότητα που επιθυμεί διακαώς.
Στη συνέχεια έχουμε την περιγραφή της άλλοτε ήπιας και άλλοτε έντονης σύγκρουσης ανάμεσα στις δυο διαφορετικές έφηβες αδερφές οι οποίες εκπροσωπούν δυο διαφορετικές στάσεις ζωής. Η πρωτότοκη Μαρία είναι η λογική και η συνεπής, εκείνη που έχει μάθει να συμπεριφέρεται ώριμα και να νοιάζεται για τους άλλους και, υποκαθιστώντας την μητέρα, καθώς βγαίνει να μαζέψει την Κατερίνα, και η πράξη της αυτή προοικονομεί την συναισθηματική αυτάρκεια που θα βιώσει στην εξέλιξη της ιστορίας, γενόμενη μέχρι το τρίτο καλοκαίρι μητέρα δυο παιδιών.
Η υστερότοκη Κατερίνα, αντίθετα, είναι παρορμητική, συναισθηματική και ευαίσθητη, πρόθυμη να παλέψει για αυτό που θεωρεί δίκαιο, με δίψα για περιπέτεια και λαχτάρα για έντονη ζωή. Και αυτό προοικονομεί την δική της εξέλιξη στην ιστορία, καθώς στο τέλος θα αρνηθεί τον παραδοσιακό στερεοτυπικό ρόλο της ολοκληρωμένης μέσω του γάμου γυναίκας. Και θα αρνηθεί την πρόταση γάμου που θα της κάνει ο άντρας με τον οποίο είναι ερωτευμένη! (Αλλά την τσαντίζει. Και ο άντρας, και ότι είναι ερωτευμένη, και ότι είναι ερωτευμένη με αυτόν...) Δηλώνει δε ότι θα κάνει το γύρο του κόσμου-αδιάφορο αν το κάνει ή δεν το κάνει.
Η διαφορετική τους αυτή φιλοσοφία συμπυκνώνεται σε δυο φράσεις της Μαρίας και μια φράση της Κατερίνας. Η Μαρία θέλει να ζήσει απλά όπως τα φυτά και τα ζώα γιατί γνωρίζει ότι η καθημερινή ζωή έχει την πιο μεγάλη δύναμη. Επιθυμεί δηλαδή μια απλή καθημερινή ζωή, χωρίς εξάρσεις, φτάνοντας όμως σχεδόν στα όρια του μηδενισμού, όταν χαρακτηρίζει τους ανθρώπους μυρμήγκια. Και μια τέτοια βρίσκει [αν και όχι με την μεστή πληρότητα που περιμένει (κάτι που βέβαια μαθαίνουμε μέσω της Κατερίνας η οποία είναι ως αφηγήτρια the master of the puppets και από τη δική της οπτική γωνία μαθαίνουμε τα πάντα)], θυμίζοντάς μας την ωριμότητα του Οδυσσέα μετά τις περιπέτειες του. Μετά τις περιπέτειές του όμως...
Το μότο της προμηθεϊκών καταβολών Κατερίνας συνοψίζεται στη φράση "Να μην αφήνουμε τον ήλιο να μας καίει το δέρμα και τη βροχή να μας βρέχει". Ζητάει πράγματα εξαιρετικά όπως εύστοχα και οξυδερκώς παρατηρεί η Μαρία. Και με τις δύο σημασίες. Και μη συμβατικά, μη τυπικά, μη κοινά, μη συνηθισμένα αλλά και μεγάλης σημασίας ή αξίας. Είναι η μαχήτρια, η αγωνίστρια, ο άνθρωπος που παλεύει ενάντια σε εκείνο που του ορίζεται ως μοίρα, εκείνος που αναρωτιέται τι βρίσκεται πίσω από την κορφή και πέρα από το ακρωτήριο, που του είναι χαμηλό ταβάνι για το μπόι του ο ουρανός, που λέει και το τραγούδι. Και εξεγείρεται ενάντια στην καθεστηκυία τάξη κάθε λογής.
Μολονότι κατανοώ την Κατερίνα, καθώς θυμάμαι το σοκ που έπαθα όταν έφηβος μια συμμαθήτρια μου μού αποκάλυψε πώς το όνειρο της ζωής της ήταν, αφού σπουδάσει, να γυρίσει στο χωριό της και να ανοίξει ένα φροντιστήριο, την ώρα που ένας από τους λόγους που επιθυμούσα να σπουδάσω ήταν το να φύγω και να μην ξαναγυρίσω ώστε να δω τι υπάρχει πέρα από τον ορίζοντα, μολονότι κατανοώ, λοιπόν την Κατερίνα, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτές οι δυο στάσεις ζωής δεν είναι τόσο αντιθετικές όσο φαίνονται σε μια πρώτη μάτια και στην πραγματικότητα ενηλικίωση είναι ο τρόπος με τον οποίο τις συνθέτει κανείς. (Ή δεν τις συνθέτεις, όπως η Φραγκογιαννού ή η Ιζαμπέλα Μόλναρ, φερ΄ειπείν.)
Η Κατερίνα και η Μαρία της τηλεοπτικής σειράς |
Κλείνοντας δυο ψυχολογικές παρατηρήσεις.
Σε κάποια στιγμή της συζήτησής τους, η Κατερίνα αντιλαμβάνεται τη Μαρία να σοβαρεύει και να παίρνει αμυντική στάση και αναρωτιέται νοερά τι να φοβάται. Στο τέλος του μυθιστορήματος, και μέσα από την επιφοίτηση του ονείρου που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου, καθώς συχνά τα όνειρά μας μάς αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, δίνει την απάντηση στο ερώτημά της. Η Μαρία έσπευσε πολύ νωρίς να διαλέξει και παγιδεύτηκε. Γιατί δεν είναι ότι δεν θα ήθελε και η ίδια να πετάξει μακριά! Είναι ότι πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να πετάξει γιατί δεν είχε δυνατά φτερά. Αλλά βέβαια δεν είναι δυνατό να δοκιμάσεις τα φτερά σου αν δεν προσπαθήσεις να πετάξεις. Και για αυτό, επειδή είναι πεπεισμένη για την αδυναμία της, οργίζεται με την Κατερίνα και δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι μυρμήγκι. Γιατί και η ίδια νοιώθει μυρμήγκι και αυτό που την τρώει είναι που δεν ξέρει αν αυτό που διαλέγει το διαλέγει επειδή είναι αυτό που θέλει στ' αλήθεια ή γιατί είναι απλά αυτό που τολμάει να κάνει.
Τέλος, βλέπουμε την Κατερίνα, αφού φύγει η Μαρία, να έχει μείνει μόνη της και να παρατηρεί αφηρημένα στο καθρέφτη το γυμνό κορμί της. Και μολονότι θα ήταν μια ωραία ερώτηση προς του μαθητές τι βλέπει και τι σκέφτεται την ώρα εκείνη, αν απαντούσαμε στην ερώτηση, επιδερμικά έστω, θα λέγαμε ότι εκείνη την ώρα βλέποντας το γυμνό κορμί της αντιλαμβάνεται ότι μεγαλώνει και με την συνειδητοποίηση αυτή, μεγαλώνει η χαρά και η αγωνία που ανέφερε πριν. Βιώνει δηλαδή αυτό που κάποιος άλλος, ένας ποιητής το είχε περιγράψει σε ένα ποίημα που ξεκινάει με τη φράση "έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη"...
Όσον αφορά το πλέγμα των έμφυλων σχέσεων και ειδικά τη θέση της γυναίκας, ισχύουν λίγο πολύ όσα έχουν ειπωθεί στην ανάρτηση που ανέφερα πιο πάνω και σχετίζεται με το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος. Σε ό,τι έχει να κάνει με το πώς επιδρά σε αυτό η κοινωνική τάξη ας μείνουμε σε εκείνα που έχουν ειπωθεί εδώ. Επιγραμματικά να πούμε μόνο ότι έχουμε να κάνουμε με τα μέλη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας η οποία δεν αντιμετωπίζει προβλήματα βιοπορισμού. Στα πλαίσια αυτά ενυπάρχουν τα έμφυλα στερεότυπα, όπως καταδηλεί (δεν παίζει να το γράψω με ΄"οι") η προτροπή της μητέρας στην Κατερίνα να κάνει "κάτι". Αλλά από την άλλη, η άνεση της Κατερίνας να ονειρεύεται πράγματα αδύνατα για μια γυναίκα τα προηγούμενα χρόνια με μόνη συνέπεια την αποδοκιμασία της μητέρας της, υποδηλώνει την ύπαρξη ενός κλίματος ελευθερίας στα πλαίσια του οποίου κανείς δεν πιέζει τα κορίτσια να ακολουθήσουν ή να μην ακολουθήσουν τον παραδοσιακό στερεοτυπικό ρόλο αλλά αντίθετα τους παρέχεται ο χρόνος και ο χώρος να κάνουν τις επιλογές τους (Με την ελπίδα βέβαια να διαλέξουν το "Σωστό").
Ας δούμε τώρα το ανθολογούμενο απόσπασμα όπως παρουσιάστηκε στην τηλεοπτική σειρά που βασίστηκε στο βιβλίο και πρωτοπροβλήθηκε το 1995.
Ο νεαρός που λέγαμε... |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου