Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ιστορίες καθημερινής τρέλας, μέρος 2ο: "Η φόνισσα " (Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) και "Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ" (Δημήτρη Χατζή)"

   Στην προηγούμενη ανάρτηση αναφερθήκαμε στις ομοιότητες ανάμεσα στα δυο κείμενα, τη "Φόνισσα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το "Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ", και στο πώς τα διαφοροποιεί η επιλογή διαφορετικού τύπου αφηγητή. Τέλος, διαπιστώσαμε ότι τα κοινωνικά πλαίσια σε κάθε κείμενο είναι διαφορετικά για τις γυναίκες και εντάξαμε την Φραγκογιαννού στο δικό της κοινωνικό πλαίσιο. Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε κυρίως στην Ιζαμπέλα Μόλναρ. Να υπενθυμίσω ότι ουσιαστικά πρόκειται για μια ανάρτηση, η οποία χωρίστηκε στα δύο για τεχνικούς λόγους, οπότε θα παρακαλούσα όποιον έφτασε μέχρι εδώ να ξεκινήσει την ανάγνωση από την πρώτη.
 Εν αντιθέσει λοιπόν, με ό,τι συμβαίνει στη "Φόνισσα", η κοινωνία στην οποία ζει η Ιζαμπέλα Μόλναρ δεν είναι εχθρική προς τις γυναίκες. Στην πραγματικότητα, καθώς σκοπός του συγγραφέα
Βίνσεντ Βαν Γκογκ "Έναστρη νύχτα"
είναι να στοχαστεί πάνω στη σχέση της τέχνης και της ζωής, στη σχέση ανθρώπου και καλλιτέχνη, στη σχέση τέχνης και τρέλας κι αρκετά άλλα ακόμα, κάλλιστα θα μπορούσε ο βασικός χαρακτήρας να μην λεγόταν Ιζαμπέλα, αλλά Ισίδωρος π.χ. . Να ήταν δηλαδή άνδρας. Η κοινωνία στην οποία δρα η Μόλναρ (που δεν είναι ελληνική και με βάση το όνομα της ηρωίδας και τη βιογραφία του συγγραφέα θα μπορούσαμε να την τοποθετήσουμε στην κομμουνιστική Ουγγαρία) είναι κοινωνία ανοιχτού τύπου. Φαίνεται ότι οι γυναίκες, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, έχουν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν τις ιδιαίτερες κλίσεις τους και να ασχοληθούν με την τέχνη, όπως κάνει και η Μολνάρ (και δεν κάνει η Ελισσάβετ Μουτζαν ή κάνει με δυσκολίες η Ελένη Αλταμούρα). Παράλληλα και από την αναφορά στην μποέμικη ζωή των καλλιτεχνών, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια ανεκτική γενικά κοινωνία.
     Στο σημείο αυτό, να πούμε ότι φαινομενικά μόνο ισχύει αυτό που εμφανώς ισχύει στην "Φόνισσα". Η Ιζαμπέλα Μολνάρ είναι πρωταγωνίστρια στην ιστορία της αλλά δεν είναι ο μόνος κύριος χαρακτήρας, εφόσον βαρύνουσα είναι και η παρουσία του αφηγητή ως  χαρακτήρα, κι όχι
Γιαννούλης Χαλεπάς: "Η κοιμωμένη"
μόνο γιατί φαίνεται (ή νομίζει/φοβάται ο ίδιος) ότι η αρνητική του κρίση για τα έργα της έγγαμης περιόδου της Μόλναρ  δρα καταλυτικά στη δολοφονική πράξη της Η σκιαγράφηση της προσωπικότητας της Ιζαμπέλας επηρεάζεται με δυο τρόπους από τον αφηγητή. Πρώτα, επειδή αυτό που βλέπουμε από την Μόλναρ είναι το καθρέφτισμά της στα μάτια του. Πράγμα που σημαίνει ότι εστιάζει ως προς την προσωπικότητα της Μόλναρ σε ό,τι σχετίζεται με το θέμα του, τη σχέση ζωής και τέχνης. Κι αφ' ετέρου, διότι φαίνεται ότι αναπαράγει στην οπτική του, όταν τουλάχιστον περιγράφει τη γυναίκα Μόλναρ και όχι τη γλύπτρια, εκείνα τα στερεότυπα της κοινωνίας που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένες γυναικείες συμπεριφορές ως "γυναικουλίστικες", "κατινίστικες" και τα λοιπά... Βέβαια, θα ήταν άτοπο να χαρακτηρίσουμε μισογύνη τον αφηγητή (ή έστω να του προσάψουμε τέτοια κατηγορία), αφού η κριτική του περιορίζεται στη συμπεριφορά της ως γυναίκας, ενώ ο θαυμασμός του για τη γλύπτρια δεν επηρεάζεται αρνητικά από το φύλο της. Στο τέλος, μάλιστα, είναι φανερό, όταν αναφέρει ότι βιαζόταν η Μόλναρ, ότι την καταλαβαίνει καλύτερα και κατά κάποιον τρόπο, αν δεν την δικαιώνει κάπως, την αιτιολογεί...  Και κάλλιστα θα μπορούσε "τώρα που θα φύγει" για το ανεπίστρεπτο, το μεγάλο ταξίδι προς το άγνωστο, τον θάνατο ντε, να την αποχαιρετήσει δίνοντας της " ως φυλαχτό μυρτιά και πικροδάφνη και της Φραγκογιαννούς τα πάθη... "
    Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ιζαμπέλα Μολνάρ είναι τελικά γυναίκα, κι είναι στο κάτω-κάτω
Καμίλ Κλωντέλ: Βάλς
δικαίωμα της να συμπεριφέρεται ως "γυναικούλα" στην ιδιωτική της ζωή, και ένας τέτοιος τύπος γυναικείας συμπεριφοράς δεν είναι ανύπαρκτος σε μια κοινωνία. Και, ως γυναίκα, βρίσκεται αντιμέτωπη κι αυτή, όπως η Φραγκογιαννού, με μια  σειρά αντιθέσεων και βιώνει κι αυτή διάφορες αντιφάσεις... Μόνο που (ακριβώς επειδή στην κοινωνία που ζει μπορεί, ενώ η Φραγκογιαννού  στη δική της κοινωνία όχι) οι δικές της αντιθέσεις είναι διαφορετικές. Και σε σχέση με αυτές τις Φραγκογιαννούς αλλά και μεταξύ τους, στις διάφορες φάσεις της ζωής της. Στα χρόνια της νεότητάς της, είναι μεγαλοφυής καλλιτέχνης και χυδαία γυναίκα. Στα χρόνια του γάμου της, αδέξια καλλιτέχνιδα και ευτυχισμένη σύζυγος. Στα χρόνια του τρελοκομείου, ενώ η τρέλα της βρίσκεται σε έξαρση, η δημιουργικότητά της φτάνει σε κορύφωση. Γιατί, φαίνεται ότι η Ιζαμπέλα -κι ίσως για αυτό "βιαζόταν"- ζούσε πολλές παράλληλες ζωές σε μία, χωρίς να υπονοώ ότι έπασχε από σχιζοειδή διαταραχή.  Απλώς, μάλλον δε βρήκε τρόπο να συνθέσει τις παραμέτρους της προσωπικότητάς της σε όλο.
Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται ότι αναπαράγεται το στερεότυπο του "καταραμένου καλλιτέχνη" που, μέσα από τις ταλαιπωρίες που υφίσταται, καθαγιάζεται και φτάνει στη δημιουργία. Η "μολναρική" ως προς τη ζωή της Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αρνήθηκε να πάρει κάποια χρήματα από τα δικαιώματα των στίχων της (τους οποίους πολύ συχνά τους πουλούσε και κυκλοφορούσαν με το όνομα άλλων, ώστε να εξοικονομήσει  άμεσα χρήματα για χαρτοπαιξία), γιατί φοβόταν ότι "άμα λαδωθεί το αντεράκι" δεν θα μπορεί να γράφει στίχους. Κι ο Παπαδιαμάντης κάποτε αρνήθηκε τον παχυλό για την εποχή μισθό των 150 δραχμών που του δόθηκε για να συνεργαστεί με ένα έντυπο γιατί όπως είπε: "100 δραχμές μου φτάνουν". Για κάθε μια τέτοια περίπτωση όμως υπάρχει κι ένας Τσάρλς Μπουκόφσκι (από τον οποίο είναι δάνειος κι ο τίτλος των αναρτήσεων), του οποίου τα γραπτά της περιόδου κατά την οποία ζούσε "happily ever after" καθόλου δεν υπολείπονται των προηγούμενων της άσωτης ζωής του...
    Θυμάμαι ένα διήγημα του Μπόρχες (αλλά όχι τον τίτλο του) στο οποίο δυο αδέρφια μένανε μαζί κι είχαν αναπτύξει τέτοια σχέση που λειτουργούσαν σαν ένας άνθρωπος. Μέχρι που ο ένας έφερε μαζί του μια γυναίκα να μείνει μαζί τους με την οποία σύναψε σχέση και ο άλλος. Η παρουσία της έδρασε καταλυτικά ανάμεσα στα δυο αδέρφια που άρχισαν να εχθρεύονται μεταξύ τους. Μέχρι που μια μέρα,  χωρίς προηγουμένως να έχουν συνεννοηθεί λεκτικά, ενεργώντας ξανά σαν ένας άνθρωπος την έσφαξαν. Γιατί η γυναίκα αυτή διατάραξε την μεταξύ τους ισορροπία. Αυτή την
Νίκος Εγγονόπουλος: "Η θυσία του ποιητή"
ισορροπία φαίνεται ότι επιδιώκει η Μόλναρ και  δίνεται η  εντύπωση ότι τη βρίσκει στην τέχνη, η οποία και στην περίπτωση αυτή δρα ως "νάρκης του άλγους" δοκιμή, όχι όμως τόσο με τον τρόπο του Ιάσονα Κλεάνδρου (καταπραϋντικά) αλλά με τον τρόπο του ποιητή Φερνάζη (ως μια διαρκής εκκρεμότητα). Η νεαρή και ανύπαντρη γλύπτρια Μόλναρ, παρά την ακατάστατη και χυδαία ζωή της (η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τέτοια γιατί η Μόλναρ, παραδομένη στον καλλιτεχνικό της οίστρο, αδιαφορεί να είναι αλλιώς), κατορθώνει μέσω της τέχνης να αισθανθεί πλήρης ως άνθρωπος. Η ισορροπία αυτή διαταράσσεται από την ευτυχία της έγγαμης ζωής, όχι γιατί κατ' ανάγκη η έγγαμη ζωή και η συντροφικότητα που φαίνεται ότι απολαμβάνει είναι εκ προοιμίου κάτι άσχημο, αλλά γιατί για την Μόλναρ αποδεικνύεται μια παράμετρος που εκτροχιάζει την εξίσωση της ζωής της. Όταν φωνάζει τον αφηγητή για να κρίνει τα καινούριο της έργα,  δε ζητάει να της πει κάτι που δε γνωρίζει, αλλά την επιβεβαίωση αυτού που ήδη ξέρει. Ολοκληρώθηκε ως άνθρωπος, αλλά χρεοκόπησε ως καλλιτέχνης. Και στην ευγενική αλλά εύγλωττη σιωπή του αφηγητή, που αρνείται να καταφύγει σε "κατά συνθήκη ψεύδη" για να μην τη πληγώσει εξαιτίας της εκτίμησης στο έργο της,  βλέπει να καθρεφτίζεται ο σεβασμός για τη γλύπτρια που ήταν κάποτε. Αλλά δεν είναι τώρα. Ο Ρεμπώ, επειδή έχασε την τέχνη στα 20 του, κατέφυγε στον τυχοδιωκτισμό. Η Μόλναρ, επειδή έχασε την τέχνη όντας ευτυχισμένη, σκοτώνει τον άντρα της (του οποίου, να σημειώσω, δεν μαθαίνουμε ποτέ
Ο Δημήτρης Χατζής 
το όνομα) σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξαναβρεί την ισορροπία της, και τον σκοτώνει με το σφυρί -κι αυτό δεν είναι τυχαίο- που χρησιμοποιούσε ως γλύπτρια. Στο τρελάδικο φαίνεται ότι έχει  επιβιώσει η "γυναικούλα". Η γλύπτρια, όμως, είναι κι αυτή εκεί, εν υπνώσει περιμένει με το σφυρί της έτοιμο και παρουσιάζεται σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια και μεγαλοφυΐα, όταν ο γιατρός τής  παραχωρεί έναν χώρο για εργαστήριο. Γεμάτη καταπιεσμένη πείνα για δημιουργία, όπως δηλώνει το ότι δούλευε ταυτόχρονα πολλά προπλάσματα, η οποία συνοδεύεται από την ίδια αδιαφορία για τα καθημερινά, στα οποία η Μόλναρ παρουσιάζεται με την "τυπική" της χυδαιότητα.  Η Μόλναρ φαίνεται να βρίσκει ξανά την ισορροπία της, είναι όμως τόσο εύθραυστη αυτή που ένα τυχαίο συμβάν αρκεί να τη συντρίψει. Η φθινοπωρινή βροχή διαλύει όχι μόνο τα έργα της, αλλά μαζί τους και την ίδια τη  Μόλναρ και την καθιστά τραγικό πρόσωπο (είναι συγκλονιστική η εικόνα της μικροκαμωμένης γυναίκας που προσπαθεί να γλυτώσει τα τεράστια αγάλματα με τα μικρά της χέρια). Όπως παλιά η απελπισία της την ώθησε να σηκώσει το σφυρί της εναντίον του άντρα της, τώρα την ωθεί να καταστρέψει η ίδια ό,τι έχει μείνει, γιατί γνωρίζει ότι αυτά ήταν το κύκνειο άσμα της. Πρόκειται, όμως, για συμβολική αυτοκτονία. Με την καλλιτέχνη νεκρή, ο μαρασμός και ο θάνατός της ως ανθρώπου είναι αναμενόμενος... Και μεγαλόκαρδα, ανάμικτα με μια μικρή δόση ενοχής, την καθαγιάζει ο αφηγητής τοποθετώντας πάνω από τον τάφο της τον σταυροειδή σκελετό του κατεστραμμένου αγάλματος της.     Η σχέση της τρέλας με τη μεγαλοφυϊα και τη δημιουργία είναι ένα θέμα κι όχι μόνο στον τομέα της τέχνης: χαρακτηριστικά να αναφέρω, πέρα από τον αναγκαίο Νίτσε,  μόνο δυο μαθηματικούς, τον πραγματικό Τζον Νας και τον κινηματογραφικό της ταινίας "Proof". Εμείς, όμως, ας περιοριστούμε στην τέχνη. Παράλληλη ζωή με την Ιζαμπέλα Μόλναρ έζησε η Γαλλίδα γλύπτρια Καμίλ Κλωντέλ... Αφού  αφέθηκε στον πυρετό της δημιουργίας, κάηκε στις φλόγες της τρέλας, κατέστρεψε η ίδια κάμποσα έργα της (ίσως θεωρώντας την τέχνη υπεύθυνη, με τον ίδιο τρόπο που η Αλταμούρα, τσακισμένη και μισότρελη από τις δυστυχίες της ζωής της, κατέστρεψε τα έργα της, μολονότι στα χρόνια της νεότητας της κοπίασε για να ικανοποιήσει την ανάγκη της να ασχοληθεί με την ζωγραφική) και πέρασε τριάντα χρόνια της ζωής της έγκλειστη σε φρενοκομείο. Αντίθετα, στον Έλληνα γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά η τέχνη λειτούργησε ως φάρμακο από την τρέλα και τον βοήθησε να βρει την ισορροπία του, όταν, σε μεγάλη ηλικία και μετά το θάνατο της μητέρας του (που του είχε απαγορεύσει να ασχολείται με τη γλυπτική, επειδή όταν εκδηλώθηκαν τα πρώτα σημάδια της ψυχικής του νόσου, θεώρησε την τέχνη υπεύθυνη), του επετράπη να εκδηλώσει ξανά το ταλέντο του. Σε κάποιες περιπτώσεις, πρώτα εμφανίζεται η ψυχική διαταραχή και μετά η καλλιτεχνική ιδιοφυία, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον Βαν Γκόγκ, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τη ζωγραφική από τον γιατρό του, ως ένα μέσο κατευνασμού των ψυχολογικών πιέσεων που αισθανόταν. Λέγεται, μάλιστα, ότι η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του ήταν αποτέλεσμα της πάθησής του. Έτσι αντιλαμβανόταν τον κόσμο... Κι υπάρχουν τέλος, και περιπτώσεις στις οποίες η τέχνη απέτυχε να λειτουργήσει ως εργαλείο εξισορρόπησης. Ο μεγάλος Σιντ Μπάρετ άφησε τους Pink Floyd και αποσύρθηκε μισότρελος στο μεσοαστικό πατρικό του μέχρι τον θάνατο του 30 χρόνια μετά. Ο Ρίτσι Έντουαρντς των Manic Street Preachers  προχώρησε ακόμα παραπέρα... Εξαφανίστηκε μια μέρα στα μέσα της δεκαετίας του '90 κι έκτοτε αγνοείται...  Εννοείται ότι άλλα θέματα που προκύπτουν στο αφήγημα του Χατζή δε θίγονται εδώ. Ήδη η αναφορά στη σχέση τέχνης και τρέλας είναι μια μορφή παρέκβασης.  Για τη σχέση  καλλιτέχνη - ανθρώπου θα περιοριστώ να αναφέρω το ανάλαφρο, και ταυτόχρονα βαθύ, κινηματογραφικό "δοκίμιο" του Γούντι Άλλεν με τίτλο "Bullets over Broadway" (1994).Και να αναφερθώ στον Στέλιο Καζαντζίδη, όσον αφορά την αντίθεση μεταξύ χρεοκοπημένου ανθρώπου και παράλληλα μεγαλοφυή καλλιτέχνη. Για τον Στέλιο, ο οποίος ποτέ δεν εξήγησε στην Καίτη Γκρέυ- η οποία σημειωτέον ακόμα τον περιμένει- γιατί την παράτησε στην εκκλησία και ήταν εκείνος που οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος των στίχων της Παπαγιαννοπούλου (μεταξύ άλλων), χαρακτηριστικό είναι αυτό που αφηγείται η Μοσχολιού. Όταν ήταν δεκαέξι χρονών την άκουσε ο Καζαντζίδης και θέλησε να την πάρει μαζί του στην Αυστραλία, όπου θα έκανε περιοδεία. Πήγε μάλιστα στον πατέρα της, που δίσταζε γιατί ήταν τότε μικρή και άπραγη, και του ορκίστηκε ότι σαν μικρή του αδερφή θα την προσέχει. Στην Αυστραλία τσακώθηκε με τους  διοργανωτές των συναυλιών, πήρε ένα αεροπλάνο και γύρισε στην Ελλάδα, αφήνοντας την Μοσχολιού ολομόναχη εκεί... Ποιος από μας, όμως, όταν ανοίγει το στόμα του και γίνεται Καζαντζίδης δεν βαράει προσοχές;    Επειδή όμως είναι μια ανάρτηση για την Ιζαμπέλα Μόλναρ κι επειδή η Μόλναρ διέτρεξε τα χρόνια της ζωής της κραδαίνοντας ένα σφυρί, θα μου επιτρέψετε να  κλείσω αφιερώνοντάς της αυτό το "hammer song"...

(Δεν της αφιέρωσα το "If i had a hammer" γιατί προφανώς είχε...)

Δεν υπάρχουν σχόλια: