Δείτε αυτό το ποίημα:
Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα,
πέταξαν και χαθήκανε μες στης ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;
-Βάλτε να πιούμε!
Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει·
τροφή των χοίρων έγιναν κι οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
-Βάλτε να πιούμε!
Αδέλφια! κάτω η βάρκα μας στο μόλο μάς προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
στο περιγιάλι το φαιδρό, κι ας γλεντοτραγουδούμε.
-Βάλτε να πιούμε!
Τάχατε κι όποιος δε μεθά, κι όποιος δεν τραγουδήσει,
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά, μια μέρα δεν θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε;
-Βάλτε να πιούμε!
Πες μας, πού πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μου, πού πάει ο άνεμος, πού πάει η φωτιά σαν σβήνει!
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.
-Βάλτε να πιούμε!
Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα·
καπνοί είναι τα μελλούμενα, κι αφρός τα περασμένα·
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.
-Βάλτε να πιούμε!
Άκουσε! δε βιαζόμαστε να φύγουμε, βαρκάρη!
Μα σαν είν’ ώρα γνέψε μας· δε σου ζητούμε χάρη!
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε, κι αν θέλεις, σε κερνούμε.
-Βάλτε να πιούμε!
Πρόκειται για ένα μικρό κομψοτέχνημα, υπόδειγμα ύφους και λεπτού λυρισμού. Η τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, η εν πλήρη συνειδήσει αλλά άνευ φόβου ενατένιση του αναπόφευκτου του θανάτου, η λαχτάρα και η δίψα για ζωή παρά το ασαφές και το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης διαγράφονται σπαρακτικά και δραματικά κι ούτε στο ελάχιστο μελό ή γραφικά. Κι όμως είναι ένα σχετικά άγνωστο ποίημα (είπαμε δυο- τρία λόγια εδώ) κι αν τον γνωρίζεις είναι πιθανότατα μόνο και μόνο γιατί ευτύχησε να το μελοποιήσουν υποδειγματικά τα "Διάφανα Κρίνα". Ο ποιητής του, που χαρακτηρίζεται "ελάσσων" σε όλες τις γραμματολογίες, είναι ο σχετικά άγνωστος Κ. Καρθαίος, τόσο άγνωστος που στα παιδικά τραγουδάκια του που είχαν ανθολογηθεί στο "Ανθολόγιο" μου στο Δημοτικό αυθαίρετα τον είχε ονομάσει Κώστα,μια αυθαιρεσία που συνεχίζει να διαιωνίζει σήμερα το ΕΚΕΒΙ (Ενώ αντίθετα, όπως σωστά παρατηρεί ο Νίκος Σαραντάκος, κανένας δεν διανοείται να ονομάσει τον Μ. Καραγάτση Μήτσο, Μανούσο, Μένιο, Μελίτονα ή Μάξιμο επειδή έτσι του 'ρθε. )
Ο Κ. Καρθαίος είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της λογοτεχνικής γενιάς στην οποία ανήκει, της λεγόμενης "Γενιάς του '20", μιας σειράς "καταραμένων" ποιητών οι οποίοι έλαμψαν σαν σουπερνόβα εκπέμποντας για λίγο το σκοτεινό τους φως κι έπειτα ήσυχα αποσύρθηκαν στο παρασκήνιο της
Η γενιά του '80 |
πνευματικής ζωής. (Να πω εδώ εν είδει παρέκβασης ότι ακολουθώ της τάση κατηγοριοποίησης των ποιητών με βάση την χρονολογία που εξέδωσαν την πρώτη τους ποιητική συλλογή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ποιητές όπως ο Καρθαίος, ο Πορφύρας ακόμα κι ο Λαπαθιώτης μπορεί να είχαν δημοσιεύσει ποιήματά τους σε περιοδικά πριν το 1920 και ηλικιακά είναι μεγαλύτεροι από τους περισσότερους εκπροσώπους της "Γενιάς του '20", ωστόσο, το ύφος και το πνεύμα της ποίησης τους ταιριάζει περισσότερο με αυτούς.) Πρόκειται για μια γενναία ομάδα ποιητών, καθώς είχε την τόλμη να αμφισβητήσει την ίδια την ποιητική δημιουργία που είχε περιέλθει σε τέλμα και να ατενίσει την παρακμή της εποχής στην οποία έζησαν και να της βγάλει τη γλώσσα. Γενναία αλλά και άτυχη. Διότι
Η γενια του '30 |
βρέθηκε και συντρίφτηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες των δυο κυρίαρχων λογοτεχνικών γενιών, της "Γενιάς του '80" και της "Γενιάς του '30" που επιβλήθηκαν αμά τη εμφανίσει τους στα ελληνικά γράμματα και πήραν σαφή θέση στα εθνικά και πνευματικά ζητήματα θέματα της εποχής τους, μπροστά στα οποία η μελαγχολία των εσωτερικών δραμάτων της γενιάς του '20 φαινόταν ενοχλητικός ακκισμός.
Οι καθιερωμένοι παλιότεροι ποιητές τους είδαν με επιφύλαξη ως ενοχλητικά παιδαρέλια που είχαν το θράσος να αμφισβητούν τις ποιητικές τους δάφνες ισχυριζόμενοι ότι "ο βασιλιάς είναι γυμνός", πως η παραδοσιακή ποίηση δηλαδή έχει φτάσει σε αδιέξοδο κι αδυνατεί να αποτυπώσει την συγκεχυμένη πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου. Οι ποιητές της "Γενιάς του '30",
Η γενιά του '20 |
από την άλλη, τους θεώρησαν εκπροσώπους της παρηκμασμένης παραδοσιακής ποίησης, παραγνωρίζοντας ότι ήταν εκείνοι που τους άνοιξαν τον δρόμο. Και δρώντας ως πνευματική κλίκα, κατόρθωσαν να επιβάλλουν τις δικές τους αισθητικές απόψεις και να είναι εκείνοι που θα ορίζουν το λογοτεχνικό μέτρο.
Στην πνευματική ευρωστία και την υλική ευζωία των αστών ποιητών της και στην αγωνιστική αισιοδοξία των αριστερών ποιητών της "γενιάς του '30", οι ποιητές της "γενιάς του '20" είχαν να αντιτάξουν μόνο, τη φτώχεια τους, το ψυχικό τους κάματο, την μελαγχολία τους, τις μειωμένες αντιστάσεις τους, την απογοήτευση τους και τους προσωπικούς τους δαίμονες που τους έφθειραν και τους εξόντωναν έναν έναν, με την Κατοχή και τις κακουχίες της να εξολοθρεύει τελικά τυχόν επιζήσαντες: Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε το 1928, ο Φιλύρας κλείστηκε στο τρελάδικο το 1927, όπου πέθανε το 1942, η Πολυδούρη πέθανε από φυματίωση το 1930, ο Ραφτόπουλος το 1923 από φυματίωση, ο Παπανικολάλου από ναρκωτικά στο, όπου είχε αυτοβούλως κλειστεί για να γλυτώσει την ανέχεια, το 1943, ο Άγρας, από επιπλοκές του τραυματισμού από αδέσποτη σφαίρα στο πόδι, πέθανε από αδυναμία το 1944, ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε το 1943. Μέχρι κι ο κοσμοπολίτης και μπον βιβέρ Ουράνης πέθανε το 1953 από επιπλοκές που δημιούργησε η επιδείνωση της υγείας του λόγω των κακουχιών της Κατοχής.
Επιπλέον, είχαν και την ατυχία να επισκιαστούν από τον επιφανέστερο εκπρόσωπο τους, τον Καρυωτάκη, και την αυτοκτονία του, η οποία, από την μια μεριά, μυθοποίησε τον ίδιο και, από την άλλη, θεωρήθηκε συμβολικά ληξιαρχική πράξη θανάτου της παραδοσιακής ποίησης.
Αντιμέτωποι με όλα τα παραπάνω οι ποιητές της "Γενιάς του '20" ηττήθηκαν κι αποσύρθηκαν σιωπηλά και αναπόφευκτα στο περιθώριο της πνευματικής ζωής. (Να σημειωθεί ωστόσο ότι από το κλίμα της ποίησης τους επηρεάστηκαν οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και ότι, με προεξάρχοντα προφανώς τον Καρυωτάκης, επανεκτιμήθηκαν θετικότερα ως ποιητές από την δεκαετία του 1980 κι εξής).
Ηττήθηκαν, ναι. Κι αποσύρθηκαν, αναμφίβολα. Αλλά δεν εξαφανίστηκαν. Η στιχουργική φρεσκάδα, η λυρική απαισιοδοξία και η εύθραυστη μελαγχολία της εν λόγω λογοτεχνικής γενιάς βρήκαν καταφύγιο στη μουσική και το τραγούδι, πράγμα λογικό διότι η κρυπτική ποίηση των μοντερνιστών ποιητών μπορεί να ανταποκρίθηκε στα πνευματικά αιτήματα του καιρού της, αλλά απομάκρυνε την ποίηση από τον πολύ κόσμο ο οποίος ωστόσο δεν απώλεσε την ανάγκη να εκφράσει κάπως αυτά που τον καίνε. Κάπως έτσι οι δημιουργοί πολλών τάσεων (νέο κύμα, έντεχνο, ελληνόφωνο ροκ) του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού ακολούθησαν στιχουργικά τους λυρικούς δρόμους των ποιητών της "Γενιάς του '20" μελοποιώντας ταυτόχρονα πολλά από τα ποιήματά τους. Η εκδίκηση της Φράνσις Φάρμερ!
(Η Φρανσις Φάρμερ ήταν ηθοποιός-ανάλογη περίπτωση: έζησε την ίδια εποχή με κι είχε παρόμοια μοίρα. To τραγούδι από τον Κερτ Κομπάιν, τον ...Καρυωτάκη του grunge.)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη "Ερωτικό", σε μια ιστορία που αφηγούταν ένας συμφοιτητής μου -το όνομά του το 'χω ξεχάσει. Το ποίημα γράφτηκε το 1928 αλλά δεν το δημοσίευσε ποτέ ο ποιητής. Γιατί; Θα το πω παρακάτω. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη και αμέσως ξεχώρισε. Η μελοποίηση του ποιήματος από τον Νίκο Ξυδάκη το 1987 με τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη και η επιτυχία που γνώρισε διαχρονικά αυτή το κατέστησαν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και αγαπημένα ποιήματα της ελληνικής λογοτεχνίας κι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της ελληνικής μουσικής.
Επιμελούμενος την έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη ο Άρης Δικταίος, πίσω στη δεκαετία του '60. πρόσεξε πώς οι πρώτοι στίχοι κάθε στίχου του ποιήματος αποτελούν ακροστιχίδα που σχηματίζει το όνομα "Κώστας Γκίκας " (ο μεγάλος έρωτας του ποιητή). Ο συμφοιτητής μου θεωρούσε το γεγονός αυτό, κάτι τόσο προσωπικό, μύχιο και τουλάχιστον στην εποχή του ηθικά απαγορευμένο ( και ποινικά κολάσιμο επιπλέον) να γίνεται η έκφραση της ματαιωμένης ερωτικής επιθυμίας σε τόσους πολλούς ανθρώπους διαφορετικών γενιών, ως ορισμό της ποίησης. Μπορεί να μη θυμάμαι το όνομά του, αλλά θα συμφωνήσω μαζί του.
Ας πάρουμε κι ένα τελευταίο ποτό, μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου