Το κείμενο που μας έκανε στις περσινές εξετάσεις δωράκι η κλήρωση της τράπεζας θεμάτων ήταν ένα απόσπασμα από το διήγημα του Παύλου Νιρβάνα "Ιδού ο Νυμφίος έρχεται". Κι είπα να του κάνω μια αναρτησούλα, να βρίσκεται. Κι επειδή δεν έχει νόημα να ασχοληθώ μόνο με το απόσπασμα, αυτή θα αφορά όλο το διήγημα το οποίο προέρχεται από τη συλλογή του "Νησιώτικα Διηγήματα".
Ολόκληρο το διήγημα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ, ενώ το απόσπασμα που δόθηκε μπορείτε να το δείτε εδώ. (Στη σελίδα 10. Στην σελίδα 8 περιέχεται ακόμα ένα κριτήριο, βασισμένο στο πρώτο μέρος του διηγήματος.). Στο σημείο αυτό να εκφράσω τις ενστάσεις μου για το γεγονός ότι στο απόσπασμα που δόθηκε στα παιδιά δε γινόταν μνεία της ηλικίας της ηρωίδας, στοιχείο που θεωρώ απαραίτητο για την κατανόηση του κειμένου.
Το διήγημα, όπως εύγλωττα δηλοί κι ο τίτλος του, συνομιλεί με δυο αποσπάσματα του Ευαγγελίου, το ομώνυμο τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας και την παραβολή των μωρών παρθένων.
Το περιεχόμενό του είναι ηθογραφικό και ψυχογραφικό, η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, από μηδενική εστίαση κι από έναν παντογνώστη αφηγητή. Να σημειωθεί όμως ότι σε ορισμένα σημεία υπάρχει πλαγίως ταύτιση της οπτικής γωνίας της αφήγησης με την οπτική γωνία της βασικής ηρωίδας, της Ταρσίτσας. Σημαντικά δευτερεύοντα πρόσωπα αποτελούν η ψυχοκόρη της, της οποίας οι πράξεις λειτουργούν ως καταλύτης στην κορύφωση και τη λύση της πλοκής, και ο παπάς, ένας ξάδερφος της Ταρσίτσας, η στάση του οποίου εκφράζει τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινή γνώμη (όσοι τουλάχιστον γνωρίζουν το "μυστικό" της) την Ταρσίτσα αλλά και συμβάλλει στην τελική λύση της υπόθεσης.
Η Ταρσίτσα είναι κοπέλα. Τίμια κοπέλα, όπως αυτοπροσδιορίζεται. Και σαν κάθε τίμια κοπέλα, περιμένει κι αυτή την ώρα που θα γίνει νύφη. Κι έχει δώσει- πέρα της θεολογικής- τη δική της προσωπική ερμηνεία στο τροπάριο της Μεγάλης Βδομάδας (διατήρησα την ορθογραφία του κειμένου): "Δεν είνε μονάχα - έλεγε από μέσα της- η Εκκλησία που περιμένει τον "νυμφίο" της. Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να τον περιμένη και να τον απαντέχη μέρα και νύχτα, για να γίνη το θέλημα του Θεού.". Έχει πάρει δε τόσο κυριολεκτικά το τροπάριο, που τη νύχτα δεν κοιμάται, μην έρθει ο "νυμφίος" και δεν τον πάρει χαμπάρι. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η Ταρσίτσα είναι 60 χρονών. Ωστόσο δεν έχει σταματήσει να ελπίζει και τίποτα δεν μπορεί να δαμάσει την ακατάβλητη πίστη της ότι, παρά τις όποιες αντιξοότητες, ο Ένας, ο νυμφίος της, θα έρθει όπου να 'ναι.
Στα 60 της, η πεθαμένη πια όπως μας ενημερώνει ο αφηγητής Ταρσίτσα αποφασίζει να πάει στην Αθήνα μαζί με την ψυχοκόρη της αποσκοπώντας στην αποκατάσταση αμφότερων, καθώς, θυμάται- και μετανοιώνει- την επιτυχία που είχε την προηγούμενη φορά που ήταν στην Αθήνα και την ευγένεια των ανδρών εκεί. Αντίθετα με το νησί όπου, όπως παρατηρεί, οι άνθρωποι κοιτάζουν την προίκα μόνο και όχι την τιμή και την υπόληψη - γιατί αυτά έχει. Η ψυχοκόρη της συμφωνεί γιατί, όπως προσθέτει, ούτε την ομορφιά και τα νιάτα προσέχουν- γιατί αυτά έχει. Μένουν στο σπίτι του παπά, ξαδέρφου της Ταρσίτσας, ο οποίος, ως ο κοντινότερος άρρεν συγγενής, θεωρητικά επιθυμεί να αναλάβει τον ρόλο του προστάτη τους. Στην πραγματικότητα όμως αποβλέπει στη βοήθεια που μπορεί να δώσουν στο νοικοκυριό και στην προίκα της ανύμφευτης- άρα άκληρης- Ταρσίτσας, την οποία αναμένει να κληρονομήσουν τα παιδιά του.
Το ταξίδι όμως δεν εκπλήρωσε τις ελπίδες της Ταρσίτσας. Στην Αθήνα, με πικρία, η Ταρσίτσα αντιλαμβάνεται την αλλαγή των συνηθειών. Οι "τίμιες" γυναίκες πια δεν έχουν πέραση. Και σ' αυτό αποδίδει που κανείς πια δεν την πλησιάζει και οι άντρες προτιμούν τις "παρδαλές", όπως τις λέει.
Μια μέρα, εκφράζει τελικά το ήπιο παράπονο που έχει προς τον παπά, καθώς θεωρεί ότι δεν έπραξε το καθήκον του ως άντρας συγγενής και δεν της βρήκε γαμπρό, παρόλο που ειδικά εκ της θέσης του θα του ήταν εύκολο. Στην οργισμένη αντίδραση του παπά, που της μιλάει έξω από τα δόντια για το κωμικό πλέον των επιθυμιών της λόγω της ηλικίας της και την έλλειψη ικανής προίκας, η Ταρσίτσα παρατηρεί ότι προφανώς δε θέλει το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, έναν ώμο να στηρίζεται θέλει και υποχωρεί με πληγωμένη αξιοπρέπεια. Πικραμένη από την αντίδραση του παπά, αναλογίζεται την προηγούμενη ζωή της, τα σχέδια των άλλων για τον γάμο της και τα προικιά, τις ευχές που από ένα σημείο και μετά της έλεγαν με μισή καρδιά, παρατηρώντας ότι, μετά τα τριάντα, ο χρόνος που σαν να είχε σταματήσει, στην πραγματικότητα περνούσε πολύ γρήγορα. Αυτό ήταν η πρώτη συνειδητοποίηση.
Η δεύτερη και τελειωτική συνέβη αμέσως μετά. Η ψυχοκόρη της Ταρσίτσας κλέβεται την νύχτα με τον αγαπητικό της, παίρνει δηλαδή τη ζωή της στα χέρια της, βρίσκει μόνη της τον "νυμφίο" της. Το γεγονός συνταράζει την Ταρσίτσα, που αντιλαμβάνεται μεμιάς πως τελικά εξαπατήθηκε, σαν τις μωρές παρθένες στην ομώνυμη παραβολή. Ότι εκεί που -κυριολεκτικά- περίμενε ξύπνια τον '"νυμφίο", κοιμόταν- μεταφορικά. Και εμπιστευόμενη την υποχρέωση των άλλων να την παντρέψουν ακολουθώντας τους κοινωνικούς αυτοματισμούς, την ίδια της τη φιλαρέσκεια για την τιμιότητά της, την ακλόνητη πίστη της στη μοίρα, πως θα της φέρει αβίαστα και άκοπα όλα όσα επιθυμούσε κι ονειρευόταν. Έτσι, δεν είχε εναλλακτικό σχέδιο, άφησε τη ζωή της να περάσει κι η στιγμή πέρασε. Κι όλα εκείνα που ονειρεύτηκε ήταν η ίδια που τα υποθήκευσε, και χρεοκόπησαν κι έμεινε άδεια...
Κατόπιν τούτων, η Ταρσίτσα μαζεύει τα πράγματά της και γυρίζει στο νησί της. Κι η συνέχεια θα μπορούσε να είναι το παρακάτω τραγούδι:
Από μικρή της άρεσε, μες στην κουζίνα μόνη
τις ώρες να σκοτώνει
με τη μαγειρική,
και πέφτανε τα δάκρυα θυμώντας τη ζωή της
και δίναν στο φαΐ της
μια γεύση μαγική.
Κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι,
ποτέ δεν είχε ταίρι
ν’ αλλάξει μιαν ευχή,
να χαμηλώσεις τη φωτιά μετά την πρώτη βράση,
να γίνονταν η πλάση
ξανά απ’ την αρχή.
Ψιλοκομμένος μαϊντανός, και σκόρδο μια σκελίδα,
να `φεγγε μιαν ελπίδα
στα μάτια τα μελιά,
και προς το τέλος πρόσθεσε ένα ποτήρι λάδι,
να `νιωθε ένα χάδι
μια μέρα στα μαλλιά.
Μια νύχτα έπιασε φωτιά μέσα στο μαγερειό της,
που `κανε το φευγιό της
να μοιάζει με γιορτή,
τέτοια που γύρω φύτρωσαν άσπρα του γάμου κρίνα,
ολόιδια με κείνα
που είχε ονειρευτεί.
Πόσες καρδιές που γίνανε αναλαμπή κι αιθάλη,
μας κάμανε μεγάλη
κάποια μικρή στιγμή,
κι αθόρυβα διαβήκανε απ’ της ζωής την άκρη,
χωρίς ν’ αφήσει δάκρυ
σε μάγουλο γραμμή.
Μολονότι ο Νιρβάνας φαίνεται ότι συμπαθεί την ηρωίδα του ή τουλάχιστον αισθάνεται οίκτο γι΄αυτήν, ενδεχομένως θα μπορούσε να την εκλάβει κανείς ως κωμικό πρόσωπο, ως καρικατούρα, γελοιογραφική απεικόνιση. Η Ταρσίτσα όμως είναι πίσω από αυτά τραγικό πρόσωπο. Γιατί αναμφίβολα είναι θύμα των συνθηκών και των συμβάσεων της κοινωνίας και της χρονικής στιγμής κατά τις οποίες ζει. Είναι φορέας της παραδοσιακής ηθικής, η οποία απαιτεί την "τιμιότητα" και τη "σεμνότητα" ως αναγκαία στοιχεία στο χαρακτήρα μιας γυναίκας για την αποκατάστασή της. Αλλά ζει σε μια μεταβατική εποχή, την ώρα που ο κόσμος που ήξερε παύει να υπάρχει κι εμφανίζεται ένας καινούριος, στον οποία εκείνη είναι ξένη. Και, πέραν της "τιμιότητας" και της σεμνότητάς της, δε διαθέτει τα "πλεονεκτήματα" που απαιτεί και η παλιά εποχή (προίκα, διότι ίσως η ίδια πάντα θεωρούσε ότι η ευγένεια του χαρακτήρα της θα ήταν αρκετή) αλλά ούτε κι εκείνα που απαιτεί η νέα (χάρη, ομορφιά, γιατί δεν τα καλλιέργησε πότε ή/και είναι αργά για να το κάνει). Είναι δηλαδή η Ταρσίτσα ύστατος εκπρόσωπος της παλιάς εποχής που φεύγει και η ψυχοκόρη της προάγγελος της νέας εποχής που έρχεται. Κάπως σαν τους ήρωες της παλιάς ελληνικής ταινίας "Δεσποινίς ετών 39".
Πώς το λέει το τραγούδι: "Ο κόσμος αλλάζει δίχως να κοιτάζει την δική σου μελαγχολία. Κι έρχεται η στιγμή για να αποφασίζεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις". Αρκεί να μπορείς βέβαια...
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, αμάρτημα (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου) της Ταρσίτσας, εκείνο που κυρίως την καθιστά τραγικό πρόσωπο, ήταν που δεν κατάλαβε τον χρόνο που μετρά, που λέει και το παρακάτω τραγούδι.
(περισσότερα σχετικά τραγούδια εδώ)
Γιατί οι άνθρωποι τείνουν να αντιλαμβάνονται τον χρόνο όσον αφορά τους ίδιους άχρονα: τούτο συμβαίνει ανεξάρτητα από την ηλικία τους, την κάθε ηλικία. Καθένας μας, όταν σκέφτεται τον εαυτό του, τον αισθάνεται ερήμην της ηλικίας του, όποια κι αν είναι αυτή, μέσα σε μια α-χρονική κάψουλα που υποσυνείδητα έχει κατασκευάσει. (Εγώ, ας πούμε, επί σειρά ετών αισθάνομαι 52άχρονος που αισθάνεται 17... Άκου να δεις τώρα!). Τούτο είναι λογικό, αν σκεφτείς ότι μέσα στον ηλικιωμένο κύριο που βλέπεις να παίζει το κομπολόι του στο καφενείο, υπάρχει το παιδί που έπαιζε κουτσό, ο έφηβος που ερωτεύτηκε, ο ώριμος άντρας που έπαιζε με το παιδί του. Κι εξηγεί το γάργαρο γεμάτο εφηβική δροσιά γέλιο της γιαγιάς απέναντι καθώς χασκογελάει σα γυμνασιοκόριτσο με τις φιλενάδες της. Αντιλαμβάνονται όμως όλοι τον χρόνο που περνάει με ποικίλους τρόπους, μέσω εξωτερικών ενδείξεων.... Η πρώτη φορά που σου μιλάνε στον πληθυντικό και σε αποκαλούνε "κύριο". Η πρώτη ρυτίδα. Η πρώτη άσπρη τρίχα στο στήθος. Εκείνη η συνάντηση παλιών συμμαθητών στους οποίους μπορείς να διακρίνεις το πέρασμα του χρόνου, που σε κάνει να καταλάβεις ότι μάλλον το ίδιο βλέπουνε σε σένα. Εκείνη η φορά που σηκώνονται για να καθίσεις στο λεωφορείο. Άλλες πάλι φορές το πέρασμα του χρόνου γίνεται αντιληπτό καθώς μετριέται τεμαχισμένος σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα με βάση την πρώτη χρονιά στο Δημοτικό, την Τρίτη Λυκείου, το τελευταίο έτος της σχολής, τη γέννηση των παιδιών, τα τρίτα γενέθλια των παιδιών, τις Πανελλήνιες των παιδιών, τα παιδιά των παιδιών...
Όμως η Ταρσίτσα δεν αντιλήφθηκε τίποτα από αυτά, προσηλωμένη με όλο της το είναι στην αναμονή του νυμφίου της, εκείνου που δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα 'ρθει. Κι άλλωστε, παιδιά δεν είχε, και πώς να 'χει που ήταν τίμια κοπέλα και νυμφίος ακόμα δεν είχε 'ρθει... Για αυτό και δεν έχει καμιά σχέση με τις κωμικοτραγικές φιγούρες εκείνων που υιοθετούν εμφανώς αταίριαστες, νεάζουσες συμπεριφορές - τύπου κομοδινί μαλλί για τους κυρίους και λεοπάρ μίνι για τις κυρίες- προσποιούμενοι ότι δεν αντιλαμβάνονται την ελαφρότητα του πράγματος, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να παρατείνουν την νεότητα, δηλαδή να νικήσουν τον χρόνο. Γιατί αυτοί έχουν την αντίληψη του περάσματός του. Η Ταρσίτσα όμως, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που επιστρέφει στο νησί της, όχι!
Και υπό αυτό το πρίσμα, παρά τα 60 χρόνια της ηρωίδας, το διήγημα αποτελεί μάλλον μια "ιστορία ενηλικίωσης". Και μη γελάτε δεδομένης της ηλικίας της, ούτε να σας φαίνεται παράξενο. Υπάρχουν άλλωστε κι εκείνοι που δεν το καταφέρνουν ποτέ!
4 σχόλια:
Πόσσο ανθρώπινο και συγκινητικό! Καλέ, με κάνατε και δάκρυσα... Μπράβο!
Σε ευχαριστούμε, ανώνυμε... (Αν και μας αρέσει περισσότερο να κάνουμε τους ανθρώπους να γελάνε ... :) )
Πολύ χρήσιμο!!!!μπράβο
Να ΄στε καλά.
Δημοσίευση σχολίου