Μιας και συμπληρώνονται σήμερα 70 χρόνια από την σφαγή των ναζιστικών γερμανικών στρατευμάτων στα Καλάβρυτα κι ενώ οι "απόγονοι" (και σε
κάποιες περιπτώσεις χωρίς εισαγωγικά) των ταγματασφαλιτών συνεργατών τους
αποπειρώνται στις μέρες μας να βιάσουν την ιστορική μνήμη και να ενδυθούν ρόλο
"μεσσία", συνεπικουρούμενοι μάλιστα - τι ειρωνεία!- από την ελάχιστα
χριστιανική ρητορική του επισκόπου της μαρτυρικής πόλης, το ιστολόγιο θα
ασχοληθεί σήμερα με το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου με τίτλο " 13-12-43", το
οποίο κατά την γνώμη μου αποτελεί έναν από τους ειλικρινέστερους φόρους τιμής
στην θυσία όχι μόνο των κατοίκων των Καλαβρύτων, αλλά κι εκείνων του Διστόμου,
του Δοξάτου, της Μεγαλόπολης, της Κοκκινιάς κι όλων των άλλων θυμάτων της ναζιστικής
θηριωδίας.
Μια σύντομη
ιστορική αναδρομή: Μετά την αποτυχία τους να περικυκλώσουν τους αντάρτες, τα ναζιστικά
στρατεύματα και οι συνεργάτες τους, αφού λεηλάτησαν τα γύρω χωριά και σκότωσαν όσους τυχόν αμάχους βρήκαν στο
πέρασμα τους (143 ανθρώπους συνολικά), αποφάσισαν να εξαφανίσουν κυριολεκτικά
την πόλη των Καλαβρύτων για εκφοβισμό και ως αντίποινα για τις απώλειες
των Γερμανών στρατιωτών στις μάχες με τους αντάρτες. Κατέλαβαν αμαχητί την πόλη
στις 9 Δεκεμβρίου. Σύντομα διαχωρίζουν
τα γυναικόπαιδα από τους άντρες άνω των 14 χρονών κι αφού κλειδώνουν όλες τις
γυναίκες και τα παιδιά στο σχολείο της πόλης, μεταφέρουν όλους τους άντρες σε
τοποθεσία έξω από την πόλη και τους εκτελούν με ριπές πολυβόλων. Έπειτα βάζουν
φωτιά στο σχολείο για να κάψουν τα γυναικόπαιδα τα οποία καταφέρνουν τελικά να αποδράσουν από την φλεγόμενη πόλη και να θάψουν τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, τα παιδιά, τα αδέρφια και τους πατεράδες τους δηλαδή. Ο αριθμός των θυμάτων
υπολογίζεται σε 1200 άτομα. Μολονότι η Γερμανία έχει αναγνωρίσει την αγριότητα
των ναζιστών, ουδεμία αποζημίωση δεν έχει δοθεί.
Στη τόπο που έλαβε χώρα η θηριωδία έχει χτιστεί μνημείο για τους νεκρούς
και υπενθύμισης της ναζιστικής αγριότητας , και ανήμερα της επετείου γίνονται
κάθε χρόνο επίσημες, τελετές μνήμης και απόδοσης τιμής. Εκεί
διαδραματίζεται και το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου, είκοσι χρόνια μετά την
εγκληματική εκείνη ενέργεια. Περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Για ένα φιλότιμο" (1964).
Στην πρώτη
ενότητα ο αφηγητής -ο ίδιος ο Γιώργος Ιωάννου θα μπορούσε να εικάσει κανείς
βασιζόμενος σε εξωκειμενικά στοιχεία, όπως θα αναφέρω παρακάτω- απερχόμενος
από τον τόπο του μαρτυρίου (η
αφήγηση γίνεται μεταγενέστερα των γεγονότων που περιγράφονται στο διήγημα όπως δηλώνει
η αρχική φράση και οι παρελθοντικοί χρόνοι των ρημάτων), εύχεται να μην είχε
πάει ποτέ εκεί. Γιατί γίνεται μάρτυρας μιας πολύ συγκινητικής στιγμής που του
προξενεί βαθύτατη ταραχή. Δυο αδέρφια λαϊκής καταγωγής,, αδερφός και
αδερφή, κάνουν την ανακομιδή των λειψάνων του δεκαεξάχρονου αδερφού τους το
οποίο ήταν ένα από τα θύματα της
θηριωδίας, από τον ρηχό, σκαμμένο από γυναικεία χέρια προφανώς, καθότι όλοι οι
άντρες είχαν εκτελεστεί και ο αριθμός των θυμάτων ήταν τεράστιος επιπλέον. Το
γεγονός αυτό συγκινεί βαθύτατα τον αφηγητή, που συγκλονισμένος και από την
σκηνή που διαδραματίζεται αλλά και από τον θάνατο του συνομήλικου του, όταν
πέθανε, παιδιού, παρακολουθεί την κατανυκτική διαδικασία, έχοντας την
λεπτότητα και την διακριτικότητα να σταθεί παράμερα, ενώ αισθάνεται απεριόριστο σεβασμό προς τα δυο αδέρφια και την δύσκολή αποστολή τους. Και καθώς νοιώθει την
παρουσία του εκεί να είναι αταίριαστη, σκύβει απλά το κεφάλι για να μην τους προσβάλλει.
Ένα βραχάκι έλκει την προσοχή και γίνεται
το όχημα που τον μεταφέρει νοερά την μέρα της εκτέλεσης. Προσπαθεί να φανταστεί τι έβλεπε και τι
σκεφτόταν τις τελευταίες του στιγμές ο νεκρός, ταυτιζόμενος μετά από ένα σημείο
με αυτόν, πώς αντιμετώπισε τον θάνατο σε σύγκριση με τη δική του ανάξια όπως πιστεύει
ζωή. Συγκλονισμένος του ψιθυρίζει κι
εκείνος για κατευόδιο τους στίχους από ένα αντρίκειο μοιρολόι.
Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,
φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,
φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...
Στην δεύτερη
ενότητα, η οποία δομείται αντιθετικά σε σχέση με την πρώτη, την ιερότητα
της στιγμής διακόπτουν ένα τσούρμοΈλληνες τουρίστες (δεν είχαν ξαναμπεί σε οδοντωτό,
τα παιδιά...)
οι οποίοι αφού τυπικά κατέθεσαν με φαινομενική, όπως αποδεικνύεται, σεμνότητα ένα στεφάνι στο μνημείο, βεβηλώνουν τον χώρο, παρά την εικαζόμενη μόρφωσή τους, αρχικά με ένα ψυχρό, προκατασκευασμένο, τυπικό λόγο και μετά με χαχανητά και γέλια, καθώς σκορπίζονται. Ο αποτροπιασμός του αφηγητή γίνεται έντονος όταν κάποιοι από αυτούς χωρίς καθόλου ενσυναίσθηση, διακριτικότητα και σεβασμό πλησιάζουν τα αδέρφια και τους κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις με σκοπό να ικανοποιήσουν την νοσηρή του περιέργεια. Κλιμακώνεται περαιτέρω, όταν διαπράττουν την ιεροσυλία να δώσουν το φύλλο μιας ακροδεξιάς εφημερίδας (δείγμα του ποιού τους) στα δυο αδέρφια για να σκεπάσουν με αυτή τα κόκκαλα του νεκρού. Και κορυφώνεται μετατρεπόμενος σε αηδία και οργή όταν, κατά την αποχώρηση τους, κάποιοι από τους αυτούς, σχολιάζοντας υπό συγκεκριμένη κομματική οπτική γωνία το περιστατικό, δικαιολογούν τους ναζιστές για το έγκλημα τους, μη έχοντας καν την στοιχειώδη ευγένεια να απομακρυνθούν επαρκώς ώστε να μην τους ακούσουν τα δυο αδέρφια.
οι οποίοι αφού τυπικά κατέθεσαν με φαινομενική, όπως αποδεικνύεται, σεμνότητα ένα στεφάνι στο μνημείο, βεβηλώνουν τον χώρο, παρά την εικαζόμενη μόρφωσή τους, αρχικά με ένα ψυχρό, προκατασκευασμένο, τυπικό λόγο και μετά με χαχανητά και γέλια, καθώς σκορπίζονται. Ο αποτροπιασμός του αφηγητή γίνεται έντονος όταν κάποιοι από αυτούς χωρίς καθόλου ενσυναίσθηση, διακριτικότητα και σεβασμό πλησιάζουν τα αδέρφια και τους κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις με σκοπό να ικανοποιήσουν την νοσηρή του περιέργεια. Κλιμακώνεται περαιτέρω, όταν διαπράττουν την ιεροσυλία να δώσουν το φύλλο μιας ακροδεξιάς εφημερίδας (δείγμα του ποιού τους) στα δυο αδέρφια για να σκεπάσουν με αυτή τα κόκκαλα του νεκρού. Και κορυφώνεται μετατρεπόμενος σε αηδία και οργή όταν, κατά την αποχώρηση τους, κάποιοι από τους αυτούς, σχολιάζοντας υπό συγκεκριμένη κομματική οπτική γωνία το περιστατικό, δικαιολογούν τους ναζιστές για το έγκλημα τους, μη έχοντας καν την στοιχειώδη ευγένεια να απομακρυνθούν επαρκώς ώστε να μην τους ακούσουν τα δυο αδέρφια.
Το
διήγημα τελειώνει με τα δυο αδέρφια να ολοκληρώνουν το έργο τους και να φεύγουν
με τα κόκκαλα του έφηβου αδερφού τους, αμίαντα από την “βρώμικη φυλλάδα” που
παραμένει αχρησιμοποίητη. Ο αφηγητής απομένει μόνος στον τόπο
του μαρτυρίου, συντετριμμένος, μετέωρος σαν την ποιητική στο ποίημα του Τάκη
Σινόπουλου "Ο καιόμενος", γιατί ενώ θα ήθελε στην ζωή του να συμπορεύεται
με ανθρώπους σαν τα δυο αδέρφια και το
νεκρό αδερφό τους, αισθάνεται ξένος και ανάξιος για κάτι τέτοιο. Και αντ’
αυτού, φθείρεται έχοντας καταφέρει να
συγχρωτίζεται με ανθρώπους ελεεινούς σαν τους εν λόγω "προσκυνητές".
Πρόκειται για ένα διήγημα που εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής του
Γιώργου Ιωάννου. Είναι αποτέλεσμα του συνειρμικού συνδυασμού της μνήμης (
πραγματικής και υποθετικής, στα σημεία που ταυτίζεται με το νεκρό παιδί) και της παρατήρησης. Είναι γραμμένο σε α'
πρόσωπο και το θέμα προκύπτει από μια αυτοβιογραφική εμπειρία του
συγγραφέα. Ο αφηγητής είναι θεατής- παρατηρητής των γεγονότων που περιγράφει
και δεν εμπλέκεται σε αυτά. παρά μόνο έμμεσα μέσω των συναισθημάτων που του
γεννούν. Είναι ένα από τα λίγο ίσως διηγήματα του Ιωάννου το οποίο δεν
διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη, την τωρινή και της μνήμης των παιδικών του
χρόνων, ωστόσο η δεύτερη είναι παρούσα έμμεσα, καθώς ταυτιζόμενος με το δεκαεξάχρονο, συνομήλικο του νεκρό, ο νους του γυρίζει στις
δικές του εμπειρίες από την Κατοχή στην προσπάθεια του να θυμηθεί τι
"τιποτένιο" έκανε εκείνη την μέρα της θυσίας του παιδιού. Η σύγκριση
αυτή δρώντας αντιστικτικά τονίζει υπόγεια και το μέγεθος της καταστροφής στα
Καλάβρυτα.
Το
περιστατικό που περιγράφεται, αυτό καθ' αυτό, είναι αντιηρωικό και πεζό.
Η ανακομιδή ενός από τα πολλά θύματα του ναζισμού και η "ρινοκερίτιδα" (για να
επικαλεστώ τον Ιονέσκο ) μιας μερίδας του ελληνικού λαού. Η αντιμετώπιση που τυγχάνει
όμως το γεγονός αυτό από τον συγγραφέα, φανερώνει αβίαστα και άκοπα όλο το
μεγαλείο των παθών που κρύβονται από κάτω, κάτι που τονίζεται και από την μίξη του ρεαλιστικού λόγου με τις ψηφίδες της μνήμης, προσδίδοντας στο διήγημα ύφος ρευστό και ταυτόχρονα απλό και λιτό, και καθόλου
εξεζητητμένο.
Παρούσα
είναι και η συναισθηματική φόρτιση. Ουσιαστικά το διήγημα είναι μια εξέλιξη
συναισθημάτων. Η ταραχή που αισθάνεται ο συγγραφέας και εξελίσσεται σε σεβασμό και δέος για τα
δυο αδέρφια που είναι εκεί, μαχόμενα με τον πόνο τους, πλην απ' το αδελφικό"χρέος μη κινούντες", για να δώσουν τις ύστατες φροντίδες στο
νεκρό αδερφό τους ακολουθώντας την πανάρχαια παράδοση. Η ευλάβεια και η
κατάνυξη με την οποία περιγράφεται η διαδικασία αυτή. Ο αποτροπιασμός για το
έγκλημα που διαπράχθηκε και η φρίκη για το γεγονός του θανάτου σε τέτοια ηλικία
και υπό τέτοιες συνθήκες με . Η αυτοταπείνωση του αφηγητή στη σύγκριση της
μοίρας του παιδιού με τους δικούς του "τιποτένιους κινδύνους"
αλλά και στη σχέση της αναξιότητας που αισθάνεται με το ηθικό μεγαλείο
της πράξης των δυο αδερφιών. Ο σεβασμός και οικειότητα που αισθάνεται για το
νεκρό φαίνονται επίσης και από το γεγονός ότι αισθάνεται την ανάγκη να του πει
το "αντρίκειο" μοιρολόι. Στη δεύτερη ενότητα ο τόνος αλλάξει και το
γνωστό πικρό χιούμορ του Ιωάννου εμφανίζεται και επενδύει την αγανάκτηση
με την οποία χρωματίζεται η περιγραφή της "εισβολής" των τουριστών
και η βεβήλωση του χώρου που διαπράττουν. Κι έπειτα εξελίσσεται σε οργή και αηδία, έντονες αν και βουβές, για την
έλλειψη διακριτικότητας που επιδεικνύουν και κυρίως για τις απόψεις που
εκφράζουν φεύγοντας. Στο τέλος μένει ''η
βρώμικη φυλλάδα που μένει αχρησιμοποίητη προξενεί αισθήματα ικανοποίησης στον
αφηγητή, εντείνοντας τον θαυμασμό τγια την βουβή μα περήφανη αξιοπρέπεια
των δυο αδερφών. Κι είναι το παράπονο εκείνο που κατακλύζει τελευταίο τον
αφηγητή, καθώς μένει μόνος και νοιώθει διαμοίρασμένος ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Εκείνον της βαρβαρότητας που αντιπροσωπεύουν οι τουρίστες, ένα κόσμο τον οποίο
σιχαίνεται αλλά δεν μπορεί να ξεφορτωθεί,· κι εκείνον του ηθικού μεγαλείου, που
αντιπροσωπεύουν τα θύματα της εγκληματικής εκείνης ενέργειας, ως εκπρόσωπος των
οποίων λειτουργεί το δεκαεξάχρονο παιδί, και των δυο αδερφών του, έναν
κόσμο που αισθάνεται πως δεν του αξίζει όσο κι αν επιθυμεί να συμμετέχει.
Είπα πιο
πάνω ότι ο αφηγητής είναι πρωτοπρόσωπος. Ωστόσο κάποιες φορές, εξελίσσεται
πλαγίως σε τριτοπρόσωπο, καθώς σε κάποιες στιγμές ταυτίζεται με τον
δεκαεξάχρονο νεκρό και "περιγράφει" αυτό που φαντάζεται ότι θα
μπορούσε να είναι οι τελευταίες σκέψεις που έκανε και οι τελευταίες εικόνες που
είδε πριν την εκτέλεση. Αυτό πέρα από την διάσπαση της αφηγηματικής γραμμής
πυροδοτεί και την περιπλάνηση της σκέψης του αφηγητή σε δικά του βιώματα, της
Κατοχής και άλλα, κι έτσι θρυμματίζεται και η χωρική και η χρονική αλληλουχία,
αμφότερα στοιχεία της αφηγηματικής τεχνικής του Γιώργου Ιωάννου.
Δεν έχω πρόθεση να επεκταθώ
περισσότερο και θα κλείσω με μια μαρτυρία κι ένα ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη
από την ποιητική συλλογή "Εποχές" του 1945, το οποίο έχει τον ίδιο
τίτλο με το διήγημα του Ιωάννου και αναφέρεται στο ίδιο γεγονός υπό το
πρίσμα της ποίησης
Μαριγώ Φερφελή: «Όταν βγήκα από το σχολειό, κράταγα στα
χέρια τον Αλέξη μου, που ήταν τότε δέκα χρονώ. Τα τρία άλλα παιδιά μου τα
χώρισαν με τους άνδρες. Ο Κίμωνας μάλιστα, που ήταν 13 χρονώ, την ώρα του
χωρισμού έκλαιγε και ήθελε να πάει με τους άνδρες. Τον τράβηξα κοντά μου, αλλά
μου ξέφυγε και μπήκε στην αίθουσα των ανδρών. (…)
Πήδαγα
τα πτώματα, πάταγα κι απάνω, χωρίς να θυμάμαι ποιοι ήσαν, κι έφθασα κοντά του.
Πλησίασα το παιδί μου και αφού είδα, πως δεν ήταν σοβαρά, το ρώτησα:
-Πού είναι, Αργύρη μου, ο Βασίλης μας;
-Νάτος, μάνα, μου λέει, και έδειξε δίπλα το αναίσθητο
πτώμα του Βασίλη.
-Ο Κίμωνας πού είναι;
-Ο Κίμωνας πού είναι;
-Να και ο Κίμωνας. Κοντά του και το παιδάκι μου
κουβαριασμένο.
-Τον άκουσα τον Κίμωνα, μάνα, να φωνάζει στους Γερμανούς,
γιατί με σκοτώνετε εμένα. Είμαι μικρός, δεν έκανα τίποτα. Όταν σταμάτησε όμως η
φωνή του, σταμάτησε και η ζωή του».
Από το βιβλίο του Δημήτρη Καλδίρη “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ”. Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ
13.12.43
Θυμάσαι που σου ’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε.
Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι
–Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι; Κι έσφιγγα τα χέρια σου
Δεν είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή μου.
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε.
Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι
–Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι; Κι έσφιγγα τα χέρια σου
Δεν είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή μου.
… Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π’ ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκά πανιά π’ ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο. Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ’ αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θ’ αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.
Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.
"Εποχές" 1945
Υ.Γ.: Προσπάθησα να βρω το μοιρολόι στο οποίο αναφέρεται ο Ιωάννου αλλά δεν κατέστη δυνατό. Ως εκ τούτου, θα αποτίσω κι εγώ με την σειρά μου φόρο τιμής στον δεκαεξάχρονο ήρωα του και σε όλα τα θύματα, σύγχρονα και παλιότερα, του φασισμού, εμφανούς ή κεκαλυμμένου, με τους στίχους από το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου "Ακόμα μια νύχτα" ...
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο. Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη. Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε. Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι. Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους. | «Ακόμη μια νύχτα», XVI. Χρονικό, 1975. Συλλογή ΙΙ. Ερμής, 1980. 182. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου