Στην ανάρτηση αυτή περιέχονται οι καταπληκτικές ιστορίες με δοσμένος τέλος που έγραψαν οι μαθήτριες και οι μαθητές των τμημάτων Γ1 και Γ3 του Μουσικού Σχολείου Ρόδου στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσα.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Κάθε φορά που αναλαμβάνω το μάθημα της
Νεοελληνικής Γλώσσας στην Γ΄ Γυμνασίου ξεκινάω τον σχεδιασμό μου όσον αφορά της δεύτερη ενότητα που αναφέρεται στην γλώσσα, με ένα καταπληκτικό άρθρο της Αννας Φραγκουδάκη στο οποίο παρουσιάζονται με πολύ απλά λόγια βασικά στοιχεία για την κατανόηση της γλώσσας και της δομής της. Σε κάποιο σημείο χρησιμοποιεί την φράση "Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο αλλά δεν φαινόταν ψυχή" για να δείξει ότι το νόημα σε μια φράση δημιουργείται κάθε φορά από την χρήση. Στην περίοδο αυτή παρουσιάζεται γλαφυρά η ανυπομονησία και η ματαίωση που αισθάνεται η Μαρία καθώς φαίνεται ότι περιμένει με αδημονία κάποιον ή κάτι να έρθει, που, αντίθετα με τις επιθυμίες της Μαρίας , δεν εμφανίζεται. "Πίσω από το "άλλη" και το "αλλά" κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία", σχολιάζει η Φραγκουδάκη. Την ιστορία αυτή ανέλαβαν να αποκαλύψουν οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γ1 και του Γ3. Πιο συγκεκριμένα έπρεπε χρησιμοποιώντας την φαντασία τους να γράψουν μια σύντομη ιστορία που να τελειώνει με την φράση "Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά (από το παράθυρό) αλλά δεν φαινόταν ψυχή".
"Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή " |
Ακολουθούν οι καταπληκτικές ιστορίες των παιδιών, οι οποίες θα διανθίζονται ενίοτε με τραγούδια που αναφέρονται σε κάποια Μαρία. Η σειρά παρουσίασης των εργασιών είναι τυχαία εν πολλοίς, Όσα μου έστειλαν/έδωσαν τα παιδιά πρώτα προηγούνται και αυτά που πήρα την ίδια μέρα είναι βαλμένα αντίστροφα αλφαβητικά.
Μιράντα
Αλήθεια
Στο νησί δεν υπήρχε ζωή. Μόνο καμένα δέντρα που στεκόταν ανάμεσα
από παλιά άψυχα κτίρια και πέτρινα μοτίβα που διακοσμούσαν τις εγκαταλειμμένες
αυλές. Όλο το νησί περικυκλωνόταν από μια θλίψη. Μάλλον για αυτό δεν είχε
πατήσει άνθρωπος και είχαν αφήσει το νησί μέσα στις αναμνήσεις του από το
παρελθόν.
Μια μέρα όμως αποφάσισε μια αρχιτεκτονική ομάδα να επισκεφτεί το νησί με τα πολλά αρχαία μνημεία. Μαζί τους ήταν η Μαρία και η φίλη της η Νεφέλη οι οποίοι είχαν έρθει για μια έρευνα του πανεπιστημίου τους.
Πέρασαν κάποιες μέρες που βοηθούσαν με τις ανασκαφές και ενώ η Νεφέλη καλοπερνούσε, η Μαρία ένιωθε την θλίψη του νησιού. «Πως μπορείς να είσαι στις ανασκαφές όλη την μέρα;» ρώτησε την Νεφέλη. «Εγώ δεν το αντέχω. Υπάρχει μια μεγάλη στεναχώρια παντού σε όλα τα κτίρια και στους ναούς. Πιστεύω πως άμα έμενε κάποιος για πολλές μέρες εδώ θα ξεχνούσε πως να μιλάει, θα έκανε παρέα με τα ποντίκια, και δεν θα θυμόταν να χαμογελάει.»
«Πάντα ήσουν πολύ δραματική Μαρία» της είπε η Νεφέλη. «Δεν γίνονται αυτά.»
Αυτή την νύχτα έβρεξε και έβρεξε και έβρεξε. Η Μαρία αποφάσισε να πάει στον παλιό φούρνο επειδή δεν άντεχε πια να περιμένει την βροχή να σταματήσει. Πήρε μια ομπρέλα μαζί της και βγήκε στην ψιχάλα.
Όταν έφτασε, μπήκε κάτω από το ταβάνι που είχαν στήσει. Ήταν αρκετά σκοτεινά και για αυτό όταν γύρισε να δει έξω στην αυλή δεν ήταν σίγουρη άμα είδε κάποιον ή τους φαντάστηκε.
Μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα έτρεξε με ένα καλάθι στο χέρι να αγκαλιάσει μια κυρία που έμοιαζε πολύ στην ίδια, άρα σίγουρα θα είχαν συγγένεια. Χαμογελώντας, της είπε κάτι αλλά η φωνή της χάθηκε. Εμφανίστηκε ένας γέρος άνδρας κρατώντας από το χέρι ένα μικρό παιδί πέντε χρόνων. Η κοπέλα έδωσε το καλάθι στην κυρία και σήκωσε ψιλά το παιδί γελώντας μαζί του. Όμως ξαφνικά, εμφανίστηκε ένα τεράστιο λαμπερό φως στο δίπλα τοπίο. Οι άνθρωποι γύρισαν φοβισμένοι και το παιδί άρχισε να κλαίει. Η Μαρία αποφάσισε πως τότε ήταν καλή στιγμή να πάει να φέρει την Νεφέλη. Όταν επέστρεψαν όμως, όλοι είχαν εξαφανιστεί.
«Μα, εκεί ήταν!» Η Μαρία φώναξε. «Δεν σου λέω ψέματα! Σου το ορκίζομαι!»
«Μην ανησυχείς» της είπε με ηρεμία η Νεφέλη. «Μπορεί να φαντάστηκες κάτι. Πιστεύω πως όλα αυτά που έχουμε ανακαλύψει σ’ έχουν τρομάξει.»
«Δεν φαντάζομαι πράγματα! Ξέρεις καλύτερα από όλους πως δεν είμαι τρελή. Ήταν μια κοπέλα με καλάθι στο χέρι και μια κυρία και ο γέρος άνδρας της μαζί με ένα μικρό παιδί!»
«Πως γίνεται να τους είδες;» ρώτησε η Νεφέλη. «Αφού όλοι είναι μαζεμένοι στις σκηνές τους.»
«Δεν ξέρω. Δεν ήταν δικοί μας, αλλιώς δεν θα σε φώναζα εδώ.»
Η Νεφέλη αναστέναξε και γύρισε να φύγει. «Θα έρθεις πίσω μαζί μου;» την ρώτησε.
Η Μαρία τράβηξε την προσοχή της από το παράθυρο. «Όχι, θα μείνω εδώ για λίγο» της απάντησε.
«Ότι πεις.» Η Νεφέλη έφυγε, γυρίζοντας πίσω να την κοιτάξει μια φορά και την είδε καθισμένη στο πάτωμα και την άφησε μόνη της. Η Μαρία έριξε άλλη μια μάτια από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Αγγελική
Ήταν ένα κρύο, χειμερινό πρωινό. Η Μαρία ξυπνάει, επειδή ακούει φωνές έξω. Σηκώνεται και βλέπει από το παράθυρο ένα κάτασπρο χιονισμένο τοπίο. Χαρούμενα παιδιά παντού, να παίζουν και να γελούν όλα μαζί. Βγαίνει από το δωμάτιο της με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο. Φτάνει στην κουζίνα και βλέπει την μητέρα της να της έχει φτιάξει ένα γεμάτο ζεστό πρωινό. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο, όλη η γειτονιά λαμποκοπούσε από στολίδια. Όλη αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα την γέμιζε πολύ χαρά. Η μητέρα της, της είπε να βγει έξω με την μικρή της αδερφούλα, την μικρή Δανάη, για να παίξει με τα άλλα παιδάκια. Την έντυσε ζεστά ζεστά και βγήκε έξω τρέχοντας. Καθώς καθόταν, έβλεπε κάποιον να έρχεται από το διπλανό σπίτι. Ήταν η παιδική της φίλη η οποία είχε μετακομίσει αλλού πριν πέντε χρόνια, αλλά ξαναγύρισε μόνιμα εδώ. Η Μαρία όμως δεν το ήξερε αυτό. Όταν πλησίασε αρκετά και κατάλαβε ποια ήταν έτρεξε αμέσως να την αγκαλιάσει. Παλιά, ήταν αχώριστες και ήταν συνέχεια μαζί, μέχρι που η Μαρκέλλα έπρεπε να φύγει. Πότε δεν έμαθε η Μαρία γιατί έφυγε η φίλη της . Δεν ήξεραν αν θα ξαναγυρνούσε και όσο περνούσε ο καιρός, η Μαρία έχανε ελπίδες. Είχαν ενθουσιαστεί τόσο που ξαναβρέθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Η αγκαλιά ήταν σαν να είχε κρατήσει αιώνες. Περίμεναν χρόνια αυτή την στιγμή. Έτσι, άρχισαν να μιλάνε και να συζητούν τα παλιά. Μετά από λίγη ώρα, εφόσον κουράστηκε η μικρή Δανάη, πήγαν για μια βόλτα στα παλιά μέρη που σύχναζαν. Πήγαν στην παλιά καφετέρια για να πάρουν μια ζεστή σοκολάτα και να κάτσουν για λίγο. Μιλούσαν και γελούσαν για ώρες. Αφού μεσημέριασε, γύρισαν η κάθε μια στο σπίτι της για μεσημεριανό. Η οικογένεια της Μαρίας είχε χαρεί για την επιστροφή της Μαρκέλλας και κανόνισαν να συναντηθούν και οι δύο οικογένειες εκείνο το απόγευμα. Όταν βρέθηκαν, όλοι ήταν ενθουσιασμένοι και κεφάτοι. Είχαν και αυτοί πολλά να πουν. Γύρισαν σπίτι αργά το βράδυ. Είχαν υποσχεθεί οι δύο οικογένειες να περάσουν την Πρωτοχρονιά μαζί, όπως έκαναν και παλιά. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν οπότε, είχαν καιρό μέχρι τότε.
Την επόμενη μέρα, η Μαρία ξυπνάει σε έναν θόρυβο από το τζάμι της. Ήταν η Μαρκέλλα. Γεμάτη ενθουσιασμό κατεβαίνει κάτω. Πάλι, πέρασαν ακόμη μια μέρα μαζί. Ένιωθαν λες και δεν είχε περάσει μια μέρα που ήταν μακριά. Δεν υπήρχαν αρκετά λόγια για να περιγράψουν την χαρά τους. Ήταν ευχαριστημένες μόνο που περνούσαν χρόνο μαζί. Την επόμενη μέρα, η Μαρία είχε ξυπνήσει νωρίς για να δει την Μαρκέλλα. Κοιτάει από το παράθυρό της και βλέπει την φίλη της από κάτω να την χαιρετάει πλησιάζοντας προς το σπίτι της. Και πάλι πέρασαν την μέρα μαζί.
Δεν μπορούσαν να χωριστούν ξανά. Όλη η εβδομάδα έτσι την πέρασαν. Μαζί. Μέχρι που ένα πρωινό, η Μαρία ξυπνάει από έναν δυνατό θόρυβο, ήταν σαν σειρήνα. Σηκώνεται γρήγορα και βλέπει από το παράθυρό της ένα ασθενοφόρο έξω από το σπίτι της Μαρκέλλας. Γρήγορα έτρεξε να δει τι γίνεται. Βγήκαν και οι γονείς τις έξω. Η Μαρκέλλα κάτι είχε πάθει. Η Μαρία με τον πατέρα της πήγαν και αυτοί στο νοσοκομείο να δουν τι έγινε. Η Μαρία είχε ανησυχήσει πάρα πολύ.
«Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί έτσι στα ξαφνικά;», σκεφτόταν.
Μόλις βγήκαν οι γονείς της Μαρκέλλας, τους πλησίασε αμέσως. « Είναι καλά; Τι έγινε; Μπορώ να την δω;» είπε η Μαρία πανικοβλημένη. Οι γονείς της έκατσαν και τις είπαν τι είχε γίνει πραγματικά. Η Μαρκέλλα πριν πέντε χρόνια έφυγε γιατί είχε διαγνωστεί με καρκίνο και δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μηχανήματα εκεί για να την βοηθήσουν. Είχε γίνει καλά εδώ και λίγο καιρό και εφόσον οι γιατροί τους επιβεβαίωσαν, ξαναμετακόμισαν εδώ. Όμως, από ό,τι φαίνεται, οι θεραπείες είχαν προκαλέσει παρενέργειες. Η μητέρα της Μαρκέλλας, την είχε βρει στο πάτωμα λιπόθυμή με την μύτη της να τρέχει αίμα. Δεν είχε συνέλθει ακόμη και περίμεναν. Είχε βραδιάσει και οι γιατροί δεν είχαν νέα της. Ο πατέρας της Μαρίας επέμενε να γυρίσουν σπίτι.
Το επόμενο πρωί, η Μαρία ξυπνάει από το τηλέφωνο. Ήταν οι γονείς της Μαρκέλλας από το νοσοκομείο. Η Μαρία είχε ελπίδες, αλλά δυστυχώς η Μαρκέλλα δεν άντεξε. Ήταν όλοι στεναχωρημένοι. Η Μαρία έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της κλαίγοντας. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ήταν για μέρες άκεφη. Δεν ήθελε να το αποδεχθεί. Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι της και δεν έτρωγε πολύ. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς όμως, είχαν υποσχεθεί να βρεθούν. Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Μια μέρα όμως αποφάσισε μια αρχιτεκτονική ομάδα να επισκεφτεί το νησί με τα πολλά αρχαία μνημεία. Μαζί τους ήταν η Μαρία και η φίλη της η Νεφέλη οι οποίοι είχαν έρθει για μια έρευνα του πανεπιστημίου τους.
Πέρασαν κάποιες μέρες που βοηθούσαν με τις ανασκαφές και ενώ η Νεφέλη καλοπερνούσε, η Μαρία ένιωθε την θλίψη του νησιού. «Πως μπορείς να είσαι στις ανασκαφές όλη την μέρα;» ρώτησε την Νεφέλη. «Εγώ δεν το αντέχω. Υπάρχει μια μεγάλη στεναχώρια παντού σε όλα τα κτίρια και στους ναούς. Πιστεύω πως άμα έμενε κάποιος για πολλές μέρες εδώ θα ξεχνούσε πως να μιλάει, θα έκανε παρέα με τα ποντίκια, και δεν θα θυμόταν να χαμογελάει.»
«Πάντα ήσουν πολύ δραματική Μαρία» της είπε η Νεφέλη. «Δεν γίνονται αυτά.»
Αυτή την νύχτα έβρεξε και έβρεξε και έβρεξε. Η Μαρία αποφάσισε να πάει στον παλιό φούρνο επειδή δεν άντεχε πια να περιμένει την βροχή να σταματήσει. Πήρε μια ομπρέλα μαζί της και βγήκε στην ψιχάλα.
Όταν έφτασε, μπήκε κάτω από το ταβάνι που είχαν στήσει. Ήταν αρκετά σκοτεινά και για αυτό όταν γύρισε να δει έξω στην αυλή δεν ήταν σίγουρη άμα είδε κάποιον ή τους φαντάστηκε.
Μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα έτρεξε με ένα καλάθι στο χέρι να αγκαλιάσει μια κυρία που έμοιαζε πολύ στην ίδια, άρα σίγουρα θα είχαν συγγένεια. Χαμογελώντας, της είπε κάτι αλλά η φωνή της χάθηκε. Εμφανίστηκε ένας γέρος άνδρας κρατώντας από το χέρι ένα μικρό παιδί πέντε χρόνων. Η κοπέλα έδωσε το καλάθι στην κυρία και σήκωσε ψιλά το παιδί γελώντας μαζί του. Όμως ξαφνικά, εμφανίστηκε ένα τεράστιο λαμπερό φως στο δίπλα τοπίο. Οι άνθρωποι γύρισαν φοβισμένοι και το παιδί άρχισε να κλαίει. Η Μαρία αποφάσισε πως τότε ήταν καλή στιγμή να πάει να φέρει την Νεφέλη. Όταν επέστρεψαν όμως, όλοι είχαν εξαφανιστεί.
«Μα, εκεί ήταν!» Η Μαρία φώναξε. «Δεν σου λέω ψέματα! Σου το ορκίζομαι!»
«Μην ανησυχείς» της είπε με ηρεμία η Νεφέλη. «Μπορεί να φαντάστηκες κάτι. Πιστεύω πως όλα αυτά που έχουμε ανακαλύψει σ’ έχουν τρομάξει.»
«Δεν φαντάζομαι πράγματα! Ξέρεις καλύτερα από όλους πως δεν είμαι τρελή. Ήταν μια κοπέλα με καλάθι στο χέρι και μια κυρία και ο γέρος άνδρας της μαζί με ένα μικρό παιδί!»
«Πως γίνεται να τους είδες;» ρώτησε η Νεφέλη. «Αφού όλοι είναι μαζεμένοι στις σκηνές τους.»
«Δεν ξέρω. Δεν ήταν δικοί μας, αλλιώς δεν θα σε φώναζα εδώ.»
Η Νεφέλη αναστέναξε και γύρισε να φύγει. «Θα έρθεις πίσω μαζί μου;» την ρώτησε.
Η Μαρία τράβηξε την προσοχή της από το παράθυρο. «Όχι, θα μείνω εδώ για λίγο» της απάντησε.
«Ότι πεις.» Η Νεφέλη έφυγε, γυρίζοντας πίσω να την κοιτάξει μια φορά και την είδε καθισμένη στο πάτωμα και την άφησε μόνη της. Η Μαρία έριξε άλλη μια μάτια από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Ήταν ένα κρύο, χειμερινό πρωινό. Η Μαρία ξυπνάει, επειδή ακούει φωνές έξω. Σηκώνεται και βλέπει από το παράθυρο ένα κάτασπρο χιονισμένο τοπίο. Χαρούμενα παιδιά παντού, να παίζουν και να γελούν όλα μαζί. Βγαίνει από το δωμάτιο της με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο. Φτάνει στην κουζίνα και βλέπει την μητέρα της να της έχει φτιάξει ένα γεμάτο ζεστό πρωινό. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο, όλη η γειτονιά λαμποκοπούσε από στολίδια. Όλη αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα την γέμιζε πολύ χαρά. Η μητέρα της, της είπε να βγει έξω με την μικρή της αδερφούλα, την μικρή Δανάη, για να παίξει με τα άλλα παιδάκια. Την έντυσε ζεστά ζεστά και βγήκε έξω τρέχοντας. Καθώς καθόταν, έβλεπε κάποιον να έρχεται από το διπλανό σπίτι. Ήταν η παιδική της φίλη η οποία είχε μετακομίσει αλλού πριν πέντε χρόνια, αλλά ξαναγύρισε μόνιμα εδώ. Η Μαρία όμως δεν το ήξερε αυτό. Όταν πλησίασε αρκετά και κατάλαβε ποια ήταν έτρεξε αμέσως να την αγκαλιάσει. Παλιά, ήταν αχώριστες και ήταν συνέχεια μαζί, μέχρι που η Μαρκέλλα έπρεπε να φύγει. Πότε δεν έμαθε η Μαρία γιατί έφυγε η φίλη της . Δεν ήξεραν αν θα ξαναγυρνούσε και όσο περνούσε ο καιρός, η Μαρία έχανε ελπίδες. Είχαν ενθουσιαστεί τόσο που ξαναβρέθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Η αγκαλιά ήταν σαν να είχε κρατήσει αιώνες. Περίμεναν χρόνια αυτή την στιγμή. Έτσι, άρχισαν να μιλάνε και να συζητούν τα παλιά. Μετά από λίγη ώρα, εφόσον κουράστηκε η μικρή Δανάη, πήγαν για μια βόλτα στα παλιά μέρη που σύχναζαν. Πήγαν στην παλιά καφετέρια για να πάρουν μια ζεστή σοκολάτα και να κάτσουν για λίγο. Μιλούσαν και γελούσαν για ώρες. Αφού μεσημέριασε, γύρισαν η κάθε μια στο σπίτι της για μεσημεριανό. Η οικογένεια της Μαρίας είχε χαρεί για την επιστροφή της Μαρκέλλας και κανόνισαν να συναντηθούν και οι δύο οικογένειες εκείνο το απόγευμα. Όταν βρέθηκαν, όλοι ήταν ενθουσιασμένοι και κεφάτοι. Είχαν και αυτοί πολλά να πουν. Γύρισαν σπίτι αργά το βράδυ. Είχαν υποσχεθεί οι δύο οικογένειες να περάσουν την Πρωτοχρονιά μαζί, όπως έκαναν και παλιά. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν οπότε, είχαν καιρό μέχρι τότε.
Την επόμενη μέρα, η Μαρία ξυπνάει σε έναν θόρυβο από το τζάμι της. Ήταν η Μαρκέλλα. Γεμάτη ενθουσιασμό κατεβαίνει κάτω. Πάλι, πέρασαν ακόμη μια μέρα μαζί. Ένιωθαν λες και δεν είχε περάσει μια μέρα που ήταν μακριά. Δεν υπήρχαν αρκετά λόγια για να περιγράψουν την χαρά τους. Ήταν ευχαριστημένες μόνο που περνούσαν χρόνο μαζί. Την επόμενη μέρα, η Μαρία είχε ξυπνήσει νωρίς για να δει την Μαρκέλλα. Κοιτάει από το παράθυρό της και βλέπει την φίλη της από κάτω να την χαιρετάει πλησιάζοντας προς το σπίτι της. Και πάλι πέρασαν την μέρα μαζί.
Δεν μπορούσαν να χωριστούν ξανά. Όλη η εβδομάδα έτσι την πέρασαν. Μαζί. Μέχρι που ένα πρωινό, η Μαρία ξυπνάει από έναν δυνατό θόρυβο, ήταν σαν σειρήνα. Σηκώνεται γρήγορα και βλέπει από το παράθυρό της ένα ασθενοφόρο έξω από το σπίτι της Μαρκέλλας. Γρήγορα έτρεξε να δει τι γίνεται. Βγήκαν και οι γονείς τις έξω. Η Μαρκέλλα κάτι είχε πάθει. Η Μαρία με τον πατέρα της πήγαν και αυτοί στο νοσοκομείο να δουν τι έγινε. Η Μαρία είχε ανησυχήσει πάρα πολύ.
«Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί έτσι στα ξαφνικά;», σκεφτόταν.
Μόλις βγήκαν οι γονείς της Μαρκέλλας, τους πλησίασε αμέσως. « Είναι καλά; Τι έγινε; Μπορώ να την δω;» είπε η Μαρία πανικοβλημένη. Οι γονείς της έκατσαν και τις είπαν τι είχε γίνει πραγματικά. Η Μαρκέλλα πριν πέντε χρόνια έφυγε γιατί είχε διαγνωστεί με καρκίνο και δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μηχανήματα εκεί για να την βοηθήσουν. Είχε γίνει καλά εδώ και λίγο καιρό και εφόσον οι γιατροί τους επιβεβαίωσαν, ξαναμετακόμισαν εδώ. Όμως, από ό,τι φαίνεται, οι θεραπείες είχαν προκαλέσει παρενέργειες. Η μητέρα της Μαρκέλλας, την είχε βρει στο πάτωμα λιπόθυμή με την μύτη της να τρέχει αίμα. Δεν είχε συνέλθει ακόμη και περίμεναν. Είχε βραδιάσει και οι γιατροί δεν είχαν νέα της. Ο πατέρας της Μαρίας επέμενε να γυρίσουν σπίτι.
Το επόμενο πρωί, η Μαρία ξυπνάει από το τηλέφωνο. Ήταν οι γονείς της Μαρκέλλας από το νοσοκομείο. Η Μαρία είχε ελπίδες, αλλά δυστυχώς η Μαρκέλλα δεν άντεξε. Ήταν όλοι στεναχωρημένοι. Η Μαρία έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της κλαίγοντας. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ήταν για μέρες άκεφη. Δεν ήθελε να το αποδεχθεί. Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι της και δεν έτρωγε πολύ. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς όμως, είχαν υποσχεθεί να βρεθούν. Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Άννα
Κάρμεν
Η μικρή Μαρία ήταν ένα μικρό, ζωηρό μα γλυκύτατο κορίτσι που ζούσε σε ένα γραφικό προάστιο του Λονδίνου. Ήταν ευτυχισμένο παιδί της άρεσαν όλα στην ζωή της: η οικογένειά της, το διάβασμα, οι φίλοι της, τα αγριολούλουδα. Μα πιο πολύ απ’ όλα, λάτρευε την Αγγλία. Παρόλο που δεν είχαν τα χρήματα για πολλά ταξίδια κατά μήκος της χώρας, μερικές φορές έπαιρνε το τρένο με την μητέρα της για το Λονδίνο, για τα ψώνια του μήνα. Ήταν πάντα η αγαπημένη της μέρα. Η μητέρα της μοσχομύριζε λεβάντα και της έπλεκε τα μαλλιά στο τρένο, ώσπου να φτάσουν στην περίφημη πρωτεύουσα. Μετά τα ψώνια τους, εάν τους περίσσευε οτιδήποτε. επισκέπτονταν το κοντινότερο βιβλιοπωλείο κι έπαιρναν ένα βιβλίο που θα το μοιράζονταν οι τρεις τους: η Μαρία, η μητέρα κι ο πατέρας της, ο οποίος λάτρευε να ζωγραφίζει. μα για το καλό της οικογένειας εργαζόταν στο μπακάλικο της γειτονιάς. Ήταν μια δεμένη, ευτυχισμένη οικογένεια με ευγενικούς γείτονες με επίσης στενές σχέσεις: κάθε Σαββατοκύριακο όλα τα παιδιά έπαιζαν στα δρομάκια της γειτονιάς και στους πράσινους λοφίσκους χωρίς σταματημό.
Όταν όμως η Μαρία μεγάλωσε, ήρθε το σκοτάδι. Ένα αναμενόμενο μα ταυτόχρονα απρόβλεπτο, αναπάντεχο σκοτάδι, σκότωνε κι έπνιγε όποιον έβρισκε στο πέρασμα του, κατέστρεφε σπίτια, βουνά και δάση, ιστορίες και παραμύθια, όνειρα κι ελπίδες και ήρθε και κοντοστάθηκε παραμένοντας εκεί για όχι πολύ καιρό, μα αρκετό για να αφήσει το παντοτινό του στίγμα. Ήρθε ο πόλεμος. Ο πατέρας της Μαρίας πήγε στον στρατό, ενώ η μητέρα της ήθελε να πάει μαζί της στην Αμερική. Εκεί θα ήταν ασφαλείς. Η Μαρία αρνήθηκε. Δε θα εγκατέλειπε ποτέ την Αγγλία. « Μαρία, θα πεθάνεις! Δεν είναι παιχνίδι. Πάρε μόνο τα απαραίτητα, αύριο φεύγουμε. Ούτε να το σκεφτείς να μείνεις εδώ», της είπε η μητέρα της, μα εκείνη δεν άκουγε. Αγαπούσε την Αγγλία. Πίστευε πως όλα θα πήγαιναν καλά εάν έμεναν εκεί, ενώ αν πήγαιναν στην Αμερική, θα μετανάστευαν χωρίς λόγο. Ο πατέρας της είχε θυσιάσει τα όνειρά του για εκείνες, η Μαρία λοιπόν ήθελε να είναι μαζί του, κι όχι να φύγει χωρίς να τον ενημερώσει ή να τον αποχαιρετήσει. Η Αγγλία τους είχε φερθεί τόσο καλά είχαν πάντα ό,τι χρειάζονταν χάρη σ’ εκείνη, δεν ήθελε να δει την πατρίδα της, το σπίτι της, να θρυμματίζονται σαν να μην ήταν ποτέ τίποτα, σαν το καπνό ενός κεριού γενεθλίων που μόλις τελείωσαν, σαν ένα άχρηστο ξερό φύλλο στα λασπόνερα, στο όνομα του κέρδους, του ναζισμού. Θα την υπερασπιζόταν με την παρουσία της. Θα βοηθούσε με κάθε δυνατό τρόπο. Έτσι η Μαρία, προστατευμένη απ’ το σκοτάδι της νυχτιάς που τείνει να διατηρεί καλά τα μυστικά, άφησε την πολυαγαπημένη της μητέρα, εξηγώντας της σε ένα γράμμα, ένα βράδυ πριν την μετανάστευσή τους, πως φεύγει για το Λονδίνο, με ένα απ’ τα τελευταία τρένα, για να βρει τον πατέρα της και να βοηθήσει όπως μπορεί. Έτσι, πήρε ένα κλωναράκι λεβάντας να το έχει να το μυρίζει ώστε να θυμάται για πάντα την μυρωδιά της μητέρας της, ό,τι κι αν συνέβαινε και πήγε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ανέβηκε στο τελευταίο τρένο προς Λονδίνο με άλλα τρία άτομα και το ταξίδι της ξεκίνησε. Πλέον δεν υπήρχε επιστροφή, μα δεν φοβόταν. Το θάρρος, οι αναμνήσεις και η αγάπη τής έδιναν απεριόριστη δύναμη. Τόση, που ένιωθε άτρωτη. Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δε φαινόταν ψυχή.
Κατερίνα
Μία Παρασκευή απόγευμα, η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι γυρνώντας από το σχολείο, μετά από μία κουραστική εβδομάδα γεμάτη διαγωνίσματα και πολύ διάβασμα. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, ο αδερφός της είχε πάει επίσκεψη σε έναν φίλο του όπου θα γυρνούσε το βράδυ και οι γονείς της ήταν στη δουλειά. Ένιωθε πολύ μοναξιά στο οποίο βοήθησε και η βροχή που την εμπόδιζε να βγει έξω και να παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς. Καθότανε στον καναπέ και τους περίμενε να γυρίσουν. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο, αλλά τίποτα… Είδε μόνο τους δρόμους γεμάτους νερά και τα γκρι σύννεφα είχαν γεμίσει τον ουρανό. Κανείς δεν ήταν έξω. Μετά από λίγη ώρα αφού είχε βαρεθεί μόνη της αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο της και να παίξει με τις κούκλες της. Πριν πάει, η Μαρία έριξε άλλη μία ματιά από το παράθυρο αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Αθηναγόρας
Η μικρή Μαρία ήταν ένα μικρό, ζωηρό μα γλυκύτατο κορίτσι που ζούσε σε ένα γραφικό προάστιο του Λονδίνου. Ήταν ευτυχισμένο παιδί της άρεσαν όλα στην ζωή της: η οικογένειά της, το διάβασμα, οι φίλοι της, τα αγριολούλουδα. Μα πιο πολύ απ’ όλα, λάτρευε την Αγγλία. Παρόλο που δεν είχαν τα χρήματα για πολλά ταξίδια κατά μήκος της χώρας, μερικές φορές έπαιρνε το τρένο με την μητέρα της για το Λονδίνο, για τα ψώνια του μήνα. Ήταν πάντα η αγαπημένη της μέρα. Η μητέρα της μοσχομύριζε λεβάντα και της έπλεκε τα μαλλιά στο τρένο, ώσπου να φτάσουν στην περίφημη πρωτεύουσα. Μετά τα ψώνια τους, εάν τους περίσσευε οτιδήποτε. επισκέπτονταν το κοντινότερο βιβλιοπωλείο κι έπαιρναν ένα βιβλίο που θα το μοιράζονταν οι τρεις τους: η Μαρία, η μητέρα κι ο πατέρας της, ο οποίος λάτρευε να ζωγραφίζει. μα για το καλό της οικογένειας εργαζόταν στο μπακάλικο της γειτονιάς. Ήταν μια δεμένη, ευτυχισμένη οικογένεια με ευγενικούς γείτονες με επίσης στενές σχέσεις: κάθε Σαββατοκύριακο όλα τα παιδιά έπαιζαν στα δρομάκια της γειτονιάς και στους πράσινους λοφίσκους χωρίς σταματημό.
Όταν όμως η Μαρία μεγάλωσε, ήρθε το σκοτάδι. Ένα αναμενόμενο μα ταυτόχρονα απρόβλεπτο, αναπάντεχο σκοτάδι, σκότωνε κι έπνιγε όποιον έβρισκε στο πέρασμα του, κατέστρεφε σπίτια, βουνά και δάση, ιστορίες και παραμύθια, όνειρα κι ελπίδες και ήρθε και κοντοστάθηκε παραμένοντας εκεί για όχι πολύ καιρό, μα αρκετό για να αφήσει το παντοτινό του στίγμα. Ήρθε ο πόλεμος. Ο πατέρας της Μαρίας πήγε στον στρατό, ενώ η μητέρα της ήθελε να πάει μαζί της στην Αμερική. Εκεί θα ήταν ασφαλείς. Η Μαρία αρνήθηκε. Δε θα εγκατέλειπε ποτέ την Αγγλία. « Μαρία, θα πεθάνεις! Δεν είναι παιχνίδι. Πάρε μόνο τα απαραίτητα, αύριο φεύγουμε. Ούτε να το σκεφτείς να μείνεις εδώ», της είπε η μητέρα της, μα εκείνη δεν άκουγε. Αγαπούσε την Αγγλία. Πίστευε πως όλα θα πήγαιναν καλά εάν έμεναν εκεί, ενώ αν πήγαιναν στην Αμερική, θα μετανάστευαν χωρίς λόγο. Ο πατέρας της είχε θυσιάσει τα όνειρά του για εκείνες, η Μαρία λοιπόν ήθελε να είναι μαζί του, κι όχι να φύγει χωρίς να τον ενημερώσει ή να τον αποχαιρετήσει. Η Αγγλία τους είχε φερθεί τόσο καλά είχαν πάντα ό,τι χρειάζονταν χάρη σ’ εκείνη, δεν ήθελε να δει την πατρίδα της, το σπίτι της, να θρυμματίζονται σαν να μην ήταν ποτέ τίποτα, σαν το καπνό ενός κεριού γενεθλίων που μόλις τελείωσαν, σαν ένα άχρηστο ξερό φύλλο στα λασπόνερα, στο όνομα του κέρδους, του ναζισμού. Θα την υπερασπιζόταν με την παρουσία της. Θα βοηθούσε με κάθε δυνατό τρόπο. Έτσι η Μαρία, προστατευμένη απ’ το σκοτάδι της νυχτιάς που τείνει να διατηρεί καλά τα μυστικά, άφησε την πολυαγαπημένη της μητέρα, εξηγώντας της σε ένα γράμμα, ένα βράδυ πριν την μετανάστευσή τους, πως φεύγει για το Λονδίνο, με ένα απ’ τα τελευταία τρένα, για να βρει τον πατέρα της και να βοηθήσει όπως μπορεί. Έτσι, πήρε ένα κλωναράκι λεβάντας να το έχει να το μυρίζει ώστε να θυμάται για πάντα την μυρωδιά της μητέρας της, ό,τι κι αν συνέβαινε και πήγε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ανέβηκε στο τελευταίο τρένο προς Λονδίνο με άλλα τρία άτομα και το ταξίδι της ξεκίνησε. Πλέον δεν υπήρχε επιστροφή, μα δεν φοβόταν. Το θάρρος, οι αναμνήσεις και η αγάπη τής έδιναν απεριόριστη δύναμη. Τόση, που ένιωθε άτρωτη. Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δε φαινόταν ψυχή.
Μία Παρασκευή απόγευμα, η Μαρία επέστρεψε στο σπίτι γυρνώντας από το σχολείο, μετά από μία κουραστική εβδομάδα γεμάτη διαγωνίσματα και πολύ διάβασμα. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, ο αδερφός της είχε πάει επίσκεψη σε έναν φίλο του όπου θα γυρνούσε το βράδυ και οι γονείς της ήταν στη δουλειά. Ένιωθε πολύ μοναξιά στο οποίο βοήθησε και η βροχή που την εμπόδιζε να βγει έξω και να παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς. Καθότανε στον καναπέ και τους περίμενε να γυρίσουν. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο, αλλά τίποτα… Είδε μόνο τους δρόμους γεμάτους νερά και τα γκρι σύννεφα είχαν γεμίσει τον ουρανό. Κανείς δεν ήταν έξω. Μετά από λίγη ώρα αφού είχε βαρεθεί μόνη της αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο της και να παίξει με τις κούκλες της. Πριν πάει, η Μαρία έριξε άλλη μία ματιά από το παράθυρο αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Η Μαρία περπατούσε αργά στην παραλία, τα κύματα σκέπαζαν τα πόδια της, ενώ ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα. Από μακριά, έβλεπε έναν άντρα να στέκεται δίπλα στο βράχο, κοιτώντας προς τη θάλασσα. Η μορφή του της φαινόταν γνώριμη, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν πραγματικά αυτός. Το μυαλό της γέμισε ερωτήσεις, σκέψεις για το παρελθόν, τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα καθώς πλησίαζε, όμως, όταν έφτασε κοντά, εκείνος εξαφανίστηκε ξαφνικά, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Η Μαρία έριξε άλλη μία ματιά, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Η Μαρία περπατούσε μέσα στο δάσος, κρατώντας σφιχτά τη λάμπα θυέλλης που έριχνε τρεμάμενο φως γύρω της. Ο αέρας μύριζε υγρασία και φύλλα που σαπίζουν. Είχε νυχτώσει προ πολλού και το μονοπάτι που ακολουθούσε φαινόταν να χάνεται μέσα στο σκοτάδι. Ο ήχος των βημάτων της αντηχούσε παράξενα, σαν να την ακολουθούσε κάποιος. Σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι της πίσω. Τίποτα. Μόνο σκιές και ησυχία.
Προχώρησε λίγο ακόμα και έφτασε σε ένα ξέφωτο. Στο κέντρο του υπήρχε ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο σπίτι, με τα παράθυρα μαύρα σαν άδειες κόγχες ματιών. Ένα ρίγος τη διαπέρασε, αλλά πλησίασε. Χτύπησε την πόρτα. Καμία απάντηση. Ησυχία. Πουθενά φως, πουθενά κίνηση. Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Η Μαρία κοίταξε από το παράθυρο και δεν είδε ψυχή. Κάθε μέρα έξω από το παράθυρο της Μαρίας περνούσε ο φίλος της και μιλούσαν, αλλά σήμερα δεν είχε εμφανιστεί. Η Μαρία κάθε μέρα περίμενε αυτή την ώρα γιατί ήταν η καλύτερη ώρα της ημέρας της, αλλά σήμερα είχε αρχίσει να ανησυχεί, γιατί είχε περάσει πολύ ώρα και θα έπρεπε να είχε περάσει. Μετά η Μαρία είπε να ανοίξει την τηλεόραση στις ειδήσεις τότε είδε ότι χτύπησαν έναν άνθρωπο στον δρόμο με ένα αμάξι του οποίου ο οδηγός ήταν πιωμένος και διάβασε το όνομα και άρχισε να κλαίει γιατί αυτός που χτύπησαν ήταν ο φίλος της. Η Μαρία έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο, αλλά δεν φαινόταν ψυχή.
Σαββίνα
Ρίτα
Μιχάλης Τ.
Κυριάκος Χ.
Ιουλία
Ευσταθία
Ευθύμης
Ειρήνη
Αριστείδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου