Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

"Πηνελόπεια"- Οι άγνωστες περιπέτειες της Πηνελόπης (Από τα παιδιά της Α΄ Γυμνασίου του Μουσικού Σχολείου Ρόδου και του Γυμνασίου Παραδεισίου)

    Είκοσι χρόνια ο Οδυσσέας γύρισε όλο τον κόσμο και πέρασε μεγάλες περιπέτειες... Κι η Πηνελόπη; 

   Κάθε εμφάνιση της Πηνελόπης στην Οδύσσεια ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο:  εμφανίζεται, παραπονιέται για αυτά που της συμβαίνουν κι έπειτα γυρίζει στο δωμάτιό της όπου βάζει τα κλάματα μέχρι που η Αθηνά της φέρνει ύπνο γλυκό. 

Σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η  Πηνελόπη, σαν είδε πως ο  Οδυσσέας δεν ερχόταν, πήρε στην πλάτη τον Τηλέμαχο (ή και όχι) και βγήκε για να τον ψάξει.... Ή και όχι, αλλά αντέδρασε έστω ενεργητικά στα κακά που της συμβαίναν ! Ή τουλάχιστον, λέει τα γεγονότα από την δική της οπτική γωνία, Κάνει δηλαδή, ό,τι  ΔΕΝ λέει  το ακόλουθο τραγουδάκι των Νάμα. 

 

Οι περιπέτειες αυτές αποτελούν την "Πηνελόπεια". Τι; Δεν τη ξέρετε; Είναι γιατί μόλις την έγραψαν οι μικροί Όμηροι, τα  παιδιά της Α' τάξης του Γυμνασίου Παραδεισίου και του Μουσικού Σχολείου Ρόδου.  Οι περιπέτειες αυτές θα έπρεπε να περιέχονται σε ένα κείμενο τουλάχιστον 150 λέξεων. Ωστόσο αρκετά παιδιά τα ιντρίγκαρε φαίνεται πολύ το θέμα και οι εργασίες τους ήταν πολύ μεγαλύτερες. Το στοιχείο αυτό κι επειδή 30 χιλιάδες λέξεις είναι πάρα πολλές, επηρέασε τη μορφή και τη δομή της ανάρτησης. Επιλέχθηκε δηλαδή να ομαδοποιηθούν οι εργασίες ανά τμήμα, σαν να είχε το καθένα την ραψωδία του δηλαδή. 

Βγήκε λοιπόν κι Πηνελόπη στον... πηγαιμό για την Ιθάκη..! 

Κι ας δούμε τι συνάντησε.

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΟΥ

ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΤΟΥ Α1

Νίκη Π.

Η Πηνελόπη τα χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας ήταν πολύ χάλια ψυχολογικά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έκλαιγε και κανένας δεν μπορούσε να την κάνει καλά. Τότε, λοιπόν, τον δέκατο χρόνο που έλειπε ο Οδυσσέας, αποφάσισε να πάει να τον βρει γιατί δεν γινόταν άλλο. Ήταν το βράδυ της Δευτέρας που αποφάσισε να το σκάσει για να πάει να τον βρει. Όλοι το επόμενο πρωί την έψαχναν αλλά η Πηνελόπη είχε αφήσει ένα γράμμα στον Τηλέμαχο που έλεγε να μην ανησυχεί και να μην βγει κανένας να την ψάξει γιατί θα την προστάτευαν οι θεοί.

Η Πηνελόπη όση ώρα την έψαχναν είχε μπει ήδη στο καράβι και πήγαινε προς το νησί της Κίρκης. Ήξερε πού ήταν διότι είχαν περάσει από εκεί στο ταξίδι του μέλιτος με τον Οδυσσέα και του είχε κάνει πολλή εντύπωση και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει εκεί. Επειδή ήξερε τι κάνει η Κίρκη, πριν πάει ήπιε ένα ποτό που με αυτό δεν μπορούσε να τη μεταμορφώσει σε κάποιο ζώο. Μόλις πήγε στο παλάτι της Κίρκης, δεν δέχτηκε να της δώσει τίποτα να πιει. Η Κίρκη είδε ότι η Πηνελόπη ήταν πολύ απελπισμένη και γι’ αυτό αποφάσισε να την ακούσει. Η Πηνελόπη της τα εξήγησε όλα. Η Κίρκη όμως της είπε ψέματα γιατί είχαν συνεννοηθεί με τη Καλυψώ ότι άμα περάσει από εκεί κάποιος για να ψάξει τον Οδυσσέα να τους πει ότι δεν πέρασε ποτέ από εκεί και να τον φιλοξενήσει για να μην καταλάβει ότι λέει ψέματα, ώστε να τον καθυστερήσει και να τον δηλητηριάσει για να μην τον βρουν ποτέ. Οπότε, η Κίρκη της πρότεινε να μείνει εκεί για λίγο καιρό. Η Πηνελόπη αμέσως συμφώνησε. Ο καιρός περνούσε πολύ ωραία για την Πηνελόπη γιατί δεν είχε καταλάβει ότι τόσον καιρό η Κίρκη προσπαθούσε να την δηλητηριάσει αλλά δεν τα κατάφερνε. Ώσπου η Πηνελόπη αποφάσισε να φύγει γιατί είχε καθίσει εκεί 1 χρόνο και 6 μήνες και ο Οδυσσέας δεν είχε φανεί πουθενά. Η Κίρκη το σεβάστηκε αυτό και της έδωσε και κάποια τρόφιμα για να έχει μαζί της στο ταξίδι.

Η Πηνελόπη ανέβηκε πάνω στο καράβι της. Η θάλασσα ήταν πολύ φουρτουνιασμένη και είχε πολλή ομίχλη. Δεν ήξερε πού πήγαινε, είχε τρομοκρατηθεί πάρα πολύ. Πάνω στο καράβι της ήταν 9 ημέρες ώσπου την ένατη ημέρα, μετά από πολλές δυσκολίες, έφτασε στο νησί της Καλυψώς. Η Καλυψώ μόλις την είδε έτρεξε για να δει ποια είναι και τι θέλει. Όταν η Πηνελόπη είπε ποια ήταν, η Καλυψώ έπαθε ένα σοκ, αγχώθηκε, την έδιωξε γρήγορα και της είπε ότι ο Οδυσσέας πέρασε από εκεί και θα πήγαινε στο νησί του Πολύφημου. Η Πηνελόπη την πίστεψε και ανέβηκε γρήγορα στο καράβι της για να φύγει. Η Καλυψώ όμως είπε ψέματα γιατί ο Οδυσσέας ήταν ακόμη στο νησί της και έκοβε ξύλα.

Η Πηνελόπη όλο αισιοδοξία ανεβαίνει πάνω στο καράβι της και πηγαίνει στο νησί του Κύκλωπα. Όταν φτάνει, αφήνει το  καράβι της στην στεριά και πάει στην σπηλιά. Μόλις μπαίνει στην σπηλιά, βλέπει τον Πολύφημο να κάθεται και να καταριέται τον Οδυσσέα. Αμέσως κατάλαβε ο Πολύφημος ότι μπήκε κάποιος μέσα και άρχισε να φωνάζει:

-Ποιος είναι; Τι θέλεις εδώ; Εδώ είναι το σπίτι μου και κανείς δεν μπαίνει!

-Είμαι η Πηνελόπη και ψάχνω τον Οδυσσέα, τον άντρα μου, του απάντησε.

-Τον Οδυσσέα; Αυτόν που με τύφλωσε; Τώρα θα δει ο Οδυσσέας! Θα σε κρατήσω εδώ μαζί μου και αυτή θα είναι μία από τις τιμωρίες του.

Η Πηνελόπη τρόμαξε πολύ και άρχισε να τρέχει αλλά την πρόλαβε ο Πολύφημος. Της χάλασε το καράβι και την έβαλε μέσα στην σπηλιά. Της είπε ότι θα κάνει όλες τις δουλειές και ότι θα κοιμούνται μαζί. Η Πηνελόπη απελπισμένη και στενοχωρημένη, άρχισε να κάνει τις δουλειές. Κάθε μέρα αυτή ήταν η ρουτίνα τους. Εκεί βασάνιζε την Πηνελόπη για 3 χρόνια ο Πολύφημος μέχρι που είπε ήταν αρκετά διότι θα περνούσε και άλλες δυσκολίες. Η Πηνελόπη μόλις της το είπε αυτό, έτρεξε στην παραλία σε ένα μέρος όπου κρατούσε τα ξύλα από το καράβι της και άρχισε να φτιάχνει μια σχεδία. Αυτό της πήρε περίπου έξι μέρες. Όταν την έφτιαξε, μπήκε μέσα και άρχισε το ταξίδι της. Πάνω στη σχεδία της ήταν 21 μέρες. Κουρασμένη, αποφάσισε να ξαπλώσει γιατί έβλεπε ότι δεν έφτανε πουθενά. Ξύπνησε και είδε ότι η σχεδία της δεν κουνιόταν, πήγε στην άκρη να δει και είδε ότι έφτασε κάπου.

Κατέβηκε κάτω και πήγε στο παλάτι που είχε εκεί να δει πού ήταν. Όταν μπήκε μέσα για να ρωτήσει, οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ φιλόξενοι. Της έβαλαν να φάει, της έδωσαν ένα δωμάτιο με ένα μπάνιο για να ξεκουραστεί και για να πλυθεί. Κατά την διάρκεια του γεύματος, της είπαν ότι ήταν στο νησί των Φαιάκων και την ρώτησαν γιατί πέρασε από εκεί. Η Πηνελόπη τους είπε ποια ήταν και ότι έψαχνε τον Οδυσσέα. Τους είπε βέβαια και πόσα είχε περάσει. Όλοι εκεί την λυπήθηκαν και της είπαν να κάτσει εκεί όσο θέλει. Περνούσαν πολύ ωραία όλοι εκεί. Φιλοξένησαν την Πηνελόπη περίπου 5 χρόνια. Τότε λοιπόν αποφάσισε να φύγει γιατί έβλεπε ότι ο Οδυσσέας δεν ερχόταν. Εκείνοι το σεβάστηκαν όλοι αλλά της είπαν να φάνε πρώτα μεσημεριανό και μετά να έφευγε. Όσο τρώγανε μπήκε μέσα στο παλάτι ο Οδυσσέας. Γύρισε η Πηνελόπη να δει ποιος ήταν και μόλις τον βλέπει, τρέχει να τον αγκαλιάσει. Όταν κατάλαβαν όλοι τι γίνεται, λένε στον Οδυσσέα να κάτσει να φάει μαζί τους. Ο Οδυσσέας τους λέει τι πέρασε και εκείνος. Κατά το βραδάκι, αφού είχαν φάει και είχαν ξεκουραστεί, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Οι Φαίακες τους έδωσαν ένα καράβι γιατί τα δικά τους δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Έκαναν να φτάσουν στην Ιθάκη δώδεκα ημέρες. Μόλις έφτασαν, όλοι τους υποδέχτηκαν γεμάτοι χαρά. Έκαναν ένα μεγάλο γλέντι για τον γυρισμό τους. Το γλέντι κράτησε 3 ημέρες. Μετά από αυτό, επέστρεψαν στην κανονική ζωή τους. Όλοι ήταν πολύ ευτυχισμένοι και χαρούμενοι που γύρισαν ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη.

 Μυρσίνη Κ.

 ΠΡΟΛΟΓΟΣ:

Όλοι μας πλέον γνωρίζουμε την Οδύσσεια. Που μας διηγείται τις οδυσσειακές περιπέτειες , μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Όμως ο Όμηρος δεν επιλέγει να μας περιγράψει αρκετά την καθημερινότητα της  Πηνελόπης.

Για αυτό, ο σκοπός του  κειμένου είναι να προσπαθήσει να εξηγήσει όλα τα κενά  σχετικά με την ζωή της  Πηνελόπης κατά την διάρκεια των γεγονότων της Οδύσσειας.

Επίσης να διευκρινίσω ότι το παρακάτω κείμενο είναι πλασμένο από την φαντασία μου και δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Το μυαλό της ταξίδευε στην φουρτούνα των σκέψεων της.

Τα μαλλιά της χόρευαν με τον ρυθμό του ανέμου, καθώς εκείνη καθόταν στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της. Προσπαθούσε να διακρίνει τις θολές φιγούρες τον ανδρών, που γέμιζαν το καράβι με προμήθειες μηνών. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα συναισθήματα που την έπνιγαν. Ένα δάκρυ διέφυγε από τα γαλάζια μάτια της σαν του ωκεανού.

     Άκουσε ένα απόμακρο βήμα που κατευθυνόταν προς το δωμάτιο. Σηκώθηκε απότομα και σκούπισε το δάκρυ που είχε μόλις πέσει πάνω στο απαλό της δέρμα, με το μανίκι του νυχτικού της. Τόσο πολύ είχε αναστατωθεί, που είχε ξεχάσει να αλλάξει. Ένας άνδρας άνοιξε την πόρτα. Δεν ήταν πολύ κοντός αλλά ούτε  πολύ ψηλός, τα μαλλιά του ήταν σγουρά και σκούρα. Και τα μάτια του, ήταν καφέ και βαθιά που νόμιζες ότι θα βυθιζόσουν μέσα τους. Ο άνδρας έκανε ένα βήμα μπροστά. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, σαν να μην κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ. «Πηνελόπη ήρθε η ώρα, πρέπει να φύγω», είπε ο  Οδυσσέας χωρίς να μπορέσει να κρύψει την θλίψη που φανέρωνε η έκφραση του. «Να γυρίσεις γρήγορα», προσπάθησε να πει ανέκφραστα αλλά η παρουσία ενός δακρύου την πρόδωσε.

   Τότε εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του καταλαβαίνοντας την πίκρα που σχημάτιζε το όμορφο της πρόσωπο. Η Πηνελόπη ήξερε ότι ο Οδυσσέας δεν είχε επιλογή παρά να φύγει. Αλλά εκείνη την στιγμή ένοιωθε σαν να την εγκατέλειπε. Αλλά έπρεπε να φανεί δυνατή για  το βασίλειο της, για τον Οδυσσέα, για τον Τηλέμαχο. Έπρεπε να φανεί δυνατή γιατί εκτός από βασίλισσα, ήταν  μητέρα και επιβαλλόταν να φανεί δυνατή για τον γιό της. «Θα γυρίσω». Της είπε καθώς την έβγαλε από την αγκαλιά του. Τα λόγια του φάνηκαν σαν να εννοούσε κάθε γράμμα που χρειάστηκαν για να ξεστομίσει την υπόσχεση του. «Θα σε περιμένουμε». Απάντησε η Πηνελόπη. Τώρα φαινόταν σαν μια βασίλισσα. Ήταν γενναία και ήταν δυνατή.

    Την πήρε από το χέρι και κατέβηκαν τα μαρμάρινα σκαλιά και πέρασαν μέσα από την μεγάλη αίθουσα. Ήταν γιγάντια, στην μέση της υπήρχαν τέσσερις κίονες και στο κέντρο τους μια εστία. Οι τοίχοι καλύπτονταν από διάφορα μυθικά ζώα και η οροφή από πολλά  χρωματιστά σχέδια. Και στην άκρη υπήρχε ο θρόνος του βασιλιά. Όλοι οι υπηρέτες έβγαιναν έξω για να δουν τον βασιλιά να αποχωρεί από το βασίλειο του. Κατευθύνθηκαν προς την θάλασσα εκεί που η Πηνελόπη θα αποχωριζόταν τον Οδυσσέα. Όπου ο πατέρας θα αποχωριζόταν με την γυναίκα και το τέκνο του.  Τώρα μπορούσες να διακρίνεις τον φόβο στα μάτια της. «Μεγαλειότατε πρέπει να αποχωρίσουμε». Φώναξε ένας άνδρας που καθόταν πάνω στο καράβι και έδενε κάτι σχοινιά. «Τώρα» απάντησε ο Οδυσσέας.

     Μόλις είχε καταφτάσει μια δούλα και κρατούσε στα χέρια της ένα μωρό, τυλιγμένο μέσα σε μια μπεζ, μικρή  κουβέρτα. Η γυναίκα πλησίασε και άπλωσε το μωρό προς τον Οδυσσέα. Εκείνος το πήρε στην αγκαλιά του και το φίλησε στο μέτωπο. «Πηνελόπη να φροντίσεις αυτό το παιδί να μάθει ποιος είναι ο πατέρας του και ότι κάποια στιγμή θα γυρίσει. Θα γυρίσει για να τον γνωρίσει». Τα μάτια του μαρτυρούσαν τον πόνο που έκρυβε η καρδιά του. Και κάπως έτσι, έφυγε σαν το νερό που ρέει στο ποτάμι και καταλήγει σε έναν καταρράκτη, σαν ένα ζώο που καταλήγει στην σφαγή.

     Εκείνη προσπαθούσε να βρει κάποιον που ίσως είχε ακούσει κάτι, κάποιον που πήρε το αυτί του κανένα νέο. Από εδώ και από εκεί υπήρχαν φήμες για τον βασιλιά της Ιθάκης, αλλά τίποτα σοβαρό παρά αερολογίες και παραμύθια.

    Και κάπως έτσι περάσαν τα χρόνια, σαν τον άνεμο.

Εκείνη υποτίθεται ότι ήταν βασίλισσα εκείνη έπρεπε να κάνει κουμάντο στο βασίλειο της, όμως ποιος θα άκουγε μια γυναίκα σε αυτήν την εποχή; Παρόλα αυτά εκείνη δεν υπέκυψε. Μπορεί να μην την άκουγαν αλλά ήταν δική της ευθύνη, δεν θα άφηνε κάποιον σύμβουλο να μιλήσει για εκείνη όχι κάποιον άνδρα δεν θα έκανε αυτό που περίμεναν όλοι να κάνει. Δεν θα τους ευχαριστούσε.

   Αλλά εκτός από βασίλισσά ήταν και μητέρα. Αν και ο μικρός Τηλέμαχος είχε παρακόρες που τον πρόσεχαν και δασκάλους για να του μαθαίνουν την τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης, αν και είχε την μητέρα του εκείνος χρειαζόταν την πατρική φιγούρα. Όποτε  η Πηνελόπη ως μια μάνα που ήθελε το καλύτερό για τον γιό της ήταν και τα δύο. Και μάνα και πατέρας. 

Όμως  ένα νέο την έκανε να ελπίζει. Καθόταν σε μια καρέκλα και χτένιζε τα χρυσαφένια μαλλιά της , όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Μια γυναίκα εμφανίστηκε. Η αναστάτωση φαινόταν στο πρόσωπο της. Γρήγορα ήρθε κοντά, στην Πηνελόπη. «Μεγαλειότατη». Η γυναίκα ήταν λαχανιασμένη, πάσχισε να πάρει μία ανάσα. «Καταστράφηκε η Τροία. Οι άνδρες έρχονται πίσω». Η Πηνελόπη ήταν τώρα σίγουρη ότι ο Οδυσσέας θα ερχόταν πίσω.

Κι άλλα χρόνια πέρασαν, μετά την χαρμόσυνη είδηση της καταστροφής της Τροίας. Ο Τηλέμαχος ήταν πια άνδρας. Εκείνη μεγάλωνε. Αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα πέθαινε αν τα ματιά της δεν βλέπαν τον Οδυσσέα.  Θα τον περίμεναν  και εκείνη και ο Τηλέμαχος.

Μακάρι να έμεναν έτσι τα πράγματα. Αλλά η μοίρα βλέπετε ήθελε να δοκιμάσει αυτήν την οικογένεια που ήταν είδη χωρισμένη. Και έτσι η φουρτούνα απελευθέρωσε κι άλλα τέρατα που θα έμπαιναν στον δρόμο τους. Οι άπληστοι μνηστήρες. Που για τρία ολόκληρα χρόνια ταλαιπωρούσαν την Πηνελόπη. Τρώγανε το βιος του Οδυσσέα και κοιμόντουσαν στο κρεβάτι του. Της ζητούσε ο καθένας τους γάμο αφού όλοι τους λιγουρεύονταν τον θρόνο. Οι μνηστήρες την απειλούσαν. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα προτού πέσει στον λάκκο.

 Ήτανε στην μεγάλη αίθουσα με την συνοδεία των δούλων της. «Βασίλισσα, πρέπει να παντρευτείς. Ο Βασιλιάς σου δεν θα γυρίσει πίσω». Είπε ένας μνηστήρας που καθόταν σε ένα τραπέζι. «Θα παντρευτώ». Όλα τα βλέμματα γυρίσανε πάνω της, αφού εκείνη πάντα απέρριπτε τις προτάσεις των μνηστήρων. Η Πηνελόπη όμως ήταν έξυπνη, είχε ένα σχέδιο. Τους είπε ότι θα κένταγε ένα κεντητό και όταν θα το τελείωνε θα παντρευόταν. Όμως η Πηνελόπη το κένταγε το πρωί και το χάλαγε το βράδυ. 

Οι μνηστήρες όμως την υποπτεύθηκαν και την ανάγκασαν να παντρευτεί. «Θα παντρευτώ αυτόν που θα μπορέσει να λυγίσει αυτό το τόξο». Είπε η Πηνελόπη καθώς έδειξε το τόξο του Οδυσσέα που μόνο αυτός μπορούσε να λυγίσει. Προσπαθούσαν οι μνηστήρες , μα κανένας σαν τον θεϊκό Οδυσσέα. «Μπορώ να δοκιμάσω;». Ρώτησε ένας ξένος. Το πήρε στα χέρια του. Πήρε ένα βέλος και το στόχευσε στον τοίχο. Ο ξένος το έριξε. Ήταν ο Οδυσσέας.

Η  Πηνελόπη πήγε κοντά του με ένα δάκρυ να περπατάει στο πρόσωπο της. «Οδυσσέα;». Ο ξένος έβγαλε την κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπο του. Ήταν εκείνος. Η Πηνελόπη έτρεξε και τον αγκάλιασε. «Γύρισες», είπε εκείνη. Κι άλλα δάκρυα τώρα στο πρόσωπο της. «Έκανα μια υπόσχεση, Πηνελόπη. Ότι θα γυρνούσα». Και μετά έγινε η μνηστηροφονία. 

Και τα κομμάτια αυτής της διαλυμένης οικογένειάς ξαναενώθηκαν. Και από τότε ήταν αχώριστοι. Σαν τα αστέρια και τον κατάμαυρο ουρανό.

Χρήστος Κ.

Η Πηνελόπη, όταν είδε πως ο Οδυσσέας δεν ερχόταν, πήρε στην πλάτη τον Τηλέμαχο και βγήκε για να τον ψάξει. Αρχικά πήγε στο Μαντείο των Δελφών και ζήτησε να την βοηθήσουν στην αναζήτηση του συζύγου της.

               Άκουσε με μεγάλη προσοχή τις οδηγίες τους και μαζί με λίγους στρατιώτες που είχε αφήσει πίσω ο Οδυσσέας ταξίδεψε ως την Τροία. Όταν έφτασε εκεί, έμαθε πως ο πόλεμος είχε τελειώσει και ότι ο άντρας της είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής. Ο πόνος της ήταν μεγάλος, φοβήθηκε πολύ γι’ αυτόν.

               Απελπίστηκε που δε γύρισε κοντά της και αποφάσισε να σταματήσει σε όλα τα νησιά που μπορεί να συναντήσει κανείς πηγαίνοντας από την Τροία στην Ιθάκη. Συνάντησε πολλές δυσκολίες, όταν όμως έφτασε στο νησί της καλλιπλόκαμης νεράιδας, επιτέλους αντίκρισε τον Οδυσσέα. Παρόλο που και οι δύο είχαν αλλάξει εμφανισιακά, αμέσως αναγνώρισε ο ένας τον άλλο.

Τότε άρχισε μια μεγάλη διαμάχη ανάμεσα σε μια θνητή και μια θεά για τα μάτια του πολυμήχανου άντρα. Η δίκαιη όμως θεά Αθηνά βοήθησε τον Οδυσσέα να ενωθεί ξανά με την οικογένεια του δίνοντας κρασί στην Καλυψώ και οδηγώντας την σε γλυκό ύπνο. 

Μπάμπης Χ.
    Κουράστηκε πια η Πηνελόπη και σπαράζει στο κλάμα. "Φτάνει!", είπε. "Πάω να βρω τον Οδυσσέα μόνη μου και να τον φέρω πίσω!". Ξεκίνησε με το πιο μεγάλο και ισχυρό καράβι που διέθετε. 
    Μέρα-νύχτα την έδερναν τα κύματα ώσπου ένα πρωί αντίκρυσε τον Οδυσσέα καθισμένο σε έναν βράχο, κοντά στον Άδη, μόνο του και απελπισμένο, να κλαίει, μη ξέροντας πώς να φύγει από εκεί. "Οδυσσέα!", του φώναξε, "Είμαι εδώ και συναντιόμαστε μετά από τόσα χρόνια. Πάμε στο παλάτι μας, να δεις τον γιο σου και να μας ελευθερώσεις από τους μνηστήρες."

Σταύρος Α.
Η Πηνελόπη, επειδή έμεινε τόσα πολλά χρόνια γεμάτη κλάματα, αποφάσισε να ξεκινήσει τη δικιά της περιπέτεια για να βρει τον Οδυσσέα. Έτσι, ζήτησε από τους στρατιώτες του παλατιού να της δώσουν μια βάρκα.
Η Πηνελόπη προσπάθησε να σκεφτεί πού θα πήγαινε ο Οδυσσέας αλλά δε μπορούσε να το βρει. Γι' αυτό απλά βγήκε στη θάλασσα και προσευχόταν να τον βρει. Μετά από μερικές εβδομάδες, βρήκε ένα καράβι και χάρηκε επειδή ήταν του Οδυσσέα. Στον γυρισμό τους, όμως, περικυκλώθηκαν από τις Σειρήνες: τους επιτέθηκαν γιατί ήθελαν να πάρουν εκδίκηση. Ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη και οι στρατιώτες τους κατάφεραν μετά από μεγάλη μάχη να τις νικήσουν. Έτσι, γύρισαν πίσω στην Ιθάκη και χάρηκαν πολύ.

Δέσποινα Δ.


Σταμάτης Δ.





Φιλία Μ.





ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΤΟΥ Α2

Νικόλας Ι.

Η Πηνελόπη απογοητευμένη που ο Οδυσσέας δεν επέστρεφε, αποφάσισε να πάρει τον Τηλέμαχο και να φύγει από την Ιθάκη. Ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφύγει την πίεση που δεχόταν καθημερινά από τους μνηστήρες για να διαλέξει έναν από αυτούς για να παντρευτεί. Μέσα της ήξερε πως ο Οδυσσέας ζούσε και γι’ αυτό δεν ήθελε να τον προδώσει για κάποιον άλλο άνδρα. Αν κατάφερνε να φύγει μακριά από τους μνηστήρες και να κρυφτεί σε κάποιο άλλο μέρος μαζί με τον γιο της και να ειδοποιήσει με κάποιον τρόπο τον Οδυσσέα για την κατάσταση τους, θα ήταν πολύ χαρούμενη και ήρεμη. Κάθε βράδυ προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο να σχεδιάσει την φυγή της, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο διότι όλη την ώρα την ενοχλούσε και κάποιος μνηστήρας.

Μετά από πολλά χρόνια, ένα βράδυ κατάφερε να πάρει τον Τηλέμαχο και να φύγει από το παλάτι. Κατέβηκε στη θάλασσα, μπήκε σε μια σχεδία και ξεκίνησε να φύγει από την Ιθάκη. Το ξημέρωμα τη βρήκε στην μέση του πελάγους και εκεί που ήταν απελπισμένη βλέπει μπροστά της μια σχεδία με έναν άνδρα πάνω να κοιμάται. Πλησίασε κοντά και έκπληκτη είδε τον Οδυσσέα! Άρχισε να φωνάζει με όση δύναμη είχε, ώσπου ξύπνησε ο Οδυσσέας. Όλος χαρά την πλησίασε, μπήκε στην σχεδία της και αγκάλιασε με όλη του την δύναμη την γυναίκα και τον γιο του. Όλοι μαζί, ανακουφισμένοι πια, πήραν τον δρόμο της επιστροφής στην Ιθάκη τους.

 Γιάννης Π.

Σε ένα νησί που το έλεγαν Ιθάκη ζούσε μια γυναίκα, η Πηνελόπη, με έναν πανέξυπνο και δυνατό άντρα, τον  Οδυσσέα ο οποίος είχε πάρει μέρος στον πόλεμο στην Τροία και για 20 χρόνια δεν τον έβλεπε η γυναίκα του με το παιδί του.    

Ώσπου μια μέρα η Πηνελόπη πήρε ένα καράβι, έβαλε το παιδί της στους ώμους της και ξεκίνησε να ψάχνει τον άντρα της. Πρώτος της σταθμός ήταν το νησί των Φαιάκων για να πάρει πληροφορίες από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Αφού ρώτησε πάνω από τριάντα ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήξεραν τίποτα, βρήκε κάποιον που της είπε ότι είχε βγει για ψάρεμα πριν λίγες μέρες και είδε ένα καράβι με άσπρα, σκισμένα πανιά να το παίρνει το κύμα στην Ωγυγία, το νησί της νεράιδας Καλυψώς.

    Ακούγοντας τα λόγια του ανθρώπου αυτού, η Πηνελόπη ξεκίνησε για την Ωγυγία. Ύστερα από ένα ταξίδι γεμάτο ταλαιπωρίες, έφτασε κουρασμένη στο νησί, όπου είδε ένα καράβι ακριβώς σαν το καράβι που της περιέγραψε ο ψαράς. Αφού έκατσε λίγο να ξεκουραστεί, η Πηνελόπη περπάτησε μέχρι το κάστρο της Καλυψώς όπου εκεί οι φρουροί τη ρώτησαν γιατί βρίσκεται εκεί. Αυτή απάντησε λέγοντας ότι ψάχνει τον άντρα της και αν είναι σε αυτό το νησί. Οι φρουροί της είπαν ότι ήρθε ένας ναυαγός με το όνομα Οδυσσέας και είναι μέσα στο κάστρο για να γιατρευτεί επειδή ήταν γεμάτος χτυπήματα. Ακούγοντας τα λόγια του φρουρού, η Πηνελόπη είπε φωναχτά «ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ!» Και την άφησαν να μπει στο κάστρο για τον δει και να τον πάρει μαζί της.

   Αμέσως με το που τον είδε, έτρεξε να τον αγκαλιάσει και μετά από λίγα δευτερόλεπτα κατάλαβε και ο Οδυσσέας ποιος τον αγκάλιαζε και την αγκάλιασε και αυτός σφιχτά. Μετά από λίγη ώρα ξεκίνησαν για την Ιθάκη και, αφού έφτασαν, έζησαν μαζί την υπόλοιπη τους ζωή, αυτοί μαζί με το παιδί τους.

 Άννα Π.

Όταν η Πηνελόπη είδε πως ο Οδυσσέας δεν γυρνούσε πίσω όσο περνούσαν τα χρόνια, αποφάσισε να βρει τον Τηλέμαχο και να πάει μαζί του να ψάξουν για τον άντρα της. Ήξερε πως και ο ίδιος ο Τηλέμαχος είχε πάει να αναζητήσει πληροφορίες για το πού μπορεί να βρίσκεται ο χαμένος πατέρας του και ήξερε έτσι που θα τον έβρισκε. Ευτυχώς για αυτήν, την μέρα πριν ξεκινήσει την πορεία της προς τον Τηλέμαχο, εμφανίστηκε αυτός στο παλάτι.

Ξεκίνησαν τότε μαζί να πλέουν στα κύματα της θάλασσας προς περιοχές που πίστευαν ότι θα βρουν κάτι που θα τους βοηθούσε. Στην πορεία τους για την Τροία, πέρασαν από τεράστιες καταιγίδες αλλά κατάφεραν να τις ξεπεράσουν. Το μόνο στοιχείο που βρήκαν εκεί όμως, ήταν πως οι επιζώντες του πολέμου είχαν γυρίσει όλοι στην πατρίδα τους. Ξέροντας η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος πως αυτό δεν ήταν αλήθεια χάρη στα λόγια της θεάς Αθηνάς που είχε πει στον Τηλέμαχο, συνέχισαν να ψάχνουν. Μετά από πολλές άχρηστες πληροφορίες, κατάλαβαν πως οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες και γύρισαν στο παλάτι. Μετά από αρκετά χρόνια όμως, ο Οδυσσέας κατάφερε να γυρίσει στην Ιθάκη μετά από όλα του τα βάσανα.

 Χριστιάνα Τ.

Καθώς ο Οδυσσέας έφευγε για την Τροία, καθόμουν από πίσω, το μαντήλι να κουνώ,  να πιστεύω πως θα τα καταφέρω μόνη μου τον καιρό που ο Οδυσσέας θα λείπει. Σκεπτόμενη από μέσα μου μονάχα τον Οδυσσέα που έφευγε για να πολεμήσει ηρωικά στην Τροία, μπήκα μέσα στο παλάτι.   Ήξερα και πίστευα στην εξυπνάδα και στις δυνατότητές του και ήμουν  σίγουρη πως θα γυρίσει νικητής.

Και παρότι τρία χρόνια μνηστήρες με πολιορκούσαν τρώγοντας μες στο ίδιο μου το σπίτι την περιουσία του άνδρα μου, παρότι με πίεζαν να δηλώσω ποιον θα διαλέξω από αυτούς να παντρευτώ, εγώ παρέμενα πιστή στην αγάπη του Οδυσσέα . Δεν ήξερα ότι η στιγμή που διάλεξα να κάνω αγώνα τοξοβολίας για να παντρευτώ τον νικητή, θα ήταν και η πολυπόθητη  στιγμή που επέστρεψε ο Οδυσσέας σκοτώνοντας τους μνηστήρες, ανταμείβοντάς με για την υπομονή μου. Επέστρεψε και πάλι στην αγκαλιά μου.

Φραντζής Κ.
    Ξεκίνησε η Πηνελόπη από την Ιθάκη. Το κύμα την έβγαλε στο νησί των Λωτοφάγων και τους ρώτησε: "Έχετε δει τον Οδυσσέα;" και της απάντησαν ότι τον έχουν δει αλλά για να της αποκαλύψουν προς τα πού πήγε, έπρεπε πρώτα να φάει έναν λωτό. Η Πηνελόπη, χωρίς να ξέρει τι πρόκειται να γίνει, έφαγε τον λωτό και μετά δε μπορούσε να φύγει από το νησί.
    Μετά από πολύν καιρό, η Πηνελόπη κατάφερε να φύγει για να συνεχίσει το ταξίδι της. Πήγε σε πολλά μέρη για να αναζητήσει τον Οδυσσέα: στο νησί του Αιόλου, στον Άδη, στους Κίκονες και όλους τους ρωτούσε για τον άντρα της.
    Στο τέλος, συναντιέται με τον Οδυσσέα η Πηνελόπη στο νησί των Φαιάκων και γυρνάνε μαζί πίσω στην Ιθάκη.

Άγγελος Κ.
Αφού ο Οδυσσέας είχε φύγει από την Ιθάκη, η Πηνελόπη αποφάσισε, παρά να τον περιμένει, να πάει να τον βρει. Πήρε, λοιπόν, το πιο γερό πλοίο και δέκα άντρες οπλισμένους για προστασία και το ταξίδι της ξεκίνησε. Πέρασε από πολλές καταιγίδες και είπε να σταματήσουν σε ένα νησί για να ξεκουραστούν. Η Πηνελόπη έστειλε πέντε άντρες να ψάξουν σε ένα χωριουδάκι για πληροφορίες. Όταν γύρισαν, είχαν μάθει για ένα νησί στο οποίο είχαν δει έναν άντρα με ένα πλοίο. Στο τέλος, πήγαν και βρήκαν τον Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και γύρισαν μαζί στην Ιθάκη.

Γιώργος Π.
Μια φορά κι έναν καιρό, η Πηνελόπη είχε ταξιδέψει μια μια βάρκα για να βρει τον Οδυσσέα. Έπιασε τότε μια μεγάλη φουρτούνα που της χάλασε τη βάρκα. Η Πηνελόπη πιάστηκε και κρατιόταν σφιχτά από τα ξύλα της βάρκας. Όταν πέρασε η κακοκαιρία και ξημέρωσε η επόμενη μέρα, η Πηνελόπη δεν ήξερε πού βρισκόταν. Ξαφνικά βλέπει ένα μικρό νησί. Προσπάθησε να κολυμπήσει προς τα εκεί κι όταν έφτασε, το νησί της φαινόταν πολύ γνωστό. Οπότε, άρχισε να το εξερευνά και κατάλαβε ότι βρισκόταν στη Σχερία. Έτσι, βρήκε στον Οδυσσέα.

Φίλιππος Σ.
    Η Πηνελόπη κουράστηκε να περιμένει τον Οδυσσέα και αποφάσισε να πάει να τον βρει. Μετά από τρεις μέρες, το καράβι της ήταν έτοιμο να σαλπάρει και μετά από έναν μήνα έφτασε σε ένα νησί, το νησί των Κυκλώπων. 
    Εκεί είδε τον Πολύφημο με το τυφλωμένο του μάτι. Τον λυπήθηκε και τον ρώτησε "Ποιος σου χάλασε το μάτι;" Ο Πολύφημος σοκαρισμένος ρώτησε "Ποιος είναι εδώ και μου μιλά;" και η Πηνελόπη απαντάει: "Είμαι η Πηνελόπη, η γυναίκα του πολυμήχανου Οδυσσέα.". Ο Πολύφημος, θυμωμένος, αρπάζει την Πηνελόπη και τη δίνει στον πατέρα του, τον Ποσειδώνα. Ο Ποσειδώνας φτιάχνει μια γιγάντια βάρκα και τη στέλνει με γιγάντια κύματα προς τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας πλησιάζει περίεργος τη βάρκα και βλέπει μέσα την Πηνελόπη νεκρή. Από τη στεναχώρια του, ο Οδυσσέας αυτοκτόνησε.

Μιχαέλα Φ.

Μιχαήλ Ι.





ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΤΟΥ Α3 

Γιάννης Λ.

"Πηνελόπεια"

… Και αφού η Πηνελόπη έβλεπε ότι εδώ και 17 χρόνια, ο Οδυσσέας δεν έφτανε στην Ιθάκη, έφτιαξε με την βοήθεια του Εύμαιου, της Ευρύκλειας και του Τηλέμαχου, ένα μεσαίου μεγέθους καράβι,  με το οποίο  θα ταξίδευε την επόμενη μέρα μαζί με τον Τηλέμαχο για να βρει τον πολυμήχανο Οδυσσέα. Την επόμενη μέρα, ξύπνησαν νωρίς το πρωί, πήραν αρκετά τρόφιμα και δύο σπαθιά και ξεκίνησαν το ταξίδι τους.

      Ξεκίνησαν να πάνε προς τα Νοτιοανατολικά. Οχτώ ώρες έπλεαν στο μπλάβο πέλαγος, ώσπου ξαφνικά είδαν ένα καταπράσινο νησί με βράχους γύρω από αυτό. Έδεσαν το πλοίο στην ακτή με ένα σχοινί και πέταξαν και μία άγκυρα. Αφού ανέβηκαν στο νησί, παρατήρησαν ότι δεν υπήρχε κανείς. Προχώρησαν πιο βαθιά στο νησί και όταν απομακρύνθηκαν από την ακτή, η βράχοι υψώθηκαν γρήγορα. Ξαφνικά φάνηκαν να τους πλησιάζουν μια ομάδα πέντε ατόμων  τα οποία όλα είχαν κέρατα πάνω στο κεφάλι τους. Αυτοί οι κερατοφόροι άνθρωποι έπιασαν τον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη και τους έκλεισαν στο παλάτι για 3 μήνες και τους εξανάγκαζαν να καθαρίζουν τους στάβλους και το παλάτι τους. Μια  όμως μέρα κατάφεραν να βγουν από το νησί. Η Πηνελόπη παρατήρησε ότι οι βράχοι υψώνονται όταν φύτρωναν κέρατα πάνω στο κεφάλι τους κι  ένα βράδυ μπήκαν από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας των πέντε κερατοφόρων –κοιμόντουσαν όλοι μαζί- και τους έκοψαν τα κέρατα. Κατόπιν, οι βράχοι έπεσαν, πήραν το καράβι τους και βγήκαν από το νησί. Μόλις το έμαθε αυτό η Ήρα, η μητέρα τους, είπε στον κοσμοσείστη Ποσειδών να κάνει μια τεράστια θαλασσοταραχή, ώστε να διαλύσει το πλοίο τους. Ύστερα από τρείς μέρες στην  θάλασσα ο Τηλέμαχος και η Πηνελόπη, βγήκαν στην στεριά τραυματισμένοι. Βγήκαν στο νησί των Λωτοφάγων, όπου είδαν το καλάθι που είχε βάλει  στον Οδυσσέα  η Πηνελόπη τα τρόφιμα, πριν φύγει ο Οδυσσέας για την Τροία. Ύστερα από λίγο βρήκαν ένα σύντροφο του Οδυσσέα, τον Ίκτιλο, να τρωγοπίνει τους λωτούς. Έτσι κατάλαβαν ότι ο Οδυσσέας είχε περάσει από εκεί. Όταν ρώτησε τον Ίκτιλο όμως, αν όντως πέρασε από εδώ και προς τα πού πήγε ο Οδυσσέας, εκείνος δεν θυμόταν καν ποιος είναι αυτός και συνέχισε να τρώει. Ο Τηλέμαχος τότε σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να αφήσουν τους λωτούς που μάζεψαν και να φύγουν γρήγορα πριν τους δει κανείς. Έκοψαν γρήγορα κάτι ξύλα και έφτιαξαν μια μικρή σχεδία ίσα για να μπορούν να ταξιδέψουν. Μετά από εβδομάδες, βρέθηκαν στον κόλπο των Κορυτίδων. Οι Κορυτίδες ήταν γοργόνες, οι οποίες έκλειναν τον κόλπο την ημέρα και τον άνοιγαν την νύχτα, μόνο όμως στους άνδρες. Αν έμπαινε γυναίκα εκεί, τότε την τραβούσαν στον βυθό μέχρι να πνιγεί. Εκεί, ο Τηλέμαχος συνάντησε τον Αμφίνομο, έναν ναυαγό, ο οποίος είχε κλέψει τον μανδύα λιονταριού του ημίθεου Ηρακλή και έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν, απαγορεύοντάς του να βγει από εκεί. Ο Τηλέμαχος όμως, τον λυπήθηκε και του έλυσε τις αλυσίδες, γιατί ο Αμφίνομος είχε μετανοήσει και τον είχε ικετεύσει. Τον ρώτησε μάλιστα αν έχει δει και τον πατέρα του που λείπει 18 χρόνια από την Ιθάκη. Εκείνος του απάντησε ότι δεν τον έχει δει όμως θα προσπαθήσει να τον ψάξει. Μόλις βγήκε ο Τηλέμαχος από τον κόλπο, είδε την Πηνελόπη καθιστή στην σχεδία να σκέφτεται τον Οδυσσέα και να κλαίει. Τότε, την καθησύχασε ο συνετός Τηλέμαχος και έφυγαν.

     Έφτασαν σε μια απέραντη στεριά. Έδεσαν με ένα σχοινί την σχεδία τους και προχώρησαν. Πέρασαν δεκάδες χωριά και πόλεις, χιλιάδες πολιτισμούς, άγριους αλλά και φιλόξενους. Πλέον τα μόνα πράγματα που είχαν ήταν κάτι κουρέλια. Την εικοστή έκτη βδομάδα  της Πηνελόπειας, ο Τηλέμαχος και η Πηνελόπη έφτασαν στην Πύλο. Ο Τηλέμαχος την αναγνώρισε διότι είχε ξαναπάει σε αυτήν. Βασιλιάς εκεί ήταν ο Νέστορας, φίλος και συμπολεμιστής του πατέρα του στον πόλεμο της Τροίας. Ήξερε καλά τον Οδυσσέα, οπότε ο Τηλέμαχος τον ρώτησε εάν ήξερε κάτι σχετικά με τον νόστο του. Εκείνος, όμως του απάντησε πως λυπάται πολύ που δεν έχει γυρίσει ακόμα αλλά δεν ξέρει πολλά σχετικά με αυτό. Αφότου τελείωσαν την συζήτησή τους την  κατά την οποία ο  Νέστωοας τούς έδωσε όσες πληροφορίες γνώριζε για τον Οδυσσέα και τον νόστο του, τους πρόσφερε ρούχα να ντυθούν, φαγητό για να φάνε και ετοίμασε για αυτούς μεγάλο συμπόσιο.

    Καθώς έφευγαν από το παλάτι, είδαν αρκετούς κενταύρους έξω από αυτό να κάθονται. Ανάμεσα τους ήταν και ο μάντης Θεοκλύμενος ,ο οποίος  την πληροφόρησε ότι ο Οδυσσέας δεν είναι νεκρός και ότι δεν θα περάσει αρκετός καιρός που θα γυρίσει. Επίσης, της είπε ότι αυτήν την στιγμή βρίσκεται πάνω σε ένα κατάφυτο νησί. Η Πηνελόπη τον ευχαρίστησε και του πρότεινε να έρθει στην Ιθάκη. Εκείνος δέχτηκε. Έτσι, ο Νέστορας τούς έδωσε ένα μεγάλο καράβι, τρόφιμα και γύρισαν και οι τρεις πίσω στην Ιθάκη.

Ελένη Κ.

          Ήταν ένα συννεφιασμένο φθινοπωρινό πρωινό στην Ιθάκη. Η Πηνελόπη κοιτούσε έξω από το παράθυρο του δωματίου της μελαγχολικά. Ένα νεαρό αγόρι την πλησίασε. Η Πηνελόπη γύρισε και είδε τον δωδεκάχρονο γιο της, τον Τηλέμαχο, να αγναντεύει κι εκείνος την θάλασσα και να σκέφτεται αυτό που απασχολούσε όλο το νησί εδώ και περίπου δύο χρόνια· πού ήταν ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Ιθάκης;

   Το αγόρι γνώριζε πως οι βασιλιάδες των άλλων περιοχών είχαν γυρίσει από τον Τρωικό πόλεμο προ πολλού, και αναρωτιόταν τι τρομερό είχε συμβεί στον πατέρα του για να μην έχει γυρίσει κι αυτός. Η Πηνελόπη κοιτούσε τον γιο της και δεν μιλούσε. Μες στο μυαλό της τριγύριζε μια τολμηρή ιδέα, μια ιδέα που ετοιμαζόταν να την πραγματοποιήσει. Φώναξε κοντά της το παιδί, το κοίταξε στα μάτια και του μίλησε. Του είπε πόσο το αγαπούσε, πόσο πολύ θα ήθελε να το πάρει μαζί της, πόσες τύψεις ένιωθε για αυτό που θα έκανε. Του είπε να προσέχει και να την περιμένει, να προσεύχεται στους θεούς για εκείνη καθημερινά.

    Του είπε πως ήταν η ώρα να βρει τον Οδυσσέα. Έπειτα πήρε από δίπλα της έναν σάκο με μερικά τρόφιμα, ρούχα, χρήματα και όπλα κι έφυγε.

      Ο Τηλέμαχος έμεινε να κοιτάζει από το παράθυρο την φιγούρα της μητέρας  του που όλο απομακρυνόταν. Δεν της κρατούσε κακία. Ήξερε πως θα επέστρεφε. Προσπάθησε να διακρίνει τα καστανά μαλλιά της ανάμεσα στις ψιχάλες που άρχισαν να πέφτουν και να ανακατεύονται με τα δάκρυά του. Έπειτα, κατευθύνθηκε προς τον Ναό της θεάς Αθηνάς, να προσευχηθεί για να γυρίσει η μαμά του πίσω σώα.

        Οι ψιχάλες άρχισαν να δυναμώνουν. Η Πηνελόπη προχωρούσε, με το πρόσωπό της καλυμμένο, προς το λιμάνι. Από τους πολλούς ταξιδιώτες που είχαν περάσει απ’ το παλάτι είχε μάθει πως ο Οδυσσέας είχε φύγει από την Τροία με πολλά καράβια και ακόμα περισσότερα λάφυρα με προορισμό την Ιθάκη. Το σχέδιό της ήταν σαφές· θα σάλπαρε με ένα καΐκι και θα πήγαινε στην Τροία. Εκεί, θα μάθαινε από πού είχε ξεκινήσει ο Οδυσσέας και πού θα πήγαινε. Θα σταματούσε όπου έβρισκε στεριά για να μάθει νέα του, και θα συνέχιζε έτσι έως ότου τον βρει, ζωντανό ή νεκρό.

    Προχωρούσε με γοργά βήματα για αρκετή ώρα συλλογιζόμενη τον γιο της, που άφησε στην φροντίδα των υπηρετριών. Όταν σήκωσε το κεφάλι της, αντίκρισε την θάλασσα. Πλησίασε έναν ναυτικό που στεκόταν παράμερα, ο οποίος είχε συμφωνήσει να της πουλήσει το καΐκι του. Ήταν ξύλινο με ψηλά κατάρτια και μεγάλα καραβόπανα. Ένας έμπειρος ναυτικός θα μπορούσε εύκολα να το κυβερνήσει ακόμα και χωρίς πλήρωμα. Το ίδιο και η Πηνελόπη. Είχε μάθει να ταξιδεύει με καράβια από πολύ μικρή ηλικία. Κουβέντιασε λίγο για το ποσό με τον ναυτικό και έπειτα ξεκίνησε.

        Η Πηνελόπη ταξίδευε για μέρες στη θάλασσα χωρίς να σταματήσει. Το βράδυ έμενε ξύπνια και είχε τα μάτια της στα αστέρια, και το πρωί κοιτούσε τους τόπους που άφηνε κι εκείνους που ανοίγοταν μπροστά της. Συλλογιζόταν από ποιους θα είχε περάσει ο Οδυσσέας. Όποτε είχε χρόνο, προσευχόταν στην Εστία, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για να έχει ένα καλό ταξίδι και να βρει τον άντρα της σώο.

  Μετά από σχεδόν δύο εβδομάδες ταξιδιού αντίκρισε τα εδάφη της Τροίας. Τα καστανά της μάτια έλαμψαν από ενθουσιασμό. Μπορούσε ήδη να δει από μακριά κτίσματα, και αυτό την ενθάρρυνε να κατέβει από το πλοίο της και να τρέξει προς τα εκεί. Έτρεχε πλημμυρισμένη από λαχτάρα να μάθει για τον άντρα της, ή ακόμα και να τον συναντήσει.

      Όμως η λάμψη στα μάτια της έσβησε μόλις πλησίασε αρκετά κοντά για να καταλάβει πως αυτό που είδε ήταν τα καψαλισμένα ερείπια μιας άλλοτε ισχυρής πόλης. Όπως περηφανευόντουσαν όσοι Αχαιοί στρατιώτες είχε γνωρίσει, δεν είχε μείνει κανένας επιζών στην κατεστραμμένη πόλη. Τα μάτια της Πηνελόπης γέμισαν δάκρυα απόγνωσης. Χωρίς κάποιον στην Τροία να την ενημερώσει για το τι έγινε, ένιωθε χαμένη. Περπατούσε ανάμεσα στους καμένους τοίχους κοιτώντας τα λείψανα των Τρώων και τα κατεστραμμένα υπάρχοντά τους. Προχωρούσε στα τυφλά γεμάτη θλίψη, όταν πρόσεξε ένα αγγείο που δεν είχε διαλυθεί από τις φλόγες. Φαινόταν άδειο, μα όταν το κοίταξε πιο προσεκτικά παρατήρησε μερικά κομμάτια από πάπυρο και δέρμα μέσα του. Πάνω σε αυτά αναγνώρισε τα συλλαβογράμματα που χρησιμοποιούσε ο άντρας της στο παλάτι, πριν φύγει. Η Πηνελόπη παραλίγο να χάσει την ισορροπία της από την έκπληξη. Έκατσε σε μια πέτρα και διάβασε το κείμενο από έναν πάπυρο σοκαρισμένη.

    Σύμφωνα με ό’τι διάβαζε, ο Οδυσσέας έγραψε εκείνο το κείμενο για να εξηγήσει σιωπηλά στους άλλους άρχοντες ένα σχέδιο που είχε σκεφτεί για να καταλάβουν την Τροία. Τους εξηγούσε ότι θα έχτιζαν ένα ξύλινο άλογο που θα έμπαινε μέσα στην πόλη, με μερικούς στρατιώτες κρυμμένους μέσα. Μετά, θα άνοιγαν τις πύλες στους υπόλοιπους Αχαιούς και θα έπαιρναν την Τροία πριν καν καταλάβουν οι κάτοικοι ότι βρέθηκαν μέσα. Η Πηνελόπη χαμογέλασε. Το σχέδιο του άντρα της ήταν έξυπνο, όπως κι αυτός. Συνέχισε να διαβάζει, μέχρι που το βλέμμα της έπεσε σε μία λέξη που άκουγε εδώ και χρόνια· επιστροφή. Διάβασε αυτό το απόσπασμα και έμαθε πως ο Οδυσσέας θα επέστρεφε στην Ιθάκη ταξιδεύοντας συνεχώς παράλληλα με την στεριά, χωρίς όμως να περάσει από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Πηνελόπη κατάλαβε ακριβώς την διαδρομή. Όπως επίσης κατάλαβε πως αυτό που θα έκανε δεν θα ήταν εύκολο. Έσφιξε στην αγκαλιά της το χαρτί χαμογελώντας και έστριψε προς το καράβι της.

    Ξεκίνησε να πλέει παράλληλα με την στεριά για μια εβδομάδα, χωρίς τόση ταλαιπωρία όση είχε πηγαίνοντας για την Τροία. Περνούσε από μονότονα μέρη που δεν έμοιαζαν κατοικημένα, μέχρι που έφτασε σε έναν τόπο γεμάτο πράσινο και ποτάμια. Αφού ήταν στην θάλασσα αρκετές μέρες, αποφάσισε να εξερευνήσει, να ρωτήσει για τον Οδυσσέα και να πάρει προμήθειες για το υπόλοιπο του ταξιδιού της.

     Πλησιάζοντας, άκουσε τραγούδια και χαρούμενες φωνές. Σε εκείνη την περιοχή ζούσε ένας χαρούμενος λαός που, όπως φαινόταν, είχε μια γιορτή και τραγουδούσε τρώγοντας και πίνοντας κρασί. Όταν την πρόσεξαν, σταμάτησαν και την κοίταξαν επιφυλακτικά. Όσο εκείνοι την κοιτούσαν σαστισμένοι, η Πηνελόπη παρατήρησε έναν άντρα που διέφερε από τους υπόλοιπους. Φαινόταν πιο καλοντυμένος και ήταν σχεδόν περικυκλωμένος από δούλους. Υποθέτοντας πως ήταν κάτι σαν βασιλιάς στην περιοχή, έπεσε στα γόνατά του ως ικέτης. Είπε πως ερχόταν από ένα μακρινό νησί, ψάχνοντας τον άντρα της και πως δεν είχε κακό σκοπό. Ο βασιλιάς χαμογέλασε και την προσκάλεσε να φάει και να πιεί μαζί τους κρασί και να δοκιμάσει παστό χοιρινό και διάφορα τυριά.

     Η Πηνελόπη δέχτηκε και έκατσε σε ένα μεγάλο τραπέζι, που γύρω του είχε πυρσούς. Τα μάτια της θάμπωσαν από τα μυριάδες φαγητά που βρήκε μπροστά της· κρίθινα παξιμάδια, πολλά τυριά με ξερά σύκα, άφθονο κόκκινο κρασί και τεράστιες ποσότητες από παστό ψάρι και παστό χοιρινό, που οι ντόπιοι το έλεγαν ακροκώλιον. Μόλις χόρτασαν όλοι από φαΐ και ποτό, η Πηνελόπη τούς εξιστόρησε την αναχώρηση του Οδυσσέα για τον Τρωικό πόλεμο και για το πώς εκείνη, όταν παρατήρησε πως ο άντρας της ήταν ο μόνος που δεν είχε επιστρέψει, ξεκίνησε να τον ψάχνει.

   Μόλις τελείωσε την αφήγησή της, ο βασιλιάς Μάρωνας πήρε τον λόγο και της περιέγραψε πώς ένας ταξιδιώτης λεηλάτησε την πόλη Ίσμαρο πριν από δύο, περίπου, χρόνια. Η Πηνελόπη παρέμενε σιωπηλή και άκουγε ανέκφραστη την ζωντανή διήγηση του Μάρωνα. Ο ταξιδιώτης είχε έρθει με πολλά καράβια και πολλούς στρατιώτες και λεηλάτησε την πόλη. Σκότωσε πολύ κόσμο, μα εκείνον τον σεβάστηκε και τον άφησε να ζήσει. Ίσως να το έκανε αυτό επειδή ο Μάρωνας, εκτός από βασιλιάς, ήταν και ιερέας. Ίσως απλά δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Κανείς δεν γνώριζε. Για ανταπόδοση, ο ιερέας τού έδωσε δώδεκα αμφορείς με κρασί. Το βράδυ ο ναυτικός έκανε το λάθος να διανυκτερεύσει εκεί και οι Κίκονες αντεπιτέθηκαν σκοτώνοντας αρκετούς στρατιώτες. Στο άκουσμα αυτό, η Πηνελόπη τον διέκοψε γεμάτη αγωνία. Τον ρώτησε, σχεδόν κλαίγοντας, αν είχαν σκοτώσει και τον αρχηγό τους. Ο Μάρωνας την διαβεβαίωσε πως εκείνος πρόλαβε να φύγει, και πως πήγε πολύ μακριά, δείχνοντας προς κάποια μακρινή στεριά ευθεία μπροστά του.

    Η Πηνελόπη ευχαρίστησε τον βασιλιά για την φιλοξενία και τον συλλυπήθηκε για τις απώλειες που είχαν λόγω του συζύγου της. Οι Κίκονες  τής  έδωσαν παστό χοιρινό και ψάρι, πολύ κρασί και ξερά σύκα και την αποχαιρέτησαν με μια θυσία στον θεό Σαβάζιο. Εκείνη τους πρόσφερε δύο αμφορείς με λάδι από την Ιθάκη και τους ευχαρίστησε και πάλι για την φιλοξενία, υποσχόμενη πως θα τους επισκεπτεί ξανά με την πρώτη ευκαιρία. Ανέβηκε στο καΐκι της και αναχώρησε προς την κατεύθυνση που της υπέδειξαν.

    Καθώς ταξίδευε, η Πηνελόπη αναρωτιόταν πού μπορεί να πήγε ο Οδυσσέας. Για να πήγε μακριά, πρέπει να απομακρύνθηκε από τις στεριές που ήταν ορατές από εκεί, συλλογίστηκε. Έστριψε προς το σημείο που έδειξε αόριστα ο Μάρωνας, ένα σύμπλεγμα μικρών νησιών λίγες μέρες μακριά. Γνώριζε πως εκείνα τα μέρη ήταν κατοικημένα και πως σίγουρα όσοι ζούσαν εκεί θα θυμόντουσαν έναν στόλο δώδεκα καραβιών αν περνούσε από εκεί. 

    Αναθαρρημένη, ξεκίνησε το ταξίδι. Η θάλασσα ήταν ήπια και ο άνεμος ευνοϊκός, με αποτέλεσμα να αντικρύσει στεριά πολύ γρηγορότερα απ’ ότι περίμενε. Προσπέρασε μερικά νησιά και έφτασε σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα της περιοχής. Αν και ήταν αρκετά ορεινό, η Πηνελόπη κατάφερε να συναντήσει ανθρώπους και να μάθει για τον άντρα της. Σύμφωνα με ό’τι της είπαν οι ναυτικοί που συνάντησε, ένας μεγάλος στόλος από καράβια πέρασε από εκεί πριν κάμποσους μήνες. Της είπαν επίσης πως τα πλοία κατευθύνονταν νοτιοδυτικά με μεγάλη ταχύτητα. Η Πηνελόπη ευχαρίστησε θερμά τους ναυτικούς του νησιού και έπλευσε νοτιοδυτικά.

     Είχε πλέον βγει στην ανοιχτή θάλασσα όταν ο ουρανός πάνω της σκοτείνιασε. Τι κι αν ήταν μεσημέρι, σκούρα και πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό. Ένας τσουχτερός αέρας άρχισε να φυσάει και η ήπια θάλασσα άρχισε να κυματίζει. Η Πηνελόπη τρόμαξε. Ο καιρός έμοιαζε να  ετοιμάζεται για καταιγίδα, και στεριά δεν φαινόταν πουθενά. Το σκοτάδι κάλυπτε αργά αργά, χιλιοστό το χιλιοστό, την γαλανή θάλασσα, και ο τρόμος της ολοένα μεγάλωνε. Η Πηνελόπη έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας, εκλιπαρούσε τον Ποσειδώνα για έλεος, μα ο θεός, ακλόνητος, συνέχιζε να υψώνει τα κύματά του και να ταρακουνάει το καΐκι της. Η βροχή άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς, ενώ τα κύματα είχαν γίνει θεόρατα. Η Πηνελόπη πάλευε να κρατηθεί όρθια και να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάθε φορά, όμως, που κατόρθωνε να μετακινηθεί λίγο, τα κύματα μεγάλωναν και γύριζαν το καράβι πίσω στην θέση του. Ο Ποσειδώνας ήταν τόσο οργισμένος που, κουνώντας την τρίαινά του, διέλυσε το καΐκι. Η Πηνελόπη, βρεγμένη και εξουθενωμένη, είχε αρπάξει ένα ξύλο και έδινε όλες της τις δυνάμεις για να παραμείνει στην επιφάνεια. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει και τα κύματα την παρέσερναν όπου ήθελαν. Ξαφνικά, ένα θεόρατο κύμα έπεσε πάνω της και η βασίλισσα έπεσε λιπόθυμη.

    Σκοτάδι. Μόνο αυτό έβλεπε η Πηνελόπη. Σκοτάδι και έναν απόμακρο ήχο από φωνές. Περιπλανώμενες ψυχές στον Κάτω Κόσμο, άταφοι νεκροί που ούρλιαζαν και ζητούσαν να επιστρέψουν στη ζωή. Αυτό ήταν κι εκείνη. Μια ψυχή που περιπλανιόταν στο σκοτάδι, γυρεύοντας για το φως. Το φως, που δεν ήταν τίποτε άλλο από τον Οδυσσέα. Το φως, που θα την οδηγούσε στην ζωή.

    Εκεί κάτω, στο πηχτό σκοτάδι, δεν έβλεπε τίποτα. Και για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν, τι γύρευε εκεί. Το μόνο που θυμόταν ήταν ένα μεγάλο κύμα από νερό, η απεγνωσμένη της προσπάθεια να ανεβεί στην επιφάνεια και να πάρει μια ανάσα και η θολή ανάμνηση ενός μικρού παιδιού, που ταυτόχρονα μπερδευόταν με την εικόνα ενός χαμένου βασιλιά. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Μόνο προχωρούσε μπροστά, χωρίς να ξέρει ποια είναι ή πού πάει.

     Προχωρούσε μηχανικά, ανάμεσα σε άλλα πλάσματα σαν κι εκείνη.  Χαμένα και μόνα. Άκουγε σιγανά κλάματα παιδιών, υπόκωφες κραυγές πόνου και θυμού. Δεν σταματούσε. Μόνο συνέχιζε να προχωρά, παρασυρμένη από κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Κάτι που την μαγνήτιζε προς τα εκεί, μια περίεργη μυρωδιά. Δεν ήταν η μόνη που την ακολουθούσε. Όλοι γύρω της πήγαιναν προς την ίδια κατεύθυνση.

    Κάποια στιγμή, έφτασε σε ένα σημείο που δεν μπορούσε να προχωρήσει. Γύρω της υπήρχαν ψυχές που προσπαθούσαν να φτάσουν σε μια λακκούβα με αίμα. Η Πηνελόπη έμεινε να το κοιτάζει. Μέσα από τις φωνές των ψυχών, άκουγε μια πιο δυνατή που την καλούσε να έρθει. Να πιεί και να θυμηθεί τι έψαχνε. Πλησίασε τον λάκκο και τέντωσε τα χέρια της. Γέμισε τις χούφτες της με αίμα και το ήπιε.

   Ένοιωσε να αλλάζει μέσα της. Το αίμα που είχε πιεί της θύμιζε την ζωή. Της θύμιζε τον βασιλιά που έψαχνε. Το παιδάκι που άφησε πίσω της στην Ιθάκη. Την πατρίδα της. Της θύμισε πως έψαχνε κάποιον. Αλλά και πως είχε πεθάνει.

     Η Πηνελόπη άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Είχε αποτύχει. Δεν θα γύριζε ποτέ πίσω.

    Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι της και είδε κάποιον να την κοιτάζει. Αναγνώρισε μπροστά της τον θεό Άδη. Την κοιτούσε συμπονετικά, σαν να την γνώριζε χρόνια. Έσκυψε δίπλα της και της ψιθύρισε:
- Λυπάμαι. Ο Οδυσσέας έφυγε από εδώ πριν λίγη ώρα και δεν τον πρόλαβες.

       Η Πηνελόπη ενθουσιάστηκε. Δεν γνώριζε πως ο άντρας της ήταν πράγματι ζωντανός. Μετά από λίγο, όμως, κατάλαβε.  Κατάλαβε πως θα τον ξαναέβλεπε όταν θα πέθαινε κι εκείνος. Ο Άδης την λυπήθηκε. Την προσκάλεσε στο βασίλειό του. Εκείνη τον ακολούθησε. Έφτασαν σε έναν χώρο με δύο πανέμορφους θρόνους, στολισμένους με πετράδια και χρυσάφι.

    Από εκεί έστριψαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο με ρολόγια, ονόματα, καταλόγους και αμέτρητα νήματα που θαρρείς έπεφταν απ’ τον ουρανό. Σε μια άκρη υπήρχε και ένα μεγάλο ψαλίδι. Ο Άδης περιφέρθηκε στο δωμάτιο μουρμουρίζοντας και ψάχνοντας κάτι. Μετά πήρε έναν κατάλογο, άρχισε να τον διαβάζει σιγανά και ταυτόχρονα να κοιτάζει τα νήματα που κρέμονταν στον αέρα.

    Μετά από λίγη ώρα βρήκε ένα όμορφο αραχνοΰφαντο νήμα να κρέμεται. Έμοιαζε τόσο εύθραυστο, έτσι όπως χόρευε ανάλαφρα με τον αέρα, αλλά όταν ο Άδης το τράβηξε απαλά παρέμεινε γερό στην θέση του. Ο θεός χαμογέλασε και πλησίασε ένα άλλο νήμα που στεκόταν δίπλα. Έμοιαζε με το προηγούμενο, μόνο που ήταν πιο παχύ και με λιγότερη χάρη, και μέσα του υπήρχαν διάσπαρτες κλωστές που έμοιαζαν να είναι από χρυσό. Το τράβηξε κι αυτό απαλά, κοιτώντας τον κατάλογο. Εκείνο ούτε που κουνήθηκε. Τότε στράφηκε στην Πηνελόπη:

    -Αυτά, της είπε, είναι τα νήματα της ζωής, κι αυτός ο κατάλογος που μου έχουν δώσει οι Μοίρες. Τα δύο νήματα που τράβηξα ήταν το δικό σου και του άντρα σου. Μου φάνηκε παράξενο που κατεβήκατε τόσο σύντομα εδώ κάτω και τα έλεγξα. Ο Οδυσσέας θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα. Εσύ υποτίθεται πως θα ζούσες ακόμα περισσότερα, αλλά ο Ποσειδώνας σε έφερε εδώ πριν την ώρα σου. Το νήμα σου είναι ακόμα γερό και η καρδιά σου παραμένει ζωντανή. Είναι ώρα να γυρίσεις πίσω στην ζωή.

     Αυτά της είπε και την τράβηξε έξω από το δωμάτιο. Προχωρούσε σκεπτικός κρατώντας τον κατάλογο ακόμα στο χέρι του. Τέλος, σταμάτησε σε ένα ακόμα μεγαλύτερο δωμάτιο.

-Είναι αδύνατο να γυρίσεις πίσω στην χώρα των ζωντανών, της είπε. Γι’ αυτό έχω μόνο έναν τρόπο να σε βγάλω από εδώ. Σκοπεύω να δημιουργήσω μια «γέφυρα».

       Η Πηνελόπη ξαφνιάστηκε. Δεν καταλάβαινε πώς μια γέφυρα θα την ελευθέρωνε από εκεί. Όταν ο Άδης κατάλαβε την ανησυχία της, τής εξήγησε.

-Θα δημιουργήσω μια «γέφυρα» στον χωροχρόνο, μια ‘σκουληκότρυπα’, μέσω της οποίας θα μπορέσεις να διαφύγεις. Μην φοβάσαι Πηνελόπη, οι περισσότεροι θεοί είναι με το μέρος σου. Το ίδιο κι εγώ. Κλείσε τα μάτια σου και, όταν σου πω, προχώρα ένα βήμα μπροστά. Μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά.

     Η Πηνελόπη υπάκουσε τρομαγμένη. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τόσο που θα ακουγόταν μέχρι τους ζωντανούς. Περίμενε ταραγμένη, ακούγοντας διάφορες φωνές. Ξαφνικά, όλοι οι ήχοι εξαφανίστηκαν. Ένοιωσε κάτι να την τραβάει προς το έδαφος. Μια δύναμη που δεν μπορούσε να εμποδίσει προσπαθούσε να την παρασύρει. Η Πηνελόπη φώναζε, χωρίς όμως να παράγει κάποιον ήχο. Ό’ τι κι αν έλεγε, εκείνη η δύναμη το απορροφούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να προσπαθεί να παραμείνει όρθια, μα ακόμη κι αυτό την εξαντλούσε.

    Μετά από λίγη βασανιστικά ατελείωτη ώρα, ακούστηκε από μακριά η φωνή του Άδη να λέει «Τώρα!». Η Πηνελόπη έβαλε όλες της τις δυνάμεις και προχώρησε ένα βήμα, με τα μάτια της κλειστά. Ένιωθε πως έπεφτε σε ένα ατελείωτο τούνελ, ενώ εκείνη η δύναμη συνέχιζε να την τραβάει. Κατρακυλούσε σε εκείνο το πράγμα νιώθοντας να αποκόβεται από τον εαυτό της, να κυλάει προς την καταστροφή. Ένα τεράστιο βάρος την τραβούσε κάτω και ένα άλλο την μετακινούσε μπροστά με τεράστια ταχύτητα.

    Κάποια στιγμή ένιωσε αυτό που την τραβούσε κάτω να εξαφανίζεται, και τον εαυτό της να πλέει στον αέρα χαμηλώνοντας ταχύτητα.  Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έπεσε με δύναμη σε μια ακτή. Αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια της. Όλα γύρω της γύριζαν.

   Μόλις συνήλθε λίγο, παρατήρησε το μέρος όπου βρισκόταν. Είδε μια απέραντη παραλία με βότσαλα και κρυστάλλινα νερά, περιτριγυρισμένη από διάφορα δέντρα. Μια παραλία που γνώριζε πολύ καλά. Μια παραλία της Ιθάκης. Κάτι όμως ήταν διαφορετικό. Μερικά μέτρα μακριά, ξεχώριζε μια κοιμισμένη φιγούρα, που έμοιαζε να ανήκει σε κάποιον ναυαγό.

   Η Πηνελόπη, παρασυρμένη από περιέργεια, έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Τότε ο ναυαγός τεντώθηκε και κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος. Φαινόταν τόσο ταλαιπωρημένος απ’ την αλμύρα. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Η Πηνελόπη τον πλησίασε και προσπάθησε να τον παρηγορήσει.

 -Ξένε, του είπε, τι έχεις πάθει και κλαις, ενώ βρίσκεσαι σε τέτοιο παράδεισο; Τι πόνος βασανίζει την ψυχή σου;

      Ο ξένος τής αποκρίθηκε με το πρόσωπό του κρυμμένο ακόμα μέσα στα χέρια του.

       -Την ψυχή μου δεν βασανίζει άλλος πόνος, μονάχα αυτός του νόστου που χρόνια τώρα περιμένω. Πείτε μου, σας παρακαλώ, σε ποιού την χώρα βρίσκομαι;

   Μόλις μίλησε, ο ξένος γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά και έκπληξη. Το ίδιο και της Πηνελόπης, που κοιτούσε τον «ξένο» έκπληκτη.

      Ήταν ο Οδυσσέας.

      Μετά από τόσο καιρό είχαν βρεθεί ξανά μαζί, στη πατρίδα τους. Δεν μιλούσαν. Εκείνη τη στιγμή, τα λόγια ήταν περιττά. Απλά στέκονταν αντικριστά με δάκρυα χαράς στο πρόσωπό τους και γελούσαν ανακουφισμένοι.

    Δεν είχαν καταλάβει ότι τους πλησίαζε κάποιος, μέχρι που άκουσαν μια φωνή δίπλα τους. Γύρισαν και είδαν την Αθηνά να τους κοιτάζει χαμογελώντας.

    -Πηνελόπη και Οδυσσέα! τους είπε. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό συναντιέστε ξανά. Έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χειμώνες από την έναρξη του Τρωικού πολέμου. Κι όμως, εσείς καταφέρατε και βρεθήκατε πάλι, κατορθώσατε να επιστρέψετε! Να ξέρετε πως οι θεοί χαίρονται που τα καταφέρατε, και πως θα σας στηρίξουν και στην επόμενή σας περιπέτεια.  Έχουν περάσει χρόνια απ’ όταν φύγατε, και πολλά έχουν αλλάξει τώρα. Εγώ ήρθα για να σας προετοιμάσω και να σας εξηγήσω τι είχε γίνει όσο λείπατε. Ακούστε με λοιπόν…

   Η Πηνελόπη κι ο Οδυσσέας κοιτάχτηκαν χαμογελώντας. Ό’τι κι αν τους περίμενε, ήταν πια μαζί και θα το αντιμετώπιζαν παρέα. Τα δύσκολα είχαν περάσει. Μαζί, ήταν ανίκητοι.

 Μυρσίνη

-Κύριε τελειώσαμε την Οδύσσεια δεν μάθαμε όμως πολλά για την Πηνελόπη εκτός από κάποιες σκηνές λύπης για την απουσία του άντρα της  .

-Εντάξει θα σας πω και την  πραγματική ιστορία της Πηνελόπης .

   Αρχικά η Πηνελόπη έκανε υπομονή τα πρώτα δέκα χρόνια  αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να επισκεφτεί ένα μάντη ώστε να  μάθει πότε θα γυρίσει ο άντρας της .

    Ο μάντης βρισκόταν Αρυούπολη  μια πόλη κοντά στην Καππαδοκία και εκεί βρισκόταν το μαντείο . Υπήρχε όμως ένα προβληματάκι ήταν σίγουρο ότι θα συναντήσει τους Δεσώνες  ταιτόνες .

  Οι Δεσώνες ήταν φίδια τα οποία ζούσαν πάνω στα δέντρα που επιτίθονταν στους ανθρώπους και τους πέτρωναν  . Οι ταιτόνες ήταν μεγάλα ζώα χωρίς χέρια και μάτια που χρησιμοποιούσαν αντί τα χέρια τους την ουρά τους και δεν ήταν φιλικοί με τους ανθρώπους  .

    Ξεκινώντας από την Ιθάκη η Πηνελόπη ήταν διατιθέμενη για τα πάντα για να μάθει πότε θα γυρίσει ο άντρας της . Πηρέ κάποιους συντρόφους και ξεκίνησε .  Η Πηνελόπη όμως ήταν πολύ έξυπνη και έτσι πηρέ μαζί της μια πανοπλία ώστε οι Δεσώνες να μην μπορέσουν να την πετρώσουν και αντίστοιχα ένα τύμπανο για να αποσυντονίζει τους ταιτόνες .

     Μετά από αρκετές μέρες κατάφερε με πολλές δυσκολίες να φτάσει στον μάντη Σώζοντα ο οποίος της είπε ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει σε τόσα χρόνια όσα ήταν ο Τρωικός Πόλεμος . 

Αναστάσης

Αρχικά, η Πηνελόπη όταν είχε δει ότι όλα τα άλλα πληρώματα εκτός  του Οδυσσέα είχαν έρθει ,ήταν αποφασισμένη να πάρει τον Τηλέμαχο και να βρει τον Οδυσσέα. Έπειτα,  πήρε ένα καράβια για  να σαλπάρει, στην πρώτη στάση κατάληξαν στο νησί των Φαιάκων όπου συνάντησαν κάτι νεαρές γυναίκες και ζητήσανε ευγενικά λίγες προμήθειες και οι κοπέλες με τα χαρά τους τις δώσανε. Μετά από λίγες εβδομάδες και αφού ξεκουράστηκαν μπήκαν πάλι στο καράβι  να σαλπάρουν. Μετά από αρκετές εβδομάδες βρήκαν ένα κομμάτι στεριάς. Όταν κατεβήκαν από το πλοίο είδαν μία όμορφη γυναίκα, που επίσης ήταν πολύ φιλόξενη, τους ξενάγησε στα κατατόπια και τους τάισε και τους πότισε. Όμως όταν η Καλυψώ (η φιλόξενη κυρία) ανακάλυψε ότι η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος ήταν η γυναίκα και ο γιος του Οδυσσέα,  τους έδιωξε και άρχισαν πάλη να ταξιδεύουν.  Τέλος, μετά από λίγες εβδομάδες βρήκαν τον Οδυσσέα να παλεύει με τα κύματα  και τον πήραν μαζί τους. Κι έτσι  άρχισαν το ταξίδι του γυρισμού πίσω στην Ιθάκη. Σταμάτησαν στο νησί των Φαιάκων και μετά στην Ιθάκη. Και ζήσαν ευτυχισμένη την υπόλοιπη ζωή τους.                   

Αθηνά

      …κίνησε μια μέρα η Πηνελόπη, γυναίκα του ξακουστού Οδυσσέα να τον βρει μαζί με τον Τηλέμαχο τον γιο της, ο οποίος προσπάθησε να την πείσει να μην έρθει γιατί σε  αυτό το ταξίδι διέτρεχε θα πολλούς κινδύνους. Εκείνη όμως τόσο πεισματάρα που ήταν τον παράκουσε και τον ακολούθησε. Είχαν πάρει μαζί τους τρόφιμα και ρούχα γιατί το ταξίδι αυτό θα διαρκούσε μέρες ίσως και εβδομάδες, πολλές εβδομάδες… Είχαν βάλει στόχο πως αν δεν βρουν τον Οδυσσέα δεν θα γυρνούσαν πίσω . Πού να ‘ξεραν όμως πόσο μακριά ήταν!

      Η πρώτη μέρα του ταξιδιού ήταν δύσκολη, πολύ δύσκολη. Δεν ήξεραν από πού να ξεκινήσουν να ψάχνουν, δεν ήξεραν που θα κοιμηθούν σαν νυχτώσει, δεν ήξεραν που θα έβρισκαν βοήθεια αν χρειαζόντουσαν. Η Πηνελόπη έκατσε και σκέφτηκε ότι πιο πιθανό είναι ο Οδυσσέας να χάθηκε στην θάλασσα ή να κατάφερε να βγει σε κάποιο κοντινό νησί και να μην είχε καράβι να γυρίσει πίσω .Έτσι πήραν ένα καράβι και ξεκίνησαν το ταξίδι τους αμίλητοι .

      Κάποια στιγμή μετά από πολλές ώρες σιωπής ο Τηλέμαχος λέει στην μάνα του : «Μάνα πιστεύεις ότι θα τον βρούμε?» Η Πηνελόπη τον κοιτάει με μια αγανάκτηση , μια κούραση αλλά και με μια ελπίδα βαθιά μέσα στα μάτια της . Μετά από λίγη σκέψη απάντησε: «Γιε μου έχω μάθει πως για κάτι που θέλεις πολύ πρέπει να ελπίζεις αν θες να καταφέρεις να το πάρεις . Ελπίζω να μας βοηθήσει και η σοφή Αθηνά. Με τη φώτισή της και μόνο θα καταφέρουμε να τον βρούμε.»

        Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Τηλέμαχος, που πριν είχε λίγες ελπίδες για να βρει τον πατέρα του, τώρα αυτές οι λίγες ελπίδες αρχίζουν να γίνονται όλο και περισσότερες, όλο και περισσότερες μέχρι που το πρόσωπό του φωτίστηκε ολόκληρο από χαρά!

        Η Αθηνά, που εκείνη την στιγμή βρισκόταν εκεί χωρίς  να την βλέπουν παρακολουθούσε αυτή την μικρή συζήτηση ανάμεσα στον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη και φρόντισε να τους φωτίζει και να τους φροντίζει μέχρι την στιγμή που ίσως βρουν τον Οδυσσέα […]

       Νύχτωσε , ήρθε η ώρα η Αθηνά να τους χαρίσει ένα γαλήνιο ύπνο γιατί σήμερα ήταν μια πολύ κουραστική μέρα.

        Ο ήλιος ανατέλλει, τα χρώματά του είναι καταπληκτικά , κόκκινο, κίτρινο και πορτοκαλί. Η Πηνελόπη παρακάλεσε τον Δία να τους βοηθήσει: «Δία, ω χαίρε Δία ,Πατέρα Κρονίδη , Πατέρα των θεών και των θνητών σε παρακαλώ βοήθησέ μας να βρούμε τον άντρα μου τον Οδυσσέα…»

     Αυτά πρόλαβε να πει γιατί μετά ένα τεράστιο κύμα ήρθε και τους πλάκωσε . Έσπασε το καράβι και μάνα και γιος χωρίστηκαν. Πάλευαν αρκετή ώρα με τα κύματα για να σωθούν, τελικά τα κατάφεραν. Ανέβηκαν σε δύο κούτσουρα του σπασμένου καραβιού.  Ήταν εξαντλημένοι και τους πήρε ο ύπνος πάνω στα κούτσουρα χωρίς να ανταλλάξουν καμία κουβέντα. Μόνο μια ματιά αντάλλαξαν  και αυτή σήμαινε : «Αυτό το ταξίδι θα έχει πολλές δοκιμασίες ακόμα είναι σίγουρο.»

        Την επόμενη μέρα τα κύματα τους είχαν ξεβράσει σε μια ακτή ενός πανέμορφου νησιού. Είχε πολλούς φοίνικες και πολλά άλλα είδη δέντρων και φυτών. Ο Τηλέμαχος  και η Πηνελόπη θαμπώθηκαν από την ομορφιά   του νησιού. Ξαφνικά είδαν μια μεγάλη σπηλιά και μπήκαν μέσα. Ήταν πολύ σκοτεινά εκεί μέσα. Πεινούσαν μα δεν είχαν μαζί τους τίποτα αφού τους τα πήρε όλα η θάλασσα .Έψαξαν γύρω τους και βρήκαν σε μια άκρη ένα γεμάτο μπουκάλι με κρασί , λίγα φρούτα και ψωμί. Τα έφαγαν με τεράστια όρεξη.  Ύστερα η Πηνελόπη είπε : « Γιε μου είδες που είμαστε υπό την προστασία των θεώ;  Δεν θα επιζούσαμε αλλιώς από αυτήν τη θαλασσοταραχή .»

            Σταμάτησε να μιλάει η Πηνελόπη γιατί άκουσε βήματα. Έτρεξαν και βγήκαν έξω από το πίσω μέρος της σπηλιάς.  Είχε αρχίσει να βραδιάζει και έπρεπε κάπου να κοιμηθούν, κάπου που να ήταν ασφαλής χωρίς άγρια ζώα και άλλους κινδύνους. Περπατούσαν ώρα ώσπου εξαντλήθηκαν και έπεσαν για ύπνο πίσω από κάτι πολύ πυκνούς θάμνους .

 « Καληνύχτα γιε μου και να είσαι πολύ σίγουρος ότι θα βρούνε τον πατέρα σου είμαι σίγουρη…. Πιο σίγουρη από πότε … κάτι μέσα μου μού το λέει αυτό…!»

    « Καληνύχτα μάνα».  αποκρίθηκε με μια γλύκα στην φωνή του.

      Εκείνη την νύχτα ο Τηλέμαχος ήταν πολύ ανήσυχος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί σκεφτόταν συνέχεια που είναι ο πατέρας του και σκεφτόταν επίσης την σημερινή μέρα. Μετά από πολλές βασανίστηκε ώρες πολλής σκέψης η θεά Αθηνά, που δεν μπορούσε να τον βλέπει άλλο να σκέφτεται και να βασανίζεται του χάρισε τον πιο γαλήνιο ύπνο που μπορούσε κανείς να έχει. Έπειτα από λίγη ώρα αφού είχαν κοιμηθεί η σοφή Αθηνά είπε:  

 «Αγαπητή μου Πηνελόπη και Τηλέμαχε δεν θα χρειαστεί να ταξιδέψετε πιο μακριά γιατί αυτό που ψάχνετε είναι πολύ κοντά σας, πάρα πολύ…! Είναι σχεδόν κάτω από την μύτη σας .

         Η επόμενη εβδομάδα κύλησε ήρεμα, οι μέρες ήταν ηλιόλουστες και ζεστές , πήγαιναν για να βρουν φαγητό, νερό, πήγαιναν στην γαλάζια θάλασσα για να βρουν κανένα ψαράκι, χωρίς να ξέρουν ότι σε αυτό το νησί δεν ήταν μόνοι….

      Έτσι όμορφα πέρασαν δύο ολόκληρες εβδομάδες στο νησί.  Κάποια στιγμή ( 17η μέρα της Πηνελόπειας) άκουσαν κάτι βήματα και μια αντρική και μια γυναικεία φωνή να μαλώνουν μεταξύ τους . Η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος προσπάθησαν να κρυφτούν μα τους είδαν.

     Η Πηνελόπη αναρωτήθηκε ποιος είναι  ο άντρας αυτός που την κοιτούσε περίεργα και που κάπου βαθιά μέσα της κάτι της έλεγε πως τον ήξερε. Της θύμιζε τον Οδυσσέα αλλά δεν ήταν απόλυτα σίγουρη…. Κι όμως αυτός ήταν, ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος, ξακουστός και σοφός θείος Οδυσσέας. Ο Οδυσσέας από την άλλη ήταν σίγουρος πως ήταν η Πηνελόπη αλλά δεν το έδειξε κατευθείαν γιατί ίσως να μην τον πίστευε. Ο Οδυσσέας όμως είχε πειστικά στοιχεία για να την κάνει να πιστέψει! Όπως : ο Οδυσσέας είχε καρφώσει το κρεβάτι τους σε ένα κορμό ελιάς και μόνο αυτοί οι δύο το γνώριζαν. Αν αυτό το έλεγε στην Πηνελόπη θα τον πίστευε στα σίγουρα. […]

         Έτσι αποφάσισε να δώσει μια ψεύτικη ταυτότητα, έκλεισε το μάτι στην Καλυψώ για να τον καλύψει αν χρειαστεί,  μα εκείνη δεν κατάλαβε τον λόγο.  Παρόλα αυτά πήρε τον λόγο και απευθύνθηκε  στους ξένους:

    «Λέγομαι Καλυψώ και αυτό εδώ είναι το νησί μου όπου φιλόξενώ ένα ταλαιπωρημένο άνθρωπο ο οποίος ήρθε εδώ από πολύ μακριά. Εσείς ποιοι είστε;»

        Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Πηνελόπη πείστηκε ότι δεν είναι ο Οδυσσέας και λυπήθηκε, όμως ανταποκρίθηκε στα λόγια της και είπε:  

        «Εγώ είμαι η Πηνελόπη γυναίκα του ξακουστού Οδυσσέα που χάθηκε σαν πήγε στην Τροία. Αυτός είναι ο γιος μας ο Τηλέμαχος. Ερχόμαστε και εμείς από μακριά με μοναδικό σκοπό να βρούμε τον Οδυσσέα αν δεν τον βρούμε δεν θα γυρίσουμε πίσω.»

         Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Καλυψώ ζήλεψε μεν γιατί δεν ήθελε να αποχωριστεί τον Οδυσσέα, και  κατάλαβε ότι ήταν η γυναίκα του,  και ήθελε να κάνει κάτι για να μην τον χάσει αυτόν που με τόση προσπάθεια κρατούσε φυλακισμένο στο νησί της.

        Μετά από λίγη ώρα που μιλούσαν η Καλυψώ προσφέρθηκε να πάνε στο σπίτι της να φάνε. Ο Οδυσσέας κοιτούσε την Πηνελόπη με ένα επίμονο βλέμμα. Της Πηνελόπης της καλοάρεσε αυτό. Γελούσαν κι έτρωγαν ώσπου συνειδητοποίησαν ότι η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος έπρεπε να φύγουν από το νησί για να πάνε να ψάξουν άλλου. Ξαφνικά ο Οδυσσέας είπε στην Πηνελόπη κρυφά από την Καλυψώ : « Πηνελόπη εγώ είμαι , ο Οδυσσέας , ο άντρας σου . Έχω και ένα σημάδι ότι είμαι εγώ …. Το κρεβάτι που έφτιαξα, το έχω καρφώσει σε έναν κορμό ελιάς. Μόνο εμείς οι δύο το ξέρουμε αυτό. Έμενα εδώ τόσο καιρό γιατί με κρατούσε η Καλυψώ, όσο και να προσπαθούσα να φύγω δεν γινόταν τίποτα.»  

           Η Πηνελόπη ήταν έτοιμη να κλάψει αλλά κρατήθηκε, έτρεξε αγκάλιασε τον Οδυσσέα όσο πιο σφιχτά μπορούσε.  «Μου έλειψες», του είπε. «Κι εμένα πολύ», ανταποκρίθηκε και εκείνος.

          Εκείνη την στιγμή βγήκε και η Καλυψώ από το σπίτι της. Ο Οδυσσέας έπρεπε να πει την αλήθεια. Πήρε θάρρος από την Πηνελόπη και είπε: « Καλυψώ, ξέρω ότι αυτό που θα σου πω θα σε στενοχωρήσει, μα πρέπει να σου το πω. Αυτή είναι η γυναίκα μου από την οποία  με κράτησες τόσα χρόνια μακριά,  από αυτήν και τον γιο μου. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να γυρίσω πίσω. Ήρθε η ώρα να κερδίσω τον χαμένο χρόνο….»!

          Ακολούθησε σιγή. Κανείς δεν μιλούσε. Η Καλυψώ αφού συνειδητοποίησε τι είχε μόλις πει ο Οδυσσέας ανταποκρίθηκε:

   « Όχι, όχι δεν είναι δυνατόν δεν μπορείς να φύγεις και να με αφήσεις μόνη , μην το κάνεις αυτό…» δεν πρόλαβε να τελειώσει γιατί μπήκε στην μέση ο Τηλέμαχος.

« Πατέρα !!!! Τόσο καιρό ήσουν μακριά μας και νομίζαμε ότι σε χάσαμε για πάντα. Νομίζαμε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα να σε βρούμε και να που η τύχη μας χαμογέλασε .»

       Έτρεξε και τον έσφιξε γερά στην αγκαλιά του.

  Η Καλυψώ κατάλαβε πως ήρθε η ώρα να γυρίσει στην οικογένεια του ο Οδυσσέας .

« Εντάξει… αφού αυτό θέλεις αυτό θα γίνει. Εγώ να ξέρεις όπου και να είμαι με όποιον και να είμαι θα σε σκέφτομαι συνέχεια»,  είπε.

«Καλυψώ,  είναι ευγνώμων . Κάποτε θα σου το ανταποδώσω»

        Έτσι ετοίμασαν ένα καράβι, το γέμισαν με τρόφιμα αμίλητοι ανέβηκαν πάνω και οι τρεις τους ξεκίνησαν αγκαλιασμένοι το ταξίδι της επιστροφής .

      Η Καλυψώ ωστόσο ήταν λυπημένη…  Αλλά κατάλαβε πως έτσι ήθελε η μοίρα να συμβεί και αυτό συνέβη. « Θα ζήσω και έτσι»,  είπε και χαμογέλασε,  αν και τα μάτια της ήταν ακόμα κατακόκκινα από πριν που έκλαιγε. 

Τέλος !!!!!

   Μαργαρίτα

Πηνελόπεια

Ιθάκη, ανάκτορο του βασιλιά Οδυσσέα, τη μέρα που στην Οδύσσεια πρωτοεμφανίζεται η Πηνελόπη. 

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Αγαπητέ Φήμιε, μπορείς να τραγουδήσεις ένα διαφορετικό τραγούδι, που να μη μιλάει για τον πόλεμο της Τροίας; Σπαράζει η καρδιά μου στη σκέψη του Οδυσσέα, που μάλλον έχει χαθεί μέσα στο απέραντο πέλαγος...

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ: Σώπα ρε μάνα, λες κι είσαι η μόνη που έχασες τον άντρα της στον πόλεμο! Τράβα πίσω στον γυναικωνίτη σου να συνεχίσεις το υφαντό σου και άσε τον άντρα του σπιτιού να τα κανονίσει όλα.

Η Πηνελόπη, θυμωμένη, πάει μια βόλτα στο λιμάνι.

 ΠΗΝΕΛΟΠΗ (μονολογεί): Κοίτα να δεις, το νιάνιαρο αποφάσισε να γίνει άντρας! Μιλάει έτσι ξεδιάντροπα σε μένα, την ίδια του τη μάνα, λες και είμαι όποια κι όποια! Είμαι η βασίλισσα της Ιθάκης! Θα του δείξω εγώ! Θα πάω να βρω τον Οδυσσέα μόνη μου...  Α! Μια σχεδία! Ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν!

 Η Πηνελόπη παίρνει τη σχεδία και χρησιμοποιώντας ένα κλαδί για κουπί βγαίνει στα ανοιχτά.

  ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Βυθός της θάλασσας, κάστρο του θεού Ποσειδώνα.

 ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: Ένα πουλάκ... εεεε, ένα δελφίνι μου είπε ότι η γυναίκα του Οδυσσέα αποφάσισε να τον ψάξει. Αυτό δεν θα το επιτρέψω! Θα της στείλω και κείνης μια καταιγίδα που θα την πάρει και θα τη σηκώσει....

 Επιφάνεια της θάλασσας, σχεδία Πηνελόπης, μεγάλα κύματα αρχίζουν να πλησιάζουν.

 ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ωχ! Μη μου πεις ότι αυτό που έρχεται είναι καταιγίδα! Τι μπορεί να έκανα που να θύμωσε τον Ποσειδώνα; Μήπως επειδή πέταξα το υφαντό μου στη θάλασσα; Λες να παγίδευσα την αγαπημένη του θαλάσσια χελώνα; Πόσο φοβάμαι... θα χαθώ και δεν θα ξαναδώ ούτε τον άντρα μου ούτε τον γιο μου. Τουλάχιστον δεν θα ξαναδώ μπροστά μου τους απαίσιους μνηστήρες.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Το επόμενο πρωί, σε ένα άγνωστο νησί.

 ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Πού να βρίσκομαι; Μήπως στα Ηλύσια Πεδία; Είναι τόσο όμορφα εδώ. Τόσα δέντρα, τόσα μοσχομυριστά λουλούδια, τόσα μελωδικά πουλιά...

ΑΓΝΩΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ: Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Σε έφερε μήπως η καταιγίδα; Θες να σε φιλέψω κάτι; Φαίνεσαι να κρυώνεις. Έλα στη σπηλιά μου να ζεσταθείς, να σου δώσω καθαρά ρούχα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Σε ευχαριστώ καλή μου... θεά; νεράιδα; Ό,τι κι αν είσαι.

ΑΓΝΩΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ: Είμαι η Καλυψώ, η θεά αυτού του νησιού. Εσύ ποια είσαι;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Το όνομά μου είναι Πηνελόπη και είμαι βασίλισσα της Ιθάκης. Μπορεί να έχεις ακουστά τον άντρα μου τον Οδυσσέα, τον ατρόμητο πολεμιστή της Τροίας, που έχει χαθεί εδώ και χρόνια.

ΚΑΛΥΨΩ: Και βέβαια τον ξέρω! Πριν λίγες μέρες έφυγε από εδώ. Αν ερχόσουν λίγο νωρίτερα, θα τον πετύχαινες. Είσαι τόσο όμορφη όσο σε περιέγραψε ο Οδυσσέας. Όμως, ας πάμε πρώτα να φάμε. Έχω ψήσει χταπόδι στα κάρβουνα!  Έχουμε τόσα να πούμε...

 Το απόγευμα της ίδιας μέρας, στο νησί της Καλυψώς.

 ΚΑΛΥΨΩ: Στο είπα και στο ξαναλέω. Γίνε κι εσύ σαν τον Οδυσσέα. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, ζήσε περιπέτειες και γύρνα σπίτι όποτε εσύ το θελήσεις. Δείξε σε όλους πως είσαι τόσο άξια όσο και ο κάθε άντρας.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ξέρεις κάτι; Δίκιο έχεις. Αυτό θα κάνω. Βοήθα με μόνο να φτιάξω ένα μεγαλύτερο πλοίο, για να αντέξει. Τύλιξέ μου και λίγο χταποδάκι για τον δρόμο. Ήρθε η ώρα να γνωρίσω κι εγώ τη ζωή!

Τέλος

 Μαρίνα

Η Πηνελόπη πήρε την τελική  απόφαση να πάει η ίδια να αναζητήσει τον Οδυσσέα. Οι μνηστήρες και η γενικότερη διάθεση που επικρατούσε στο ανακτορικό σπιτικό της της δημιουργούσε έναν ακόμη λόγο διαφυγής για την αναζήτηση του αγαπημένου της. Η Πηνελόπη ήξερε πως ο Τηλέμαχος δεν θα ενέκρινε την απόφαση της οπότε πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Αποφασισμένη πως αυτό το ταξίδι θα πρέπει να το κάνει χωρίς τη συντροφιά του γιού της, πήρε ικανούς άντρες και έμπιστους ανθρώπους και ξεκίνησε τη διαδρομή. Το ταξίδι ξεκίνησε καλά. Περιπλανούνταν μέρες ώσπου στο μακρινό οπτικό τους πεδίο μπήκε στεριά. Η όψη αυτού του νησιού δεν έμοιαζε συνηθισμένη. Το νερό της θάλασσας όσο πλησίαζες γινόταν μωβ και γύρω γύρω στον αέρα πετούσαν παραμυθένια γαλάζια πουλιά που οι μακριές μαγευτικές ουρές τους αγγίζοντας το νερό έμοιαζε σαν να ανακάτευαν τα μυστικά συστατικά της θάλασσας. Η Πηνελόπη μαγεμένη από την ομορφιά, έμεινε άφωνη παρατηρώντας γύρω της ώσπου κάτι πλησίασε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και της ψιθύρισε: « 'Ο Οδυσσέας θα βρίσκεται σύντομα κοντά σου, είναι στο τέλος της διαδρομής». Τότε ένα πολύ δυνατό ρέμα στάλθηκε, στέλνοντας πίσω το πλοίο και την Πηνελόπη στην Ιθάκη.

 Αλέξης

Πηνελόπεια

        Η Πηνελόπη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της .Έξω ήταν νύχτα. Εκείνη δεν κοιμόταν και έκλαιγε. Μετά από πολλή ώρα, την πήρε ο ύπνος .Στον ύπνο της ήρθε η θεά Αθηνά και της είπε . «Πηνελόπη, πήγαινε. Πήγαινε να βρεις τον άντρα σου, που για αυτόν θρηνείς τόσον καιρό.»

       Η Πηνελόπη ξύπνησε αποφασισμένη. Ένιωθε δυνατή. Πήγε στον γιο της και του είπε πως θα πάει να βρει τον Οδυσσέα, τον άντρα της και ότι ο Τηλέμαχος θα έμενε στην θέση του βασιλιά μέχρι να γυρίσει. Εκείνος την κοίταξε και δέχτηκε κατευθείαν. Αλλά αυτό το ταξίδι θα ήταν πολύ διαφορετικό από τα άλλα. Δεν θα το μάθαινε κανένας άλλος εκτός από τον Τηλέμαχο και τα άτομα που θα πήγαιναν μαζί της. Αν ρωτούσε κάποιος για την Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος θα έλεγε ότι είναι στο δωμάτιό της και ότι είναι άρρωστη .Πήγε και είπε την Ιδέα της και στα άτομα που σχεδίαζε να πάρει μαζί της, ναυτικούς και έμπιστα άτομα.

     Την επόμενη ημέρα έβαλαν πλώρη για την Τροία. Η Πηνελόπη ήταν μεταμφιεσμένη σε άνδρα. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι θα τον βρούνε.

     Ο καιρός ήταν καλός και το ταξίδι ήταν εύκολο. Καταφέραν να φτάσουνε στην Τροία. Η Πηνελόπη ξεκίνησε μεταμφιεσμένη με τους πιστούς της συντρόφους  και πήγε να βρει τον βασιλιά Πρίαμο. Φτάσανε στο παλάτι .Μόλις βρήκαν τον βασιλιά του είπαν ότι τους είχε στείλει η Πηνελόπη να βρουν τον Οδυσσέα.  Ύστερα τον ρώτησαν αν ήξερε κάτι παραπάνω από εκείνους για τον Οδυσσέα. Εκείνος είπε ότι δεν ήξερε τίποτα παραπάνω.  Η Πηνελόπη είπε: «Όχι,  Πρίαμε, εμείς θα τον βρούμε.Τότε γύρισε την πλάτη της για να φύγει . Ο Πρίαμος τότε είπε: «Σταθείτε!» Τότε γύρισαν όλοι τους και τον κοίταξαν. Τους είπε να πάνε στον γιό του τον Έλενο αν ήθελαν βοήθεια. Όταν τους εξήγησε που βρίσκεται, τον ευχαρίστησαν και έφυγαν.

    Έφτασαν. Η Πηνελόπη, γεμάτη άγχος, αφού του είπε ότι τον είχε στείλει η Πηνελόπη τάχα, τον ρώτησε: «Είναι ζωντανός ο Οδυσσέας;» Εκείνος απάντησε: «Ναι, είναι ασφαλής». Τότε ηρέμησε λίγο. «Που βρίσκεται,  Έλενε;» «Ο Οδυσσέας είναι φυλακισμένος στην αγκαλιά μιας όμορφης γυναίκας.» Η Πηνελόπη γούρλωσε τα μάτια, προσπαθούσε να κρατήσει ένα σοβαρό πρόσωπο. Τότε ένας από τους συντρόφους της, ρώτησε «Πού βρίσκεται; Σε ποιο μέρος;» «Είναι στο νησί της Ωγυγίας. Αλλά δεν νομίζω να είναι καλή ιδέα να πάτε εκεί». Η Πηνελόπη έφυγε και διέταξε να πάνε στο νησί της Ωγυγίας .

   Την ίδια ώρα στο νησί της Ωγυγίας , η Καλυψώ χάζευε τον Οδυσσέα που κοιμόταν και ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά της ο θεός Ποσειδώνας. Της  έκανε νόημα να βγει από την σπηλιά για να μην ξυπνήσει ο Οδυσσέα: «Καλυψώ, αυτήν την στιγμή βρίσκεται στη θάλασσα η Πηνελόπη με δύο καράβια και έρχονται εδώ». Η Καλυψώ οργισμένη απάντησε «Τι; Τι λες, Ποσειδώνα; Δεν πρέπει να γίνει αυτό!» «Μην ανησυχείς Καλυψώ, ασ’το πάνω μου.» Αυτό είπε και έφυγε.

     Τότε ο καιρός συννέφιασε. Άρχισε να βρέχει πάρα πολύ δυνατά. Κεραυνοί και αστραπές από εδώ και από κει. Ο κάθε ένας βοηθούσε στο πλοίο και πάλευε  με τα κύματα καθώς δυνάμωναν όλο και πιο πολύ. Η Πηνελόπη έκανε και εκείνη ότι μπορούσε. Η ζωή τους ήταν σε κίνδυνο καθώς έμπαινε νερό στο πλοίο και υπήρχε κίνδυνος να βουλιάξουν.

   Δεν τα κατάφεραν. Το πλοίο βούλιαξε. Ο ουρανός καθάρισε. Είχαν χάσει πολλά άτομα. Η Πηνελόπη , καθόταν πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο που έπλεε στην θάλασσα. Πλέον δεν σκεφτόταν τόσο θετικά. Ήξερε, δεν θα τα καταφέρουν.

   Ξαφνικά , άκουσε φωνές ανδρικές να την φωνάζουν από πίσω της. Ήταν τρεις από τους συντρόφους της. Μόλις την έφτασαν , δεν ήταν πια μεταμφιεσμένη. Αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Η Πηνελόπη φώναξε «συνεχίζουμε δυνατά!» και άρχισαν να κολυμπάνε μέχρι το νησί.

   Στην διαδρομή έκαναν ένα σχέδιο. Επειδή έβλεπαν την Καλυψώ ότι ήταν έξω χωρίς τον Οδυσσέα , οι δύο σύντροφοι θα πήγαιναν από πίσω για να ψάξουν τον Οδυσσέα και Η Πηνελόπη  με τον άλλον θα πήγαιναν να της μιλήσουν. Όπως και έγινε.

   Μόλις έφτασαν οι δύο τους, καθώς οι άλλοι είχαν πάει από πίσω, αρχίνησε να τους πλησιάζει  και η Καλυψώ. Μόλις ήρθε κοντά, είπε η Πηνελόπη «Ξέρεις πολύ καλά γιατί είμαι εδώ. Δεν μπορεί να με σταματήσει ούτε κακοκαιρία, ούτε το ταξίδι από την Ιθάκη στην άλλη μεριά της Ελλάδας . Ο άντρας μου , δεν σου αξίζει. Ακούς;» «Χαχα.. είναι κρίμα που δεν μπορείς να κάνεις κάτι τώρα ε; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ο Οδυσσέας διάλεξε εμένα(ψέματα). Όσα άτομα και να έφερες μαζί σου.»Τότε η Καλυψώ όρμησε πάνω της και οι δύο γυναίκες βρέθηκαν στο πάτωμα και χτυπούσαν η μία την άλλη.

    Ξαφνικά ο σύντροφός της πήρε τη μορφή της Αθηνάς. Ναι. Τόση ώρα ήταν η Αθηνά που είχε πάρει την μορφή του συντρόφου της Πηνελόπης. Μετά χώρισε τις δύο γυναίκες. Καθόντουσαν σοκαρισμένες και οι δύο τους. Εκείνη την στιγμή, επειδή η Καλυψώ είχε πει στον Οδυσσέα να κάτσει στην σπηλιά, πέρασε πολλή ώρα για τον Οδυσσέα και βγήκε να δει αν είναι όλα καλά και είδε από μακριά τρεις γυναικείες φιγούρες . Όταν κόντεψε, είδε ποιες ήταν και έμεινε άφωνος. Η Πηνελόπη καθόταν και τον κοιτούσε για πολύ ώρα και οι δύο δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο Οδυσσέας πλησίασε , αγκάλιασε και φίλησε την Πηνελόπη. Ο Οδυσσέας ήταν συγκινημένος και άρχισε να μιλάει στην Πηνελόπη. «Πηνελόπη αυτή η γυναίκα με κρατούσε εδώ φυλακισμένο. Εγώ πάντα σε σκεφτόμουν.»

    Η Καλυψώ υποχώρησε βλέποντας πόσο αγαπούσε ο ένας τον άλλον και πόσο ήθελε αλήθεια να φύγει ο Οδυσσέας και είπε <<Οδυσσέα πήγαινε στην γυναίκα σου. >>

                 Τότε, η Αθηνά έφερε τους δύο συντρόφους που είχαν πάει από πίσω, εμφάνισε το πλοίο που είχαν χάσει από τον Ποσειδώνα και ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη και τους δύο συντρόφους τους, έφυγαν για την Ιθάκη…

Δημήτρης Χ.

ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ

    Πριν από πολύ καιρό, σε ένα καράβι στη μέση της θάλασσας, ήταν μία γυναίκα όμορφη και αποφασιστική μαζί με τον μικρό της γιο. Την λέγανε Πηνελόπη και τον γιος της Τηλέμαχο. Όμως τι δουλειά κάνει μία γυναίκα ολομόναχη με ένα μικρό παιδί σε ένα καράβι; Πολλά χρόνια πριν, ο πολυαγαπημένος της άντρας, ο πολυμήχανος Οδυσσέας, έφυγε να πολεμήσει στη μακρινή πόλη της Τροίας.

     Όμως από τότε έχει περάσει πολύς καιρός. Η Πηνελόπη και ο μικρός Τηλέμαχος ζούσαν στο παλάτι, με μνηστήρες να σπαταλάνε την περιουσία του Οδυσσέα και να κάθονται να τρώνε και να πίνουν όλη μέρα στο ανάκτορο πιστεύοντας ότι ο Οδυσσέας έχει πεθάνει. Όμως η Πηνελόπη δεν ξεχνούσε τον Οδυσσέα και πίστευε ότι ζει ακόμη και περιπλανιέται στη θάλασσα απεγνωσμένα. Έτσι, μία μέρα, έφυγε κρυφά από το ανάκτορο της,  πήρε ένα καράβι και μαζί με τον Τηλέμαχο έφυγαν από την Ιθάκη για να βρούνε τον Οδυσσέα.

      Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Τηλέμαχος( που είχε μεγαλώσει πια) είδε από μακριά ένα νησί. Καθώς όμως πλησίαζαν προς το νησί ,η θάλασσα αγρίευε. Ξαφνικά, ένα τέρας εμφανίστηκε από τη θάλασσα. Έμοιαζε με φώκια που είχε ουρά γοργόνας. Ο Τηλέμαχος έπιασε το σπαθί του έτοιμος να αμυνθεί. Ευτυχώς τρόμαξε και βούτηξε ξανά στη θάλασσα. Ο Τηλέμαχος και η Πηνελόπη όσο πιο πολύ πλησίαζαν προς το μυστηριώδες νησί, τόσο πιο πολύ τους καταλάμβανε ο φόβος και ο τρόμος. Όταν αγκυροβόλησαν και βγήκαν από το καράβι, το πρώτο που αντίκρισαν ήταν άγρια θεόρατα βράχια, και ένα καταπράσινο, πυκνό δάσος. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και ήταν εξουθενωμένοι από το ταξίδι και έτσι έφτιαξαν μία φωτιά και κοιμήθηκαν. Όταν ξύπνησαν βρίσκονταν δεμένοι σε έναν πάσσαλο κοντά σε μία φωτιά. Όμως το θέαμα που αντίκρισαν τους τρόμαξε ακόμα πιο πολύ. αμέτρητοι καλικάντζαροι χόρευαν γύρω από τη φωτιά και έβγαζαν άγριες κραυγές. Μετά ακολούθησε η δίκη τους. Με λίγα λόγια τους είπανε την ιστορία τους. Μετά, οι καλικάντζαροι τους εξήγησαν ότι βρίσκονταν στο νησί των πνευμάτων και των φανταστικών πλασμάτων. Όμως το νησί είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: των καλών και των κακών πνευμάτων. Ξαφνικά το ξέφωτο γέμισε από ξωτικά οπλισμένα με τόξα και κοντάρια. Αμέτρητες νεράιδες και παιδιά σκαρφαλωμένα πάνω σε δέντρα άρχισαν να ρίχνουν τα βέλη με σκόνη από υπνωτικό λουλούδι και τα κοντάρια τους πάνω στους καλικάντζαρους και στα κακά πνεύματα. Άναψε μία μεγάλη μάχη και βγήκαν νικητές όλα τα καλά όντα του νησιού. Στο τέλος της μάχης εμφανίστηκε ένας ταλαιπωρημένος άντρας με σκισμένα ρούχα και ανακατωμένα μαλλιά. Εκείνος τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν γρήγορα γιατί όπου να ναι θα γυρνούσανε οι εχθροί. Έτσι ο άγνωστος άντρας, η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος, πήραν έναν δράκο και μαζί έφυγαν από το νησί. Εκείνοι του είπαν τη δικιά τους περιπέτεια. Όμως τους φάνηκε ότι από κάπου γνωρίζονταν. Καθώς ο δράκος πλησίαζε προς την Ελλάδα κατάλαβαν ότι ο μυστηριώδης άντρας ήταν ο Οδυσσέας .Έτσι, μαζί γύρισαν στην Ιθάκη μετά από πάρα πολλά χρόνια και βασίλεψαν ευτυχισμένα.

Αναστασία

Πηνελόπεια

    Πέρασαν κάποια χρόνια από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας. Η Πηνελόπη ήταν αγανακτισμένη και της έλειπε πάρα πολύ ο άντρας της. Έτσι πήρε τον Τηλέμαχο στην πλάτη της και ξεκίνησε το ταξίδι για να τον βρει.

     Όταν ο Ποσειδώνας έμαθε όλα αυτά που πρόκειται να κάνει η Πηνελόπη συγκινήθηκε και αποφάσισε να την βοηθήσει. Μια μέρα εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε ότι ο Οδυσσέας κινείται προς τους Αιθίοπες και ότι αν αποφασίσει να τον ακολουθήσει θα την οδηγούσε προς εκείνον. Η Πηνελόπη σκέφτηκε για λίγο την προσφορά του και εν τέλει δέχθηκε. Όμως αποδείχθηκε ότι τελικά  εκείνος είχε άλλα σχέδια για αυτήν. Πήγανε σε μια σπηλιά για να περάσουν το βράδυ μιας και ήταν πολύ κουρασμένοι. Το πρωί μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την Πηνελόπη.

     Ο Ποσειδώνας είχε κλείσει την σπηλιά με έναν τεράστιο βράχο ώστε να μην μπορεί να βγει. Πέρασε πολλές μέρες μέσα στην σπηλιά χωρίς φαγητό και με πολύ λίγο νερό που υπήρχε σε μια λακκούβα μέσα στη σπηλιά. Ο Τηλέμαχος ήταν αδύναμος,  επειδή έχασε πολύ βάρος και η Πηνελόπη φοβόταν μην πάθει τίποτα ο μοναχογιός της. Έτσι εκείνη πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Όσον καιρό ήταν κλεισμένοι μέσα, η Πηνελόπη έξυσε ένα ξύλο έτσι ώστε να μπορέσει να σπρώξει τον μεγάλο βράχο από την μέση. Μετά από πολλές προσπάθειες τα κατάφερε, πήρε τον Τηλέμαχο στην πλάτη της  και συνέχισε να προχωράει.

       Καθώς περπατούσε δίπλα στην ακτή βρήκε ένα μπουκάλι με έναν χάρτη που έδειχνε τον δρόμο για το νησί των Αιθιόπων . Ταξίδευε μέρες και νύχτες μέχρι που έφτασε. Εκεί είδε τον Οδυσσέα να μάχεται εναντίον των κυμάτων που έστελνε ο Ποσειδώνας. Εν τέλει τα κατάφερε και μόλις βγήκε στην ακτή είδε το όμορφο πρόσωπο της Πηνελόπης και τον γιο του  που είχε να δει από τότε που ήταν νεογέννητο. Έτρεξε και τους αγκάλιασε νιώθοντας πιο χαρούμενος από ποτέ.

ΤΕΛΟΣ

Θαρρενός

Η ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ

  Τρία χρόνια πέρασαν από την άλωση της Τροίας και οι περισσότεροι ήρωες τον νόστο τους τον είχαν τελειώσει. Στην Ιθάκη όμως, ο βασιλιάς της  που ακούει στο όνομα Οδυσσέας δεν είχε φανεί. Αυτό προβλημάτισε την γυναίκα του Πηνελόπη η οποία δεν άντεχε να περιμένει άλλο, με δικιά της απόφαση και αφού ο Τηλέμαχος συμφώνησε , πήραν ένα καράβι και ξεκίνησαν το δικό τους ταξίδι ώστε να βρουν τον Αρχηγό της Ιθάκης.

      Δεν γινόταν τίποτα φοβερό μέχρι στιγμής στην περιπέτεια τους και παρόλο που χρειάστηκε να σταματήσουν μερικές φορές,  οι άνθρωποι ήταν φιλόξενοι και περιποιητικοί. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους όμως  ο Τηλέμαχος αρρώστησε βαριά και η Πηνελόπη δεν ήξερε τι να κάνει. Νόμιζε πως θα τον έχανε μα από το πουθενά στον ορίζοντα εμφανίστηκε ένα νησί. Αφού προσευχήθηκε στον Δία να είναι οι άνθρωποι καλοπροαίρετοι μπήκαν στο λιμάνι του νησιού.

     Όταν κατέβηκε από το καράβι με τον Τηλέμαχο στα χέρια η Πηνελόπη ζήτησε βοήθεια από μια καλοντυμένη κυρία και αυτή όταν είδε τον Τηλέμαχο τον λυπήθηκε και τους πήρε στο σπίτι της. Στον δρόμο η κυρία τους εξήγησε πως στο νησί αυτό κατοικούν οι Φαίακες και πως αυτή ήταν η πριγκίπισσα. Είπε πως ονομαζόταν Ναυσικά και πως θα τους έπαιρνε στο παλάτι για να τους περιποιηθούν.

      Πέρασε λίγος καιρός. Ο Τηλέμαχος τώρα ήταν καλά και αφού μείναν εκεί για αρκετό καιρό ακόμη αποχαιρέτησαν την πριγκίπισσα και τον βασιλιά και συνέχισαν το νόστο τους. Όμως η θάλασσα δεν ήταν έτοιμη να τους υποδεχτεί ξανά. Φουρτούνες ταρακουνούσαν το καράβι που τώρα ήταν ακυβέρνητο, ανέμοι έσκιζαν τα πανιά του και τα αγριεμένα κύματα σαν ταύροι χτυπούσαν πάνω στο καράβι.

    Η Πηνελόπη λύγισε, δεν ήταν αρκετά δυνατή για να το χειριστεί αυτό. Με όλη της την δύναμη γύρισε το καράβι και τράβηξε για την Ιθάκη. Καθώς ταξίδευε πίσω στην πατρίδα της ένιωθε απογοητευμένη με τον εαυτό της, ένιωθε άχρηστη σαν ένα παλιό πανί που τώρα χρησίμευε μόνο για να σκουπίζει βρομιές από το πάτωμα. Δεν ήταν ψυχολογικά καλά και είχε πιθυμήσει τον άντρα της, μα ήξερε πως στην Ιθάκη θα είχε να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες για αυτό έπρεπε να φανεί δυνατή.

      Καθώς σιγά σιγά έφτανε στην Ιθάκη κάτι περίεργο συνέβη. Ένα πλοίο είχε βγει εκτός ελέγχου και πήγαινε κατά πάνω τους. Η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος του φώναζαν να σταματήσει μα ήταν πολύ αργά. Τα δύο καράβια συγκρούστηκαν και το καράβι της Πηνελόπης διαλύθηκε. Ο καπετάνιος του άλλου καραβιού, το οποίο έμοιαζε απείραχτο, Βγήκε έξω και προς έκπληξη της σχεδόν πνιγμένης Πηνελόπης δεν ήταν κανείς άλλος από τον Οδυσσέα. Αυτός τους ανέβασε στο πλοίο του και αφού ενώθηκαν και τα είπανε φτάσανε στην Ιθάκη όπου όλοι μαζί σκότωσαν τους μνηστήρες.

Μαρία Μ.

        Η Πηνελόπη βλέποντας πως ο Οδυσσέας δεν γυρνούσε πίσω στην Ιθάκη πήρε την απόφαση να πάει να τον βρει μόνη της.  Ήταν εκείνη η περίοδος που ο Οδυσσέας είχε μεταμφιεστεί στον ξένο. Ο μόνος που ήξερε την πραγματική ταυτότητα του ξένου ήταν ο Τηλέμαχο .       

       Μια μέρα λοιπόν η Πηνελόπη , πήγε στον Τηλέμαχο και του είπε πως δεν άντεχε άλλο χωρίς τον Οδυσσέα και πως θα πάει να τον βρει .  Ο Τηλέμαχος ξέροντας πως ο Οδυσσέας ήταν ήδη στην Ιθάκη, προσπάθησε να πείσει την μητέρα του ότι αυτό που σκεφτόταν ήταν μια άσχημη ιδέα. Η Πηνελόπη έκανε ότι τον άκουσε και πήγε στο δωμάτιό της.                                                          

       Αργότερα  ο Τηλέμαχος πήγε στον Οδυσσέα να του πει πως η Πηνελόπη είχε σκοπό να φύγει ώστε να την έχει στο νου του. Το βράδυ η Πηνελόπη αποφασισμένη να βρει τον άντρα της πήρε μια βάρκα και το έσκασε !! Όταν ξημέρωσε μια υπηρέτρια πήγε στο δωμάτιο της Πηνελόπης και το μόνο που είδε ήταν το παράθυρο ανοιχτό και τα πάντα πεταμένα. Τρέχοντας κατέβηκε την σκάλα να ειδοποιήσει τον Τηλέμαχο πως η Πηνελόπη δεν ήταν στο παλάτι. Γρήγορα και ο Τηλέμαχος πήγε στον Οδυσσέα και του μετέφερε τα νέα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα μπήκαν σε μία βάρκα και χάθηκαν στην θάλασσα.                                                       

           Την ίδια στιγμή η Πηνελόπη στην μέση του πουθενά αντίκρισε ένα νησί και προσπάθησε να πάει προς τα εκεί να περάσει την νύχτα της. Φτάνοντας στο νησί πεινασμένη, βρήκε κάτι φυτά και απελπισμένη τα έφαγε και την πήρε ο ύπνος. Κουρασμένοι ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο πάλευαν με τα κύματα ώστε να βρουν την Πηνελόπη . Ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα τους παρέσυρε στον νησί που βρισκόταν η Πηνελόπη και περίμεναν να ξημερώσει

      Το πρωί ο Οδυσσέας σηκώθηκε και πήγε να εξερευνήσει το νησί . Πηγαίνοντας πίσω από κάτι δέντρα άκουσε έναν θόρυβο. Ήταν η Πηνελόπη.  Εκείνη μη ξέροντας πως αυτός ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τρόμαξε και έτρεξε μακριά . Εκείνος την ακολούθησε ξέροντας πως ήταν αυτή, αν και είχε να την δει είκοσι χρόνια. Μάταια , η Πηνελόπη είχε κρυφτεί κάπου που δεν μπορούσε να την βρει και ο Οδυσσέας  φώναξε τον Τηλέμαχο. Εκείνος φωνάζοντας την μητέρα του την έκανε να πάει προς εκείνον διότι αμέσως αναγνώρισε την φωνή του. Κάθισαν όλοι μαζί και συζήτησαν για το τι είχε περάσει ο καθένας. Ο Οδυσσέας διηγήθηκε τις περιπέτειές του και η Πηνελόπη τα βάσανά της με τους μνηστήρες. Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος είχαν ήδη σχεδιάσει τι θα γίνει με τους μνηστήρες και αποφάσισαν να το πουν και στην Πηνελόπη για να είναι πιο σίγουρο ότι θα πετύχει.  Όλοι μαζί συμφώνησαν και ξεκίνησαν το ταξίδι για την Ιθάκη. Το ταξίδι δεν ήταν κουραστικό και τα νερά ήταν πεντακάθαρα . Στο παλάτι έφτασαν το βράδυ και πολύ ήσυχα πήγαν στα δωμάτιά τους.                            Το επόμενο πρωί ετοιμάστηκαν όλοι για να εφαρμοστεί το σχέδιο με τους μνηστήρες . Μέχρι το μεσημέρι όλα κυλούσαν ρολόι και περίμεναν την στιγμή της μνηστηροφονίας. Κάτι παράξενο δεν έγινε και το σχέδιο εφαρμόστηκε όπως το είχαν σχεδιάσει. Στο τέλος ο Οδυσσέας ξαναπήρε την κανονική του μορφή και όλη η Ιθάκη έμαθε πως ο πολυμήχανος βασιλιάς γύρισε πίσω στον θρόνο του .

ΤΕΛΟΣ

Νεφέλη

        Είκοσι χρόνια μακριά από τον αγαπημένο της. Χωρίς τον σύντροφό της. Μη γνωρίζοντας αν ακόμα ζει και βασιλεύει. Έφυγε κι ο γιος της να μάθει για τον πατέρα του. Τώρα έχει μείνει μόνη της πια. Μόνο οι υπηρέτες που κι εκείνοι βρίσκονται σε μεγάλη ηλικία. Πώς θα αναλάβει τους μνηστήρες;  Αυτούς που αράζουν στα λημέρια της, στο ίδιο της το παλάτι. Είναι πολύ δυνατότεροι, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να καταφέρει να τους διώξει. Αποφάσισε λοιπόν ότι ο μόνος τρόπος να τους «ξεφορτωθεί» είναι να τους απασχολεί συνεχώς. Κάθε μέρα λοιπόν, οι μνηστήρες θα περνούσαν από μια δοκιμασία. Κάθε μηνά, ο μνηστήρας με τις περισσότερες ήττες θα αποκλειόταν από υποψήφιος μελλοντικός σύζυγος της Πηνελόπης. Αυτό το σχέδιο δούλεψε για 2 χρόνια. Οι μνηστήρες απαιτούσαν συνεχώς να σταματήσουν οι δοκιμασίες κι έτσι έγινε. Έπρεπε λοιπόν να καταστρώσει διαφορετικό σχέδιο. Δεν είχε πολλές ιδέες. Δεν ήταν τόσο εύκολο να πείσει τους μνηστήρες, ούτε να τους ξεφορτωθεί. Όλο τον υπόλοιπο καιρό ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο μοτίβο: Αποδεχόταν τους μνηστήρες νωρίς το πρωί και κλειδωνόταν στην κρεβατοκάμαρά της μέχρι να φύγουν. Περίμενε λέει να γυρίσει ο Οδυσσέας, μήπως μπορεί να  γλιτώσει. Αλλά ιδέα δεν είχε αν ακόμα ζούσε, έστω και στην άλλη άκρη της Γης…

Σπύρος

Και μετά τον εντέκατο χρόνο αναμονής του Οδυσσέα η Πηνελόπη αποφάσισε να πάει να τον βρει. Έτσι πηρέ τον Τηλέμαχο που ήταν πια έφηβος και ξεκίνησαν την Πηνελόπεια. Πρώτα αποφάσισε να πάει στη Σπάρτη στο παλάτι  του Μενέλαου και της ωραίας Ελένης .Εκεί ρώτησε  αν ήξεραν τι είχε απογίνει ο Οδυσσέας και απάντησαν ότι δεν ήξεραν επειδή είχε φύγει πιο νωρίς από την Τροία . Έτσι αποφάσισε να πάει με το πλοίο της σε διάφορα νησιά και να τον βρει. Η θάλασσα την οδήγησε πρώτα  στο νησί της Καλυψώς . Εκεί βρήκε την Καλυψώ να νοσταλγεί για τον Οδυσσέα που μόλις μια εβδομάδα πριν είχε φύγει. Έτσι απογοητευμένη η Πηνελόπη πήγε στο νησί τον Φαιάκων και εκεί της είπαν ότι ο Οδυσσέας είχε φύγει πριν από μια μέρα. Έτσι μετά την νύχτα που έμεινε η Πηνελόπη στο νησί των Φαιάκων ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής . Όταν γύρισε, είδε τον Οδυσσέα να την περιμένει στο παλάτι.

Τσαμπίκος

    Η Πηνελόπη ξύπνησε άλλη μία μέρα χωρίς τον Οδυσσέα. Δεν μπορούσε άλλο, γι' αυτό αποφάσισε να πάει να τον βρει. Πήρε τον Τηλέμαχο, βρήκαν ένα καράβι και άρχισαν τις περιπέτειες. Την επόμενη μέρα ξύπνησε ο Τηλέμαχος και πανικοβλήθηκε. Ήταν στη μέση του ωκεανού. Ρώτησε την μητέρα του και εκείνη του είπε πως αποφάσισε να πάει να βρει τον Οδυσσέα.

     Μετά από κάποιες ώρες, βρήκαν ένα νησί, σταμάτησαν, πήγαν εκεί και είδαν μια γυναίκα. Ρώτησαν ποιά είναι και αν ξέρει που είναι ο Οδυσσέας. Εκείνη είπε πως είναι η Καλυψώ και ο Οδυσσέας έφυγε πριν κάτι μέρες. Η Πηνελόπη άκουσε την Καλυψώ και συνέχισε την αναζήτηση του άντρα της. Πέρασαν κάποιες μέρες και η Πηνελόπη ήταν κοιμισμένη με τον Τηλέμαχο άκουσαν έναν δυνατό θόρυβο. Ξύπνησαν και είδαν ένα άλλο νησί όπου τους καλωσόρισαν κάποιες νεαρές κοπέλες. Εκείνες είπαν πως ήρθαν στο νησί των Φαιάκων και ότι πριν κάτι μέρες  ήρθε ένας άντρας και ήθελε την βοήθεια μας και ότι τώρα κατευθύνεται προς την πατρίδα του. Έδειξε από ποιά μεριά πήγε και η Πηνελόπη με τον Τηλέμαχο έτρεξαν στο καράβι να προλάβουν.

      Ξαφνικά είδαν ένα άλλο καράβι και κατευθύνθηκαν προς εκεί. Είδε η Πηνελόπη τον Οδυσσέα και χάρηκε πάρα πολύ και τον αγκάλιασε. Ο Οδυσσέας είπε τι είχε γίνει και γιατί πάει προς την Ιθάκη. Όταν έφτασαν είδε ο Οδυσσέας τους μνηστήρες πήγε και τους θανάτωσε και  έτσι ξαναπήρε  την θέση του στο Παλάτι.

Βασίλης

Η  Πηνελόπεια

…Μια μέρα  η δύσμοιρη Πηνελόπη άνοιξε τα κουρασμένα της βλέφαρα  και έκανε μία σκέψη:  να πάει να βρει μόνη της τον σύζυγό της.

    Μεσημέρι,  έκατσε να φάει  και αναζήτησε την πιο πιστή της υπηρέτρια,  την Ευρύκλεια. Μόλις ήρθε της είπε να κάτσει. Έπειτα άρχισε να της λέει για τη σκέψη  που έκανε το πρωί. Αυτή η συζήτηση βγήκε αποδοτική και έτσι η Πηνελόπη  πήρε δύο καράβια, που το κάθε ένα είχε 10 άνδρες και τέσσερις γυναίκες. Θα έφευγαν τα μεσάνυχτα και είχαν ειδοποιήσει τον Τηλέμαχο, άμα τον ρωτούσαν «πού είναι η μάνα σου», εκείνος να έλεγε πως ήταν στο δωμάτιό της και ότι δεν θα έμπαινε κανένας.

        Έτσι ξεκίνησε η Πηνελόπη το ταξίδι για να πάει να βρει τον Οδυσσέα. Στην αρχή η θάλασσα ήταν γαλήνια, μετά από 5 ώρες χωρίς να δουν ούτε ένα νησί, πρόσεξαν  κάτι  κατσάβραχα, φαίνεται ότι αυτό το μέρος ήταν μια νησίδα. Εκεί άραξαν τα πλοία. Η Πηνελόπη είπε σε έναν άνδρα να την συνοδεύσει για να εξερευνήσουν το μέρος. Σε αυτό το νησί συνάντησαν κάποιος ντόπιους  και τους ρώτησαν πώς λέγεται το μέρος. Αμέσως ένας πιτσιρικάς αποκρίθηκε:  «Χώρα των Λωτοφάγων, κυρία». Και συνέχισε: «Εσείς από πού μας έρχεστε;».  Η  Πηνελόπη  απάντησε αφού έκανε νόημα στον στρατιώτη να μην μιλήσει:  «Από ένα μακρινό νησί,  την μεγάλη Κύπρο. Όμως θα ήθελα να σας ρωτήσω, κάτι αν το επιτρέπετε». «Βεβαίως», απάντησε ένας γεροδεμένος άνδρας που είχε εντυπωσιαστεί από την ομορφιά της. Εκείνη αποκρίθηκε:  «Μήπως πέρασε από δω ο  θείος Οδυσσέας;» «Ναι!», απάντησαν μία παρέα παιδιά που είχαν έρθει να δουν ποιος είχε έρθει. Μετά  ξαναρώτησε: Σας είπε πού πηγαίνει;»  «Όχι,  αλλά ξέρω έναν μάντη που σίγουρα θα γνωρίζει,  μένει στο διπλανό νησί!",  αποκρίθηκε ένας άλλος. «Ευχαριστούμε πολύ, τώρα πρέπει να πηγαίνουμε». «Θα θέλατε να σας φιλοξενήσουμε και να σας κεράσουμε τον υπέροχο λωτό  μας;», είπε μία γριά.  «Ευχαριστούμε, έχουμε πολλά τρόφιμα στο πλοίο» ,  απάντησε,  ξέροντας  ότι  ο λωτός σε ζαλίζει και σε κάνει να ξεχνάς την πατρίδα σου, η Πηνελόπη.

     Έτσι ξεκίνησαν για τον μάντη. Όταν έφτασαν τον βρήκαν να σκαλίζει ένα καμένο περιβόλι. Μόλις τον είδε η Πηνελόπη τον ρώτησε : «Τι κάνεις εκεί,  άνθρωπέ μου;»  «Ό,τι κάνεις και εσύ, κόρη μου,  με άλλον τρόπο»  αποκρίθηκε και συνέχισε :  «Εγώ προσπαθώ να βρω έναν κόκκο σιταριού μέσα στη στάχτη κι εσύ ψάχνεις τον άντρα σου στα ξένα, ενώ εκείνος είναι στην Ιθάκη και έχει εξοντώσει όλους τους μνηστήρες". Εκείνη όλο χαρά ευχαρίστησε τον μάντη, γύρισε στην Ιθάκη και  αγκάλιασε τον άντρα της. Και ο Οδυσσέας υποσχέθηκε να μην ξανά φύγει ποτέ από την αγαπημένη του…

Σείριος  


ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΤΟΥ Α1 

Ελευθερία

    Πέρασαν 5 χρόνια μετά την Άλωση της Τροίας. Όλοι είχαν επιστρέψει από την Τροία εκτός από τον Οδυσσέα, τον άντρα της Πηνελόπης. Εκείνη τον περίμενε αρκετό καιρό, αλλά όταν επέστρεψαν οι υπόλοιποι και ο πολυμήχανος Οδυσσεύς δεν είχε επιστρέψει, ξεκίνησε να τον ψάχνει. Άφησε τον Τηλέμαχο στην οικιακή βοηθό, Ευρύκλεια και έφυγε. Σκέφτηκε ότι ίσως παγιδεύτηκε με κάποιο τρόπο στην Τροία και έτσι πήγε εκεί, όπου συνάντησε έναν σοφό μάντη, ο οποίος της είπε  τα εξής\;  «Ο Οδυσσεύς βρίσκεται σε ένα μέρος μακρινό όπου μόνο με κωδικό μπορείς να περάσεις. Αυτόν τον κωδικό θα σου τον δώσει ένας θνητός. Ακολούθησε τα στοιχεία που θα βρεις. Πάρε αυτό το σημείωμα, που θα σε καθοδηγήσει  να βρεις την περιοχή που βρίσκεται ο θνητός.» Το σημείωμα έλεγε με έναν γρίφο, που βρίσκεται ο θνητός: «Βρίσκομαι κάπου μακρινά, σκοτεινά και τρομακτικά, παρέα με την Καλυψώ και ένα άλλο άτομο… ( το οποίο αποδεικνύεται στην συνέχεια ότι είναι ένα ψέμα)» Η Πηνελόπη σκέφτηκε ότι θα είναι σε κάποιο υπόγειο ή ερημονήσι, κινήθηκε προς το ερημονήσι του Μοριά. Εκεί συνάντησε σε έναν φοίνικα ένα σημείωμα που έλεγε: « Είμαι εδώ κοντά, θνητός και πολυμήχανος.» Το μυαλό της Πηνελόπης σκεφτόταν για ώρα αρκετή, ότι ίσως ο  θνητός είναι ο άντρας της, αυτό το σκέφτηκε λόγω του χαρακτηριστικού, τυπικού επιθέτου του θνητού. Έτσι ξεκίνησε να τριγυρίζει τον φοίνικα και το ερημονήσι, μήπως βρει τον πολυμήχανο Οδυσσέα, τον άντρα της. Ώσπου συνάντησε έναν θνητό ντυμένο με κουρέλια σε μία γωνιά, χτυπημένο. Έτσι άλλαξαν τα δεδομένα της. Νόμιζε ότι τελικά δεν ήταν ο Οδυσσέας αλλά ο θνητός που θα της έλεγε που είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Την καλωσορίζει όμορφα και της λέει «Εγώ είμαι, ο άντρας σου, ο Οδυσσέας!» Η Πηνελόπη τον κοίταξε καλύτερα και ένιωσε ξανά το συναίσθημα της αγάπης! Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Του ζήτησε να έρθει μαζί της, στο σπίτι τους, μαζί με τον Τηλέμαχο. Εκείνος δεν το αρνήθηκε και την ακολούθησε. Επέστρεψαν στο σπίτι τους, αλλά πριν από αυτό πήγαν να ευχαριστήσουν τον σοφό μάντη. Συνέχισαν μία πολύ όμορφη ζωή…

Υποσημείωση: Ο Οδυσσέας το έκανε όλο αυτό, γιατί

είχε πολλούς μπελάδες αυτά τα 5 χρόνια και ήθελε

 να επανορθώσει, να κάνει μια έκπληξη στην γυναίκα του

και στον Τηλέμαχο, τον γιο του.

 Τζένη

ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ

      Η Πηνελόπη σκεφτόταν πολύ καιρό να πάει να ψάξει τον Οδυσσέα και όταν επιτέλους το πήρε απόφαση, πήρε μερικά ρούχα σε έναν σάκο και πήρε τους δρόμους. Προχώρησε τόσο πολύ που είχε χαθεί, αλλά συνέχισε τον δρόμο της. Πίστευε πως κάτι θα έβρισκε. Έτσι όπως προχωρούσε λοιπόν, είδε μπροστά της ένα σορό γυναίκες ταλαιπωρημένες, με τα μωρά τους στην αγκαλιά. Σκέφτηκε πως μπορεί να είναι άστεγες. Όταν τις πλησίασε τις ρώτησε γιατί περπατάνε μέσα στον δρόμο  όλες μαζί. Μία γυναίκα η Ιφιγένεια της είπε να τρέξει για να σωθεί, αλλά η Πηνελόπη δεν πρόλαβε. Δύο άντρες, ένας μπροστά και ένας πίσω από τις γυναίκες, καβαλούσαν τα άλογά τους. Αυτός που περπατούσε μπροστά, ξαφνικά σταμάτησε και έπιασε την Πηνελόπη από τα χέρια. Την έσπρωξε και αυτήν μαζί με της άλλες γυναίκες και άρχισε να τις χτυπάει μία μία με την ζώνη του. Η Πηνελόπη κατάλαβε γιατί οι γυναίκες ήταν σε αυτήν την κατάσταση και ρώτησε την Ιφιγένεια γιατί τους το κάνουν όλο αυτό . Εκείνη  που δεν ήξερε τον λόγο της αποκρίθηκε πως υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι που βασανίζουν όποιον βρουν στον διάβα τους. Η Πηνελόπη της χαμογέλασε συμπονετικά και της ψιθύρισε πως θα τις απαλλάξει απ’ αυτό το μαρτύριο. Το βράδυ που σταμάτησαν σε μια σπηλιά για να ξεκουραστούν οι δύο άντρες και τα άλογα, η Πηνελόπη σκέφτηκε κάτι που θα μπορούσε να πετύχει, μόνο  όμως αν έπαιρνε ο ύπνος τους άντρες. Και αυτό έγινε. Οι άντρες μέσα σε μισή ώρα είχαν κοιμηθεί και η Πηνελόπη, κατάφερε να τους πάρει τα όπλα που είχαν κρυμμένα στις τσέπες των ζακετών τους. Οι δύο άντρες δεν κατάλαβαν τίποτα και η Πηνελόπη πήρε τις κοπέλες μακριά από την σπηλιά. Οι άντρες όταν ξύπνησαν και δεν ήταν εκεί οι γυναίκες πανικοβλήθηκαν και έτρεξαν να τις βρουν. Σκέφτηκαν πως δεν μπορούσαν να είχαν πάει μακριά γιατί ήταν πολύ κουρασμένες. Μετά από πολύ ψάξιμο οι άντρες βρήκαν τις γυναίκες  και εκείνες έτρεξαν όλες πίσω από την Πηνελόπη. Οι άντρες δεν πρόφτασαν να κάνουν ούτε δύο βήματα, η Ιφιγένεια βγήκε μπροστά, ζήτησε το όπλο από την Πηνελόπη, όπλισε και με μία σφαίρα οι δύο άντρες είχαν βρεθεί στο πάτωμα νεκροί. Από τα μάτια όλων των γυναικών χυνόντουσαν δάκρυα χαράς. Επί δύο εβδομάδες περνούσαν αυτό το μαρτύριο και δεν άντεχαν άλλο. Η Πηνελόπη μετά από λίγο τους είπε ότι βιάζεται, τις αποχαιρέτησε και έφυγε. Πέρασαν πέντε ολόκληρες μέρες αλλά κανένα  ίχνος του Οδυσσέα. Η Πηνελόπη όμως δεν τα παράτησε, συνέχισε να ψάχνει όσο πεινασμένη και ταλαιπωρημένη κι αν  ήταν. Δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο, δεν είχε κανέναν να ρωτήσει. Ξαφνικά αντίκρυσε μπροστά της έναν τεράστιο αετό και φοβήθηκε πολύ. Εκεί λοιπόν που ήταν έτοιμη να τρέξει γρήγορα για να μην την πειράξει ο αετός, άκουσε ένα κλάμα σαν μωρού παιδιού. Πλησίασε κοντά στον αετό και κατάλαβε πως ήταν δικό του το κλάμα. Η Πηνελόπη κάθισε δίπλα στον αετό  και είδε το φτερό του που ήταν σπασμένο. Τότε, έβγαλε από την τσάντα της μία μπλούζα και κατάφερε να του δέσει το φτερό, παρόλο που έτρεμε. Ο αετός γύρισε, την κοίταξε και πέταξε πολύ γρήγορα στον ουρανό. Η Πηνελόπη, μόλις έφυγε ο αετός, σηκώθηκε και συνέχισε να περπατάει ώσπου έφτασε μπροστά σε ένα σπίτι.  Το σπίτι φαινόταν πολύ παλιό και δίστασε να μπει. Χωρίς να το περιμένει, μία φωνή της φώναξε να περάσει μέσα. Αυτή με αργά βήματα πλησίασε το σπίτι και μπήκε μέσα. Δεν είδε κανέναν και σκέφτηκε να φύγει. Προτού προλάβει να φτάσει στην πόρτα η Πηνελόπη, κάποιος  την κλείδωσε. Η Πηνελόπη γύρισε να δει και δεν ήταν κανείς και άρχισε να φοβάται. Πέρασαν δύο λεπτά περίπου, η Πηνελόπη πανικόβλητη αλλά και ακούνητη σκεφτόταν τι να κάνει μέχρι που η φωνή ξανακούστηκε. Αυτή την φορά της είπε πως δεν θα καταφέρει να βγει ποτέ από εκεί μέσα. Η Πηνελόπη με αποφασιστικότητα ανέβηκε τις σκάλες, έψαξε τον πάνω όροφο και βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά και η φωνή γελούσε σατανικά καθ’ όλη την διάρκεια που η Πηνελόπη έψαχνε. Η Πηνελόπη σκέφτηκε  πως μπορεί το σπίτι να είναι στοιχειωμένο  και ταράχτηκε από την αγωνία της. Έτσι όπως καθόταν στο πάτωμα και σκεφτόταν  τι μπορεί να κάνει, ένα μικρό φως έβγαινε από την κουζίνα. Ένα παραθυράκι πολύ μικρό ήταν κρυμμένο πίσω από μία κουρτίνα. Τράβηξε την κουρτίνα για να δει αν χωρούσε, αλλά το παράθυρο ήταν πάρα πολύ μικρό. Άνοιξε τα ντουλάπια της κουζίνας, για να δει αν υπάρχει κάτι για να σπάσει τον τοίχο,  αλλά το μόνο που υπήρχε ήταν πιρούνια, μαχαίρια και κουτάλια. Άρπαξε τότε ένα μαχαίρι και με όλη της την δύναμη, το κάρφωσε στον τοίχο. Έγινε μια μικρή τρυπούλα και συνέχισε να χτυπάει τον τοίχο δυνατά με το μαχαίρι. Κάποια στιγμή εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε άλλο. Η φωνή δεν ακουγόταν πια  όμως και η Πηνελόπη είχε χτυπήσει τόσες φορές τον τοίχο  που κατάφερε να βγει από το σπίτι. Κουρασμένη και απογοητευμένη η Πηνελόπη επειδή δεν κατάφερε να βρει τον σύζυγό της, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο παλάτι  που θα την περίμενε και ο γιος της. Περπάτησε πολλά χιλιόμετρα, αλλά δεν την έβγαζε πουθενά. Είχε χαθεί και δεν θυμόταν από που είχε περάσει πριν. Έκατσε κάτω  και άρχισε να κλαίει. Ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε εκείνος ο τεράστιος αετός που είχε βοηθήσει, δένοντάς του το φτερό. Φαινόταν καλύτερα και της έκανε νόημα με το κεφαλάκι του να ανέβει πάνω του. Η Πηνελόπη χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκε στον αετό και εκείνος άρχισε να πετάει. Μετά από δύο ώρες, ο αετός είχε πάει την Πηνελόπη στο παλάτι και εκείνη με περιέργεια και χωρίς να περιμένει απάντηση, τον ρώτησε πού ήξερε που είναι το παλάτι για να την φέρει. Ο αετός τότε, είπε μία λέξη και πήρε την κανονική του μορφή. Ήταν άνθρωπος και μάλιστα όχι τυχαίος, ήταν ο Τηλέμαχος ο γιος της Πηνελόπης. Τον είχε μεταμορφώσει η Αθηνά, για να ακολουθεί την μητέρα του παντού και να την προσέχει και αυτό έκανε. Η Πηνελόπη πήρε μια τεράστια αγκαλιά τον γιο της και προχώρησαν προς το παλάτι, για να συζητήσουν.  

ΤΕΛΟΣ

Έφη

      Η Πηνελόπη αφού περίμενε πάρα πολλά χρόνια τον Οδυσσέα να γυρίσει πίσω στην πατρίδα τους την Ιθάκη κουράστηκε και για αυτό σκέφτηκε ότι μια καλή λύση που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να πάει να τον βρει. Έτσι λοιπόν η Πηνελόπη αποφασισμένη να βρει τον άντρα της πήρε μαζί της μερικά ρούχα και παπούτσια, ετοίμασαν οι υπηρέτριές της φαγητό και ποτό για να μπορέσει να ζήσει χωρίς να πεθάνει από την πείνα και ξεκίνησε το ταξίδι της γεμάτη πίστη και τόλμη.

    Συνάντησε πολλά εμπόδια κατά την διάρκεια του ταξιδιού της μέχρι να βρει τον Οδυσσέα. Αρχικά πέρασε με τα πόδια της και πήγε προς τον βορά όπου της είχε πει ένας Μάντης στην Ιθάκη. «Αν πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σε βορά και νότο, κόρη μου, πάντα θα διαλέγεις τον βορά». Αυτό της είπε. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής συνάντησε μερικούς πεινασμένους άντρες που έψαχναν για να φάνε. Τότε της επιτέθηκαν και η Πηνελόπη άρχισε να τρέχει. Για να την αφήσουν σκέφτηκε ότι πρέπει να τους πετάξει τα φαγητά της γιατί ο άλλος τρόπος θα ήταν να φάνε την ίδια. Τους πέταξε λοιπόν τα φαγητά της και έφυγε πάρα πολύ γρήγορα. Κουράστηκε όμως με τόσο τρέξιμο και είπε να κάτσει κάπου για να ξεκουραστεί. Βρήκε λοιπόν έναν δροσερό βράχο κάτω από μία ελιά και έκατσε να ξεκουραστεί.

     Συνέχισε όμως μετά το ταξίδι της για να βρει κάπου να μείνει το βράδυ ασφαλής. Προχωρούσε πάντα δίπλα της σε μία θάλασσα  θυμίζοντας της με αυτό το γαλανό της χρώμα την ημέρα που αποχαιρέτησε τον άντρα της και ξεκίνησε το καράβι του για τα ξένα. Μα αυτή η ήσυχη και συγκινητική στιγμή δεν κράτησε για πολύ ακόμα. Μέσα από διάφανους καπνού  ορμητικά, ξαφνικά και αγριεμένα τρία καράβια μπήκαν σε αυτή τη θάλασσα αποφασισμένα να κατακτήσουν αυτό που θέλουν. Τότε η Πηνελόπη μαζεύτηκε και τρομοκρατημένη κρύφτηκε πίσω από έναν μεγάλο θάμνο και περίμενε να φύγουν για να βγει έξω. Όμως κάποιος την τράβηξε με φόρα και την κρέμασε ανάποδα. Από την ταραχή της και από την ανάποδη στάση  στην οποία βρέθηκε, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν. Είχαν θολώσει τα μάτια της από τα δάκρυα και από τον φόβο  που της ήταν αδύνατο να καταλάβει ποιος βρισκόταν μπροστά της. Αμέσως όμως αυτός ο άγνωστος άντρας πήρε τον λόγο και της μίλησε:

-          Τι θες εσύ σε αυτά τα μέρη, βασίλισσα Πηνελόπη;

-          Εγώ , κύριε,  ψάχνω να βρω τον άντρα μου τον Οδυσσέα! Έχει φύγει σε ξένα μέρη εδώ και πολλά χρόνια και πήρα το θάρρος και την τόλμη να ψάξω εγώ να τον βρω αφού ακόμα δεν έχει γυρίσει στο σπιτικό μας…

-          Αμ ώστε έτσι!

-          Αν με αφήσετε,  θα μπορέσω να σας εξηγήσω πολλά πράγματα

(την λύνει και την κατεβάζει πάλι στο έδαφος)

-          Ευχαριστώ πολύ! Αν επιτρέπετε, εσάς πως σας λένε;

-          Οδυσσέα!

-          Οδυσσέα άντρα μου εσύ είσαι;

-          Ναι Πηνελόπη μου εγώ είμαι! Θαλασσοδέρνομαι χρόνια τώρα στα πελάγη της απέραντης αυτής γης για να μπορέσω να φτάσω πίσω στην πατρίδα μου, Πηνελόπη μου!

-          Πόσο χαίρομαι που σε βρήκα, Οδυσσέα μου! Δεν ξέρω αν θα άντεχα άλλα πάθη σε τέτοια μέρη…

-          Άντε, Πηνελόπη μου, ας ξεκινήσουμε μαζί τώρα πια να γυρίσουμε πίσω στην Ιθάκη μας…

Έτσι λοιπόν ο Οδυσσέας με την γυναίκα του την Πηνελόπη ξεκίνησαν επιτέλους μαζί αυτό το ταξίδι της επιστροφής πίσω στην πατρίδα τους. « Μαζί»,  όπως είπε και ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη όταν ανέμιζαν τα μαλλιά της πάνω στο καράβι του, «όλα μπορούμε να  καταφέρουμε,  τα πάντα!»

ΤΕΛΟΣ

Δήμητρα Ηλ.

ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ

     Πάνε 14 χρόνια από την τελευταία φορά που τον είδε. Αρματωμένος, έτοιμος να πολεμήσει για την Τροία, έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο κεφαλάκι του νεογέννητου γιου του και την πήρε αγκαλιά. Αν ήξερε πως η επόμενη αγκαλιά από τον άντρα της θ’ αργούσε τόσο, θα τον κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά… Θα τον αγκάλιαζε μέχρι να τους βρει το ξημέρωμα. Πού να ήξερε τότε… Αυτή αγκαλιά τελικά ίσως και να ήταν η τελευταία. Αλλά όχι… μια κρυφή ελπίδα έκαιγε μέσα της. Ένιωθε πως ο Οδυσσέας ζει. Πριν τέσσερα χρόνια τέλειωσε η μάχη της Τροίας.  Έπρεπε να γυρίσει. Και αφού δεν το έκανε μόνος, έπρεπε να πάει να τον βρει αυτή.

    Η  Πηνελόπη, σαν είδε πως ο  Οδυσσέας δεν ερχόταν, έπιασε τον δεκατετράχρονο Τηλέμαχο από το χέρι και βγήκε για να τον ψάξει. Το εξομολογήθηκε μόνο στην πιστή παραμάνα την Ευρύκλεια και ολομόναχη με τον γιο της μπήκε σε ένα καΐκι. Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της Πηνελόπης που κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια! Μια βραδιά στο κατάρτι προσγειώθηκε ένα επικίνδυνο πλάσμα  που έμοιαζε με σαύρα και αετό. Ο Τηλέμαχος μόλις το είδε να κάνει επίθεση στην Πηνελόπη,  αν και δεκατεσσάρων χρονών και άπειρος, δε φοβήθηκε και  έπιασε θαρραλέα το ξίφος του και το σκότωσε για να σώσει τη μαμά του. Πάλι καλά που δεν ήταν τόσο μεγάλο. Ίσως ήταν η πρώτη δοκιμασία που του έβαλε κάποιος θεός να περάσει για να αποκτήσει θάρρος για τις περιπέτειες που τους περίμεναν.  

    Συνέχισαν την πορεία τους προς στην Τροία .

         Εκεί συνάντησαν τον Περσέα, έναν στρατηγό φίλο του Οδυσσέα, για να τον ρωτήσουν μήπως ξέρει πληροφορίες. Όμως δεν ήξερε.  Αλλά τον έψαχνε και εκείνος,  οπότε πήγε  και ο Περσέας μαζί με την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο να τον ψάξουν μαζί. Ήταν σαν να τον έφερε κάποιος θεός στον δρόμο τους. Ο Περσέας είναι ένας από τους πιο δυνατούς στρατιώτες, δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο και μοναχικό πια το ταξίδι τους. Εξάλλου, είχε υποχρέωση να βοηθήσει την οικογένεια του πολυμήχανου  Οδυσσέα γιατί του είχε σώσει την ζωή κάποτε.

     Ένας από τους μνηστήρες ο Αντίνοος κατάλαβε την απουσία της Πηνελόπης και βασάνισε την Ευρύκλεια για να του πει πού είναι. Εκείνη, αν και αντιστάθηκε στην αρχή για να μην προδώσει την κυρά της, μετά  αναγκάστηκε να του πει ότι πήγαν να βρουν τον Οδυσσέα. Ο Αντίνοος θύμωσε, αλλά πρότεινε στους μνηστήρες να την περιμένουν να γυρίσει στο παλάτι όσο χρειαστεί. Θα μπορούσαν έτσι να συνεχίσουν να σπαταλούν τα βασιλικά πλούτη και στο κάτω κάποια στιγμή θα γυρνούσε, αφού δε θα τα έβγαζε πέρα μια γυναίκα μόνη με έναν  έφηβο  δειλό, τον Τηλέμαχο. Δε φανταζόταν το πείσμα της και ότι θα έκανε έξι χρόνια να γυρίσει. Έτσι ο Αντίνοος παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να βρουν συμφορά για να επιστρέψουν τελικά φοβισμένοι πίσω . Ο Ποσειδώνας έφερε φουρτούνα και έτσι το καράβι διαλύθηκε.

       Κολυμπούσαν στα κύματα η Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος και ο Περσέας, αλλά τους έσωσαν οι Φαίακες. Ο βασιλιάς τους ο Αλκίνοος τους φιλοξένησε, τους τάισε, και τους έδωσε ρούχα . Τους είπε πως είχε περάσει από εκεί ο Οδυσσέας,  αλλά έμαθε πως μετά από πολλές περιπέτειες χάθηκε το καράβι του στη θάλασσα και κανείς δε σώθηκε δυστυχώς. Ο Αλκίνοος ήξερε πως ο Οδυσσέας είχε σωθεί στο νησί της Κίρκης, αλλά δεν ήθελε να το πει στην Πηνελόπη για να μην τη στενοχωρήσει που ο άντρας της έδωσε την καρδιά του σε άλλη γυναίκα. Ήταν προτιμότερο να τον ξεχάσει. Ήξερε πως η Κίρκη με τα μάγια της τον έχει κάνει να χάσει τον νου του και να την ερωτευτεί τρελά. Και αν η Πηνελόπη ήξερε και πήγαινε σε αυτόν, ίσως η Κίρκη της έκανε κακό!

    Έτσι γύρισαν πίσω στην Ιθάκη απογοητευμένοι και ο Περσέας στην πατρίδα του αποχαιρετώντας την Πηνελόπη και δίνοντας την ευχή στον Τηλέμαχο να γίνει μια μέρα άξιος σαν τον συχωρεμένο τον πατέρα του. Η Πηνελόπη ένιωσε μεγάλη απογοήτευση όταν συνειδητοποίησε πως μετά από έξι χρόνια  οι μνηστήρες ακόμα ήταν εκεί! Δεν μπορούσε πια να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση και πια δεν είχε ελπίδα να γυρίσει ο άντρας της. Η ελπίδα της έδινε δύναμη τόσα χρόνια να αρνείται να παντρευτεί άλλον. Αποσύρθηκε στο διαμέρισμά της λυπημένη μα και αποφασισμένη να διαλέξει τις επόμενες μέρες σύζυγο. Ήταν ο μόνος τρόπος να εγκαταλείψουν το παλάτι οι φασαριόζοι μνηστήρες και να πάψουν να σπαταλούν την περιουσία τους.

    Ο Τηλέμαχος λυπημένος έκανε ένα περίπατο στην παραλία. Εκεί που προχωρούσε συνάντησε έναν ταλαιπωρημένο ναυαγό… Ποιος θα του το έλεγε πως ο πατέρας του που έψαχνε εδώ και  έξι χρόνια με τη μητέρα του, τώρα ήταν εκεί, πίσω στην Ιθάκη μπροστά του και μεταμφιεσμένος σε γέρο ζητιάνο! Τι τραγική ειρωνεία ήταν αυτή! Έπρεπε να περάσει όλες αυτές τις περιπέτειες για να συναντηθούν πίσω στην πατρίδα! Τον ίδιο ξένο θα συναντούσε και η Πηνελόπη αργότερα και επιτέλους θα τέλειωναν τα βάσανά της. Θα έσμιγε με τον άντρα της ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια μοναξιάς!

 Τη συνέχεια την ξέρετε. Τη διηγείται ο Όμηρος…

Ζαχαρίας

Πηνελόπεια

     Πέρασε καιρός από τότε που ο Οδυσσέας έφυγε για την Τροία και η Πηνελόπη με τον Τηλέμαχο ανησυχούσαν.

Αποφασίζοντας να πάνε να τον βρουν, έπρεπε να σκεφτούν ένα σχέδιο για να ξεγελάσουν τους μνηστήρες,  οπότε ντύνοντας μία από της υπηρέτριες σαν την Πηνελόπη έφυγαν το βράδυ  για την αναζήτηση του Οδυσσέα.

       Η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος ξεκίνησαν για την Πελοπόννησο, αλλά τι άραγε τους περίμενε εκεί;

Ο Ποσειδώνας. Γιατί όταν έμαθε ότι τον ψάχνουν τον Οδυσσέα  εξοργίστηκε και τους έστελνε κάθε μέρα δαίμονες της θάλασσας.

      Νικώντας αυτούς τους δαίμονες συνέχισαν. Πήγαν στην Αθήνα, σε  Ήπειρο, Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία, Θράκη, σε όλη την χώρα αλλά τίποτα.

      Πολέμησαν πάνω από 100 δαίμονες του νερού. Και μετά από όλα αυτά, φτάσαν στην μέση του Ατλαντικού

όπου βρήκαν τον Οδυσσέα σε μία σχεδία περικυκλωμένη από δαίμονες του νερού. Ο Οδυσσέας ήταν άοπλος, έτσι η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος όρμησαν ο ένας από δεξιά κι η άλλη από αριστερά. Κατατρόπωσαν τους δαίμονες και έσωσαν τον Οδυσσέα.

Γυρίζοντας στην Ιθάκη σκοτώνουν  και τους μνηστήρες,  και ποιός ξέρει τι άλλες περιπέτειες θα ζήσουν…

 Αποστόλης Ν.

   Όταν ο Οδυσσέας έφυγε για την Τροία, η Πηνελόπη ανησυχούσε από το πρώτο λεπτό. Μετά από 10 χρόνια και αφού μαθεύτηκε ότι τέλειωσε ο πόλεμος και όλοι οι στρατηγοί γύρισαν,  εκτός από αυτούς που σκοτώθηκαν, ενώ ο Οδυσσέας δεν γυρνούσε, η Πηνελόπη  που ήταν σίγουρη ότι δεν σκοτώθηκε,άφησε τον Τηλέμαχο στο παλάτι και με λίγο  στρατό και ένα πλοίο άρχισε να τον ψάχνει.

      Η Πηνελόπη είχε μια ιδέα,  σκέφτηκε να αρχίσει από τις γειτονικές περιοχές άλλα κάνεις δεν τον είχε δει ούτε είχε ακούσει κάτι για αυτόν. Οπότε  αυτό συνέχισε να το κάνει επί μακρόν,  ώσπου έφτασε τελικά στην κατεστραμμένη Τροία.  Μερικοί άνθρωποι που επέζησαν από το ολοκαύτωμα τον είχαν δει να φεύγει από την Τροία και της το είπαν.  Στον γυρισμό για την Ιθάκη ξαφνικά η Πηνελόπη είδε ένα πλοίο. Νόμιζε ότι ήταν ο Οδυσσέας, άλλα ήταν ένα πλοίο που έστειλε ο Τηλέμαχος να βρει την μάνα του και να της πει ότι γύρισε πίσω ο Οδυσσέας και δεν χρειάζεται να ψάχνει άλλο , ώστε να γυρίσει πίσω στο σπίτι στην Ιθάκη . 

 Τέλος,  όταν γύρισε η Πηνελόπη στην Ιθάκη έζησαν πάλι φυσιολογικά και διοικούσαν ξανά την Ιθάκη όλοι μαζί.

 Γιώργος Κ.

Πηνελόπεια

Η Πηνελόπη παίρνει στην πλάτη της τον Τηλέμαχο και ξεκινάει την δική της περιπέτεια για να βρει τον Οδυσσέα. Για αρχή πηγαίνει στον Μενέλαο ο οποίος γύρισε από την Τροία, για να συλλέξει πληροφορίες για τον Οδυσσέα. Η απάντηση του Μενέλαο ήταν ότι δεν  ξέρει που είναι και δεν είναι βέβαιος αν ζει. Η Πηνελόπη στεναχωρημένη, συνεχίζει την περιπέτεια για να βρει τον Οδυσσέα. Συνέχισε φτάνοντας στην Αθήνα και ρωτώντας  κι εκεί κάποιους άλλους πολεμιστές που επέζησαν από  τον πόλεμο αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα. Σε κάθε μέρος που υπήρχε και έφυγαν πολεμιστές για την Τροία η Πηνελόπη πήγε  αλλά δεν βρήκε καμία πληροφορία. Η τελευταία στάση δεν ήταν  άλλη από τον Όλυμπο όπου  ρώτησε διάφορους θεούς  Ρώτησε τον Δία που δεν ήθελε να απαντήσει. Ρώτησε την Αφροδίτη,  τον Ήφαιστο ώσπου έφτασε στον Ποσειδώνα  που της είπε: « Ο άντρας σου θα γυρίσει γρήγορα πιά,  άργησε εξαιτίας μου, γιατί  μου τύφλωσε τον γιό μου τον Πολύφημο». Κι έτσι έγινε.

 Αιμίλιος  Π.

Όσο ο Οδυσσέας έλειπε εδώ και 10 χρόνια ήδη μετά την άλωση της Τροίας, της τιμήν της Πηνελόπης κάνανε αγώνες για το ποιος θα γίνει ο βασιλιάς της Ιθάκης. Αυτή της δεν ήθελε και προσπάθησε να το σκάσει από το παλάτι. Έτσι και έγινε.  Η Πηνελόπη κάλεσε της υπηρέτριες της να της φέρουν πολλά σεντόνια. Το βράδυ το έσκασε από το παράθυρο δένοντας τα σεντόνια μεταξύ της, είχε ντυθεί σαν χωριατοπούλα και έμεινε σε ένα σπιτάκι της αγρότη. Ο αγρότης της την αναγνώριση μόλις την είδε κάθε φορά που έπιανε χώμα να πλένει τα χέρια της και αμέσως κάλεσε την φρουρά να την πάρει. Ο γιος της είχε ανησυχήσει πολύ και της είπε ότι αφού είναι βασίλισσα μπορεί να δώσει διαταγή να ακυρωθούν οι αγώνες και αυτό έκανε.

Μάριος Χ.

    Η Πηνελόπη πριν φύγει θα  έπρεπε να βρει πληροφορίες για τον Οδυσσέα. Θα μπορούσε να πάει σε μαντεία για να βρει πληροφορίες, αλλά θα μπορούσε επίσης να πάει σε συγγενείς των συμπολεμιστών του Οδυσσέα. Όταν θα είχε φύγει από το βασίλειο θα  έπρεπε να ενημέρωση όλο το χωριό και να διώξει τους μνηστήρες. Θα μπορούσε όμως επίσης να πάρει πληροφορίες και από τους θεούς για το πού είναι ο Οδυσσέας. Όταν θα  κατάφερναν να πάρουν πληροφορίες θα μπορούσαν εύκολα να ταξιδέψουν για την αναζήτηση του Οδυσσέα. Αλλά  θα πρέπει να μάθουν σε τι κατάσταση βρίσκεται ο Οδυσσέας. Όταν τον βρουν θα τον πάρουν πίσω στο παλάτι και ο Οδυσσέας θα ξαναγίνει πάλι βασιλιάς. Ένας βασιλιάς που πέρασε πάρα πολλές περιπέτειες για να γυρίσει στην πατρίδα του.             

Αλκμήνη




 


 ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΤΟΥ Α2

 Κωνσταντίνος

      Μετά τον πόλεμο της Τροίας,  η Πηνελόπη για αρκετό καιρό τον Οδυσσέα περίμενε να γυρίσει ώσπου δεν άντεξε και μια μέρα ξεκίνησε να τον ψάχνει .Φυσικά  το πρώτο μέρος που έψαξε ήταν η Τροία να δει αν εκεί το πτώμα του Οδυσσέα θα έβρισκε,  αλλά δεν βρήκε τίποτα. Τουλάχιστον είχε ελπίδες ότι ήταν ζωντανός αλλά από την άλλη δεν ήταν και σίγουρη. Για αρκετές μέρες την Ελλάδα τριγύριζε ρωτώντας κόσμο αν τον Οδυσσέα έχουνε κάπου δει , αλλά όλοι λέγανε ότι δεν τον έχουνε δει πουθενά ώσπου μια μέρα  βρήκε έναν ταλαίπωρο στρατιώτη ο οποίος και εκείνος στην Τροία ήτανε και κατάφερε να γυρίσει . Και της είπε ότι όταν ο πόλεμος τέλειωσε,  ο Οδυσσέας πηρέ τον δρόμο για την Ιθάκη. Άρα η η Πηνελόπη δεν ήξερε μεν  αν ζούσε ή ήτανε νεκρός ο Οδυσσέας αλλά τουλάχιστον ξέρει ότι από την Τροία έφυγε ζωντανός και νικητής. Η Πηνελόπη δεν ήξερε τι να κάνει, για μέρες ατέλειωτες τον Οδυσσέα έψαχνε στα νησιά, στην Σπάρτη, στην Αθηνά, ακόμα και στην Ιθάκη ξαναπήγε να δει αν είχε γυρίσει, αλλά δυστυχώς τίποτα .Η Πηνελόπη είχε εξουθενωθεί τόσο καιρό ψάχνοντας τον Οδυσσέα για αυτό στην Ιθάκη παρέμεινε για αρκετό καιρό. Κάποια μέρα όμως μετά από ένα χρόνο περίπου ξαναπήγε να ψάξει τον Οδυσσέα,  ξεκάθαρα δεν  θα το έβαζε κάτω και αυτή την φορά για βοήθεια τον Τηλέμαχο μαζί της πήρε και ξεκίνησε μαζί με μια στάλα ελπίδας, μετά από δυο χρόνια. Και καθώς πηγαίνανε  με την βάρκα τους για την Μικρά Ασία ακούνε ξαφνικά κάτι φωνές από το βάθος  που λέγανε «βοήθεια! βοήθεια!» Αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν ο θόρυβος αυτός από που προέρχεται μέχρι που βλέπουν μια βραχονησίδα και έναν ναυαγό, Κατέβηκαν να τον βοηθήσουν και ξαφνικά λέει ο ναυαγός: «Πηνελόπη!» Η Πηνελόπη δεν κατάλαβε ποιος ήταν,  κοίταξε τον Τηλέμαχο, κοίταξε τον ναυαγό ξανά, μέχρι που λέει ο ναυαγός: « Ο Οδυσσέας είμαι Πηνελόπη!»  Αλλά  η Πηνελόπη δεν το πίστεψε μέχρι που ο Οδυσσέας της είπε κάτι που μόνο αυτοί οι δυο το ξέρουνε.  Και τότε ήταν που η Πηνελόπη τα κατάλαβε όλα και η οικογένεια ήταν επιτέλους πάλι μαζί!  Γυρίσανε στην Ιθάκη και ο Οδυσσέας υποσχέθηκε ότι δεν θα τους ξανάφηνε ποτέ 

Δήμητρα Γ.

Οι περιπέτειες της Πηνελόπης της… επόμενης γενιάς

          Ο Οδυσσέας επί 20 χρόνια πέρασε μεγάλες περιπέτειες γυρίζονται σε όλο τον κόσμο.  Ήταν σοβαρός  και τολμηρός αλλά πάνω από όλα ήταν ένας σημαντικός ηγέτης στην Οδύσσεια. Όμως η γυναίκα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη,  ήξερε και έβλεπε τι περνούσε ο Οδυσσέας για να είναι συνεπής με αυτό. Και πήραν την Τροία.  Μα δεν τον έβλεπα να γυρνάει πίσω στη γυναίκα του. Αυτό βέβαια ανησυχούσε την Πηνελόπη και την έβαζε σε πολλές σκέψεις.  Μα μόνο μία σκέψη την έβαλε σε  εγρήγορση… . Να  τον βρει! Μόλις το σκέφτηκε το έπραξε, δεν μπορούσε να έμενε στην άγνοια της. Άφησε πίσω  τον Τηλέμαχο και βγήκε να τον ψάξεις σε δρόμους και θάλασσες να βρει τον άντρα της τον Οδυσσέα, δεν έκατσε  πια  στο δωμάτιο της ώρα παραπάνω.

    Η  Πηνελόπη έβαλε φαγητό σε ένα σάκο και πήρε τους δρόμους,  χτένισε δρόμους, στενά, δάση, βουνά και πολλά ακόμα, αλλά μάταιος κόπος. Οι μέρες περνούσαν, το φαγητό είχε τελειώσει, η Πηνελόπη είχε κουραστεί και ο Οδυσσέας πουθενά! Είχε αλλάξει η εποχή, δεν άντεχε άλλο η Πηνελόπη μακριά του αλλά δεν ήθελα και να τα παρατήσει επειδή σε κάθε μέρος που πήγαινε ήλπιζε πως θα ήταν  εκεί. Δύο πράγματα είχε στο μυαλό της:

 1) να βρει τον Οδυσσέα.  

και 2) ότι ελπίδα παθαίνει πάντα τελευταία.

      Αυτό έλεγε συνέχεια στον εαυτό της. Συνεχίζοντας να ψάχνει τον Οδυσσέα η Πηνελόπη χωρίς νερό και φαγητό  μέχρι που  σκέφτηκε να γυρίσει πίσω γιατί είχε εξαντλήσει όλα τα μέρη της ξηράς και νόμιζε μήπως ήταν ο Οδυσσέας σε νησί.  Μα τι να δει!  Μόλις γύρισε την  πλάτη της, είδε  ξαφνιασμένη τον Τηλέμαχο, τον κοίταξε περίεργα και τον ρώτησε: «Τηλέμαχε,  σε είπα να μείνεις πίσω,  γιατί με παράκουσες;»

     Ο Τηλέμαχος με θυμό αλλά  και με λύπη της είπε : «Εσύ γιατί με άφησες πίσω ενώ ήξερες ότι ήθελα και εγώ να έρθω να τον βρούμε μαζί;»

Η Πηνελόπη χωρίς να πει τίποτα συνέχισε να ψάχνει τον Οδυσσέα μαζί με τον Τηλέμαχο. Ο Τηλέμαχος έβλεπε πόσο κουρασμένη  είναι η Πηνελόπη σκέφτηκε μια φαεινή ιδέα και της την είπε χωρίς να το ξανάσκεφτεί : «Αφού ο Οδυσσέας έχει κινητό τηλέφωνο,  μπορούμε να βρούμε σε ποιο μέρος είναι χωρίς να συνεχίζουμε να τον ψάχνουμε σε όλες τις χώρες της Γης».

Η Πηνελόπη χαρούμενη του είπε : «Άντε, τότε να τον βρούμε από αυτά τα μαραφέτια» . Ο Τηλέμαχος δεν ήξερε και πολλά από τεχνολογία αλλά ήξερε ότι σίγουρα ο Οδυσσέας θα ανέβαζε στόρυ στο Instagram! Μπήκε κατευθείαν εκεί είδε το στόρυ του και είπε στην Πηνελόπη: «Τον βρήκα, είναι στην Ιθάκη στην πατρίδα, πάμε γρήγορα!»  Και οι δύο χαρούμενοι,  πήγαν στην Ιθάκη και τον βρήκαν. Ο  Οδυσσέας μόλις τους είδε, χαρούμενος αλλά και ξαφνιασμένος,  τους αγκάλιασε και έμειναν όλοι εκεί στην Ιθάκη στην  πατρίδα τους.

Μιχαήλ Άγγελος

     Η Πηνελόπη περίμενε είκοσι χρόνια τον αγαπητό της Οδυσσέα να γυρίσει. Αλλά κάποια στιγμή δεν άντεχε άλλο και ξεκίνησε να τον ψάχνει. Από την Ιθάκη πήγε στην Σπάρτη , στην  Κόρινθο, μέχρι την Αθήνα έφτασε και ρωτούσε τους πάντες αν ήξεραν έστω κάτι. Της είπαν πολλά. Πως είχε πεθάνει, πως ήταν ακόμα στην θάλασσα χαμένος, πως την είχε παρατήσει και πήγε να μείνει με την Καλυψώ και άλλες πολλές φήμες. Η Πηνελόπη πήγε στο νησί της Καλυψώ και την ρώτησε απελπισμένη αν ο Οδυσσέας είχε περάσει από εκεί. Εκείνη της είπε πως είχε πάει στο νησί της και έμεινε μάλιστα πολύ καιρό. Αλλά έφυγε για την Ιθάκη. Έτσι η Πηνελόπη γύρισε πίσω στο παλάτι της και μαζί με τον γιο της τον Τηλέμαχο και τους άντρες τους  άρχισαν το ταξίδι για την Ιθάκη από το νησί της που ο Οδυσσέας έμεινε πολλά χρόνια και ήταν το μόνο σημείο που ήξεραν ότι είχε βρεθεί. Ακολούθησαν τον δρόμο που θα έπρεπε να κάνει ο Οδυσσέας από το νησί της Καλύψω προς την Ιθάκη ανάποδα αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Απογοητευμένη η Πηνελόπη γύρισε για ακόμη μια φορά στο παλάτι της χωρίς τον άντρα της. Ένα βράδυ,  η Αθηνά εμφανίστηκε και είπε στην Πηνελόπη να μην ανησυχεί και ότι ο άντρας της θα γυρνούσε σύντομα. Και περίπου μετά από δυο μέρες ένας γεράκος εμφανίστηκε. Ήταν ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος. Τότε αποκαλύφθηκε στον Τηλέμαχο και μαζί σκοτώνουν τους μνηστήρες που τόσα χρόνια τυραννούσαν την Πηνελόπη. 

Ελισάβετ

       Η Πηνελόπη είχε μόλις μάθει για το γεγονός ότι ο άντρας της, ο Οδυσσέας, θα έπρεπε να φύγει μακριά, στην Τροία, για να αντιμετωπίσει τους Τρώες.

     Ναι μεν βέβαια αυτό το συμβάν δεν την χαροποιούσε γιατί ήξερε ότι ο πολυαγαπημένος της γιος θα έπρεπε να περάσει το πιθανότερο πολλά χρόνια  της ζωής του χωρίς τον πατέρα του ,ήξερε όμως ότι ήταν για το καλό της πατρίδας και ότι θα έβγαινε όπως πάντα νικητής.

       Είχε φτάσει η ώρα του αποχωρισμού. Εκείνη με βαριά καρδιά, μαζί με τον νεογέννητο γιο της και τον  πιστό τους σκύλο, τον  Άργο, είχαν μαζευτεί στο λιμάνι μαζί με τους κατοίκους της Ιθάκης για να πουν ένα τελευταίο αντίο στον βασιλιά πριν από την μάχη. 

    Ύστερα από την αποχώρηση του, η Πηνελόπη πήγε πίσω στο παλάτι μαζί με τον Τηλέμαχο, τον γιο της, και τον Αργο. Έδωσε διαταγές στις δούλες και πήγε στην κάμαρη της για να υφάνει. 

     Πέρασαν οι πρώτοι μήνες και της Πηνελόπης είχε ήδη αρχίσει να λείπει ο Οδυσσέας. Τον Άργο είχε να τον δει καμιά βδομάδα, Πού να είχε χαθεί άραγε;

       Ύστερα από τέσσερις μήνες ο Τηλέμαχος έκανε τα πρώτα του βήματα και αυτό έδωσε λίγη χαρά στην καρδιά της μετά από πολύ καιρό, μιας και δεν άντεχε να είναι ούτε λεπτό μακριά από τον άντρα της.

     Πέρασε πολύς καιρός. Η Πηνελόπη περνάει όλο τον χρόνο της στο να δίνει συνέχεια εντολές στις δούλες και να υφαίνει. 

      Οι μέρες κυλούσαν αργά.

    Η ίδια ρουτίνα που γινόταν ξανά και ξανά την είχε κουράσει. Είχε περάσει μόνο ένας χρόνος από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας. Πως θα άντεχε όλα τα  χρόνια που θα κρατούσε ο πόλεμος;

     Το μόνο λίγο διαφορετικό που είχε γίνει τους τελευταίους μήνες είναι οι τρεις θυσίες που είχε οργανώσει για να καλοπιάσει τους θεούς, ιδιαίτερα την θέα Αθηνά για να τους βοηθήσει στον πόλεμο.

    Καθώς ο Τηλέμαχος άρχιζε σιγά σιγά να μαθαίνει να μιλάει, ρώταγε και για τον πατέρα του. Η Πηνελόπη ήταν πολύ στεναχωρημένη για να του πει ότι ο Οδυσσέας βρίσκεται στον πόλεμο. Έτσι του έλεγε ότι είχε πάει απλώς ένα ταξίδι και ότι θα γυρνούσε σύντομα.

       Μετά από όμως τρία χρόνια από τότε που έφυγε ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη είχε ηρεμήσει και υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι θα περιμένει υπομονετικά και ότι θα έλεγε στον γιο της για το που πραγματικά είναι ο Οδυσσέας.

    Έτσι όταν ο Τηλέμαχος έκλεισε τα πέντε του χρόνια η Πηνελόπη του είπε την αλήθεια.

     Τώρα, ένα χρόνο μετά, ήρθε επιτέλους ο πρώτος αγγελιοφόρος από την Τροία. Μόλις η Πηνελόπη έμαθε ότι βρισκόταν στην πόλη και κατευθυνόταν προς το παλάτι, διέταξε αμέσως μόλις έρθει, οι δούλες να τον κάνουν μπάνιο και οι υπηρέτες να του στρώσουν ένα πλούσιο τραπέζι για να φάει.

Όταν ο αγγελιοφόρος έφτασε και έφαγε, η Πηνελόπη τον ρώτησε ποια ήταν τα νέα μου μετέφερε.

    Ο ίδιος της είπε ότι ο πόλεμος πήγαινε με το μέρος τους, αν και ήταν ακόμα η αρχή.

       Η Πηνελόπη δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν είχαν περάσει ήδη πέντε χρόνια και ήταν ακόμη η αρχή, πόσο ακόμα καιρό θα έκανε να τελειώσει ο πόλεμος και πόσο καιρό ακόμα θα έκανε ο Οδυσσέας να έρθει σπίτι;

      Η Πηνελόπη αφού ευχαρίστησε τον αγγελιοφόρο, πήγε πάνω στην κάμαρή της και έκλαψε μέχρι που της έκλεισε τα μάτια η θέα Αθηνά και την έβαλε σε βαθύ ύπνο, όπως θα έκανε πολλές φορές στο μέλλον.

     Τώρα έξι χρόνια μετά από την αποχώρηση του Οδυσσέα, ήρθε ένας ακόμα αγγελιοφόρος και η Πηνελόπη φυσικά του συμπεριφέρθηκε τόσο ευγενικά όσο και στον άλλον.

     Αυτή τη φορά όμως τα νέα ήταν κάπως διαφορετικά.

     Είχαν χάσει πολλούς άντρες και η μάχη εξελισσόταν όχι ίσα, προς το μέρος των αντιπάλων. Αλλά είπε, όπως και ο προηγούμενος αγγελιοφόρος,  πώς έχουνε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουνε μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και ότι θα έπρεπε να έχουμε ελπίδες.

    Η Πηνελόπη αναστατώθηκε λίγο πολύ οπότε την επόμενη ημέρα έστειλε κατευθείαν εκπρόσωπους για να πάνε στο μαντείο των Δελφών για ρωτήσουν ποια θα ήταν η μοίρα του λαού και του βασιλιά της Ιθάκης.

   Μετά από ένα μήνα και δύο εβδομάδες οι εκπρόσωποι ήρθαν πίσω και έφεραν τα πιο ευχάριστα νέα που άκουσε η Ιθάκη εδώ και καιρό. Η Πυθία τους είχε πληροφορήσει ότι ο πόλεμος θα κατέστρεφε πιο τον αδύναμο στρατό. Όλοι έτσι  κατάλαβαν  ότι ο στρατός των Ελλήνων θα νικούσε, αφού ήξεραν ότι ήταν πιο δυνατός από ποτέ.  Θα νικούσε ότι περνούσε από μπροστά του, ήξεραν ότι θα έβγαιναν νικητές.

     Ενώ κάτοικοι τις Ιθάκης έστησαν πανηγύρι οταν έμαθαν τα νέα, η Πηνελόπη κλεισμένη στην κάμαρή της, σκεπτόταν το αν θα έπρεπε να κάνει η ίδια κάτι, όπως να στείλει άντρες ή όπλα για να βοηθήσει να εκπληρωθεί η χρησμός. Η ίδια όμως δεν έχει ιδέα από αυτά και φοβόταν αν κάνει κάτι λάθος που θα τους κοστίσει.

    Αποφασίζει να συμβουλευτεί έναν παλιό φημισμένο στρατηγό που αποσύρθηκε λόγο ηλικίας και ζει τωρα στην πόλη.

     Διέταξε λοιπόν να τον φέρουν στο παλάτι.

       Αφού ήρθε, του είπε τι την απασχολούσε και ζήτησε την γνώμη του. Εκείνος της είπε ότι θα ήταν καλύτερο να περιμένουν να έρθει ένας αγγελιοφόρος από την μάχη για να ζητήσει να στείλουμε άντρες γιατί αλλιώς άμα στείλουμε απροειδοποίητη μπορεί να μην έχουν αρκετό φαγητό να τους ταΐσουν και έτσι κάποιοι που θα στερούνται το φαγητό θα πεθάνουν.

        Εκείνη βρήκε την απάντηση αυτή λογική και αποφάσισε να την ακολουθήσει.

     Έκλεισαν τα δέκα χρόνια πολέμου. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε έρθει κανένας άλλος αγγελιοφόρος και η πόλη είχε αρχίσει να ανησυχεί ότι η μάχη είχε χαθεί. 

       Τον Τηλέμαχο αντίθετα όλα αυτά τα χρόνια τον εκπαίδευαν μεγάλοι δάσκαλοι και πολεμιστές για την ιστορία της πατρίδας του και για  να είναι έτοιμος όταν κάποια μέρα θα τον χρειαστούν στην  μάχη.

    Όταν κάποια στιγμή στο δέκατο χρόνο ήρθε ένας ακόμα αγγελιοφόρος.  τους πληροφόρησε ότι οι άντρες και ο βασιλιάς θα έπρεπε να έχουν έρθει τους επόμενους τρεις μήνες.

    Η χαρά της Πηνελόπης δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια. Είπε στον Τηλέμαχο ότι επιτέλους θα γνώριζε τον πατέρα του  οπότε και εκείνος ήταν πολύ ενθουσιασμένος.

    Οι μήνες όμως περνούσαν και δεν υπήρχε σήμα ζωής ενώ οι βασιλιάδες των γύρω κρατών είχαν φτάσει εδώ και καιρό.

     Έτσι μήνα με τον μήνα πέρασε ένας χρόνος... Η πόλη είχε πειστεί ότι ένα τραγικό γεγονός είχε συμβεί κατά την επιστροφή και δεν κατάφεραν να επιζήσουν. Η Πηνελόπη κάθε βράδυ στην κάμαρή της έκλαιγε και πολλές φορές ούτε η θέα Αθηνά δεν μπορούσε να τις κλείσει τα μάτια για να ηρεμήσει μέσα στα όνειρα της.

     Πέρασε άλλος ένας χρόνος και η πόλη είχε αρχίσει να λέει ότι χρειαζόταν έναν βασιλιά. Όμως ο Τηλέμαχος ακόμα δεν ήταν σε ηλικία να γίνει βασιλιάς, οπότε ο λαός αποφάσισε ότι ένας από τους άντρες της πόλης θα έπρεπε να πάρει την θέση.

    Έτσι στον δωδέκατο χρόνο στο παλάτι είχαν αρχίσει να έρχονται μνηστήρες, ζητώντας φιλοξενία, τάχα, καθώς και … το χέρι της βασίλισσας.

   Η Πηνελόπη όμως δεν είχε χάσει εντελώς τις ελπίδες της. Περίμενε υπομονετικά μέρα με την μέρα να δει στην πύλη του παλατιού τον αγαπημένο της.

    Αυτή η μέρα όμως δεν ερχόταν ποτέ και ο λαός όλο και πιο πολύ την πίεζε να διαλέξει τον επόμενο βασιλιά και σύζυγό της.

     Έτσι μετά από ένα χρόνο βρήκε την τέλεια λύση. Είπε σε όλους ότι μόλις τελείωνε το υφαντό που έκανε εκείνη την περίοδο θα διάλεγε τον διάδοχο του θρόνου. Εκείνη όμως την μέρα ύφαινε, το βράδυ το ξήλωνε έτσι ώστε το υφαντό της να μην τελείωνε ποτέ.

     Η λύση αυτή όμως κράτησε μόνο για λίγο. Μετά από δύο χρόνια, όλοι ήξεραν ότι έλεγε ψέματα. Έτσι ένα βράδυ καθώς ξήλωνε, οι μνηστήρες μπήκαν στην κάμαρή της και την έπιασαν στα πράσα.

       Εκείνη τρομοκρατημένη από τις φωνές και περικυκλωμένη φώναξε τους φρουρούς να τους διώξουν από τον όροφο και να τους στείλουν ξανά στους ξενώνες τους.

     Πέρασε ακόμα ένας χρόνος καταπίεσης για την Πηνελόπη. Οι μνηστήρες όλο και πλήθαιναν.

      Ο Τηλέμαχος ήταν αρκετά μεγάλος για να καταλάβει τι συνέβαινε οπότε πολλές φορές είχε σώσει τη  μητέρα του από τους μεθυσμένους μνηστήρες που είχαν καταλάβει πια το παλάτι.

Πέρασαν αλλά τρία χρόνια. Η Πηνελόπη δεν άντεχε άλλο. Είχε χάσει κάθε ελπίδα για να γυρίσει ο Οδυσσέας. Είχαν περάσει εννέα χρόνια χωρίς ούτε ένα σήμα ζωής. Ήξερε ότι έπρεπε να αποφασίσει πια ποιον θα παντρευτεί.

Ήταν πολύ στεναχωρημένη αλλά ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει. Τώρα έμενε μόνο να σκεφτεί το πως θα αποφασίσει ποιος είναι ο κατάλληλος...

____________

ΤΜΉΜΑ ΠΡΩΤΟ

 Πηνελοπιάδα Part2

_________________________________

... αποφασίσει ποιος είναι ο κατάλληλος.

    Δεν έβρισκε κανέναν τρόπο που μπορούσε να αποδείξει ότι κάποιος θα είναι σίγουρα ο κατάλληλος διάδοχος όμως. Όταν ρωτούσε τον Τηλέμαχο εκείνος μόνο της φώναζε, γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί άλλον άντρα.
Η Πηνελόπη ήξερε ότι ο γιος της δεν είχε χάσει τις ελπίδες του να δει κάποια στιγμή τον πατέρα του.
Έτσι λοιπόν περνάει ένας χρόνος χωρίς να γίνεται κάτι το ιδιαίτερο για την Πηνελόπη.

    Όλα μοιάζουν ίδια όταν μια μέρα καταφτάνει στο παλάτι ένας ξένος, φίλος του Οδυσσέα, είπαν οι δούλες στην Πηνελόπη που είχαν ακούσει την συζήτηση του Τηλέμαχου και του ξένου. Η Πηνελόπη ήταν πολύ περίεργη να μάθει και άλλα για αυτόν τον ξένο καθώς της θυμίζει τον Οδυσσέα και έφερε πάλι στην επιφάνεια της ελπίδες της να ζει ο αγαπημένος της.

     Πήγε λοιπόν κάτω στην τραπεζαρία όπου γευμάτιζαν οι μνηστήρες και ο Τηλέμαχος συζητούσε με τον ξένο.
      Μόλις κατέβηκε όπως και περίμενε οι μνηστήρες άρχισαν να λένε προσβλητικά πράγματα που την έκαναν να αναρωτηθεί για άλλη μια φορά αν ήταν κανένας από αυτούς κατάλληλος για τον θρόνο.

    Όμως η προσοχή της γρήγορα στράφηκε κάπου αλλού. Ο αοιδός έλεγε ένα νοσταλγικό τραγούδι που της έφερε δάκρυα στα μάτια καθώς της θύμισε ακόμα πιο πολύ τον Οδυσσέα. Έτσι του ζήτησε να σταματήσει, αλλά προς μεγάλη της έκπληξη ο γιος της την σταμάτησε και της είπε να πάει ξανά στην κάμαρή της και να συνεχίσει να υφαίνει. Εκείνη προσβεβλημένη από τον ίδιο της τον γιο πάει πικραμενη όπως της είπε, ξανά στην κάμαρή της για να υφάνει.

    Την επόμενη ημέρα είχε διοργανώσει έναν διαγωνισμό τοξοβολίας για τους μνηστήρες, όμως θα χρησιμοποιούσαν το τόξο του ίδιου του Οδυσσέα. 

     Προς έκπληξη της ο ξένος δήλωσε ότι θα έπαιρνε και ο ίδιος μέρος. Αυτή δεν ήταν όμως η μεγαλύτερη έκπληξη εκείνης της ημέρας.

     Αφού όλοι οι μνηστήρες όπως περίμενε και η Πηνελόπη απέτυχαν, δηλαδή δεν μπορούσαν καν να λυγίσουν το τόξο, κάτι που έκανε την Πηνελόπη να γελάσει λίγο με το θέαμα που παρακολουθούσε, το γέλιο της κόπηκε μαχαίρι καθώς ο ξένος, σαν να ήταν ο ίδιος ο Οδυσσέας,  λύγισε το τόξο και έκανε την τέλεια βολή στο στόχο. Όλοι με έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

ΤΕΛΟΣ  (Τα υπόλοιπα υπάρχουν στην Οδύσσεια, το ρομάντζο συνεχίζεται εκεί)

 Νικόλας. Μ.

    Η Πηνελόπη περίμενε υπομονετικά την επιστροφή του άντρα της από την Τροία. Ο γιος της ο Τηλέμαχος, είχε ωριμάσει πια. Μια μέρα εκεί που συζητούσαν για το γυρισμό του Οδυσσέα, πήραν τη μεγάλη απόφαση να πάνε αυτοί να ψάξουν να τον βρουν.

      Κατέστρωσαν το σχέδιο τους και έβαλαν μέσα στο πλοίο τους όλα τα απαραίτητα πράγματα για το μακρινό και δύσκολο ταξίδι τους. Οι πρώτες μέρες του ταξιδιού ήταν πολύ ήρεμες, φυσούσε ούριος άνεμος και έφτασαν σε ένα άγνωστο νησί. Αναρωτήθηκαν ποιοι άνθρωποι να μένουν εκεί και αν είναι πολιτισμένοι ή άγριοι.

-«Τηλέμαχε, εγώ λέω να μην βγούμε», είπε η Πηνελόπη.

«-Μητέρα, έχουμε ανάγκη από νερό και αναγκαστικά πρέπει να βγούμε.»

   Έριξαν άγκυρα και βγήκαν έξω κρατώντας στα χέρια τους ασκιά για το νερό. Αφού προχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού είδαν μια πελώρια σπηλιά και μπήκαν μέσα. Είχε πολλά μικρά νεογέννητα αρνάκια, τυρί, γάλα και ψωμί.

-«Μητέρα, παίρνουμε νερό και τρόφιμα και πάμε να φύγουμε.»

-«Τηλέμαχε, θέλω να γνωρίσω ποιος άνθρωπος κατοικεί εδώ, γιατί μπορεί ίσως να μας δώσει πληροφορίες για τον πατέρα σου.»

    Το δειλινό ακούστηκαν κουδούνια απ' τα ο κοπάδι και γαβγίσματα σκύλων. Μπήκε ο Κύκλωπας στη σπηλιά και δεν τους είδε γιατί το μοναδικό του μάτι ήταν τυφλό. Ο Τηλέμαχος πήρε το θάρρος και τον ρώτησε που βρίσκονται. Ο Πολύφημος τότε τους είπε ότι βρίσκονται στην χώρα των Κυκλώπων και πως έχασε το φως του από κάποιον «Κανένα», ή αλλιώς Οδυσσέα. Ήταν τυχεροί που δεν έβλεπε και έτσι έφυγαν γρήγορα προτού κλείσει την είσοδο της σπηλιάς.  Κατάλαβαν ότι ο Οδυσσέας βρίσκεται κάπου αλλού και ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι τους για να δουν τον αγαπημένο τους.

Δέσποινα

   Μια φορά κι έναν καιρό, στη μακρινή  Ιθάκη, υπήρχε μια όμορφη οικογένεια με άρχοντα τον Οδυσσέα, την όμορφη γυναίκα του Πηνελόπη και το γιο τους Τηλέμαχο. Ο Οδυσσέας μια μέρα έφυγε και η Πηνελόπη δεν είχε νέα του πολλά χρονιά. Στο σπίτι τους μαζεύτηκαν πολλοί μνηστήρες, για να την παντρευτούν, αλλά και να πάρουν τη ζωή του Οδυσσέα. Η Πηνελόπη όμως αγαπούσε τον άντρα της και του ήταν πιστή, γι’ αυτό αποφάσισε να τον ψάξει η ίδια. Ζήτησε απ’ την φρουρά να φτιάξουν το καράβι της, ώστε να επισκεφτεί τους βασιλιάδες με τους οποίους ο Οδυσσέας είχε πολεμήσει μαζί τους. 

   Έτσι κι έγινε. Άφησε τον Τηλέμαχο υπεύθυνο στο σπίτι και έφυγε για ένα αβέβαιο ταξίδι. Ρωτούσε όσους ήξερε, μα μάταια. Απελπισμένη, επέστρεψε στο παιδί της.

   Όταν έφτασε, έκπληκτη είδε μπροστά της, τον πολυαγαπημένο της άντρα να μιλάει με το μονάκριβο γιο τους. Έτσι έζησαν ευτυχισμένοι για πάντα.

 Λευτέρης Φ.

    Καθώς έβλεπε η Πηνελόπη ότι ο Οδυσσέας αργούσε να γυρίσει στο σπιτικό τους, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το σπιτικό της μαζί με το μονάκριβο γιό της και έσπευσε  να τον βρει.

      Αρχικά, ζήτησε τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς η  οποία την προειδοποίησε ότι την περιμένουν πολλά δεινά σε αυτό το ταξίδι.

    Ωστόσο, την ενημέρωσε πως ο Οδυσσέας έχει χάσει όλους τους συντρόφους και παρέμενε μόνος και εγκλωβισμένος στο νησί της Καλυψώς.

    Η Πηνελόπη συνειδητοποίησε πως θα ήταν επικίνδυνο να πάρει μαζί της τον Τηλέμαχο και έτσι τον άφησε σε ένα έμπιστό της πρόσωπο και αποφασισμένη, ξεκίνησε να πάει στο νησί της Καλυψώς.

     Μετά από πολλά μερόνυχτα στη θάλασσα ,έφτασε στο νησί.

      Μεταμφιέστηκε σε άντρα για να μην την καταλάβει η Καλυψώ και έσπευσε να βρει την σπηλιά όπου κρατούσε όμηρο τον Οδυσσέα.

Μετά από αρκετή περιπλάνηση αισθανόταν πολύ κουρασμένη και έσπευσε στην ακροθαλασσιά να κοιμηθεί.

     Όταν άνοιξε τα μάτια της βρέθηκε δεμένη στη σπηλιά.

         Ικέτευσε την Καλυψώ να τους αφήσει να φύγουν και εκείνη με την παρέμβαση της Θεάς Αθηνάς η οποία ζήτησε από το Δία να τους βοηθήσει  αναγκάστηκε να το κάνει και τους άφησε να φύγουν.

Λευτέρης Π.

    Μια μέρα η Πηνελόπη αποφάσισε να σηκωθεί από την κρεβατοκάμαρα της για να πάει να ψάξει τον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη στον δρόμο της για κακή της τύχη το καράβι άρχισε να βάζει νερά. Μετά από λίγο βούλιαξε και η Πηνελόπη αφού αποφάσισε να δέσει τον Τηλέμαχο στην πλάτη της, άρχισε να κολύμπα. Μετά από πολύ κολύμπι βρέθηκαν σε ένα μικρό νησί. Εκεί συνάντησαν έναν ηλικιωμένο άνθρωπο ο οποίος κατοικούσε εκεί έξι πολλά χρόνια μόνος του. Στη συνέχεια προσφέρθηκε να τους βοηθήσει δίνοντας τους την μικρή ψαρόβαρκα που είχε μαζί του. Την επόμενη μέρα αποχαιρέτησαν τον ευγενέστατο γέροντα και συνέχισαν το ταξίδι τους προς τον Οδυσσέα. Μετά από πολύ ταξίδι έφτασαν στο νησί της Καλυψώς. Εκεί πέρα συνάντησαν τον Οδυσσέα σε μια φυλακή υψίστης ασφάλειας. Έπειτα, είδαν την Καλυψώ σε μια πολυθρόνα να κοιμάται κρατώντας τα κλειδιά της φυλακής. Εφόσον η Καλυψώ κοιμόταν  αποφάσισε να της κλέψει τα κλειδιά και να ελευθερώσει τον Οδυσσέα. Μόλις τον ελευθέρωσε το έσκασαν προς την Ιθάκη. Τέλος, όταν έφτασαν τους περίμενε όλος ο λαός και τους καλωσόρισαν ετοιμάζοντας ένα πλούσιο δείπνο.

 Μανώλης

   Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ο ξακουστός Οδυσσέας με την, πιστή γυναίκα του Πηνελόπη και τον γιό τους Τηλέμαχο. Ο Οδυσσέας έφυγε και η Πηνελόπη πέρασε αρκετά χρόνια μόνη της μεγαλώνοντας το γιό τους δίχως νέα του άνδρα της. Αποφάσισε, έπρεπε να τον ψάξει η ίδια. Ζήτησε απ` τους υπηρέτες να της φτιάξουν τα απαραίτητα πράγματα και το καράβι της. Ταξίδεψε σε όλη τη Μεσογειο,40 μέρες και 40 νύχτες,  αλλά μάταια...

   Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει πίσω. Ξεκινώντας για την επιστροφή, η θεά Αθηνά,μ εταμορφωμένη σε περιστέρι πήγε και της είπε:

-Συνέχισε να ψάχνεις τον άντρα σου, μη γυρίσεις δίχως να τον βρεις, διότι μεγάλο κακό σε περιμένει.

Δυστυχώς η Πηνελόπη δεν το άκουσε και απελπισμένη όπως ήταν επέστρεψε στο σπίτι της. Όταν έφτασε στο την περίμεναν μνηστήρες για να πάρουν την θέση του άντρα της. Ήταν όμως τόσο πιστή, που παρόλες τις πιέσεις που είχε απ' τους ξένους εκείνη , περίμενε τον Οδυσσέα της. Βλέποντας οι Θεοί την υπομονή και την αγάπη

για τον σύζυγό της άφησαν τον Οδυσσέα να επιστρέψει. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Νίκος  Σ.

      Η Πηνελόπη λοιπόν παρακινημένη από την επιθυμία της να βρει επιτέλους τον Οδυσσέα παίρνει την πρωτοβουλία και αποφασίζει να τον ψάξει. Αφήνει λοιπόν τον Τηλέμαχο στην Ευρύκλεια και ετοιμάζει με την βοήθεια των δούλων της τα καράβια με όλες τις προμήθειες και όλα τα εφόδια με τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε κίνδυνο. Έτσςι η Πηνελόπη αποφασισμένη να βρει τον αγαπημένο της σύζυγο ξεκινάει το ταξίδι της χωρίς να ξέρει τι την περιμένει .Ταξίδεψαν λοιπόν 5 μέρες και την έκτη βρέθηκαν μπροστά σε ένα νησί. Αποφάσισαν με προτροπή τις Πηνελόπης να κατέβουν για να ξεκουραστούν λιγάκι. Όλοι έτσι όπως ήταν πεινασμένοι κυνήγησαν κάποια γουρούνια που ήταν στο νησί τα οποία έψησαν και έφαγαν.Για κακή τους τύχη όμως εκεί κατοικούσαν κάποια ανθρωπόμορφα όντα με κεφάλι αρκούδας και σώμα ανθρώπου,  στα οποία όμως ανήκαν τα γουρούνια και έτσι για αντίποινα πήραν μερικούς ναύτες . Έτσι στο νησί σκοτώθηκαν πέντε από τα άτομα του πληρώματος ενώ οι υπόλοιποι γύρισαν στα καράβια για να γλυτώσουν, και με διαταγή της Πηνελόπης έπλευσαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από το νησί για να σωθούν. Την ένατη μέρα έτσι όπως ήταν ο καιρός καθαρός και ηλιόλουστος αρχίζει ξαφνικά μια  καταιγίδα και χωρίζει το καράβι της Πηνελόπης από τον υπόλοιπο στόλο βγάζοντας το εκτός της αρχικής του πορείας. Μετά από μια ολόκληρη μέρα που θαλασσοδερνόταν το καράβι μεσοπέλαγα, το επόμενο πρωί ξυπνάει η Πηνελόπη σε ένα άγνωστο νησί βλέποντας το πλοίο της ξεβρασμένο στην αμμουδιά και τους άντρες της σκορπιούς και λιπόθυμους στην παραλία. Είχε απελπιστεί και ήταν σε άθλια κατάσταση αλλά επειδή δεν είχε χάσει την πίστη της σε όλο το ταξίδι της, φανερώνεται η θέα Αρτέμη μεσα από το δάσος και της δείχνει προς μια κατεύθυνση. Η Πηνελόπη τρέχει προς την θέα αλλά εκείνη  μεταμορφώνεται σε γεράκι και φεύγει. Η Πηνελόπη αρχίζει και περπατάει προς την κατεύθυνση που της είχε δείξει η θέα και ξαφνικά εμφανίζεται στο βάθος ένα παλάτι.  Καθώς πηγαίνει προς το μέρος του βλέπει τους υπηρέτες να υποκλίνονται,, περνάει την κυρία πύλη και την υποδέχονται με τιμές μέχρι που έφτασε στην αίθουσα του θρόνου όπου καθόταν ο άντρας της. 

Καλλιόπη

Πηνελόπεια

Η Πηνελόπη όσο ο Οδυσσέας έλειπε η  κεντούσε και ξεκεντούσε ένα υφαντό περιμένοντας να γυρίσει ο Οδυσσέας και έλεγε στους μνηστήρες ότι θα παντρευτεί μόλις τελειώσει το υφαντό της.  Η Πηνελόπη είχε βαρεθεί να περιμένει να γυρίσει ο Οδυσσέας, έτσι πήρε τον Τηλέμαχο και πήγαν να τον ψάξουν. Πέρασαν εβδομάδες στην θάλασσα ώσπου τελικά   βρήκαν ξηρά. Έδεσαν τα πλοία τους και κατέβηκαν να ψάξουν  για τροφή γιατί τους τελείωνε. Όσο μάζευαν τροφή βρέθηκαν μπροστά σε μια πελώρια σπηλιά και μπήκαν μέσα, τότε μεγάλα βράχια έπεσαν και μπλόκαραν την έξοδο. Μετά ακούστηκε ένας βρυχηθμός και από το πουθενά άναψαν φλόγες. Μέσα στην σπηλιά όπου είχανε κλειδωθεί υπήρχε ένας δράκος, και με μια γρήγορη κίνηση έφαγε μερικούς από τους συντρόφους της Πηνελόπης. Ο Τηλέμαχος χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησε πάνω στον δράκο με το σπαθί του αλλά το δέρμα του δράκου ήταν πολύ χοντρό για να το διαπεράσει το ξίφος του.  Η Πηνελόπη τότε σκέφτηκε ένα σχέδιο.  Έτρεξε γρήγορα γύρω από τον δράκο για να τον κάνει  της πετάξει φλόγες, τις οποίες  απέφευγε.  Έπειτα πήγε και στάθηκε μπροστά από τους βράχους που έκλειναν την έξοδο και ο δράκος τότε έριξε φωτιά και οι βράχοι έλιωσαν. Αμέσως τότε η Πηνελόπη φώναξε τον Τηλέμαχο και έτρεξαν γρήγορα, μπήκαν στα καράβια και κατάφεραν να γλιτώσουν. Πέρασαν 7 χρόνια στην θάλασσα και μόλις έφτασαν στην Ιθάκη ελπίζοντας ότι οι μνηστήρες θα είχαν φύγει   αυτοί ήταν ακόμα εκεί.

😀😀😀😀😀😀😀😀😀😀😀 

ΤΕΛΟΣ

Αλέξανδρος

ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ

      Είκοσι χρόνια η Πηνελόπη είναι κλειδωμένη στο παλάτι της στην Ιθάκη με τον γιό της τον Τηλέμαχο υπό  κράτηση από τους Μνηστήρες.

     Κάθε μέρα φαινόταν ίδια. Οι μνηστήρες χαλαροί στο παλάτι, οι κάτοικοι έκαναν τις δουλειές τους και η ζωή κυλούσε με ηρεμία μέχρι που μια μέρα ένας αοιδός απήγγειλε ένα ποίημα που μιλούσε για τον πόλεμο της Τροίας . Τότε η Πηνελόπη θυμήθηκε τον άντρα της τον Οδυσσέα που χάθηκε στο πέλαγος, κατέβηκε τις σκάλες του δωματίου της και ζήτησε από τον αοιδό να πει ένα πιο χαρούμενο τραγούδι γιατί εκείνο της προκαλεί λύπη. Τότε ο Τηλέμαχος αντέδρασε με οργή και είπε στην μητέρα του ότι δεν είναι σωστό να προσβάλει τον αοιδό με αυτό τον τρόπο και τότε η Πηνελόπη αποχώρισε και έσπευσε προς το δωμάτιό της.

   Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η Πηνελόπη στεναχωρημένη ζούσε την ζωή της στο παλάτι ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε ο Οδυσσέας στην Ιθάκη. Στην αρχή το πέρασε για ένα αστείο του Τηλέμαχου αλλά όταν κοίταξαν ο ένας τον άλλον αναγνωρίστηκαν και έπεσε στην αγκαλιά του και έζησαν μαζί για τα επόμενα  χρόνια…

Αφροδίτη 


Ελένη Δ.


(Της Νικολέττας την εργασία  την έφαγε ο Πολύφημος)


Δεν υπάρχουν σχόλια: