Με ενδοιασμούς δημοσιεύω σήμερα την ανάρτηση. Διστάζω πρώτα γιατί το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη "Υστεροφημία" είναι ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα και φοβάμαι μήπως προσεγγίζοντας το "φιλολογικά" μού το κάψω... Αλλά από την άλλη, αφού δεν έγινε σε τόσα άλλα γιατί να γίνει σ΄αυτό!
Η "Υστεροφημία" περιέχεται στην τελευταία συλλογή του ποιητή "Ελεγεία και σάτιρες" (1927) και ανήκει καταφανώς στα πρώτα. Επίσης, η τράπεζα θεμάτων του έκανε την "τιμή" να το συμπεριλάβει στις ... καταθέσεις της, αλλά εγώ δεν θα της κάνω την τιμή να ασχοληθώ μαζί της, τουλάχιστον σε τούτη την ανάρτηση. Όπως δηλώνει έμμεσα και ο τίτλος, έχουμε να κάνουμε με ένα ποίημα για την ποίηση. Το να αναφέρω την αυτοαναφορικότητα στην ποίηση του Καρυωτάκη δεν είναι κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο. Μάλλον προφανές είναι. Κι όχι μόνο γιατί, όπως λεν οι βιογράφοι του, διάβαζε μόνο ποίηση, μετέφραζε μόνο ποίηση, έγραφε μόνο ποίηση (τα πεζά του ήταν λίγα και τοποθετημένα στο τέλος της ζωής του, όταν πλέον είχε ήδη "αυτοκτονήσει" ως ποιητής...). Καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της ποιητικής του πορείας, πλείστα είναι τα ποιήματα που έχουν έχουν θέμα ή αναφέρονται στην ίδια την ποίηση, με χαρακτηριστικότερα την "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων" και το "Είμαστε κάτι". Αλλά η υστεροφημία που αναφέρεται εδώ δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη που εκπορεύεται από το ομηρικό ηρωικό ιδεώδες με το οποίο είναι συνυφασμένη η λέξη. Αλλά ούτε και με την αγωνία του δημιουργού απέναντι στο χρόνο...
Πρόκειται για ένα από κείνα τα ποιήματα, όπως κάποια αποσπάσματα του Σολωμού (κυρίως των "Ελεύθερων Πολιορκημένων"), τα περισσότερα στον Καβάφη, κάποια ποιήματα του Σεφέρη, στίχοι του
Ρίτσου και του Ελύτη και κάποια του Αναγνωστάκη, που είναι σμιλεμένα, σαν τα αγκωνάρια, τις ακρογωνιαίες λίθους των παλιών πετρόχτιστων σπιτιών... Ένα ποίημα στο οποίο τίποτα δεν λείπει και τίποτα δεν περισσεύει, όπου τα πάντα έχουν τοποθετηθεί εκεί που πρέπει και όπως πρέπει, ώστε το περιεχόμενο και η μορφή να βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία και ανταπόκριση, και το ένα να υποστηρίζει και να αναδεικνύει το άλλο. Η συνήθης και γνώριμη - πλην πάντα εμπνευσμένη- απελπισία του καρυωτακικού σύμπαντος είναι παρούσα, αλλά, χωρίς τον ακκισμό, την φιλαρέσκεια και προπάντων τον μελοδραματισμό που συναντάται στους στίχους των περισσότερων ρομαντικών ή νεορομαντικών Ελλήνων ποιητών. Γιατί ο λυρισμός των στίχων του ποιήματος δεν έχει τίποτα περιττό, εκκινούμενος από την βιωμένη εμπειρία του ποιητή. Κάπως έτσι, η απαισιοδοξία του ανάγεται φιλοσοφικά σε ρεαλιστική και αξιοπρεπή συνειδητοποιήση του αναπόφευκτου, της φθοράς της ζωής, μια φθορά την οποία κοιτάει στα μάτια το ποιητικό υποκείμενο, με ημερωμένη θλίψη αλλά χωρίς φόβο. Τα ποικίλα εκφραστικά σχήματα του ποιήματος δρουν λειτουργικά μέσα στο ποίημα και δεν αντιμετωπίζονται ως "καλολογικά στοιχεία". Διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους χωρίς να είναι στο ελάχιστο εξεζητημένα. Ούτε η γλώσσα του ποιήματος είναι ποιητική. Η χρήση που της γίνεται οδηγεί στην ποιητικότητα και οι ελάχιστες "ποιητικές" λέξεις που υπάρχουν διανθίζουν την έκφραση χωρίς να την καπακώνουν/επιβαρύνουν/πνίγουν/καταπλακώνουν.
Ο άλλος μου ενδοιασμός, εξαιτίας του οποίου δίσταζα να ασχοληθώ με το ποίημα, είνα, γιατί δεν ήθελα να μπω στο δίλημμα να χρησιμοποιήσω ή όχι την μοναδική μελοποίησή του που υπήρχε την τελευταία φορά που τσέκαρα. Επειδή είναι δική μου... Θεώρησα όμως τελικά ότι από την στιγμή που σας ζητάω,έστω και προαιρετικά, να μελοποιήσετε ένα ποίημα είναι δίκαιο να εκτεθώ πρώτα εγώ. Θέλω να πω αν "τολμάω" και "μπορώ" εγώ που πρωτοέπιασα κιθάρα στα 22 μου και που το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι όταν βλέπω ένα δέκατο έκτο στο πεντάγραμμο είναι το μπαλάκι του μπάντμιντον (με το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχω καμία σχέση),τότε μπορείτε κι εσείς. Άλλωστε, μήπως δεν σας φέρνω στην τάξη εκπαιδευτικό υλικό που έχω ετοιμάσει; Έτσι κι εδώ... Μόνο που σ΄αυτή την περίπτωση το υλικό είναι ενδεικτικό και όχι υποδειγματικό... Οι δικές σας μελοποιήσεις θα είναι καλύτερες...Συνιστώ αν ακούσετε το τραγούδι να το κάνετε χρησιμοποιώντας ακουστικά. Η ηχογράφηση ήταν εντελώς ερασιτεχνική, με αλλεπάλληλες κι εναλλασσόμενες ηχογραφήσεις, την μία πάνω στην άλλη, σε ένα διπλό κασσετόφωνο, έτσι ο ήχος στο γυμνό αυτί είναι λίγο φλάτ...
(Για την ιστορία και την... υστεροφημία: Η μελοποίηση έγινε για τους "Ατάλαντους", ένα περισσότερο πρότζεκτ και λιγότερο γκρουπάκι που είχα με τους φίλους μου όταν ήμουν φοιτητής. Τα μουσικά γεμίσματα τα έφτιαξα μαζί με το φίλο μου, το Στέλιο Ξενοκώστα. Την οπτικοποίηση του τραγουδιού έκανε πρόσφατα η gia-des του ιστολογίου μας. Μεγάλο μέρος της σημερινής ανάρτησης αποτελεί αντιγραφή της αντίστοιχης ανάρτησης στο μη εκπαιδευτικό μας ιστολόγιο "Ταπεινή Τέχνη").
Η "Υστεροφημία" περιέχεται στην τελευταία συλλογή του ποιητή "Ελεγεία και σάτιρες" (1927) και ανήκει καταφανώς στα πρώτα. Επίσης, η τράπεζα θεμάτων του έκανε την "τιμή" να το συμπεριλάβει στις ... καταθέσεις της, αλλά εγώ δεν θα της κάνω την τιμή να ασχοληθώ μαζί της, τουλάχιστον σε τούτη την ανάρτηση. Όπως δηλώνει έμμεσα και ο τίτλος, έχουμε να κάνουμε με ένα ποίημα για την ποίηση. Το να αναφέρω την αυτοαναφορικότητα στην ποίηση του Καρυωτάκη δεν είναι κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο. Μάλλον προφανές είναι. Κι όχι μόνο γιατί, όπως λεν οι βιογράφοι του, διάβαζε μόνο ποίηση, μετέφραζε μόνο ποίηση, έγραφε μόνο ποίηση (τα πεζά του ήταν λίγα και τοποθετημένα στο τέλος της ζωής του, όταν πλέον είχε ήδη "αυτοκτονήσει" ως ποιητής...). Καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της ποιητικής του πορείας, πλείστα είναι τα ποιήματα που έχουν έχουν θέμα ή αναφέρονται στην ίδια την ποίηση, με χαρακτηριστικότερα την "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων" και το "Είμαστε κάτι". Αλλά η υστεροφημία που αναφέρεται εδώ δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη που εκπορεύεται από το ομηρικό ηρωικό ιδεώδες με το οποίο είναι συνυφασμένη η λέξη. Αλλά ούτε και με την αγωνία του δημιουργού απέναντι στο χρόνο...
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
Τὸ θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύση
καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν.
Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει,
κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν.
καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν.
Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει,
κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν.
Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική,
κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου,
στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ.
Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς
δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς
τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη,
κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
Το ποίημα διακρίνεται για την ήρεμη, παραιτημένη κι ανυπότακτη μαζί, απελπισία
του. Η Φύση παρουσιάζεται ως μια γιγαντιαία και τερατώδης μηχανή που τρέφεται αχόρταγα από και με τον θάνατο, τα
πορφυρά στόματα των ανθών -σαν σαρκοβόρα φυτά- τον ζητούν κι αυτά (για να μας
κατασπαράξουν;), ο Ήλιος μας την έχει στημένη (να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα ποιητή που έχει αναγορεύσει τον ήλιο ως τον κατεξοχήν θάνατο, ως "θάνατο μες του θανάτους"), η Άνοιξη και οι θριαμβικές στην ομορφιά τους Δύσεις
περαστικές και σύντομες. Και άνθρωποι τελικά καταλήγουν σκιές σε σκοτεινά,
μακρινά βασίλεια. Του θανάτου και της μελαγχολίας... Το μόνο που μπορεί να νικήσει αυτό το προαιώνιο δείπνο θανάτου είναι η ποίηση. Κάποιοι στίχοι που ίσως ξεφύγουν από την λήθη και τη φθορά και συνδιαλεχθούν με τις επόμενες γενιές, μια διαδικασία όμως ασαφής, αυθαίρετη και αμφίβολη. Όμως τελικά δεν είναι η
υστεροφημία της δόξας που ζητάει μέσω της ποίησής του το ποιητικό υποκείμενο, η ματαιόδοξη και φιλάρεσκη εκείνη αρκετών άλλων ποιητών... Ούτε καν δικαίωση δεν είναι. Η μνήμη που συνεπάγεται η υστεροφημία προσεγγίζεται ως μια
πράξη δικαιοσύνης, έστω κι αν είναι ετεροχρονισμένη και
καθυστερημένη, σαν μήνυμα ναυαγού. Αλλά κυρίως είναι μια ανυπότακτη
άρνηση, ένα έστω-κι-αν, ένα ανεπίδοτο γράμμα που φτάνει, τελικά και παρ' όλες τις αντιξοότητες, στον
προορισμό του... Για ένα "γαμώτο" δεν ζούμε; Κοίτα που το ποίημα είναι τελικά αισιόδοξο... Και με τον τρόπο ηρωικό κιόλαςΟ άλλος μου ενδοιασμός, εξαιτίας του οποίου δίσταζα να ασχοληθώ με το ποίημα, είνα, γιατί δεν ήθελα να μπω στο δίλημμα να χρησιμοποιήσω ή όχι την μοναδική μελοποίησή του που υπήρχε την τελευταία φορά που τσέκαρα. Επειδή είναι δική μου... Θεώρησα όμως τελικά ότι από την στιγμή που σας ζητάω,έστω και προαιρετικά, να μελοποιήσετε ένα ποίημα είναι δίκαιο να εκτεθώ πρώτα εγώ. Θέλω να πω αν "τολμάω" και "μπορώ" εγώ που πρωτοέπιασα κιθάρα στα 22 μου και που το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι όταν βλέπω ένα δέκατο έκτο στο πεντάγραμμο είναι το μπαλάκι του μπάντμιντον (με το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχω καμία σχέση),τότε μπορείτε κι εσείς. Άλλωστε, μήπως δεν σας φέρνω στην τάξη εκπαιδευτικό υλικό που έχω ετοιμάσει; Έτσι κι εδώ... Μόνο που σ΄αυτή την περίπτωση το υλικό είναι ενδεικτικό και όχι υποδειγματικό... Οι δικές σας μελοποιήσεις θα είναι καλύτερες...Συνιστώ αν ακούσετε το τραγούδι να το κάνετε χρησιμοποιώντας ακουστικά. Η ηχογράφηση ήταν εντελώς ερασιτεχνική, με αλλεπάλληλες κι εναλλασσόμενες ηχογραφήσεις, την μία πάνω στην άλλη, σε ένα διπλό κασσετόφωνο, έτσι ο ήχος στο γυμνό αυτί είναι λίγο φλάτ...
(Για την ιστορία και την... υστεροφημία: Η μελοποίηση έγινε για τους "Ατάλαντους", ένα περισσότερο πρότζεκτ και λιγότερο γκρουπάκι που είχα με τους φίλους μου όταν ήμουν φοιτητής. Τα μουσικά γεμίσματα τα έφτιαξα μαζί με το φίλο μου, το Στέλιο Ξενοκώστα. Την οπτικοποίηση του τραγουδιού έκανε πρόσφατα η gia-des του ιστολογίου μας. Μεγάλο μέρος της σημερινής ανάρτησης αποτελεί αντιγραφή της αντίστοιχης ανάρτησης στο μη εκπαιδευτικό μας ιστολόγιο "Ταπεινή Τέχνη").
2 σχόλια:
Καλό το τραγουδάκι, φιλαράκι...
Σ΄ευχαριστώ, ανώνυμε...
(Είχα καλό... στιχουργό! :P)
Δημοσίευση σχολίου