Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Λάμψε, τρελό διαμάντι: "Ο Βασιλιάς της Ασίνης" (Γιώργος Σεφέρης) και μια μικρή βόλτα στα ερείπια της αρχαίας πόλης

    "Ο βασιλιάς της Ασίνης" είναι από τα καλύτερα ποιήματα  του Γιώργου Σεφέρη  και ένα από τα γνωστότερα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Σεφέρης αναρωτιόταν φιλάρεσκα και με έκδηλη ικανοποίηση γιατί αρέσει σε τόσους. Ανήκει στα γοητευτικά εκείνα  ποιήματα που ονομάζω εγώ "χειροποίητα". Είναι σμιλεμένα με τέτοια μαστοριά, ώστε καμία  λέξη  να μην  είναι περιττή και καθεμιά να είναι βαλμένη επιδέξια εκεί που πρέπει· και ταυτόχρονα, απλόχερα προσφέρουν στον αναγνώστη τους τα κλειδιά για να τα ξεκλειδώσει, κρυμμένα όμως με περίσκεψη και τέχνη ώστε να βιώνει την χαρά και την απόλαυση της ανακάλυψης.
     Γράφτηκε με αφορμή μια επίσκεψη του ποιητή στην ακρόπολη της αρχαίας Ασίνης το καλοκαίρι του 1938, μια νύχτα του  Γενάρη του 1940 μέσα σε μια έκλαμψη δημιουργικότητας κι ενώ επί δυο
χρόνια ο Σεφέρης προσπαθούσε μάταια. Η Ασίνη ήταν μια αρχαία  πόλη στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό Τολό, που είχε καταστραφεί ήδη από τα αρχαία χρόνια, τον 7ο αιώνα π.Χ.. Ο Όμηρος της αφιερώνει δυο λέξεις μόνο - "Ασίνην τε"-   κι εκείνες στον κατάλογο των πλοίων που περιέχεται στη  ραψωδία Β'  της Ιλιάδας, ένα κομμάτι του οποίου η γνησιότητα  αμφισβητείται από τους φιλολόγους που ασχολούνται με το "ομηρικό ζήτημα". Ο  βασιλιάς της, το όνομα του οποίου δεν κρίνεται άξιο να αναφερθεί,  έστειλε κάποια πλοία στην Τροία. Τίποτα άλλο.
   Αυτό είναι το σπερματικό γεγονός του ποιήματος. Η εγκαταλελειμμένη  αρχαία ακρόπολη  είναι πρωταγωνίστρια στο ποίημα και το βασικό του σημείο αναφοράς.  Γίνεται το έναυσμα ώστε το ποιητικό υποκείμενο  να ξεκινήσει το συνειρμικά το ποιητικό του ταξίδι, ενώ την περιπλέει ή/και  περιπλανιέται εντός της, καταφέρνοντας, με την εναλλαγή  αφηγηματικών φωνών και  οπτικών γωνιών και τη χρήση σειράς εικόνων και συμβόλων, να εκφράσει μεστά και ξεκάθαρα τις μεταφυσικές του αγωνίες και το υπαρξιακό του άγχος.  Βασικότερο από τα σύμβολα αυτά είναι ο  ανώνυμος βασιλιάς και η χρυσή προσωπίδα του.  Η δεύτερη παρέμεινε χωρίς να μαρτυράει τίποτα για τον πρώτο:  χαθήκανε οι ελπίδες, τα όνειρα, οι επιθυμίες του, τα παιδιά του, τα καράβια του.  Κι αυτό το γεγονός  φέρνει μια γεύση θανάτου στα χείλη του ποιητικού υποκειμένου οδηγώντας το στην πικρή διαπίστωση  όχι απλά του αναπόφευκτου του θανάτου αλλά κυρίως της ανηλεούς, νομοτελειακής φθορά του χρόνου που οδηγεί   καθέναν μας μοιραία - νωρίτερα ή αργότερα- στην απόλυτη λήθη. Το  κενό που διαπιστώνει κάτω από την προσωπίδα δεν αφορά μόνο τον ξεχασμένο βασιλιά αλλά και το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο όπως και όλους τους ανθρώπους. Κι η κενότητα αυτή μιαίνει αναπόδραστα και αξιωματικά  τη ζωή κάθε ανθρώπου σε κάθε έκφανσή της. Γιατί ποιο το νόημά της,  αν οποιοδήποτε ίχνος της  πρόκειται να χαθεί;  Αλλά ο υπαρξιακός αυτός  πόνος για το μάταιο δεν αφορά μόνο την απώλεια από το θάνατο. Γιατί απουσία μπορεί να υπάρξει και εν ζωή· και είναι και αυτοί οι αποχωρισμοί εξίσου επώδυνοι όπως  είναι και το ίδιο στυφή η αίσθηση της απουσίας που αφήνουν.
  Όλα αυτά είναι μια εισαγωγή για την παρουσίαση ενός βίντεο που έφτιαξα για το ποίημα- το οποίο παρά τη δημοφιλία του, μυστηριωδώς πώς δεν υπάρχει πουθενά στο Διαδίκτυο οπτικοποιημένο - χρησιμοποιώντας οπτικό υλικό από την επίσκεψη μου στην Ασίνη τον Νοέμβρη του 2012. Μαζί  θα παραθέσω και ένα μίνι χρονικό της δικής μου περιπλάνησης εκεί αναζητώντας τον βασιλιά.
(Κάθε φορά που το βίντεο τρέμει πολύ να ξέρετε ότι σαβουρώθηκα...)

      Το σχολικό έτος 2012 -13, λοιπόν,  βρέθηκα στην Πελοπόννησο να ξεχρεώσω  την μετάθεση που πήρα λίγο πριν γνωρίσω τη gia-des.  Με τόπο εκκίνησης τα απομακρυσμένα Μέθανα, η αλήθεια είναι πως διόλου δεν φαίνεται παράξενο που δεν πραγματοποιήθηκαν οι προθέσεις μου να περιηγηθώ σε  όσες περισσότερες αρχαίες τοποθεσίες μπορούσα. Όποιος ωστόσο, με ξέρει έστω και λίγο ώστε να γνωρίζει πόσο σημαντική θεωρώ την ποίηση  για τη ζωή των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να εκπλαγεί, πιστεύω, που η αρχαία Ασίνη ήταν η εξαίρεση! Ο Καρυωτάκης τράβηξε μαζί του στην αθανασία την Λάμαρη "ποιήτρια ξεχασμένη", ο Καββαδίας τον Καίσαρα Εμμανουήλ που "θα μπορούσε βέβαια να τον σώσει" κι η Ασίνη γλύτωσε τη  λήθη δυο φορές λόγω της ποίησης.  Από τις δυο λέξεις στην Ιλιάδα, έστω και αβέβαιες, και το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη. Έτσι η επίσκεψη μου εκεί έμοιαζε με προσκύνημα στην  ίδια την ποίηση ως ιδέα και μάλιστα σ' εκείνη την ποιότητά της που της επιτρέπει, αν όχι να γίνεται πάροχος αθανασίας, να λειτουργεί  τουλάχιστον ως φορέας δικαιοσύνης έναντι  της φθοράς του χρόνου.
   Για να βρεθεί κανείς στην Ασίνη εκκινώντας από το Ναύπλιο, πρέπει να πάρει τον δρόμο προς της Επίδαυρο. Λίγο έξω από την πόλη μπαίνει σε ένα κόμβο και στρίβει αμέσως δεξιά για Τολό. Εγώ πάντως εκείνο το σαββατιάτικο πρωί του Νοέμβρη ερχόμουν από την άλλη πλευρά, από το μέρος της Επιδαύρου, κι  έκανα κύκλο όλο τον κόμβο  πριν στρίψω παίρνοντας τον δρόμο του Τολού. Την Ασίνη τη βρήκα  δύσκολα γιατί, πέρα από το γεγονός ότι δεν είμαι και κανένα αστέρι στην ανάγνωση χαρτών,  εγώ  ρωτούσα για την "Αρχαία Ακρόπολη της Ασίνης κι όλο με στέλνανε σε ένα κάστρο. Μετά θυμήθηκα το στίχο "φέραμε  όλο το πρωί γύρω γύρω το  κάστρο" και στρόφαρα ξαφνικά στρίβοντας στη σωστή διασταύρωση, με την κρυμμένη μέσα στα δέντρα  οδική πινακίδα "Αρχαία Ασίνη 1,5"να μου βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Μια άλλη πινακίδα με ενημέρωνε  σε λίγο πως ο βραχώδης, άγριος όγκος με κάποια γκρεμισμένα τείχη  που χωνότανε στη θάλασσα μπροστά μου ήταν η αρχαία πόλη. Πάρκαρα μπροστά στο  φυσικό λιμανάκι που σχημάτιζε ένας απάνεμος μικρός όρμος και ξεκίνησα την περιήγηση μου από "μέρος του ίσκιου" κι εγώ,  όπως ο Σεφέρης. Μόνο που δεν ήταν καμιά βάρκα για  εμένα εκεί , παρά μονάχα ένας βράχος στη θάλασσα να περιμένει δυόμισι χιλιάδες χρόνια τα καράβια να γυρίσουν από  τα "άφαντα λιμάνια".
  Σκαρφάλωσα από ένα άνοιγμα στα μισογκρεμισμένα ελληνιστικά τείχη. Η τυπική χλωρίδα του ελληνικού τοπίου, μια εκκλησία κι ένα προκάτ μεταλλικό κτίσμα. Τίποτα δεν έδειχνε πως κάποτε μια πόλη άκμασε εδώ, παρά μόνο μια ξεχασμένη, μελαγχολική αρχαιολογική τομή που περίμενε εις μάτην τους ανασκαφείς, δυο τρία αρχαία πηγάδια σκεπασμένα με σκουριασμένα κάγκελα και μερικές  πελεκημένες πέτρες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, που, το ομολογώ,  δεν αντιστάθηκα στο πειρασμό  και ψηλάφισα "τις σπασμένες τους γραμμές τις  αιχμές  τις ακμές τα κοίλα και τις καμπύλες", διατηρώντας  όμως ταυτόχρονα πλήρη επίγνωση για το κιτς του πράγματος. Κοιτώντας γύρω το τοπίο δεν θα μπορούσε κανείς να παρά να αποδώσει τα εύσημα στο Σεφέρη για την εκφραστική  ακρίβεια των περιγραφών του. Όχι μόνο για την "πράσινη θάλασσα  με το στήθος του σκοτωμένου παγωνιού"  και τις "φλέβες των βράχων" που  βυθίζονταν στην θάλασσα αλλά κυρίως για το φως που "έτριβε διαμαντικά". Είχε περάσει η ώρα κι ο ήλιος, ζεστός και λαμπρός παρά τον φθινοπωρινό  μήνα, ξεμύτιζε από τις άκρες των βράχων στην κορφή του λόφου, ξεχύνονταν  θρυμματίζοντας και θολώνοντας το τοπίο, κάνοντας έτσι την περιήγησή μου ένα παιχνίδι εναλλαγών του φωτός και τη σκιάς. Ένας τυπικά "σεφερικός" ήλιος που μεταξύ άλλων αλλοίωνε και τα πλάνα που τραβούσε η αρχαία φωτογραφική μηχανή μου.  Όμως, ούτω ή άλλως ασταθές το βήμα μου από το κακοτράχαλο του εδάφους,  άρα ασταθή τα πλάνα, δεν πειράζει,  σύμβολα της αστάθειας της ανθρωπινής ζωής, θυμάμαι σκέφτηκα, συγγνώμη που δεν μου 'ρθε κάτι έξυπνο, ήθελα καφέ.
   Μη θέλοντας να έχω τον ήλιο στα μάτια, αγνόησα τα λείψανα του αρχαίου μονοπατιού που ανέβαινε δυσοίωνα στην κορφή του λόφου και το μονοπάτι που σύριζα στη βάση των βράχων κατευθύνονταν προς την άκρη του λόφου στη θάλασσα. Αντ' αυτού,  κι ενώ το ραδιόφωνο που έχω στο κεφάλι μου άρχισε να παίζει ξαφνικά το "Shine on you crazy diamond"  δίνοντας έμφαση στο βασικό ριφ, ένα πρόγραμμα που θα επαναλαμβάνονταν συνεχώς σ' όλη τη βόλτα μου,  πήρα το τσιμενταρισμένο, κακοφτιαγμένο καλντερίμι  με ένα σκοινί δεμένο κατά μήκος του  και περπατώντας περιμετρικά στην κορφή των ολοένα και ψηλότερων σταδιακά βορείων τειχών, πέρασα από κάποια γκρεμισμένα κτίσματα  τα οποία έμαθα μετά ότι ήταν ιταλικά οχυρωματικά έργα και βγήκα  στο "μέρος του ήλιου".
  Το τοπίο  εδώ ήταν εντελώς διαφορετικό. Ένας τελείως διαφορετικός,  "ελύτειος" ήλιος έλουζε τα  αυτήν την ώρα τα πάντα  κι έκανε τη θάλασσα να χρυσίζει  μέχρι πέρα το τέλος του ορίζοντα.
      Αληθινός "μακρύς γυαλός ολάνοιχτος". Εδώ τα  ίχνη της  ανθρώπινης δραστηριότητας  φαινόταν ακόμα λιγότερο, κρυμμένα μέσα στα ξερά χόρτα. Ολομόναχος πάνω στο λόφο, συνέχισα να περπατάω σε ένα ελαφρά ανηφορικό μονοπάτι, άλλοτε συγκλίνοντας προς την βραχώδη  κορφή του λόφου κι άλλοτε περπατώντας δίπλα και πάνω απ' τη θάλασσα.  Στο δρόμο μου βρήκα μια  πελεκημένη  επίπεδη πέτρα  με  μια ορθογώνια εγκοπή στην οποία λίμναζε νερό από παλιότερες βροχές  και μια αρχαία στέρνα, σκεπασμένη με το γνωστό σκουριασμένο πλέγμα. Στάθηκα σε ένα φυσικό μπαλονάκι που σχηματίζονταν μέσα στα βράχια χαζεύοντας τη θέα. Το Τολό, την "πράσινη θάλασσα με το στήθος του παγωνιού" από ψηλά και μερικά δέντρα που ριζωμένα στο γκρεμό έμοιαζαν μετέωρα μεταξύ ουρανού και θάλασσας.
    Άφησα το μονοπάτι  και κατευθύνθηκα στην μύτη του ακρωτηρίου  στη θάλασσα. Κατέβηκα με κόπο και δυσκολία αρκετές σειρές βράχων θέλοντας να φτάσω όσο πιο κοντά στην άκρη του λόφου  στη θάλασσα. Μετά όμως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης νίκησε την περιέργεια και λίγο που είμαι υψοφοβικός, λίγο που το έδαφος ήταν δύσβατο, λίγο που ήμουν ολομόναχος μιας και ήταν μέχρι και "τ΄ αγριπερίστερα φευγάτα" και  δεν είχα καμία όρεξη να προκαλέσω εκείνη τη στιγμή  την επίλυση των μεταφυσικών μου ερωτημάτων  σχετικά με τα μετά θάνατον, παραιτήθηκα από την προσπάθεια κι ανέβηκα ξανά στο πλάτωμα με το μπαλκονάκι και τη  αρχαία στέρνα.
   Εκεί,  αποφάσισα  να κατακτήσω ένα ορόσημο που μπορούσα κι έτσι ξαναβγήκα από το μονοπάτι κι άρχισα να σκαρφαλώνω τα βράχια προς την κορφή του λόφου.Καθισμένος σε λίγο στον πιο ψηλό βράχο,  θυμήθηκα που είχε πει η  gia-des μια μέρα που γυρνούσαμε τα κάστρα της Ρόδου πως τα καλύτερα οικόπεδα καβατζώνανε οι αρχαίοι. Έκανα ένα τσιγάρο κοιτάζοντας τη θέα:  την γραφική κωμόπολη του Τολού, τον αργολικό κάμπο και τη θάλασσα μακριά  πέρα ως πέρα. Κανένα καράβι δεν γυρνούσε απ' την Τροία.
  Κατέβηκα κι έπιασα πάλι μονοπάτι, με τον ήλιο στην πλάτη μου. Ένα σμάρι κιτρινογάλαζες πεταλούδες άφησαν τον ευωδιαστό  ύπνο στον κρίνο τους,  στροβιλίστηκαν για λίγο παιχνιδιάρικα μπροστά  μου και χάθηκαν. Εδώ αντιστάθηκα στον πειρασμό και δεν απήγγειλα με στόμφο "να 'ταν άραγε αυτή  ο βασιλιάς της Ασίνης..." Όταν όμως έφτασα στο   μισοχαλασμένο αρχαίο ανηφορικό  μονοπάτι, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του λόφου,  και  το φαντάστηκα να περιμένει μάταια τα βήματα των διαβατών, το λυπήθηκα  και το ανεβοκατέβηκα στα γρήγορα με προσοχή.
    Φτάνοντας στο αυτοκίνητο αποφάσισα να πάω προς τη θάλασσα που έβλεπα να χρυσαλίζει χαμηλότερα, ενώ περπατούσα το λόφο από  μέρος του ήλιου, παίρνοντας το κακοσυντηρημένο ασφαλτοχωματόδρομο δίπλα στα τείχη του κάστρου. Ήθελα να πάρω και  μερικές φωτογραφίες της ακρόπολης από το ύψος της θάλασσας, αλλά  διαπίστωσα ότι η κάρτα  μνήμης ήταν γεμάτη και πέρασα την ώρα μου κυρίως σβήνοντας παλιές φωτογραφίες. (Αργότερα θα συνειδητοποιούσα  ότι  το βίντεο που τράβηξα κατά λάθος την ώρα που περπατούσα και πατήθηκε  το κουμπί της κάμερας που αιωρούνταν έτσι που την κρατούσα, ήταν τεράστιο και αυτό μου είχε  φάει τη μνήμη. Από την άλλη βέβαια δεν είχα ξαναδει πόδια μου να περπατάνε....)  Περιορίστηκα λοιπόν να κάτσω λίγο  στην προβλήτα που αποφάσισα πως είχε δέσει η βάρκα του Σεφέρη ολοκληρώνοντας το περίπλου της ακρόπολης,  κι ας ήταν εμφανώς νεότερη. Χαζεύοντας το λόφο αναρωτήθηκα που να ήταν η σπηλιά  με την νυχτερίδα που τράκαρε στο φως "σαν την σαΐτα πάνω στο σκουτάρι" κι υπέθεσα ότι θα φαινόταν μόνο από τη βάρκα του Σεφέρη.  Αργοτερα θα διάβαζα ότι η σπηλιά και ένα μυκηναϊκό νεκροταφείο είναι σε διπλανό λόφο, πίσω από κει που 'χα παρκάρει στην αρχή,  στον οποίο επεκτείνεται ο αρχαιολογικό χώρος, αλλά δεν το ήξερα. Δεν πειράζει. στην άλλη ζωή. Τέλειωσα το τσιγάρο μου,  εβγαλε μερικές φωτογραφίες και πήγα στο Τολό για καφέ.
   Μπαίνοντας στην παραθαλάσσια καφετέρια με θέα την Ασίνη, στην οποία ήμουν ο μόνος πελάτης ένα παλιό κασετόφωνο έπαιζε το " Shine on you crazy diamond." Φαντάσου: Σε ένα άδειο μαγαζί μιας μικρής επαρχιακής πόλης να ακούγεται  ένα  αντιεμπορικό (λόγω διάρκειας) τραγούδι μιας ροκ μπάντας της  δεκαετίας του '70, το οποίο είχα όλο το πρωί στο νου μου.  Δέχτηκα τον οιωνό και αποφάσισα  το  χρησιμοποιήσω ως μουσική υπόκρουση στο βίντεο που θα έφτιαχνα με το υλικό που είχα τραβήξει και θα συνόδευε το "φιλολογικό οδοιπορικό" που θα έγραφα και θα τελείωνε με την πομπώδη φράση "για μια μέρα ο βασιλιάς της Ασίνης ήμουν εγώ".
   Δυο χρόνια πήρε στο Σεφέρη να γράψει το ποίημα του.  Σε εμένα πέρασαν τρία χρόνια και δεν έγραψα ποτέ το "φιλολογικό οδοιπορικό" που λογάριαζα. Μονάχα αυτό το αμήχανο κείμενο. Πέρασε η στιγμή, έχασα το μομέντουμ και δεν μπορώ να μεταφέρω το ύφος της μέρας· αλλά και πάλι, αν βίωνα καμιά υπαρξιακή αποκάλυψη, θα το θυμόμουνα, έτσι δεν είναι; Μάλλον όμως είναι που τρία χρόνια μετά, σε έναν άλλο ουρανό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ακούω αναπόφευκτα ως επί το πλείστον παιδικά τραγουδάκια και, κυρίως, που κατάλαβα τελικά  ότι ο βασιλιάς της Ασίνης υπάρχει, είμαστε όλοι. Όχι όμως γιατί μας περιμένει η ίδια λήθη. Γιατί, αντίθετα, κάτι από αυτόν υπάρχει μέσα σε όλους  μας...
   Άκούω συχνά το "Shine on you crazy diamonds" ως νανούρισμα. Παίρνω αγκαλιά την κόρη μου και λικνιζομαστε αργά στο ρυθμό της μουσικής...  Μέχρι να ξεκινήσει τo  τέταρτο μέρος έχει αποκοιμηθεί στον ώμο μου.
 Ασίνη  20 Νοεμβρίου  2012 -   Ρόδος, 15  Αυγούστου 2015

 Για τον πατέρα και την μάνα μου, τον Νάσο και τον Σιντ Μπάρετ

(Αναδημοσίευση από το μη εκπαιδευτικό μου ιστολόγιο "Ταπεινή Τέχνη")




Δεν υπάρχουν σχόλια: