Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Φανταστικές ιστορίες 2. Οι ιστορίες μυστηρίου των μαθητών του Α3

   Στο ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα "Στερνό παραμύθι", βασιλοπούλες, καλοκυράδες και λοιποί ήρωες παραμυθιών σχηματίζουν μια πομπή για να αποχαιρετήσουν την ετοιμοθάνατη γιαγιά που τους ζωντάνεψε με τις ιστορίες της. Τώρα, θαρρώ πως σιγα -σιγά σχηματίζεται μια άλλη πομπή στην οποία ο Πόε, ο Λαβκραφτ, ο Κινγκ κι οι λοιποί συγγραφείς μυστηρίου έρχονται για να καλωσορίσουν τους μικρούς λογοτέχνες της Α' Γυμνασίου Αρχαγγέλου στο κόσμο της λογοτεχνίας του φανταστικού!

     Σε προηγούμενη ανάρτηση είδαμε τις ιστορίες μυστηρίου που έγραψαν τα παιδιά του Α2 με αφορμή την διδασκαλία του αφηγήματος της Μαρίας Ιορδανίδου "Τα φαντάσματα". Τώρα είναι η σειρά για το ματσάκι ιστοριών των παιδιών του Α3... Οι εικόνες, όπου υπάρχουν, είναι επιλογή του συγγραφέα της ιστορίας.  Εγώ, κι εδώ,  πρόσθεσα μόνο μετά από κάθε  διήγημα κάποια τραγούδια ή βιντεάκια, με τη βοήθεια της gia_des, κι έχωσα κάπου  και μια δικιά μου (πραγματικά...αληθινή αυτή τη φορά) ιστορία. Δικοί μου είναι, επίσης, όσοι τίτλοι βρίσκονται εντός αγκύλης.  Πέραν τούτου ελάχιστα... Κατά τα γνωστά, κάποια διορθωσούλα επεξηγηματικού χαρακτήρα...


Ένα παράξενο όνειρο
Της Γεωργίας Παπ. (Α3)
     Εγώ φοβάμαι κι ανησυχώ συχνά  για το αν υπάρχουν φαντάσματα και, μερικές φορές, είμαι σίγουρη  πως υπάρχουν. Ίσως  είναι η φαντασία μου ή ίσως υπάρχουν.      
    Πριν μερικά χρόνια ήμουν στο σπίτι μου το βραδάκι μαζί με την οικογένεια μου και βλέπαμε τηλεόραση. Το έργο το οποίο παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση ήταν θρίλερ κι εγώ φοβάμαι τα θρίλερ,  αλλά το πείσμα μου δεν με αφήνει να μην τα βλέπω.  Αφού κι οι γονείς μου μου λένε να μην βλέπω θρίλερ, γιατί το βράδυ θα βλέπω εφιάλτες. Στην διάρκεια του έργου υπήρχαν πολλές σκηνές με φαντάσματα, σκοτωμούς και στιγμές στις οποίες υπήρχε μυστήριο.  
     Παρακολουθήσαμε την ταινία κι είχε περάσει περίπου 1:30 ώρα που η ταινία πια είχε τελειώσει. Πήγα να πλύνω τα δόντια μου και να βάλω τις πιτζάμες μου και ήμουν έτοιμη για ύπνο. Ξάπλωσα λοιπόν και κοιμήθηκα. Πέρασαν μερικές ώρες και ξαφνικά σκιάχτηκα, γιατί είχα δει ένα εφιάλτη με κάτι φαντάσματα, και ξύπνησα. Ξεσκεπάστηκα από τις κουβέρτες να πάρω αέρα, επειδή είχα ιδρώσει. Η πόρτα του δωματίου μου ήταν η μισή ανοιχτή και ακριβώς απέναντι μου βρισκόταν το χολάκι. Και να… Τι εμφανίστηκε μπροστά μου; Ήταν ένα ανθρώπινο σώμα, το οποίο φορούσε μαύρα ρούχα σαν του Χάρου και τα μάτια μου το είδαν να κρατάει ένα καντήλι , το οποίο μισό-έφεγγε και ήταν έτοιμο να σβήσει. Εγώ τρόμαξα και ήμουν έτοιμη να βάλω τις φωνές και τα κλάματα. Κινούταν, και πηγαινοερχόταν, και πάλι εμφανιζόταν απέναντι μου. Δεν έκανε καμία κίνηση να με πλησιάσει. Κουκουλώθηκα απευθείας με τις κουβέρτες μου και ήμουν περίπου 1 με 2 λεπτά κάτω από τις κουβέρτες, ενώ στο μυαλό μου είχε μπει η σκέψη ότι θα με πλησίαζε και θα ερχόταν μπροστά μου. Μα εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, φοβήθηκα.! Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Ξεσκεπάστηκα από τις κουβέρτες και έριξα μια ματιά στο σημείο όπου βρισκόταν το φάντασμα. Κοίταζα τριγύρω μου, παντού, ακόμα και στο ταβάνι. Να δείτε πόσο φόβο είχα, ακόμα και κάτω από το κρεβάτι μου κοίταξα, μα δεν είδα τίποτα. Είχα έρθει σε μια πολύ δύσκολη στιγμή.
     Πέρασαν 10 λεπτάκια περίπου.  Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω ,που είναι το φάντασμα, γιατί την μια στιγμή που κοίταξα το είδα και την άλλη όχι, τι συμβαίνει. Πφ, όντως ήμουνα πολύ χάλια .Πήρα λοιπόν την απόφαση να σύρω τα ποδαράκια μου που τρέμανε προς το δωμάτιο των γονιών μου που βρισκόταν απέναντι. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, κάνοντας ελαφριά βηματάκια , όλο το σώμα μου έτρεμε, ακόμα και το μυαλό μου, δεν μπορούσα να σκεφτώ. Έμπαινε στο μυαλό μου αυτή η στιγμή, στην οποία είχα δει το τρομαχτικό φάντασμα που ίσως να ήταν η φαντασία μου. Μα ποιος ήξερε; Ήταν 3 ώρα τα μεσάνυχτα, δεν είχα κανένα δίπλα μου, μέσα στο δωμάτιο μου, να του μιλήσω, να του πω τι συνέβη.
    Έφτασα λοιπόν στο δωμάτιο των γονιών μου και έπρεπε να κάνω κάτι. Αν ξυπνούσα την μάνα μου θα ήταν κρίμα, αλλά ήταν ανάγκη. Μια μάνα πρέπει να βοηθάει το παιδί της και να το προσέχει.  Λέω από μέσα μου «άντε να την ξυπνήσω και ο θεός μαζί μου». Την ξύπνησα λοιπόν και της στα εξήγησα όλα αυτά που είχαν συμβεί με κάθε λεπτομέρεια. Την παρακάλεσα να ψάξει όλο το σπίτι, να δει αν υπάρχει κανένα φάντασμα. Το έκανε λοιπόν, ψάξαμε μαζί σ’  όλο το σπίτι, αποθήκη ,δωμάτια, κουζίνα, σαλόνι.  ακόμα και στην τουαλέτα ψάξαμε. Τι να πω, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε ίχνος.
     Η μάνα μου με ηρέμησε και ήρθε μαζί στο δωμάτιο μου να με ησυχάσει. Έκατσε εκεί κανένα μισάωρο. Τίποτα!«Και γιατί να εμφανίστηκε σε μένα και να το είδα μόνο εγώ και να κρατάει και καντήλι;»  Αναρωτιόμουν κι έλεγα από μέσα μου. Η μάνα μου μου είπε, όταν γίνεται κάτι κακό ή νομίζω πως υπάρχουν φαντάσματα και κινδυνεύω, να λέω από μέσα μου "ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΣΚΟΡΠΑ", επίσης κι άλλο ένα, το "ΑΜΕ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΣΑΤΑΝΑ". Εγώ από εκείνη την στιγμή που μου το έμαθε, το έλεγα συνέχεια εκείνη την νύχτα. Η μάνα μου είχε φύγει πια, γιατί κι αυτή έπρεπε να κοιμηθεί,  διότι αύριο δουλεύει και ήταν κουρασμένη. Το έλεγα και το ξανάλεγα όλη την νύχτα και περίμενα μήπως ξαναεμφανιστεί τίποτα. Κι όντως, δεν εμφανίστηκε ξανά. Με πήρε ο ύπνος, είχα κουραστεί πια.
   Όταν ξημέρωσε το πρωί ,σηκώθηκα εγώ από το κρεβάτι μου, πήγα στην τουαλέτα κι έπλυνα το πρόσωπο μου. Η μάνα μου είχε σηκωθεί και ετοιμαζόταν για την δουλειά. Εγώ άρχισα να ψάχνω όλο το σπίτι μην τυχόν κι εμφανιστεί κανένα φάντασμα. Μα τίποτα. Η μητέρα μου είχε παρατηρήσει το βλέμμα μου, ήταν παράξενο κι εγώ έκανα σαν τρελή κι έψαχνα στο σπίτι. Σε όλους τους χώρους πήγα. Την είχα ρωτήσει αν είχε δει το φάντασμα, μα αυτή δεν καταλάβαινε, με  ρωτούσε  ποιο φάντασμα και αυτά. Εγώ είχα μπερδευτεί. Της τα εξήγησα όλα και αυτή έμεινε. Κυλούσε ο χρόνος  παράξενα. Η μητέρα μου νόμιζε πως ήμουν τρελή.
    Νόμιζε πως χρειαζόμουν έναν ψυχολόγο, ώστε να μου λύσει το πρόβλημα που νόμιζε αυτή ότι είχα. Πήγαμε, λοιπόν, σε έναν ψυχολόγο και του τα εξήγησα όλα με κάθε λεπτομέρεια. Αυτός με καταλάβαινε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του. ‘Έβγαλε λοιπόν ως διάγνωση ότι ήταν ένα παράξενο όνειρο. Και εγώ το ίδιο νόμιζα, μα είχα μπερδευτεί , δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα από μόνη μου. Δεν ήξερα αν ήταν το σωστό… Με ρώτησε αν βλέπω θρίλερ, γιατί πιθανόν αυτά επηρεάζουν, και ναι!!!. Έφταιγε το θρίλερ.
    Τώρα κατάλαβα γιατί οι γονείς μου μου λέγανε πάντα να μην βλέπω θρίλερ, γιατί είμαι μικρό παιδί. Μερικά παιδιά τα επηρεάζουν, μερικούς ανθρώπους ναι, μερικούς όχι. Εμένα όμως με επηρέασε. Η μάνα μου με κατάλαβε. Ο εφιάλτης που είχα δει στον ύπνο μου νόμιζα ότι ήταν αλήθεια, κι όμως δεν ήταν. Με είχε επηρεάσει τόσο πολύ η ταινία, αφού, όπως σας είπα, ακόμα και το πρωί έψαχνα για φαντάσματα.
     Πως όμως γίνεται σε ένα όνειρο να υπάρχουν τόσες πολλές λεπτομέρειες, όσες θυμάμαι ότι έζησα εγώ; Πως γίνεται να μιλούσα στην μάνα μου κανονικά μέσα από το όνειρο μου; Αυτό το όνειρο είχε πολύ φαντασία και ήταν τόσο υπερρεαλιστικό. Ξεπερνούσε ακόμα και τη πιο μεγάλη φαντασία που μπορεί να συμβεί σε ένα όνειρο.
     Τα παράτησα όλα, άφησα πίσω μου  το παρελθόν και ποτέ δεν ξανάδωσα σημασία σε κάποια σκέψη  για τα φαντάσματα.  Εξάλλου δεν υπάρχουν. Συνέχισα κανονικά την ζωή μου κι ακόμη μέχρι και σήμερα έχω σταματήσει να βλέπω θρίλερ. Μου έκανε πολύ μεγάλη ζημιά αυτό το είδος ταινίας και δεν πρόκειται να αγνοήσω ξανά την συμβουλή των γονιών μου.
      Αλλά μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που μου είχε συμβεί στο όνειρο. Αλλά που θα πάει , κάποια στιγμή θα το μάθω.
  

                                                                 Αγγελική Π.(Α2)
    Μια φορά, ένα παιδάκι περπατούσε μέσα στο απέραντο, πράσινο, γεμάτο δέντρα δάσος αφότου το έσκασε από το σπίτι του, γιατί δεν άντεχε τις φωνές των γονιών του. Καθώς προχωρούσε, άκουγε τα ουρλιαχτά των λύκων και το θρόισμα των δέντρων. Όλα τον τρόμαζαν και κάθε τόσο σκουντουφλούσε μέσα σε λακκούβες με λάσπες, καθώς πριν λίγη ώρα είχε βρέξει. Είχε κουραστεί και νύσταζε πολύ. Βρήκε μια κουφάλα δέντρου και ξάπλωσε για να κοιμηθεί. 
        Μόλις έκλεισε τα ματιά του, αποκοιμήθηκε βαθιά, αλλά λίγο αργότερα τον ξύπνησε ένας παράξενος ήχος. Σηκώθηκε και στο χλωμό φως  το φεγγαριού διέκρινε μια φιγούρα που κινιότανε με γρήγορο  βήμα προς το μέρος του. Άρχισε να τρέχει, μα ένιωσε ένα χέρι να τον ακουμπάει στον ώμο. Γυρνάει και τι να δει.! ‘Ενας άνθρωπος γεμάτος λάσπη τον κοιτούσε κατάματα.  Μα μόλις πήγε να ανοίξει το στόμα του για να του πει κάτι, ο μικρός άρχισε να τρέχει.  Το παιδί - ήταν αγόρι-  άρχισε να τρέχει και να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη.
    Όταν το πρωί ξύπνησε,  είδε πως κοιμήθηκε σε ένα χαντάκι. Κοίταξε γύρω του. Είδε ένα ρυάκι δροσερό νερό, τον ήλιο που έλαμπε, τον καταγάλανο ουρανό και...τον άνθρωπο που είδε χτες, μόνο που, έκτος από λάσπη, αυτή τη φορά είχε κιι ένα σωρό κλαδιά και φύλλα κολλημένα πάνω του. Το παιδί σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο και μετά πήδηξε σε ένα βουνό που ήταν δίπλα για να κρυφτεί. Ο άνθρωπος έπεσε κάτω κι άρχισε να ουρλιάζει. Το παιδί όμως, αντί να τον λυπηθεί τρόμαξε ακόμα περισσότερο και βρήκε ευκαιρία να τρέξει να κρυφτεί.
     Όταν βράδιασε για τα καλά, άκουσε έναν λύκο να τον πλησιάζει κι ήξερε πως ήταν πολύ κουρασμένος κι όσο και να έτρεχε δεν θα κατάφερνε να ξεφύγει από το πεινασμένο αγρίμι. Την τελευταία όμως στιγμή, όταν πια ένιωθε την ανάσα του λύκου να τον καίει, ένα χέρι τον άρπαξε και τον ανέβασε στο δέντρο οπού βρισκόταν. Το παιδί έχασε τις αισθήσεις του…
     Το άλλο πρωί ήταν απερίγραπτη η χαρά του που είδε τον άνθρωπο που τόσο καιρό τον φόβιζε και αναγνώρισε σε αυτόν την γλυκιά του μαμά που, μέσα στην προσπάθεια της να τον βρει,  είχε γίνει χάλια. Σε λίγο ακουστήκαν βήματα και φάνηκε ο μπαμπάς του, βρεγμένος και αναμαλλιασμένος, να τρέχει στην αγκαλιά της οικογενείας. Όλοι φιλιόντουσαν κι έκλαιγαν. Οι γονείς ζήτησαν συγγνώμη από το παιδί τους και του υποσχεθήκαν να είναι αγαπημένοι από δω και πέρα. Όλοι μαζί επέστρεψαν σπίτι ευχαριστώντας τον θεό που τους έσωσε....Κι έτσι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλυτέρα..
 Τέλος 

[Αστικοί θρύλοι]                  
Μιχάλης Παρ. (Α2)
    Η ιστορία αυτή λέγεται ότι έγινε επί εποχής του δράκου του Σεΐχ Σου και έμεινε κρυφή από την αστυνομία για ευνόητους λόγους. Ο δράκος αυτός επιτιθόταν σε ζευγάρια που πήγαιναν εκεί και συνήθιζε να σκοτώνει τον ένα από τους δύο με τρόπο ώστε να βλέπει ο άλλος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Συνήθως σκότωνε τις γυναίκες, όχι όμως και σ' αυτή την ιστορία.
          Ένα ζευγάρι λοιπόν, είχε πάει με το αυτοκίνητο εκεί και είχε βρει ένα απομονωμένο μέρος για περισσότερη “δράση”. Ξαφνικά λοιπόν ακούγεται από κοντά ένας παράξενος θόρυβος. Στην αρχή δεν δίνουν σημασία, αλλά όταν ξανακούγεται πιο κοντά αυτή τη φορά, ο άντρας αποφασίζει να βγει, να δει τι γίνεται. Βάζει την κοπέλα να του υποσχεθεί ότι δεν θα βγει από το αυτοκίνητο και χάνεται στο σκοτάδι. Μετά από λίγη ώρα ,η κοπέλα που αρχίζει να αγριεύεται ακούει σύρσιμο στον ουρανό του αυτοκινήτου. Αυτή, ενώ τρομάζει, δεν θέλει να αφήσει το αγόρι της εκεί και περιμένει. Ξαφνικά όμως, το σούρσιμο ακούγεται ξανά και δεν σταματάει οπότε αποφασίζει να φύγει. Βάζει μπροστά και ξεκινάει απότομα για να φύγει. Φεύγοντας, κοιτάει από τον καθρέφτη να δει αν την ακολουθεί κανένας και με τρόμο αντικρίζει το αγόρι της κρεμασμένο σε ένα δέντρο ακριβώς πάνω από εκεί που ήταν σταματημένο το αυτοκίνητο. Ο δράκος τον είχε κρεμάσει έτσι ώστε να ακουμπάνε μόνο οι άκρες των ποδιών του και να κάνουν θόρυβο. Με το που έφυγε το αυτοκίνητο, πέθανε από το κρέμασμα.
 

[Γιατί την πόρτα μου χτυπάς...]
Κυριάκος Π. (Α3)
   Πριν από πολύ καιρό (όχι και πάρα πολύ), είχα μείνει  μόνος στο σπίτι. Οι γονείς μου είχαν πάει στο μάζεμα της ελιάς κι εγώ είχα μείνει σπίτι. Όμως, επειδή κι η μοναξιά είναι  βαρετή, έβαλα να δω μια ταινία τρόμου. Κατά την διάρκεια της ταινίας άκουγα ένα χτύπημα πάνω στο τζάμι, λες και κάποιος ήθελε να μπει. Δεν έδωσα όμως κι  ιδιαίτερη σημασία και συνέχισα να βλέπω το έργο...Όμως να,  και πάλι ακριβώς ο ίδιος θόρυβος. Τρομαγμένος εγώ ανοίγω την πόρτα για να δω τι είναι αυτό το χτύπημα αλλά πιο πολύ για να δω ποιος  θέλει να μπει. Ανοίγω και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια μαύρη γάτα. Λογικό ήταν να ανακουφιστώ. Μόλις πάω να ξαναβάλω την ταινία, ξανακούω τον ήχο αλλά πιο έντονα αύτη την φορά. Νευριασμένος ανοίγω την πόρτα και βλέπω πάλι την γάτα μπροστά μου. Την διώχνω και κλείνω την πόρτα. Δεν πέρασαν 10 λεπτά και πάλι ο ίδιος, ενοχλητικός  θόρυβος.
        Εκείνη την ώρα βλέπω το κινητό μου κι είδα την ημερομηνία. Ήταν Παρασκευή και 13. Τότε κατάλαβα ότι εκείνη η γάτα δεν ήταν τυχαία. Ποιος ξέρει ; Ίσως ήταν κάτι σημαδιακό.                        
  
                                                                   από Κυριακό Π. , Α'3 Γυμνασίου Αρχαγγέλου  

Η σκιά 
της Χρυσαφίνας Οίκ. (Α3)
   Το απόγευμα, όταν τελείωσα τα μαθήματά μου, η μαμά είχε υποσχεθεί πως θα φτιάχναμε κέικ σοκολάτα-πορτοκάλι. Μου αρέσει να φτιάχνω γλυκά κι έτσι ήθελα να τη βοηθήσω.
    Δυστυχώς, δεν είχαμε τόσα πορτοκάλια όσα έλεγε η συνταγή. Γι’ αυτό έπρεπε να βρούμε πορτοκάλια κι αφού έχει ήδη βραδιάσει, τα μανάβικα θα ήταν κλειστά. Η μαμά μου πρότεινε να πάω  στη γιαγιά που πάντα της βρίσκονται πορτοκάλια, γιατί ο κήπος της είναι γεμάτος λογιών-λογιών πορτοκαλιές. Εγώ στην αρχή δεν ήθελα, γιατί φοβόμουν που είχε σκοτεινιάσει έξω, μα αν έφερνα τα πορτοκάλια θα κάναμε το κέικ. Ήμουνα σε δίλλημα, αλλά μετά το καλοσκέφτηκα. Θα πήγαινα στην γιαγιά. Εξάλλου, δεν είναι μακριά το σπίτι της.
    Έβαλα το μπουφάν μου και πήρα μια ομπρέλα, γιατί ψιλόβρεχε. Βγήκα έξω και με χτύπησε το κρύο αεράκι του χειμώνα. Φοβήθηκα να προχωρήσω γιατί ήμουν μόνη. Άρχισα να τραγουδάω για να ξεχάσω τον φόβο μου. Προχωρούσα φοβισμένη, το ένα μου χέρι στην τσέπη και με το άλλο κρατούσα σφιχτά την ομπρέλα, να μην την πάρει ο αέρας. Είχε σταματήσει η βροχή. Περπατούσα αργά  για να βλέπω τι γίνεται γύρω μου. Αλλά σχεδόν κανείς με τέτοιο κρύο δεν κυκλοφορούσε. Μόνο μια χαζή  σαν εμένα, που πηγαίνει να πάρει πορτοκάλια με τέτοιον καιρό. Σκέφτηκα να γυρίσω στο σπίτι μου, αλλά από την άλλη ήθελα πολύ να φτιάξουμε το κέικ. Τάχυνα το βήμα μου κι έσκυψα το κεφάλι μου γιατί όλος ο κρύος αέρας με φύσαγε στο πρόσωπο. Ευτυχώς είχε σταματήσει να βρέχει και τα σύννεφα έφευγαν γοργά. Ο ουρανός έγινε ξαφνικά ξάστερος  με ατέλειωτα αστέρια και το λαμπερό, ολόγιομο φεγγάρι μπροστά μου.
    Κοίταξα πίσω μου ασυναίσθητα κι ευτυχώς δεν ήταν κανείς. Σταμάτησα να περπατάω για να κλείσω την ομπρέλα και να μπω στο σπίτι της γιαγιάς. Και τότε το είδα...! Η σκιά μου! Μα τι γίνεται; Αναρωτήθηκα. Έβλεπα το φεγγάρι μπροστά μου και  το ίδιο μπροστά μου ήταν κι η σκιά μου; Ή μήπως δεν ήταν η δικιά μου σκιά; Ξανακοίταξα πίσω, αλλά και πάλι τίποτα! Κανείς δεν ήταν πίσω μου. Ξέρω από τη Φυσική πως αφού το φως είναι μπροστά μου, θα βρίσκει εμπόδιο εμένα κι έτσι η σκιά θα πέφτει πίσω μου. Μα και Φυσική να μην ήξερα, λογικό θα ήταν η σκιά να βρίσκεται πίσω μου. Έβαλα με τη σκέψη μου χίλια δυο πράματα. Τι στο καλό μπορεί να ήταν αυτό; Ούτε οι πιο ιδιοφυείς επιστήμονες δε θα μπορούσαν να το εξηγήσουν. Μήπως κάποιο Α.Τ.Ι.Α.  (U.F.O.) ;  Και να βρισκόταν πίσω μου και μόλις γύριζα να εξαφανιζόταν; Πνίγηκα στις σκέψεις μου. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά,  πολύύύ ψηλά!
    Αλλά αποφασισμένη, άνοιξα την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς μου. Ήταν  μπροστά στο  τζάκι και μπάλωνε μια μπλούζα του παππού, καθισμένη φυσικά στην αγαπημένη της κουνιστή καρέκλα. Χωρίς να της εξηγήσω τι συνέβη, της ζήτησα τα πορτοκάλια (για το κέικ, θυμάστε;). Τα πήρα, καληνύχτισα κι έφυγα.  Αγχωμένη, αναστατωμένη, φοβισμένη και μόνη. Τι θα έκανα; Ήξερα πως αποκλείεται να ήταν εξωγήινοι, γιατί δεν υπάρχουν. Τα φαντάσματα πάλι είναι αποκύημα της φαντασίας μας. Στέκομαι στην ίδια θέση, όπως και πριν μα- μα την γκαντεμιά μου!-  όλα ήταν φυσικά και λογικά. Το φεγγάρι μπροστά μου και η σκιά πίσω μου. Πώς ξαφνικά εμφανιζόταν μια σκιά μπροστά μου κι αστραπιαία να εξαφανίζεται; Σίγουρα θα ήταν η φαντασία μου ή από τον φόβο μου θα έβλεπα ό,τι πιο  παράξενο! Κοίταξα ξανά την σκιά μου. Έκανα πως έφευγα για να τη μπερδέψω! Περπάτησα λίγα βήματα πιο μπροστά, μετά γρήγορα τρέχω να δω. «Αχάάά! Τα κατάφερα!» αναφώνησα, «Σ’ έπιασα!», ξαναφώναξα. Και πάλι αφύσικο. μπροστά μου και το φεγγάρι και η σκιά μου. Λέτε το φεγγάρι να φταίει; Να βγήκε, λέει, το φεγγάρι τσάρκα στον ουρανό και να παίζει μαζί μου. Μα και πάλι, το φεγγάρι  δε γυρίζει και δεν κουνιέται τόσο γρήγορα… 
   Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, με ένα κεφάλι γεμάτο ερωτηματικά και φόβους, ήταν η στιγμή που όλες οι απορίες λύθηκαν και η επιστήμη κατέβασε τα χέρια ασπροπρόσωπη: Στον στύλο της Δ.Ε.Η. η χαλασμένη λυχνία ήταν, που τρεμόπαιζε! Και καθώς αυτή αναβόσβηνε πίσω μου, εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν μπροστά στα πόδια μου η καλή μου σκιά. Εγώ όμως, φυσικά, δεν το ‘χα προσέξει κι έμπλεξα το αθώο φεγγαράκι. Ουφ! Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Γιατί από μόνη μου δε θα μπορούσα να δώσω μια λογική εξήγηση, η οποία τελικά ήταν τόσο απλή όσο το 1+1 κάνουν 2!
    Δε θα ξεχάσω ποτέ-ποτέ αυτήν την κωμικοτραγική  περιπέτεια. Στο τέλος ευτυχώς λοιπόν φτιάξαμε ένα νοστιμότατο κέικ, αλλά λύθηκε κι ένα μυστηριώδες μυστήριο!!! .-
Χρυσαφίνα Οίκ.  1 Μαρτίου 2012.

[Η γιαγιά]
                                                                                                                       Tσαμπίκος Ποτ. (Α3)
      Όταν ήμουν  τριών χρονών πέθανε της μαμάς μου η γιαγιά. Εγώ τότε δεν καταλάβαινα πολλά, δεν ήξερα τι σημαίνει θάνατος. Μια μέρα, καθώς ήμουν στην αυλή κι έπαιζα,  την είδα σαν οπτασία μπροστά μου  να μου χαμογελά. Εγώ, που ήμουνα μικρός,  φώναξα τη μαμά μου και της είπα ότι  ήρθε  η γιαγιά, η γριά,  έτσι την έλεγε η γιαγιά μου. ‘Όταν ήρθε έξω η μαμά μου, μου είπε ότι η γιαγιά, η γριά,  είχε πάει στους ουρανούς, αλλά εγώ της έλεγα ότι ήταν εκεί και μου χαμογελούσε. Από τότε πάντως, την έβλεπα πολύ σπάνια.



Μια τρομακτική εμπειρία
Ανθούλα Παπ. (Α3)  
 Ήταν καλοκαίρι κι έκανε ζέστη πολλή. Τότε, λογικά, πρέπει να ήμασταν γύρω στα δέκα και σκαρφιζόμασταν διάφορες ιδέες για να αποδράσουμε από τα σπίτια μας και την καθημερινή ρουτίνα, που, κυριολεκτικά, μας έκαιγε τη ζωή. Μια καυτή μέρα του Ιούλη η ξαδέρφη μου, η Ανθούλα, σκέφτηκε να πάμε μία εκδρομή στο βουνό. Αρχικά το συζητήσαμε με τους γονείς μας όμως ούτε που μας έδωσαν σημασία καν. ``Έχουμε τις δουλειές μας’’, μας απάντησαν, ``πού καιρός για εκδρομές και μάλιστα με τέτοια ζέστη’’. Την αμέσως επόμενη μέρα, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας και τους ανακοινώσαμε ότι θα πάμε εκδρομή στο βουνό και ότι θα μείνουμε στο παλιό σπιτάκι του παππού, κοντά στο χωριουδάκι. Ήρθε μαζί μας και ο αδερφός μου, ο Αντώνης, να μας προστατεύει, λέει μην πάθουμε τίποτα μόνες μας εκεί πάνω. 
     Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε κατά το μεσημεράκι. Υπήρχε χωματόδρομος για να φτάσει κανείς στο μικρό χωριουδάκι πάνω στο βουνό, εύκολος μεν, αλλά ο χάρτης μας αλλού μας έβγαλε.
    Οι ώρες περνούσαν κι εμείς δεν είχαμε φτάσει ακόμα στο σπίτι.Βλέπετε είχαμε να πάμε εκεί από τρίων χρονών κι είχαμε ξεχάσει το δρόμο, αλλά βέβαια την τελευταία φορά που πήγαμε εκεί δεν υπήρχε καν δρόμος, μόνο με τζιπ μπορούσες να πας.Ο ήλιος άρχισε να δύει και ο ουρανός .
σταμάτησε να είναι πια φωτεινός.            
      Τώρα ήταν πλέον γεμάτος σκοτάδι και μαζί με το θρόισμα των φύλλων οι καρδιές μας άρχισαν να χτυπούν δυνατά. Ένας παράξενος ήχος ακούστηκε πίσω από έναν θάμνο, οι καρδιές μας συνέχισαν να χτυπούν, αλλά τώρα πιο δυνατά από πριν.Ένα ρίγος διαπέρασε τα κορμιά μας. Σταματήσαμε για μια στιγμή και κοιταχτήκαμε καλά, καλά μεταξύ μας. ``Το ακούσατε αυτό;’’ , ρώτησα. ``Τι να ήταν άραγε;’’ συνέχισε ο αδερφός μου. ``Ακούστηκε σαν… ααααχ… δεν θέλω να το σκέφτομαι καν’’, ψιθύρισε η ξαδέρφη μου.
     Όλοι αρχίσαμε να φοβόμαστε, μα παρόλα αυτά κανείς δεν το παραδεχόταν.``Λέτε να ήταν…’’, είπα. ``Μα δεν υπάρχουν…’’, είπε η ξαδέρφη μου. ``Και αν υπάρχουν…;’’συνέχισε ο αδερφός μου.``Μπα, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, ας συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Κανονικά έπρεπε να έχουμε φτάσει τώρα, έχουμε καθυστερήσει πολύ και από ό,τι βλέπω σε κανένα sleeping bag  θα κοιμηθούμε.”
     Συνεχίσαμε να περπατάμε ώσπου πια κουραστήκαμε για τα καλά.Σταματήσαμε κάτω από ένα δέντρο και βγάλαμε από τα σακίδιά μας κάτι για να φάμε. Κανείς μας δεν μιλούσε… Είχαμε σίγουρα χαθεί. Ξάφνου, είδα κάτι μικρά φωτάκια πολύ πιο μακριά από εκεί που βρισκόμασταν εμείς.  
Σήκωθηκα  πάνω τόσο γρήγορα, που τα παιδιά ανησύχησαν. Σηκώθηκαν κι αυτά και τότε όλοι μαζί βγάλαμε κραυγές ενθουσιασμού. 
    ”Το χωριό πρέπει να είναι ένα-δύο χλμ μακριά από εδώ.’’ Δεν πέρασαν δύο δευτερόλεπτα που είπε αυτή την φράση ο αδερφός μου και τότε κι οι τρεις μαζί, λες και είχαμε συννενοηθεί, φωνάξαμε δυνατά για να ακουστούμε: ``Τί χειρότερο μπορεί να μας συμβεί Θεέ μου, βοήθειαααα!!! Αλλά άδικα φωνάζαμε τόσο δυνατά… ``Δεν πρέπει να υπάρχει κανείς τριγύρω, είμαστε μόνοι μας σε ένα άθλιο μέρος χωρίς κανέναν να μας προστατέψει, σ’ ένα μέρος όπου κάποιοι επιτήδειοι μας έφεραν εδώ, μέσα στο σκοτάδι, δεμένους με σκοινιά, και εμείς απλώς καθόμαστε και περιμένουμε, λες και αυτό που μας συμβαίνει είναι μέσα στο πρόγραμμα!’’ αυτά είπε η ξαδερφή μου και σταμάτησε. 
      Μετά, όπως φαντάζεστε αρχίσαμε να τσακωνόμαστε κι αφού καταλήξαμε σε μια κοινή λογική, προσπαθήσαμε να βρούμε κάποιο τρόπο να ξεφύγουμε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος από κάπου…Μπήκαν μέσα δύο παράξενοι άντρες, με μεγάλους ώμους και κάποιες χαρακτηριστικές ουλές στο πρόσωπο. ``Αυτοί που μας έφεραν εδώ πρέπει να’ναι…’’, σκέφτηκα.Οι άντρες μας πλησίαζαν όλο και περισσότερο και καθώς μας πλησίαζαν, η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει.
    Ξαφνικά, άκουσα την φωνή της μαμάς μου: ``Ανθούλα, Ανθούλα, ξύπνα κορίτσι μου, εφτάμισι πήγε η ώρα. Έχεις σχολείο, ξυπνα! Πω,πω! γιατί είσαι ιδρωμένη; Aααχ, ανησυχώ…’’                                                               
      Σηκώθηκα πάνω με δύναμη, φωνάζοντας «βοήθεια», καταϊδρωμένη. Η μαμά μου συνέχισε: ``Ηρέμησε ένας εφιάλτης ήταν και πέρασε…, ηρέμησε…!’’ Και όπως είναι λογικό -τουλάχιστον έτσι πιστεύω- ξεκίνησα να γελάω ασταμάτητα! Η μαμά μου είχε πραγματικά ανησυχήσει.Της εξήγησα τι μου συνέβη κι άρχισε κι αυτή να γελάει.
   Αυτή ήταν πραγματικά η πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής μου!
(Η ιστορία που σας αφηγήθηκα είναι φανταστική. Ελπίζω να σας άρεσε…!)
Η μαθήτρια τoυ Α’3 Ανθούλα Παπ.

Ένα  βράδυ 
Ανθούλα Παν. (Α3)
     Πριν από δυο χρόνια, ένα βράδυ, έβρεχε πολύ, βροντούσε και έριχνε χαλάζι με πόλλή δύναμη.  Η νύχτα ήταν άγρια.  Εγώ από τον πολύ θόρυβο ξύπνησα γεμάτη φόβο, ανησυχία και τρόμο. Παράλληλα, όμως, διψούσα πολύ.
    Έτσι, σηκώθηκα για να πάω να πιω νερό.  Όταν περπατούσα προς την κουζίνα, άκουσα κάτι θορύβους. Νόμιζα ότι τους άκουγα από απ' έξω  Μετά προχώρησα και τους άκουσα πάλι. Εκείνη την στιγμή φοβήθηκα, έβγαλα κρύο ιδρώτα, δεν ήξερα ποιος είναι. Την στιγμή που πήγα να ανοίξω το φως της κουζίνας,  δίστασα.    
     Ξεκίνησα να φύγω από την κουζίνα, αλλά διψούσα υπερβολικά.  Δεν ήθελα να φύγω. Ενώ έφευγα, κοίταξα προς ντο παράθυρο κι είδα μια σκιά να κουνιέται.  Έτρεμα ολόκληρη κι έλεγα από μέσα μου “να τσιρίξω ή όχι;” Φοβούμουνα … Την παρακολουθούσα για ώρα, νόμιζα ότι με χαιρετούσε, δεν πίστευα στα μάτια μου. Μετά γύρισα πίσω, πήγα  να κοιμηθώ με την μητέρα μου.
   Το πρωί διψούσα περισσότερο και τότε πήρα την απόφαση να πάω στην κουζίνα. Δεν ήθελα να κοιτάξω στο παράθυρο, όμως κατά λάθος έριξα το βλέμμα μου και τι ήταν;;;;;;;;;; Ήταν ο βασιλικός που κουνιόταν το βράδυ από τον αέρα και εγώ νόμιζα πως κάτι με χαιρετούσε. Κι ανακουφίστηκα…
   Αυτό το βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ.



 Ένας παράξενος ήχος
 Βασίλης Ρ.  (Α3)
    Ήταν ένα καλοκαιρινό ξάστερο βράδυ και εγώ ήμουν με τον φίλο μου τον Κώστα. Κάναμε ποδήλατο καταμεσής του δρόμου. Ξαφνικά αντιληφθήκαμε ότι είχαμε φτάσει σε ένα έρημο τοπίο, οπού το μόνο που υπήρχε  ήταν ένα ξωκλήσι.. Πήγαμε λοιπόν και εμείς να ανάψουμε κεράκι και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι, αλλά  λίγο πριν μπούμε μέσα ακούσαμε μια παράξενη φωνή. Στην αρχή δεν κάναμε τίποτα, μα όσο περνούσε ο χρόνος τόσο η φωνή γινόταν πιο έντονη. Τότε πια φοβηθήκαμε λίγο και πήραμε  τον δρόμο του γυρισμού.
   Την επόμενη, εγώ και ο φίλος μου πήγαμε  στο ίδιο μέρος όπου είχαμε ακούσει την παράξενη φωνή, μα αυτήν την φορά είχαμε πάει μέρα, γιατί φοβόμασταν λιγάκι.  Μετά από λίγη ώρα εξερεύνησης του τόπου διαπίστωσα κάτι πολύ σημαντικό, ότι η προαίσθησή μου μου έλεγε πως κάποιος με παρακολουθεί, διότι πίστευα ότι ήθελε να με φοβίσει. Άρχισε να βραδιάζει και πάλι ακούγαμε τους ίδιους ήχους με τον ίδιο ρυθμό, δηλαδή όσο περνούσε η ώρα τόσο δυνάμωνε ο ήχος. Αλλά κι εγώ και ο Κώστας ήμασταν αποφασισμένοι να λύσουμε το μυστήριο. Όταν τελικά  ο ήχος έφτασε πολύ κοντά μας,  δεν δειλιάσαμε καθόλου. Ξαφνικά, ακούσαμε κάτι ποδοβολητά να έρχονται προς εμάς, τρομοκρατηθήκαμε, μα δεν δειλιάσαμε. Όταν γυρίσαμε και κοιτάξαμε  πίσω μας, διαπιστώσαμε ένα άσπρο πράγμα να κατευθύνεται προς τα εμάς. Και τότε  αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα ποδήλατα μας για να ξεφύγουμε, όταν ξαφνικά ακούσαμε φωνές και γέλια.
      Τελικά το μυστήριο λύθηκε, όταν καταλάβαμε πως τα παιδιά της γειτονιάς μας έκαναν φάρσα. Τότε όλοι μαζί αρχίσαμε να γελάμε και να λέμε αστεία. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτήν την φάρσα, η οποία με έκανε να φοβηθώ.

[A walk in the wild side]
 Ανθούλα Ν. (Α3)
     Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα. Η μαμά μου με δυο φίλες της, αφού τελείωσαν το απογευματινό διάβασμα (ήταν μικρές τότε και πήγαιναν ακόμα σχολείο), αποφάσισαν  να κάνουν μια βόλτα. Αποφάσισαν  να πάνε  προς το νεκροταφείο. Αγόρασαν πατατάκια, γαριδάκια και διάφορα  άλλα. Και έτσι,  πήραν το μονοπάτι  του νεκροταφείου.
       Όταν  φτάσανε, μπήκανε στο αποθηκάκι  που μέσα είχε τα κόκκαλα των νεκρών. Η μια  από τις δυο φίλες της μαμάς είπε «Ποια από εσάς τολμάει να ανέβει πάνω στα κόκκαλα για να φάει τα πατατάκια ;»   Τότε απάντησαν οι φίλες:  «Όλες μαζί, ή  καμία. Και έτσι ανέβηκαν …
Αλλά την ώρα που άρχισαν  να τρώνε τα γαριδάκια  άκουσαν έναν θόρυβο. Κοιτάζοντας η μια την άλλη, πέταξαν τα πράγματα που κρατούσαν και έτρεχαν ασταμάτητα μέχρι που έφτασαν η καθεμιά στο σπίτι της. Από τότε, δεν πλησίασαν ξανά το νεκροταφείο, μόνο και  μόνο από  την σκέψη ότι τους κυνηγούσε  κάποιος από τους νεκρούς .
    Αλλά στην πραγματικότητα,  αποδείχτηκε ότι ήταν μια γάτα που έψαχνε κάτι για να φάει..
                                                                                                             (ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)……….

[Mystery]
Κώστας Π (Α3)
       Μια νύχτα εγώ και οι φίλοι μου ήμασταν σε μια στοιχειωμένη διώροφη οικοδομή και παίζαμε. Καθώς παίζαμε ακούστηκε ένας τρομαχτικός ήχος. Μαζευτήκαμε όλοι σε ένα δωμάτιο του επάνω ορόφου, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον και αναρωτιόμασταν τι να ήταν.... Πήγαμε στον κάτω όροφο από τον οποίο ακούστηκε και δεν είδαμε τίποτα... Και ξανακούστηκε ο ίδιος ήχος και πήγαμε επάνω. Για τελευταία φορά, είπαμε να πάμε κάτω και να τρέξουμε προς την πόρτα και, μόλις φτάσαμε, είδαμε μια σκιά να βγαίνει από ένα δωμάτιο μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι...  Ακούσαμε τα βήματα του και βγήκαμε τρέχοντας. Καθώς τρέχαμε, σκόνταψα κι έπεσα και τον είδα να βγαίνει έξω. Ήταν κάτι με κουκούλα, δεν κατάλαβα τι ακριβώς. Όταν είχε αρχίσει να με πλησιάζει κατάφερα, σηκώθηκα κι έφυγα... Το μυστήριο δεν λύθηκε ποτέ..  


«O HXOΣ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ»
Καθολική Π. (Α3)
  Σας έχει τύχει ποτέ να φεύγετε από το Cinema μόνοι, μόνο εσείς με την παρέα σας; Εμένα λοιπόν μου έχει τύχει. Kαι το χειρότερο; Δεν είδαμε μια απλή ταινία, αλλά μια που ήταν υπερβολικά τρομακτική, πραγματικό «Thriller»! Τώρα θα μου πείτε γιατί να φοβηθώ; Μα έχει η ομίχλη ήχο; Τι παράξενο...
  Θυμάμαι τι πάθαμε μια μέρα μόλις τελείωσε η ταινία με όνομα '' Η Ομίχλη '', σ΄ ένα cinema στο Μαρούσι. Τι ήταν εκείνο το κακό!
  Ήταν ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο απόγευμα. Ο Γιώργος, η Κάτια, ο Γιαννάκος και εγώ.Τέλειωσε αργά η ταινία όμως και καθώς ήμασταν όλοι πιασμένοι από αυτές τις καρέκλες του κινηματογράφου, βγήκαμε έξω. Ο Γιαννάκος φοβισμένος μας είπε:
-       - " Ένα μαύρο κι ένα άσπρο σύννεφο σκεπάζoυν τον καταγάλανο και γεμάτο αστέρια ουρανό".
Όντως άρχιζε ''Ομίχλη''. Εμείς βιαζόμασταν να φύγουμε, γιατί η ώρα είχε ήδη πάει 9:46. Τρομοκρατημένοι καθώς ήμασταν, ψάχναμε στάση για το λεοφωρείο. Κατεύθυνσή μας η Κηφισιά. Δεν υπήρχε πουθενά όμως στάση. Για την ακρίβεια υπήρχε, αλλά εμείς πού να την δούμε. Ακριβώς απέναντι, κάτω από τα τεράστια μαύρα πευκάκια και κυπαρισσάκια που περιτριγύριζαν ολόκληρο το cinema.
  Αρχίσαμε να τρέχουμε πανικόβλητοι, μέσα στα δάση, ο Γιαννάκος να φωνάζει, η Κάτια να κλαίει, ο Γιώργος :
-        - "Θα μας φάνε τα φαντάσματα".
Και εγώ αμίλητη. Σταματήσαμε μπροστά από ένα εκκλησάκι.
-      -  " Μα γιατί τρέχουμε;" είπε η Κάτια  γεμάτη δάκρυα, να τρέχουν απο τα ολοστρογγυλά της μάτια.
-       -  "Η ταινία με το όνομα ''Η Ομίχλη'' , παίζεται την ίδια βραδιά που έχει ομίχλη!", είπα αμεσως μετά.
-       -  "Η ομίχλη δεν υπήρχε. Τώρα βγήκε, μόλις βγήκαμε και εμείς" προσθέτει ο Γιώργος ενώ
 ταυτόχρονα να τρέμει ολόκληρος απ΄το φόβο του. 
    Ξαφνικά ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος.
-        -" Πάμε και οι τρεις σιγά σιγά να δούμε;"
-        - "Αποκλείεται, δεν μπορεί, κάποιος θα μας κάνει πλάκα", πετάγεται αμέσως η Κάτια.
-        - "Ποιά η ομίχλη; Πάμε τότε και οι τρεις να δούμε", λέω εγώ.
   - "Κι οι τρεις;" Φωνάξαμε όλοι μαζί και πάλι πανικόβλητοι. Η Κάτια αμέσως έβαλε τα κλάματα και είπε: 
  -"Που είναι ο Γιαννάκος;"
     Κανείς δεν μίλησε. Μόνο εκείνος!
-         -"Εδώ είμαι. Συγγνώμη αν σας τρόμαξα, αλλά ανατριχιάζω όταν πηγαίνω σε ξένες τουαλέτες και ειδικά στο cinema.
Όλοι μαζί το βάλαμε στα γέλια και δεν λέγαμε να σταματήσουμε, μέχρι την στιγμή που μας διέκοψε ένας άλλος ήχος. Για άλλη μια φορά δεν μίλησε κανείς από τους '' τέσσερις '', όχι τρεις.
  Ξερά φύλλα δέντρων θρυμματίζονται με τα βήματα κάποιων. Περπατούσαμε σιγά και τα φύλλα σπάζανε  επίσης σιγά. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε πιο γρήγορα, αλλά τα φύλλα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν με τα βήματά μας. Το βάλαμε στα πόδια και όχι πια στα γέλια, πάλι όμως τα φύλλα πήγαιναν με τον δικό μας ρυθμό, ταυτόχρονα και  τέσσερις σκιές. Η μια πιο κοντή απ΄την άλλη. Κάναμε ολόκληρο το γύρο του τεράστιου  κινηματογράφου και να μας πάλι έξω από την στάση. Καθισμένοι σε ένα παγκάκι λιώμα από το τρέξιμο, αντικρίσαμε τις σκιές ακριβώς απεναντί μας, λες και ήταν πίσω από τα δέντρα. Η πρώτη ίση με τον Γιώργο, η δεύτερη ίση με εμένα, η τρίτη με την Κάτια και η τελευταία με τον Γιαννάκο. Και...
"...Ντριν,ντριν...ντριν,ντριν."  Χτύπησε το τηλέφωνο του Γιώργου. Εκείνος απάντησε, μαζί του και η σκιά η οποία σηκώθηκε όταν σηκώθηκε ο Γιώργος.
-         -"Ναι;" , απαντά εκείνος.
  Ήταν η μαμά, ανήσυχη, μαζί με την κυρία Ιωάννα, την μητέρα της Κάτιας και του Γιαννάκου. Ο Γιώργος εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια  στις δύο μητέρες τι μας συνέβη. Ακουγόταν φασαρία μέσα από το τηλέφωνο και μάλλον θα ήταν η μαμά που έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο για να ΄ρθει να μας πάρει. Δεν ήταν πολύ μακριά. Ο Γιώργος έκλεισε το τηλέφωνο κι η σκιά το ίδιο. Οι φύλακες όμως αυτού του τεράστιου Cinema άνοιξαν τα φώτα και τον μεγάλο προβολέα που έφεγγε κατά πάνω μας. Έβγαλε φωνή ο ένας και μας ρώτησε εξαγριωμένος τι γυρεύαμε τέτοια ώρα μόνοι μες τα μαύρα μεσάνυχτα, μαζί με το πνεύμα της ''Ομίχλης''.
Εκείνη την στιγμή στο μεταξύ έφτασε και η μαμά. Έιδε τους φύλακες κι αφού τους εξήγησε τι είχε συμβεί, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε για Κηφισιά. Μέχρι να φτάσουμε, είπαμε στην μαμά για το πνεύμα της ''Ομίχλης'' και για την τρομακτική ταινία με την ''Ομίχλη'' κι  έπαθε κι η ίδια σοκ, το ίδιο και η  κ. Ιωάννα φυσικά.
  Το μυστήριο λύθηκε και όλοι μας (ο Γιώργος, εγώ, η Κάτια κι ο Γιαννάκος) υποσχεθήκαμε πως ποτέ ξανά δεν πρόκειται να δούμε « Thriller» στο Cinema ή να κυκλοφορούσαμε μόνοι στην μαζί με το πνεύμα της ''Ομίχλης'' . 

 

[Cherchez la femme]
 Τσαμπίκος Παπ. (Α3)
Μια φορά  ήμουνα στο σπίτι μου κι ήμουν μόνος και  δεν περίμενα παρέα και βαριόμουνα. Έκατσα έτσι πολλές ώρες, μέχρι το βράδυ, και  μετά κόπηκε το ρεύμα. Τότε είδα ένα άσπρο άνθρωπο στο σκοτάδι! Αλλά και πιο μετά, που ήρθε το ρεύμα,  ήταν εκεί και το είδα και φοβήθηκα. Ήταν μια λευκή γυναικεία φιγούρα Έτρεχα πολύ  ώρα και.... μετά ξύπνησα τελικά ήταν που έβλεπα όνειρο. Γι'αυτό λέμε, δεν υπάρχουν φαντάσματα, παρά μόνο στο μυαλό μας, στην τηλεόραση και στα βιβλία.



Εκουζουλάθης, σύντεκνε;
Ηλίας  (Α2, Α3, Β2,Β3, Γ2,Γ3)
   Η παρακάτω ιστορία είναι πραγματική. Συνέβη σ' έναν εξ αγχιστείας ξάδερφό μου, όταν ήταν δόκιμος της Σχολής Χωροφυλακής κάπου στην δεκαετία του '50. Ο ξάδερφος, πέρα από ιδιαίτερα προληπτικός, φοβάται  πολύ τους πεθαμένους. Την λαθράκουσα, όταν ήμουν παιδάκι, να την αφηγείται ο ίδιος στον πατέρα μου ...
" Ήμουνα, που λες μπάρμπα στη σχολή τση Χωροφυλατσής, τσε μ' είχανε βάλει ψηλά σ' ένα βουνό να φυλάω. Μαύρα μεσάνυχτα. Φτου, φτου, φτου! Στις τρεις θα 'παυα γω τσαι θα ρχότανε ο άλλος. Έκατσα, μπάρμπα, και τήραγα απο δω τσ' απο τσεί, στζαζόμουνα τσε λίγο, μη βγει καμιά λάμια τσαι με πάρει... Εν πέρναγε η ώρα. Κράταγα ένα μπεγλεράτσι, το παιζα, φούμαρα λιγάτσι. Τήραξα κι είδα τσι είχε ένα κλησσάτσι τσει δα δίπλα. Λέω του νου μου,
-"Χάε, Β.., ν' ανάψεις ένα τσεράτσι στον άγιο, να μη σε φάνε οι στρίγγλες μοναχό σου παδά!"
Φτου, φτου, φτου! Πήγα, μπάρμπα, άναψα το τσεράτσι μου και μετά δεν ξέρω ποίος διάλος με καβάλητσε τσαι πήγα στο ιερό. Ήύρα κάτι κουτιά μέσα, άνοιξα ένα, λέω
- Τινά να 'ναι παδα μέσα;
Κάτι στροτζυλά 'τανε με κάτι τρούπες τσε κάτι μακρουλά σα ραβδία. Άναψα το τσακμάκι μου τσι ήτανε κόκκαλα, μπάρμπα... Πεθαμένοι!!!!! Στην κοκκαλίστρα είχα πάει!!!! Βγήκα όξω και πιλάλαγα σαν μουρλός... Φτου, φτου, φτου! Τσ' από την τρομάρα μου τσαι την πιλάλα μο 'πεσε το πηλίτσιο μου. Τσαι που να πάγαινα χωρίς πηλίτσιο στην αναφορά ταχιά το πρωί;
-Δεν πειράζει, θα στείλω τον άλλο που θα με παύσει, λέω
Στις τρείς ήρθε ο άλλος, φουμάραμε ένα τσιγαράτσι τσαι του λέω:
- Ε, συνάδελφε! Τσαι δεν πας τσειδά ν' ανάψεις ένα τσεράκι  τσαι να μου φέρεις τσαι μένα το καπελάτσι μου που μο 'πεσε;
- Ήντα λες, μπρε σύντεκνε? Εκουζουλάθης; Έει κοκκάλες μέσα!!!
Τσ' έμεινα τσει μπάρμπα, μέχρι το πρωί!!! "
Χοχο!










No Spacing << αυτό δεν ξέρω τι είναι και πώς γράφηκε... Λέτε να 'ναι κανα φάντασμα?

2 σχόλια:

gia_des είπε...

Περίμενα να δημοσιευθούν όλες οι ιστορίες για να γράψω το σχόλιό μου. Αλλά και τώρα δυσκολεύομαι να σχολιάσω τις δουλειές σας... είναι όλες τόσο ενδιαφέρουσες, καλογραμμένες και προσεγμένες που όσα "μπράβο" και να γράψω είναι λίγα! Νομίζω ότι κάνατε υπερήφανο όχι μόνο τον δικό σας καθηγητή αλλά και όλους τους καθηγητές γιατί θα ήθελαν να είχαν μαθητές σαν εσάς!

Kakos Lykos είπε...

Πραγματικά, τα δυο αυτά τμήματα της πρώτης, όσον αφορά την Λογοτεχνία τουλάχιστον, είναι άξια επαίνου...