Στα πλαίσια του προγράμματος "Χιούμορ και λογοτεχνία" εξετάσαμε τα "Περί της Ελενάρας της κουκλάρας" του Νίκου Τσιφόρου. Διαπιστώσαμε ότι το χιούμορ προκαλείται από από τα διάφορα λογοπαίγνια που κάνει ο συγγραφέας, από την μίξη γλωσσών και διαλέκτων, από τον υπερτονισμό κάποιων στοιχείων του χαρακτήρα των ηρώων, από αναχρονισμούς, από κωμικές καταστάσεις που προκύπτουν από τα παραπάνω κ.α. .
Στην συνέχεια, οι μαθητές διάλεξαν και διασκεύασαν αξιοποιώντας τα παραπάνω στοιχεία κάποιον μύθο, όποιον ήθελαν. Τα κείμενά τους συνοδεύονται από τραγούδια (κυρίως από τον κύκλο τραγουδιών "Τα παράλογα", αλλά όχι μόνο ) σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, ενός στιχουργού που η μαθητεία του στον υπερρεαλισμό του επέτρεψε χρησιμοποιώντας ετερόκλητα φαινομενικά μεταξύ τους ψήγματα από διάφορα πράγματα και καταστάσεις να δημιουργήσει ένα όλο που εν πολλοίς περιγράφει τον υφέρποντα και υποβόσκοντα παραλογισμό της πραγματικότητας .Γιατί σκεφτείτε το. Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί να να ριμάρει τον Τάκιτο και το δισάκι;
Το μήλο της Έριδας (Ραφαέλα, Ίλια. Ραφαήλ, Γιώργος Γ3)
Πριν από πολλά χρόνια , στην αρχαία εποχή,
τότε που κατοικούσαν στον Όλυμπο οι δώδεκα θεοί,
τρεις θεές, οι ξακουστές Αφροδίτη, Ήρα κι Αθηνά,
αποφάσισαν να μαλλιοτραβηχτούν για την χάρη και την ομορφιά.
Αποφασίζουν τότε και οι τρεις
τον Πάρην να βρούμε ευθύς
και μ' ένα μήλο της Έριδος χρυσό
η απάντηση θα βρισκόταν στο λεπτό.
Έτσι λοιπόν, του τάζει η καθεμιά
δώρα πολλά, τα πιο καλά.
Η Ήρα του λέει πως αν της χαρίσει το μήλο θα του χαρίσει πλούτη και τιμές που δεν μπορεί ούτε ο ίδιος να ονειρευτεί...
-Πάρη μου, σταρ μου εσύ! Έχεις λαμπρό μέλλον, γλυκέ μου! Το Χόλιγουντ ολόκληρο θα πέφτει στα πόδια σου. Τι Λεονάρντο Ντι Κάπριο και βλακείες, τι Τζόνι Ντεπ?! Το όνομά σου θα υπάρχει ΠΑΝΤΟΥ.! Γιου αρ δε νεξτ μπιγκ σταρ, μάι ντίαρ..
Ο Πάρης το σκέφτηκε λίγο και κάνει εικόνα τα λόγια της. Μπορεί να μην είχε ιδέα τι ήταν όλα αυτά τα εγγλέζικα που του έλεγε η Ήρα, αλλά του άρεσε η ιδέα. Θα κάθεται στο θρόνο, στο παλάτι του, χιλιάδες καράβια θα μαζεύονται κάθε μέρα από όλες τις μεριές του πλανήτη για να τον γνωρίσουν... Αλλά μετά σκέφτηκε πως θα μαζευτούν ως δώρα και πολλά ζα και θα ζέχνει η Τροία και μαζί με τα δικά τους δεν θα τους χωράει κι η πόλη, μωρέ. Οπότε, αναγκάζεται με βαριά καρδιά να απορρίψει την προσφορά και να αφήσει τη ζωή του σταρ. Για την πατρίδα πάντα...
Του προτείνει όμως και η Αθηνά να τον κάνει - με αντάλλαγμα το μήλο φυσικά- τον σοφότερο και γενναιότερο που έχει υπάρξει ποτέ.
-Τι το χρειάζεσαι το Χόλιγουντ, αν δεν μπορείς να διαβάσεις ούτε το όνομα στο καναρίνι σου;
- Στο ποιο;
-Παρντόν, στο καμαρίνι σου. Δώσε μου το μήλο και σου δίνω μέγα όρκο πως θα μάθεις να καταλαβαίνεις και να μεταφράζεις οτιδήποτε χρειάζεσαι. Μέχρι και εκείνα τα εγγλέζικα της άλλης της ψωνάρας, της Ήρας
-Τα δικά μου τα ίνγκλις μεταφράζονται μια χαρά, οκέι; Τα δικά σου ελληνικά για να τα μπορέσουμε να τα καταλάβουμε όμως, θα χρειαστεί πρώτα να κάνουμε τριετή Σχολή Πτηνολογίας στο Χάρλεμ.
Το σκέφτηκε πάλι ο Πάρης κι αποφάσισε πως είχαν και οι δύο ταυτόχρονα δίκιο και άδικο. Έτσι ζήτησε από την Αθηνά να του κάνει μια άλλη, καινούργια προσφορά. Αλλά ήταν λίγο απασχολημένη εκείνη τη στιγμή... Με λίγα λόγια, είχαν πλακωθεί στα μπουνίδια με την Ήρα, με αποτέλεσμα στο τέλος του καβγά, όταν σταμάτησαν, από τη μία να λείπει το ένα φρύδι και κάμποσα νύχια και η άλλη να προσπαθεί να ξαναβάλει τις τρέσες που της έφυγαν, σαν τη Μενεγάκη καληώρα.
Τέλος, ήρθε και η σειρά της Αφροδίτης να κάνει παιχνίδι. Του υποσχέθηκε ομορφιά κι αγάπη.
-Εγώ θα σε κάνω σκέτο κελεπούρι, χρυσό μου. Θα ακούει το όνομά σου το αστέρι της φασκομηλιάς και θα τρέμει το φυλλοκάρδι του! Κι επειδή είμαι και καλός άνθρωπος, θα σου δώσω και το Ελενάκι για γυναίκα. Καλά ε, το κορίτσι δεν παίζεται! Έχει μπει στις σελίδες στα σόσιαλ μίντια; ΕΧΕΙ ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ φόλλουέρς στο Ίνσταγκραμ!
Ο Πάρης το σκέφτηκε και... δεν του φάνηκε κακή ιδέα. Αλλά επειδή από την πολλή κουβέντα του άνοιξε η όρεξη, αποφάσισε να κρατήσει εκείνος το μήλο για να το φάει.
[Το ξερες;] (Χρήστος, Σοφία, Μιχαήλ Άγγελος, Γ3 )
Ο Αίολος ήταν διορισμένος από το Δία να χειρίζεται τους ανέμους που είχε στο σάκο του. Ο Δίας του είπε: "Πρόσεχε, κακομοίρη μου! Έτσι και γίνει ένα λάθος- το παραμικρό- μαύρο φίδι που σε έφαγε. Οκ;" Ο Αίολος που συνήθιζε να φοράει... πάνα τόσο συχνά και τόσο πολύ που φοβότανε, προσέλαβε κατευθείαν 772 αρχιτέκτονες και 1821 εργάτες για να του χτίσουν ένα τείχος απόρθητο. (Αυτό, μάλιστα, ενέπνευσε τους Γερμναούς και χτίσαν το Τείχος του Βερολίνου.) Επειδή, όμως, το τείχος δεν ήταν αρκετό, έφερε έναν ηλεκτρολόγο να του βάλει συναγερμό. Μια βροχερή μέρα του χειμώνα ο Αίολος προσκάλεσε στο σπίτι του τον Δία για να του δείξει τι έκανε για την ασφάλεια του σάκου. Τότε ο Δίας του λέει: "Ευτυχώς! Άξιζε που με άφησε το αυτοκίνητο και πήρα λεωφορείο. Μπράβο, Αίολε! Αλλά, αν υπάρχει έστω και μία στο εκατομμύριο πιθανότητα να γίνει κάποιο ατύχημα, θέλω να την μηδενίσεις." Ο Αίολος ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε πιθανότητα ατυχήματος. Και πράγματι, είχαν περάσει δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς ατυχήματα. Αλλά μια μέρα, την ώρα που ο Αίολος, έβγαζε τους ανέμους από το σάκο να πάρουν αέρα, έπεσε ο καημένος ο ξάδερφός του, ο Εγκέλαδος, και έσπασε το δεξί του πόδι. Καθώς προσπάθησε ο Αίολος να κρατηθεί και να μην πέσει του έπεσε η χαρτοσακούλα με τους ανέμους. Κι έφυγαν, εκείνη την ώρα, όλοι οι άνεμοι δημιουργώντας τυφώνες παγκοσμίως. Τότε, ο Δίας πήρε το Μετρό και πήγε στο σπίτι του Αιόλου μεταμορφωμένος σε μαύρο φίδι. Χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Άρχισαν να χτυπούν κάποιες καμπάνες. Κι ο παπαγάλος του Αιόλου αναρωτήθηκε: "Για ποιον χτυπάει η καμπάνα;" Αλλά, ο Αίολος, όταν άκουσε το κουδούνι, βγήκε από την πίσω πόρτα, και πήγε στην στάση του τραμ που τον πήγε στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Από κει, πήρε λεωφορείο και έφτασε στα σύνορα της Ρωσίας. Πήρε τον Υπερσιβηρικό και πήγε στην Κίνα. όπου εξιστόρησε την περιπέτειά του στον Κινέζο αυτοκράτορα, Κι έτσι χτίστηκε το Σινικό Τείχος. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς απείρως καλύτερα!
Οι άθλοι του Ηρακλή (Νίκος, Καλλιόπη, Ακίρα, Γ1)
Once upon a time ήταν ένας μπέμπης ονόματι Ηρακλής. Πολύ μούτρο! Έπιασε, που λέτε, ο Δίας κι έκανε την κουτσουκέλα με την μικρούλα, αλλά ξέχασε να πάρει προφυλάξεις. Η κορασίδα έμεινε έγκυος, η Ήρα τους ανακάλυψε και ο Τζον Σνόου της κακιάς ώρα αποφασίστηκε να πάει με την Θεία,εεε... το μανούλι, εεε... τη μανούλα του, ενώ η πρώτη έγινε νονά του παιδιού. Και σαν καλή νονά, που δεν ήταν, πήρε στο μωρό το σετ για τους μικρούς ερπετολογους από το Jumbo. Αλλά τελικά, μάλλον από τα ... Lidl ήταν γιατί ανοίγοντας το κουτί ξάφνου πετάχτηκαν δυο κουρκούταυλοι ίσαμε δέκα εκατοστά ο καθένας. Έπιασε, λοιπόν, ο Ηρακλάκος, πίεσε τα λαιμά τους κι από τότε έγινε το δυνατότερο μωρό (της πίστας).
Μεγαλώνοντας το μωρό, που έγινε παίδαρος για να τη γλιτώσει, κι αφού (μετά από μεγάλη κατανάλωση ληγμένων ναρκωτικών) του ήρθε να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, μεγαλώνοντας, που λέτε, 𝅘𝅥𝅮𝅘𝅥𝅰𝅘𝅥𝅮 του είπε η Μάντισσα πως για να βελτιωθεί στου Ευρυσθέα το Survivor να παίξει𝅘𝅥𝅮𝅘𝅥𝅰𝅘𝅥𝅮. Και πήγε ο άμοιρος ο Ηρακλάκος στον Εύρι κι αυτός του λέει: "12άρι στην Eurovision αν θες , 12 άθλους θα κάνεις, θες -δεν θες".
Από τότε ξεκίνησαν οι άθλοι του... Ηρακλέως, βεβαίως.... βεβαίως...
Οι άθλοι που έκανε ήταν οι εξής:
1: Πρώτα, ήταν, λέει, ένα μαλλιαρό γατί στης κυρά Νεμέας την αυλή που όλο τριβόταν στους περαστικούς με το πυκνό του τρίχωμα. Οπότε, έπιασε ο Ηρακλής και του έκανε χαλάουα. Τελειώνοντας έφτιαξε με το μαλλί κι ένα πουλοβεράκι για τον... χειμώνα που ερχόταν.
2. Μετά, πήγε σε ένα αυλάκι, τη Λέρνη, που ζούσε ένα φιδάκι με εννιά κεφάλια, μεταλλαγμένο από το Τσερνομπίλ, πού όποτε του έκοβες ένα κεφάλι, ξεφύτρωναν ως δια μαγείας δυο. Έμπειρος καθώς ήταν από το σετάκι της ερπετολογίας που λέγαμε, άρχισε να του μιλάει ερπετικά, σαν νέος Χάρι Πότερ, φέρνοντας το ζώο ανάμεσα σε κάτι λόφους. Έπιασε τότε ένα δαδί και έτρεξε κατά πάνω του. Σκοντάφτοντας μετά σε μια πέτρα, κατρακυλώντας μετά εξευτελιστικά μπροστά στην Ύδρα, ήταν ιδιαίτερη πατρίδα της πρώτης γυναίκας του, που θυμήθηκε βλέποντας το φίδι να καλαφουνιάζει από το πυρσό που είχε στο χέρι...
3: Ύστερα, τον έστειλε στην Κερύνεια, να πάει να φέρει ένα ελάφι που ήθελε ο μικρός για κατοικίδιο, αλλά δεν άφηναν να περάσουν ζώα από την Πράσινη Γραμμή. Οπότε, το κυνήγησε κάνοντας το γύρο του κόσμου, μέχρι το ζώο να φτάσει στο παλάτι του Ευρυσθέα.
4: Επειδή, όμως, ο τελευταίος ήταν και φανατικός κρεατοφάγος, γούσταρε αγριογούρουνο στο φούρνο. Οπότε έστειλε τον Ηρακλή στην Αρκαδία, να του φέρει τον Ερυμάνθιο κάπρο.
5: Και λόγω του ότι ήταν και φιλεύσπλαχνος, ο Ευρυσθέας είπε να βολέψει και τον φίλο του, τον Αυγεία. Τον έστειλε λοιπόν, να καθαρίσει fast track τους στάβλους του Αυγεία που είχαν να καθαριστούν από το '80.
6: Σ' ένα υγιεινό περίπατο μέχρι τη λίμνη Στυμφαλία έπαιξε βελάκια με κάτι πουλάκια.
7: Έπειτα από τα βελάκια, είπε να παίξει ταυρομαχίες στην Κρήτη, φέρνοντας στον Ευρυσθέα ένα ταύρο που του είχε ζητήσει.
8: Ως γνήσιο Dothraki, τον έστειλε και μέχρι τη Thraki, να του φέρει τα άλογα του Διομήδη. Κι έδωσε τον τελευταίο ως τροφή στα ανθρωποφάγα άλογα του , καθώς είχε μια διπολική διαταραχή. Αλά Battle of the Bastards.
9:Βλέποντας το καινούργιο ελάφι του γιου, η κόρη του Ευρυσθέα ήθελε να αποσυρθεί σε ένα ράντσο στην ύπαιθρο, οπότε ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να της φέρει το πιο ιν αντικείμενο του Αρχαίου Κόσμου: Τη ζώνη της Ιπολλύτης, που της τα είχε μαζεμένα η μικρή, από το σχολείο ήδη.
10: Στη σύνταξη κοντά, ήθελε κι ο κυρ Ευρυσθέας να αποσυρθεί σε ένα ράντσο στην ύπαιθρο, οπότε ζήτησε τα βόδια του Γηρυόνη, που τον είχε νικήσει στο τάβλι προχθές κι είχε κι ένα σπαστικό κανισάκι, τον Όρθρο.
11: Προς το τέλος, επειδή το μπακάλικο της γειτονιάς ήταν κλειστό, λόγω απεργίας, και πλησίαζε black friday, τόν έστειλε μέχρι τον Κήπο του ξαδέρφου του στην Ατλάντα, να του δώσουν χρυσόμηλα για τη μηλόπιτα της κυρα Ευρύσθαινας.
12: "Τι στο καλό; Με τίποτα δεν πεθαίνει αυτός; Τώρα θα δει!". Έτσι αναφώνησε από το θρόνο του ο Ευρυσθέας και τον έστειλε να του φέρει τον κέρβερο, τη μάνα του, από τον Κάτω Κόσμο. Που είχε τρία κεφάλια, ένα κεφάλι Darth Vader, ένα κεφάλι Voldemort κι ένα κεφάλι Nigght King. Ο Ηρακλής έκανε ελιγμούς μέχρι να τη ζαλίσει και τα τρία κεφάλια της να κουτουλήσουν μεταξύ τους.
Αυτό ήταν! Πλέον είχε απελευθερωθεί. Περνώντας ωστόσο από τη Σπάρτη, ο Ηρακλής είχε ερωτευτεί το Λενιώ, που είχε σουξέ τότε. Την απήγαγε καβάλα στο παπάκι του κι έφυγε στο ηλιοβασίλεμα , ενώ όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν να σφάζονται μεταξύ τους για το ποιος το έκανε... (spoiler).
[Οδυσσέας και μαμά] (Σάββας Λ., Χρύσανθος, Άγγελος Κ., Αγγελική Γ3)
Αφηγητής: Κι εκεί που ο Οδυσσέας είναι έτοιμος να φύγει για την Τροία και καμαρωτός κάθεται στο πλοίο του, ξαφνικά ακούγεται η μαμά του...
Μαμά Οδυσσέα: Οδυσσέα, ξέχασε της ζακέτα σου. Και τις φακές. Επίσης, θέλεις λίγη φέτα, γιε μου, ή μήπως ξύδι; Εδώ σου έχω παστίτσιο και μουσακά.
Οδυσσέας (αναστενάζοντας): Πω, ρε μαμά!
Μαμά Οδυσσέα (νευριασμένα): Τι "πω, ρε μαμά" μου λες; Όχου! Κάτσε να κρυώσεις και να μη φας τίποτα! Δε με νοιάζει καθόλου πια! (Μετά από πέντε δεύτερα) Συγγνώμη, παιδί μου, για αυτά που είπα, δεν τα εννοούσα. Να, πάρε τις φακούλες, τη φέτα, το ξύδι, το παστίτσιο και το μουσακά. Και τι του έχω εδώ του παιδιού!;
Οδυσσέας (βαριεστημένα): Τι;
Μαμά του Οδυσσέα: Λουκουμάκια!
Αφηγητής: Καθώς το πλοίο φεύγει, ακούγεται πάλι η φωνή της μάνας....
Μάνα Οδυσσέα: Οδυσσούκο μου, ξέχασε το σωβρακάκι σου με τα λουλουδάκια...
Ο Ηρακλούκος και η Ελερνίτσα (Κατερίνα Σ., Δημήτρης, Όλγα, Βασίλης Σ. Γ1)
Μια φορά και έναν καιρό, το 2017, βρέθηκε ο Ηρακλούκος σε ένα πολυκατάστημα με φο μπιζού. Ήταν πολύ προβληματισμένος, ήθελε να αγοράσει κολιέδες για τα δέκα κεφάλια της Ύδρας της Λερναίας, που ήταν η αρραβωνιαστικιά του. Το πρόβλημα ήταν πως κάθε φορά που στόλιζε τους λαιμούς της Λερνίτσας με κολιέδες, η Λερνίτσα έβγαζε και άλλους λαιμούς που ήθελαν κι αυτοί να στολιστούν με κολιέδες. Ο καημένος ο Ηρακλούκος δεν προλάβαινε να αγοράζει κολιέδες για τους λαιμούς της Λερνίτσας. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε μια μέρα να υπνωτίσει την αρραβωνιαστικιά του για να την χειρουργήσει. Διάλεξε τον καλύτερο λαιμό και έκοψε όλους τους άλλους. Είχε αγοράσει και μια ειδική κόλλα, ώστε να μην μπορούν να βγαίνουν καινούργιοι λαιμοί. Ο Ηρακλούκος έτσι τα κατάφερε και έζησε για πάντα ήσυχα με την καλή του που πλέον είχε αρκετούς κολιέδες να φοράει, αφού της είχαν περισσέψει.
[Μίδας από τα Λιντλ] (Άγγελος, Ελισάβετ, Γιάννης, Έκτορας Γ2)
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βασιλιάς, ο Μίδας, σ' ένα φτωχό βασίλειο. Ζούσε με την οικογένειά του στο παλάτι του, αλλά αντίθετα από τα συνηθισμένα παραμύθια, δεν ζούσε χαρούμενα και ειρηνικά, ήταν συνεχώς σε πόλεμο με το διπλανό βασίλειο που είχε μεγάλο πλούτο και δύναμη και προσπαθούσε να καταλάβει όλα τα διπλανά βασίλεια. Απελπισμένος, πήγε για βοήθεια στον κακό μάγο Ραμπελστίσκιν και έκανε μια διεστραμμένη συμφωνία για να καταστρέψει όχι ένα αλλά δύο βασίλεια. Όταν πήγε σπίτι ανακάλυψε ότι ό,τι είχε αγγίξει είχε ζωντανέψει: Το χερούλι της πόρτας του δωματίου του, τα ρούχα του, ο καθρέφτης του, τα ξυραφάκια του κ.α. . Πήγε για ύπνο, διότι είχε κουραστεί. Αλλά επόμενο το πρωί εξέτασε τις δυνάμεις του και ανακάλυψε πως ό,τι άγγιζε ζωντάνευε. Έτσι έφτιαξε ολόκληρο στρατό από πανοπλίες και όπλα και μετά πήγε στο γάμο της κόρης του. Έξω από την εκκλησία συνάντησε την κόρη του και την αγκάλιασε. Αφού της ευχήθηκε κ.τ.λ., πήγε μέσα να κάνει χειραψία με τον γαμπρό, ο γαμπρός έγινε σκόνη. Όταν το είδε αυτό ο η κόρη του, τον μίσησε, πριν γίνει κι αυτή σκόνη. Αλλά δεν τελειώνει εδώ η ιστορία. Χρησιμοποίησε το στρατό του για να καταλάβει το γειτονικό βασίλειο, αλλά δεν σκέφτηκε ότι οι πανοπλίες αφού ήταν πια ζωντανές είχαν αισθήματα και δεν ήθελαν να είναι σε πόλεμο. Έτσι μετά κατέστρεψαν και δεύτερο βασίλειο. Του Μίδα.
Ο Πήγασος και ο Μοντέλος (Μαρία, Πολυξένη, Αναστασία, Σάββας Γ2 )
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό ζούσε ένας βασιλιάς, ο Πολυδεκτης. Και του άρεσε μια πεντάμορφη, η Δανάη. Και ήθελε ο Πολυδέκτης να νυμφευτεί τη Δανάη, να την κάνει γυναίκα του, σα να λέμε. Αλλά εκείνη δεν τον ήθελε, και - τι να κάνει;- έκανε υπομονή. Μια μέρα ο Πολυδεκτης έκανε γιορτή. Την έκανε σε ένα σε ένα εστιατόριο ολόχρυσο στολισμένο με πολύτιμα πράγματα. Και κάλεσε και τον Περσέα, που ήταν γνωστός ως ο "Μοντέλος". ΟΙ καλεσμένοι φέρανε κι αυτοί ακριβά δώρα, ακριβά αυτοκίνητα, λεφτά και ρούχα από μετάξι. Ο Πολυδέκτης πήρες όλα τα δώρα, αλλά αρνήθηκε το δώρο του Περσέα του Μοντέλου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά του είπε κιόλας: "Εεεεεεεεε. Θα κάμομε μία συμφωνία. Εάν δεν μου φέρεις το κεφάλι μιας από τις πανέμορφες Γοργόνες, θα σου πάρω την πεντάμορφη Δανάη, τη μάνα σου." Ο Μοντέλος έκανε τα μάτια του σαν κουκουβάγια. Τι να κάνει; Πήρε γρήγορα τα κλειδιά του αμαξιού του κι έφυγε αμέσως. Έκανε βόλτες στο χωριό, μέχρι που είδες τρεις όμορφες Γοργόνες. Και στο δρόμο είδε ένα κόκκινο γοβάκι, ένα αόρατο σακάκι και ροζ φτερά. Τα πήρε και σκέφτηκε ότι με αυτά μπορεί να πάει και να πάρει το κεφάλι μιας από τις τρεις Γοργόνες. Έφτασε στο σπίτι που ήταν οι Γοργόνες, μπήκε μέσα, φόρεσε το κόκκινο γοβάκι και περπάτησε στις άκρες των δαχτύλων για να μην τις ξυπνήσει. Δυστυχώς, ξύπνησε η μία, η Γοργώ. Ο Περσέας σταμάτησε και η Γοργώ πήγε στη κουζίνα να φάει κάτι από ψυγείο γιατί έχει κάτι λιγούρες. Έτσι, δεν κατάφερε να τις σκοτώσει. Την άλλη μέρα τις ακολούθησε και φτάσανε στην Αφρική, την Αιθιοπία. Περνώντας με το αμάξι του εκεί, είδε σε μια στάση τρένου μια όμορφη κοπέλα. Κατέβηκε από το αμάξι και πήγε να τη γνωρίσει. Γνωριστήκανε και αποφασίσανε να πάρουν το τρένο να πάνε στην Ελλάδα. Πήραν το τρένο και πήγαν προς το παλάτι. Έφτασαν και ανέβηκαν τις σκάλες. Η κοπέλα πήρε μια τούμπα όπως ανέβηκαν και τσακίστηκε κι αρχίσανε και οι δύο να γελάνε. Μπήκαν μετά στο παλάτι και κάνανε τους γάμους αμέσως. Το πόσο καλά πέρασαν εκείνη τη μέρα δεν το ξέχασαν ποτέ. Για τον Πήγασο δεν ξέρω τίποτα...
Στο Blue Star για την Ιθάκη (Κατερίνα, Γαβριέλα, Άρης, Βασίλης Γ2)
Όλα ξεκίνησαν μια παράξενη και απρόβλεπτη νύχτα. Ο Οδυσσέας κοιμόταν βαριά στην πολυτελή καμπίνα του. Τον ξύπνησε ένας βαρύς ήχος. Όταν άκουσε τον θόρυβο αυτό, άρχισε να τρέχει στους διαδρόμους του πλοίου με ένα μποξεράκι του Μπάτμαν μόνο. Καθώς έτρεχε, συνειδητοποίησε ότι ο καιρός άρχισε να χαλάει, το φως του φεγγαριού καλύφθηκε από τα πυκνά και μαύρα σύννεφα. Ο Οδυσσέας όταν είδε τον καιρό και δυο άντρες τυλιγμένους με μαλλί της γριάς, άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Όταν οι δυο άντρες τον πλησίαζαν, ο Οδυσσέας φώναζε κλαίγοντας "ΜΑΜΑΑΑΑΑΑΑΑΑ, ΜΑΜΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ...". Αυτοί οι άντρες δεν ήθελαν τίποτα παραπάνω από το να κάνουν νέους φίλους. Ο Οδυσσέας με χαρά τους δέχτηκε και γίναν αχώριστοι. Η ομάδα τον τριών βρήκε ένα μυστικό και που θα μπορούσε να σταματήσει τον καιρό. Έβγαλαν το μαλλί της γριάς και το έριξαν στη θάλασσα. Αμέσως, έφυγε ο κακός καιρός, ο ουρανός έγινε πιο φωτεινός και ηρέμησε. Ο Οδυσσέας σηκώθηκε ανήσυχος από το κρεβάτι του και τότε συνειδητοποίησε πως όλα αυτά ήταν ένας εφιάλτης, οφειλόταν στο μαλλί της γριάς που είχε φάει...
Η χελώνα κι ο λαγός (Γιώργος, Ειρήνη, Μανώλης, Χριστίνα Γ2)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λαγός. Αυτός ο λαγός ήταν πάρα πολύ ψωνάρα και πίστευε πως είναι ο καλύτερος από όλους, γιατί μια μέρα πέρασε ένα κουτσό μυρμήγκι σε έναν αγώνα και αυτό του έδωσε θάρρος να αγωνίζεται συνέχεια. Μια μέρα εκεί που καθόταν ο λαγός και έπινε ένα φρέντο εσπρέσο μέτριο με γάλα, πέφτει επάνω του ο σερβιτόρος, που ήταν μια χελώνα, και τον λούζει με τους καφέδες. Νευριασμένος ο λαγός σηκώνεται επάνω και της λέει "ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ, ΡΕ ΜΑΓΚΑ... ΔΕΝ ΣΟΥ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΑΘΛΗΤΑΡΑΣ!" Λέει η χελώνα: "Ναι ρε! Σε είδα και είπα σ' αυτόν θα πέσω!" Κι απο κείνη τη στιγμή ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΛΩΝΑ γίναν οι καλύτεροι φίλοι! ΠΛΑΚΑ ΚΑΝΩ! ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΝΑ ΛΥΣΟΥΜΕ! ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΜΠΛΕΞΕΙ! ΝΑ ΛΥΝΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ! Αλλά, τέλος πάντων, συνεχίζουμε. Ο λαγός λογομάχησε νευριασμένος με τη χελώνα και κατέληξαν να κάνουν έναν αγώνα κι όποιος κερδίσει να είναι ο καλύτερος. Κανόνισαν λοιπόν, την επόμενη μέρα στις 6:30 να αγωνιστούν- ο λαγός δεν μπορούσε πιο πριν , είχε να επισκεφτεί τη μαμάκα του. Μαζεύονται όλα τα ζώα, οι λαγοί με το λαγό και τα μυρμήγκια με τη χελώνα. Ξεκινάει ο λαγός βολίδα, φτάνει δέκα βήματα από τη γραμμή του τερματισμού και σταματάει. Η χελώνα, εν τω μεταξύ, πολύ πιο πίσω, πιο αργή κι από το κουτσό μυρμήγκι. Ο λαγός κριντάζει [;] βλέποντας την χελώνα τόσο πίσω και αποφασίζει να ξαποστάσει σε κανένα δέντρο. Να μπει και λίγο στο Φέϊσμπουκ. Όσο ο λαγός σκρόλαρε, η χελώνα είχε ήδη φτάσει στην γραμμή του τερματισμού. Ο λαγός λυπήθηκε πολύ και αποφάσισε να ποστάρει την ήττα του στο Φέϊσμπουκ. Και μετά από λίγο βλέπει αντίδραση "τέλειο" στη δημοσίευσή του. Και από τότε δεν μισεί πια την χελώνα και γίνανε οι καλύτεροι φίλοι.
Ο Φινέας και οι Άρπυιες (Μαρίττα, Χρυσή, Μανώλης Τ. , Στέλλα. Λαλίτα Γ1)
Ο Φινέας ήταν ο βασιλιάς της Θράκης και του Βοσπόρου. Και τύχαινε να είναι και ο πιο καλός ο μάντης στην περιοχή, πιο καλός από την Πυθία. Ήταν τόσο καλός στους χρησμούς που - δεν του έφτανε που ήταν βασιλιάς- έβγαζε λεφτά και από κει. Και ο μύθος αναφέρει πως ο Δίας που είχε πάει με πολλές γυναίκες θνητές οργίστηκε φοβερά γιατί ο Φινέας σε αντίθεση με τον Φερμπ αποκάλυπτε στους ανθρώπους όλα τα σχέδια του Δία. Φρόντισε λοιπόν, να τον τιμωρήσει και έριξε τον κεραυνό του. Αλλά πηγαίνοντας αυτός στον στόχο, ο ... στόχος έσκυψε και έτσι ο Φινέας απλώς τυφλώθηκε. Αυτό όμως δεν εμπόδισε καθόλου την καριέρα του ως τυφλού μάντη... Έτσι, ο Δίας, αφού έχασε την πρώτη πίστα με τον Φινέα, πέρασε στην δεύτερη... Έστειλε στα μέρη του τις Άρπυιες πέντε μυθολογικά όντα με σώματα πουλιού - πουλιού που πετάει- και κεφάλια γυναίκας. Αυτές, κάθε φορά που ο Φινέας πήγαινε να φάει, άρπαζαν το φαγητό του και του έριχναν... κουτσουλιές, προφανώς για να του τη σπάσουν... Και για να τον απαλλάξουν έπρεπε να έρθουν οι Αργοναύτες. Δυο από αυτούς, ο Ζήτης και ο Καλάις που ήταν γοργοπόδαροι, ήταν γραφτό από χρησμό να κυνηγήσουν τις Άρπυιες και είτε να τις πιάσουν και να τις βαράνε στον τοίχο είτε να τους πιάσουν και να τους φάνε και μετά να τα... ρίξουν στον πιάτο του Φινέα. Τίποτα από τα δυο δεν έγινε όμως. Οι πρώτοι τις άφησαν και οι δεύτερες συμφώνησαν να μεταναστεύσουν στην Κρήτη και να αφήσουν τον Φινέα επιτέλους να φάει..
Ο Οδυσσέας της Ιθάκης: Σε άγνωστα νερά (Αλέξανδρος, Μοσχούλα, Μανώλης, Αντώνης Γ1)
Λοιπόν.... ....... Όλα άρχισαν πριν πολλά χρόνια. Ήμουν μόνος στη θάλασσα για πολλά χρόνια. Δυστυχώς τα νερά με παρέσυραν μακριά από την πατρίδα μου την Ιθάκη. Βαριόμουν επειδή δεν είχα Wi Fi να μπω Facebook και δεν είχα ούτε δεδομένα.😛. Ξαφνικά η σχεδία μου, πάνω στην οποία έκανα την... κρουαζιέρα μου😄, χτύπησε ένα βράχο ενός νησιού... Τραυματίστηκα και πονούσα στα πόδια. Έτσι, έριξα έναν ύπνο στην άμμο. Μετά από 1-2 ώρες με ξύπνησε μια πανέμορφη γυναίκα. Το θέμα ήταν ότι ξύπνησα μέσα στο σπίτι της και δεν είχα ιδέα πως κατάφεραν να με κουβαλήσουν. Μου λέει:
- Γεια σου ξένε,
-Γεια.
-Από πού έρχεσαι;
-Από κάπου. Τι σε νοιάζει;
-Απλά ρωτάω. Μην κάνεις έτσι...
-Πού βρίσκομαι;
- Γεωγραφία δεν έμαθες;
-Όχι!
- Ε, ούτε κι εγώ! Πού θες να ξέρω;
-Ααα. Μάλιστα...
-Λέγομαι Καλυψώ. Εσένα πώς σε λένε;
-Οδυσσέα. Μην αλλάζεις θέμα, σε ρωτάω πού βρίσκομαι.
- Είπα. Δεν έχω ιδέα...
- Ε, άνοιξε Google Maps να δεις, ρε! Τόσο καιρό μένεις εδώ! Δεν σε νοιάζει πού βρίσκεσαι;
-Α, ναι! Σωστά.
- Ω θεέ μου! Πού έμπλεξα;
-Τι είπες;
-Ε, τίποτα. Λέω, ωραίο καιρό έχει σήμερα😇.
-Α, νόμιζα... Λοιπόν, κάπου στη Γη.
- Πω, ρε! Αλήθεια; Δεν το ήξερα... ΡΕ ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΔΑΡΗ, ΣΕ ΠΟΙΟ ΝΗΣΙ!!!!!!!
-Αααα. Στο νησί της Καλυψώς.
- Πού είναι αυτό;
-Δε λέει.
-Πωωω, τι πάθαμε! Καλά, άσε, φεύγω από δω...
-Δεν μπορείς!
-Γιατί θα με κάνεις ντα; Σε παρακαλώ, μη με χτυπήσεις...
-Όποιος έρχεται στο νησί μου δεν φεύγει.
-Αλλιώς;
-Μάντεψε. ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ!
- Ου , φοβάμαι.... Πάω να φτιάξω την σχεδία.
-Σε προειδοποίησα!
- Μπλα μπλα.
Έτσι, έφυγα από το νησί και γύρισα στην πατρίδα μου (μετά από πολλά και βαρετά χρόνια).
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μύθος (Γιώργος, Αναστασία, Άγγελος, Δέσποινα Γ1)
Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, οι Αχαιοί απελπίστηκαν! Δεν πίστευαν πως θα κατάφερναν να κυριεύσουν την Τροία. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος, σκέφτηκε ότι η Τροία δεν θα έπεφτε με τα όπλα αλλά με την πονηριά και λέει στους Αχαιούς:
- Παλικάρια μου, εσκέφτηκα κάτι καλό, γιατί, όπως ξέρετε, είμαι ο έξυπνος της παρέας. Χαχα! Τέλος πάντων. Ακούστε. Θα φτιάξετε ένα τεράστιο πόνι , σόρρυ, κανονικό άλογο ήθελα να πω, που θα μπορούμε να μπούμε μέσα.
Κι ακούγεται από κάτω:
-Εσύ θα βοηθήσεις;
-"Σιγά μην κουραστώ" λέει ο Οδυσσέας. "Μόνοι σας. Και να το κάνετε να είναι σαν δώρο".
Όταν το έφτιαξαν, το πήγαν στην πόρτα του κάστρου.
Το βλέπουν οι Τρώες, φωνάζουν τον Πρίαμο...
-"Να το βάλουμε μέσα; "
-"Τι είναι;" Έτσι είπε αυτός.
- "Ένα άλογάκι. Αλλά δεν μπορείς να το καβαλικέψεις".
-"Φέρτε το μέσα!"
Οι Αχαιοί περίμεναν μέχρι το βράδυ και μόλις άρχισαν τα γλέντια, βγήκαν σαν νίντζα και τους σκότωσαν όλους σαν αγριογούρουνα. Τέλος πάντων. Τους σφάξανε και πήραν την Τροία.
Πιο ψεύτης πεθαίνεις (Σάββας Σ. , Λίζα, Μιχάλης Γ3)
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας νεαρός- τον παντρεύουμε για όποιον ενδιαφέρεται! Ο οποίος δυστυχώς πήγε τουρίστας στις Πανελλήνιες και κατάντησε να ζει σε μια καλύβα με το γέρο του. Από μυαλό ο μικρός... είχε "μπόλικο". Καταλάβατε.... Ξουράφι! Μια μέρα περιμένοντας τη θεία φώτιση μπας και βρει καμιά δουλειά της προκοπής, ακούει το μπαμπά του να φωνάζει:
- Ρε βαρεμένο ανθρωπάκι, που σε λίγο το κωλί σου θα γίνει ένα με τον καναπέ, πάν' πάρε τα πρόβατα στ΄λιβάδ' μη μας ψοφήσν απ'την πείνα! Άιντε. Κάνε κάτι στη ζωή σου! Και μην αργήσεις...
-Εεεεεεεει ψιτ! Φαδεράκο.... Κούλαρε!
-Άμα σε πιάσω εγώ, που μας έμαθες και το φάδερ! Όταν εγώ ην στην ηλικία σου ενδρεπόμουμην να ομιλήσω εις τον πάτερ μου τοιουτοτρόπως.
΄-Έλα, ρε μπά! Εσύ είσαι και 100 χρονών λαός! Πια εμείς, η νεολαία, είμαστε το μέλλον του κόσμου!
-Καλά, καλά κορόιδευε εσύ... Μέχρι και η χαζομάρα σου είναι μεγαλύτερη από το μέλλον σου. Άιντε! Τούβλο! Τράβα στο λιβάδι!
Έτσι ο βοσκός (ο θεός να τον κάνει δηλαδή) βγήκε καμαρωτός από το σπίτι, με τη μαγκούρα του στο ένα χέρι και στο άλλο το smartphone. Το μόνο που ήξερε να κάνει σωστά ήταν να παίζει το όργανό του. Μια φλογέρα που του είχε φτιάξει ο παππούς του ο Κολοκοτρώνης, γνωστός, όπως έλεγε, και ως Πρωκτόλιθος. Αφού έπαιξε ό,τι να 'ναι και δεν είχε τι να κάνει μιας και του τελείωσε η μπαταρία του κινητού, σκάρωσε ένα γρήγορο joke για να περάσει η ώρα.
- Help! Help! Ένας σκύλος που μοιάζει με λύκο! Θα μου τα φάει τα αβοήθητα προβατάκια μου!
Έσπευσαν να τον βοηθήσουν οι βοσκοί και όταν είδαν ότι όλα πήγαιναν ρολόι, μόνο που δεν σάπισαν στο ξύλο το βοσκόπουλο!
- Ντροπή σου, παλιόπαιδο!
-Ναι, ντροπή σου. Ανησυχήσαμε, ρε βούρλο! Αν μας ξανακάνεις πλάκα, θα φάμε εσένα για δείπνο!
Χασκογέλασε το "βούρλο" και ξάπλωσε να πάρει κάναν υπνάκο. Μη έχοντας τι να κάνει ο μεσιέ , λέει πάλι να ξεγελάσει τους τσαντισμένους βοσκούς...
-Ο σκύλος! εμ... λάθος. Ο λύκος! Τρέξτε γρήγορα να με σώσετε από την συμφορά.
Έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα κορόιδα και μόλις αντίκρισαν τον βοσκό να γελάει ξαπλωμένος πάνω σε ένα κλαδί ενός δέντρου και να μην συμβαίνει τίποτα, απλώς έφυγαν λέγοντάς του ότι δεν θα ξαναπάνε, αν τους φωνάξει.
- Τι βλαμμένοι! Οι ξεροκέφαλοι ακόμα έρχονται! Θα ξαναδοκιμάσω...
Αλλά δεν χρειάστηκε! Γιατί τότε ξαφνικά βλέπει ένα κανονικό λύκο και τα έπαιξε εντελώς...
-Μπάρμπες! Γρήγορα! Ένας λύκος με πόδια! Μιλάω σοβαρά, ρε guys! Ελάτε, please.
Κανείς δεν ήρθε! Ο λύκος έκανε μια χαψιά τα προβατάκια και ο ψευταράκος δεν είχε λόγια.
- Και τι θα πω τώρα στο daddy μου; Oh my God! Είμαι καταδικασμένος!
- Πήγε λοιπόν, στην καλυβίτσα του. Προφανώς τα είχε κάνει επάνω του από το φόβο! Πήρε όσο θάρρος του είχε απομείνει και βάρεσε την πόρτα...
-Τουκ τουκ,
-Ποίος εστί εκεί;
- Ο αγαπημένος σου γιος, φάδερ!
-Εμ, γιατί; Πολλούς έχω;
-Σε αγαπάω πολύ, μπαμπάκα μου! Είσαι ο καλύτερος φάδερ του κόσμου!
-Τι θες να μου πεις; Λέγε.
-Εεε, να... Πάρε το χαλαρά.
-Βλέπουμε.
-Λοιπόν, άκου... Ο λύκος μού έφαγε τα πρόβατα, μην με σκοτώσεις πλιζ!
Ο πατέρας σώπασε και πήγε στη ντουλάπα.
- Μα τι κάνει ο γέρος μου;
Περίμενε, και περίμενε, και περίμενε... Μέχρι που τον είδε να έρχεται με τη ζώνη στα χέρια.
Από τότε, νομίζω, ο βοσκός δεν θα ξαναείπε ψέμα.
[Ο πρώτος άθλος του Ηρακλέους] (Μάρτα, Μαρία, Νίκος, Μιχάλης Γ1)
Ο νεαρός μας Ηρακλής ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει τη συμβουλή του Μαντείου, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα υπηρετούσε τον βασιλιά Ευρυσθέα. Που ήταν τόσο αντιπαθητικός που πριν προλάβει να μιλήσει σε κοπέλα, η κοπέλα ρωτούσε:
- "Μήπως έχεις κουτάλι;"
- "Όχι, κούκλα. Γιατί;", απαντορωτούσε ο Ευρυσθέας
Και του 'λεγε η κοπέλα:
- "Ε, τότε πώς θα την φας τη χυλόπιτα;".
Να ξέρετε, ο Ευρυσθέας έτρωγε πολλές χυλόπιτες.
Δυστυχώς, για τον Ηρακλάκο, ο βασιλιάς Ευρυσθέας ήταν μεν αδύναμος αλλά ήταν και μοχθηρός άνθρωπος! Αντιπάθησε αμέσως τον Ηρακλή γιατί ζήλευε τη δύναμή του και την ομορφιά του. Όταν έφτασε στο παλάτι ο Ηρακλής πήρε το λόγο και ρώτησε.
- Ποια είναι η πρώτη αποστολή μου;
-Να! Σε εκείνη την κοιλάδα, ζει ένα λιονταράκι σε μια σπηλιά. Εδώ και καιρό ενοχλεί το λαό μου με τις κραυγές των ανθρώπων που έχουν γίνει λεία στα κοφτερά δόντια του. Θα πας, λοιπόν, να το σκοτώσεις και θα μου φέρεις το χνουδωτό τομάρι του. Δεν είναι δύσκολο αυτό για έναν τόσο δυνατό άντρα σαν εσένα...
Ο Ηρακλής έφυγε και ο Ευρυσθέας μονολόγησε...
- Κι αν το λιοντάρι σε σκοτώσει πρώτο, τότε πολύ πολύ πολύ κρίμα.... ΧΑ ΧΑ ΧΑ. Καλή τύχη...
Ο Ηρακλής όμως τον άκουσε και είπε μέσα του:
"Βούλωστο, βλάκα! Θα την έχω!"
Και πήγε ο Ηρακλής, όμως μόλις είδε το λιοντάρι άρχισε να τσιρίζει σαν κοριτσάκι και το έβαλε στα πόδια...
Κι έτσι άλλαξε καριέρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου