Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Της Χαλιμάς τα παραμύθια: "Στο παιδί μου" (Μανόλης Αναγνωστάκης) και "Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας" (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

  "Ξέρει η μαμά" ... 

       Αυτό διατείνεται στη ταινία "Μαλλιά κουβάρια", μια ψιλομεταμοντέρνα εκδοχή της Ραπουνζέλ, ο χαρακτήρας  στον οποίο δανείζει εκπληκτικά της φωνής της (και τα συγχαρητήρια μου σε όποιον είχε την έμπνευση  για αυτήν την έκπληξη στην ελληνική μεταγλώττιση ) η  Άλκηστη Πρωτοψάλτη προκειμένου να πείσει την Ραπουνζέλ να την εμπιστευτεί και να μην φύγει  από τον πύργο της όπου τάχα είναι ασφαλής γιατί ο κόσμος είναι, λέει, ένα πολύ επικίνδυνο μέρος.  Μόνο που δεν είναι η μάνα της στην πραγματικότητα. Είναι η Γκόθελ, η κακιά μάγισσα που την έχει αρπάξει από τους πραγματικούς γονείς της, κι οι φανταστικοί κίνδυνοι τους οποίους επικαλείται αποσκοπούν να κρύψουν πως ο πραγματικός κίνδυνος είναι οι ίδια, καθώς θέλει να μείνει κλεισμένη στη φυλακή της η Ραπουνζέλ ώστε να μπορεί να χαϊδεύει τα μαγικά μαλλιά της και έτσι να μείνει για πάντα νέα. Μόνο που η Ραπουνζέλ δεν είναι καμιά χθεσινή. Έχει διαβάσει Αναγνωστάκη κι είναι πια ένα από κείνα τα παιδιά που δεν της άρεσαν ποτέ τα παραμύθια. Άλλα για τις άλλες πριγκιπισσες της Ντίσνει  - και όχι μόνο, εύκαιρος βρίσκεται πάντα για όλους μας κάποιος αυτόκλητος "σωτήρας"- που είναι βαθιά νυχτωμένες  ας δούμε το ποίημα του Αναγνωστάκη "Στο παιδί μου".

    Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο ποίημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες (τόσο που ο  όρος "πολυεπίπεδο" μπορεί να εκληφθεί ως κυριολεκτικός σχεδόν), ο νοηματικός πυρήνας του  οποίου προκύπτει από την πολυσημία της λέξης "παραμύθι", η οποία μπορεί να σημαίνει είτε μια φανταστική, διδακτική ιστορία που απευθύνεται σε παιδιά (με καλό τέλος συνήθως) είτε το ψέμα και μάλιστα  το κακόβουλο.   Ο χαρακτήρας του είναι αφηγηματικός και με βάση τον χρόνο μπορεί να χωριστεί σε δυο ενότητες. Οι τρεις πρώτες στροφικές ενότητες  αναφέρονται σε κάτι που γινόταν παλιά, ενώ οι επόμενες αναφέρονται στο αφηγηματικό παρόν.  
    Όπως προκύπτει από τον τίτλο, ο  αφηγητής του ποιήματος είναι ένας γονιό και το ποίημα είναι αφιερωμένο στο παιδί του, ένα είδος παρακαταθήκης για το μέλλον, μια πνευματική διαθήκη. Ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι  το παιδί του δεν γουστάρει τα παραμύθια, άρα είναι  ώριμο να δεχτεί και να αντιμετωπίσει  την πραγματικότητα  αλλά  και να διαχειριστεί την αλήθεια. Συνεπώς, δεν έχει ανάγκη ούτε τις  εξωραϊσμένες καταστάσεις που περιγράφουν τα παραμύθια για να μην πληγωθούν τα παιδιά, ούτε τους  υπερβολικούς και ανυπόστατους  κινδύνους που  επισείουν. Η απαρέσκεια αυτή δε είναι διαρκής και διαχρονική όποτε δηλώνει το «ποτέ».
  Σε αντίθεση όμως με τις επιθυμίες του παιδιού του κάποιοι επιμένουν να του λένε παραμύθια. Αυτοί οι κάποιοι δεν κατονομάζονται ώστε δια της αποσιώπησης να γίνει  πιο αισθητή και κατανοητή η εντύπωση τέτοιου είδους πατερναλιστικών πρακτικών. Και βέβαια, για  να μπορούν να εννοηθούν όποιοι, πρόσωπα ή θεσμοί,  ταιριάζουν  σε κάθε περίπτωση. Στη Ραπουνζέλ, που λέγαμε, ήταν η Γκόθελ,  στο μικρό ραφτόπουλο ο παππούς του, στον Γαλιλαίο και τον Τζορντάνο Μπρούνο η Ιερά Εξέταση και η Καθολική Εκκλησία, στον Θεόφιλο Καΐρη η Ορθόδοξη, στον Πινόκιο η γάτα και η αλεπού και, δυστυχώς, σε αρκετά παιδιά οι ίδιοι οι γονείς τους, όταν δεν τους επιτρέπουν να ενηλικιωθούν και τους εξαναγκάζουν να περάσουν τη ζωή τους ως Πήτερ Παν με το ζόρι. 

     Για να φανερώσει τις πραγματικές προθέσεις όλων αυτών  ο αφηγητής χρησιμοποιεί ως σύμβολα στοιχεία από διάφορα γνωστά παραμύθια, αποκαλύπτοντας το πραγματικό τους νόημα. Οι Δράκοι,  το κατεξοχήν κακό πολλών παραμυθιών,  σηματοδοτούν  ανυπόστατους και υπερφυσικούς κινδύνους,  που σκοπό έχουν να προκαλέσουν τον τρόμο στο παιδί και  μέσω αυτού τον ελέγχουν   ή  ένα προκάλυμμα που καλύπτει τους πραγματικούς κινδύνους. . Το πιστό σκυλί είναι πιθανότατα μια  αναφορά στην Οδύσσεια που σκοπό έχει να εξάρει την ανιδιοτελή αγάπη  ως την μοναδική πραγματικότητα ή να  υπερτονίσει  την σημασία της υπακοής, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται στο παιδί η αντίληψη ότι τα πράγματα είναι απλά και ότι  οι άνθρωποι είναι όλοι καλοί ή ότι πρέπει να υπακούν  χωρίς περιορισμούς  όπως το σκυλί,  μη αμφισβητώντας καμιά αυθεντία και μη κάνοντας
"Ναι, κοπελιά. Δεν πα' να λέει η Ντίσνεϊ, εγώ θα σε φάω!"
καμιά ερώτηση. Η Πεντάμορφη, η οποία εξημέρωσε το τέρας μόνο με την ευγένεια της ψυχής της, καλλιεργεί  μια ειδυλλιακή,  μη πραγματική εντύπωση ότι η ηθική από μόνη της θα θριαμβεύσει, άρα δεν χρειάζεται αγώνας και προσπάθεια για να νικηθεί το κακό. Η Πεντάμορφη επίσης λειτουργεί ως το αντίθετο της "Ελένης" του Ευριπίδη, καθώς είναι όμορφη και στη μορφή  αλλά και στην ψυχή καλλιεργώντας την εσφαλμένη αντίληψη πως το "φαίνεσθαι" αντιστοιχεί στο "είναι", το οποίο προφανώς και δεν ισχύει.   Ο άγριος λύκος  αντιστοιχεί στο αρχετυπικό κακό,  που σε όλα τα παραμύθια που πρωταγωνιστεί συντρίβεται στο  τέλος, πράγμα που βέβαια δεν είναι αυτονόητο στην καθημερινή ζωή και δεν προετοιμάζει το παιδί για την πιο ρεαλιστική πιθανότητα να πάνε τα πράγματα άσχημα και  όντας απροετοίμαστο να μην μπορεί να διαχειριστεί τις  δυσκολίες. Με άλλα λόγια, αυτοί που λένε παραμύθια  υποβιβάζουν ουσιαστικά  το παιδί κι επιχειρούν να το κρατήσουν αέναα σε μια παιδική ανωριμότητα  είτε τρομοκρατώντας το με ανυπόστατους κινδύνους  είτε εξωραΐζοντάς του την πραγματικότητα με τελικό σκοπό να το χειραγωγήσουν και να το ελέγξουν.  Η επανάληψη του πρώτου στίχου με την προσθήκη στην αρχή του αντιθετικού συνδέσμου «μα», αποσκοπεί να δηλώσει την πλήρη και ολοκληρωτική αντίθεση του παιδιού για την κατάσταση
αυτή. Και με αυτήν την αίσθηση τελειώνει η πρώτη ενότητα.
  Το "τώρα" με το οποίο ξεκινάει  η δεύτερη ενότητα, που εξελίσσεται στο αφηγηματικό παρόν,  δηλώνει την κρισιμότητα της κατάστασης και την σημασία της ανάγκης για άμεση ενεργοποίηση και δράση χωρίς καθυστέρηση. Ο ίδιος ο πατέρας, λοιπόν, παίρνει την ευθύνη στα χέρια του και την νύχτα, την ώρα δηλαδή που η ψυχή αγριεύεται και επηρεάζεται πιο εύκολα από άλογους φόβους  ή την ώρα που το σκοτάδι  καλύπτει την αλήθεια, λέει στο παιδί του αυτά που όντως χρειάζεται να ξέρει.  Του λέει δηλαδή τα πράγματα με το όνομα τους και τα παρουσιάζει στις φυσικές τους διαστάσεις («λέω το σκύλο σκύλο το λύκο λύκο  το σκοτάδι σκοτάδι») , του αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο του κακού ("Του δείχνω με το χέρι τους κακούς")  και εξυμνεί τους τα πραγματικά ιερά πρόσωπα, τους αληθινούς ήρωες που θα έπρεπε να προβάλλονται ως πρότυπα  αποτίοντας τους τις τιμές που τους αξίζουν και αποκαθιστώντας την  μνήμη τους και την αξία των αγώνων του("του μαθαίνω Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας").
    Καταλήγοντας με αγανάχτηση στο συμπέρασμα ότι γενικά στα παιδιάκαι όχι μόνο στο δικό του-  είναι επιτακτική ανάγκη να προσφέρεται μια ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας,   ο αφηγητής και μέσω αυτού ο ποιητής , θέλει να επισημάνει πόσο θεμελιώδης και σε ηθικό επίπεδο  είναι η αλήθεια για τον άνθρωπο. Διότι και δεν τον υποβιβάζει εμφυσύοντας του φόβο για ανύπαρκτα πράγματα ή ωραιοποιώντας την πραγματικότητα  και τον προετοιμάζει για τις δυσκολίες της ζωής
.
   Πρόκειται δηλαδή για ένα παιδαγωγικού χαρακτήρα κείμενο; Μόνο σε πρώτο επίπεδο. Γιατί μια ματιά στο χρόνο και στο πλαίσιο της έκδοσης του ποιήματος το αναδεικνύει στις πραγματικές τους διαστάσεις.
   Το 1967 μια ομάδα συνταγματαρχών  του στρατού ενδύθηκε αυτόκλητα το ρόλο του σωτήρα, έστρεψε προδοτικά  το όπλα,  που ο ελληνικός λαός  της  είχε παραχωρήσει για να τον προστατεύει από εξωτερικές απειλές,  εναντίον του και πήρε πραξικοπηματικά την εξουσία, με την πρόφαση ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος ώστε να ξέρει ποιο είναι το συμφέρον του, και χρειάζεται  τον προστατέψει από τον εαυτό του, υποτίθεται, και από τον, ανυπόστατο ουσιαστικά,  «από Βοράν κίνδυνον».  Εγκαθίδρυσαν  ένα  δικτατορικό καθεστώς  βίας και ανελευθερίας με βασανισμούς, φυλακίσεις και εξορίες στα ξερονήσια και προπαγάνδιζαν την αξία της τυφλής υπακοής βασανίζοντας ή  κατηγορώντας ως τρομοκράτες  τους ανθρώπους εκείνους που τους αντιστάθηκαν. Ταυτόχρονα,  προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια πλαστή εικόνα ευημερίας  κατά την οποία εξαιτίας τους  «ησυχία, τάξις και ασφάλεια βασιλεύει εις άπασαν την επικράτειαν» και να παραστήσουν ότι παράγουν έργο οικειοποιούμενοι  δημόσια έργα που είχαν ξεκινήσει ή σχεδιάσει οι προηγούμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα οι ίδιοι ήταν ο αληθινός κίνδυνος και η χώρα ακόμα πληρώνει τις εγκληματικές τους αμέλειες.  Διότι με την προδοτική τους ενέργεια απομόνωσαν διεθνώς τη χώρα  και καθυστέρησαν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην ΕΟΚ. Έτσι τα οικονομικά προβλήματα εντάθηκαν και σε συνδυασμό με την αυταρχικότητα  του καθεστώτος και του κλίματος χαφιεδισμού που καλλιέργησε  εντάθηκε το μεταναστευτικό ρεύμα προς άλλες χώρες. Επιπλέον, οι άστοχοι χειρισμοί  και οι λεονταρισμοί της χούντας στο Κυπριακό , οδήγησαν στην αποχώρηση  των ελληνικών ταξιαρχιών που υπήρχαν στο νησί. Πράγμα που έκανε πιο εύκολη της νίκη των Τουρκικών δυνάμεων και τη διχοτόμηση του νησιού  μετά την εισβολή του 1974,  πρόφαση της οποίας ήταν, ας μη ξεχνάμε, η ενάντια στις διεθνείς συνθήκες προσπάθεια της Δικτατορίας να αναμιχθεί στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου,  αποπειρώμενη να οργανώσει αντίστοιχο πραξικόπημα στην Κύπρο και να ανατρέψει τον νόμιμο πρόεδρο του νησιού, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όσον αφορά τέλος  τα δημόσια έργα, πέρα από την προφανή παρατήρηση ότι από την εποχή του Πεισιστράτου ήδη  τέτοιες τεχνικές χρησιμοποιούν οι τύραννοι  ως προπέτασμα καπνού για να καλύψουν την αυταρχικότητα τους, εξελίχθηκαν σε σκανδαλώδη διασπάθιση και κατασπατάληση του του δημοσίου χρήματος  προς όφελος συγγενικών προσώπων των χουντικών τα οποία με αδιαφανείς διαδικασίες ανέλαβαν υποτίθεται να υλοποιήσουν.
        Μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και την λογοκρισία που επέβαλλε το καθεστώς τους,  οι πνευματικοί άνθρωποι σταμάτησαν εκδίδουν ως διαμαρτυρία για την ανελευθερία, λόγου και  την γενικότερη στέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων . Το 1971 ωστόσο εκδόθηκε  η συλλογική αντιστασιακή έκδοση «18 κείμενα». Ένα από αυτά  ήταν και το παρόν ποιήμα, το οποίο είναι λοιπόν ουσιαστικά μια πολιτική αλληγορία. Το πρώτο νοηματικό επίπεδο στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω είναι ένα εύρημα ώστε να παρακαμφθεί η λογοκρισία, με τον ίδιο τρόπο, ας πούμε, που ο Σαββόπουλος ονόμασε «Ωδή στο Γεώργιο Καραΐσκάκη» το τραγούδι που έγραψε προς τιμή του Αλέκου Παναγούλη ή του Τσε.  
      Στα πλαίσια αυτά, ο αφηγητής του κειμένου είναι ο ποιητής, άρα το παιδί του είναι το κοινό στο οποίο απευθύνει το ποίημα του, ο λαός  δηλαδή.  Και αυτοί που «του μιλούσανε» είναι οι Δικτάτορες.  Σύμφωνα με αυτά λοιπόν, ο λαός είναι διαχρονικά ώριμος να διαχειριστεί την αλήθεια και να επιλέξει ποιο είναι το συμφέρον του άρα δεν χρειάζεται  ούτε να τρομοκρατείται από ανυπόστατους κινδύνους ούτε να του παρουσιάζονται ωραιοποιημένες καταστάσεις σαν να ήταν παιδί, αυτά που συμβολίζουν δηλαδή  οι αναφορές στα παραμύθια: τους ανυπόστατους κινδύνους, την ωραιοποιημένη πραγματικότητα, την καλλιέργεια της υποταγής και την υποτιθέμενα ειδυλλιακή κατάσταση.   Συνεπώς, ο ρόλος του σωτήρα  που ενδύθηκαν οι Δικτάτορες  με σκοπό τάχα να γλυτώσουν τον ελληνικό λαό  από τον εαυτό του,  χαρακτηρίζοντας τον ως ασθενή που πρέπει να μπει στο γύψο δεν υφίσταται, είναι μόνο μια πρόφαση για να τον  χειραγωγήσουν . 
      "Τώρα" λοιπόν, σε αυτήν τη κρίσιμη στιγμή («τη νύχτα»),  χωρίς καθυστέρηση  ο ποιητής ορθώνεται και αναλαμβάνει την ευθύνη να αποκαταστήσει τα πράγματα. Να αποκαλύψει την αλήθεια χωρίς περιστροφές, να παρουσιάσει  αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο της  Δικτατορίας που έχει επιβληθεί στη χώρα και να φανερώσει ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες, εκείνοι που αγωνίστηκαν και πέθαναν για την ελευθερία δηλαδή και καθυβρίζονται ως προδότες από τους πραγματικούς προδότες.  Διότι, όπως με αγανάκτηση παρατηρεί ο ποιητής , σκοπός της ποίησης είναι να παίρνει θέση και να υπηρετεί την αλήθεια, γεγονός που καθιστά το ποίημα  αυτοαναφορικό.  Αλλά για αυτό θα μιλήσουμε πιο μετά. Οπότε ας αρκεστούμε στην παρατήρηση πως καθίσταται προφητικό.  Και όσον αφορά το αντιδικτατορικό κίνημα που γιγαντώθηκε τα επόμενα χρόνια με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο  αλλά και όσον αφορά την επικινδυνότητα των  δικτατόρων που οδήγησε, όπως είπαμε στην τουρκική εισβολή και την απώλεια της μισής Κύπρου (και επιδείνωσε την κατάσταση στα υπόλοιπα που ανέφερα πιο πριν).

   Πέρα από αυτά, η απουσία της παραμικρής ευθείας αναφοράς  στα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, προσδίδει στο ποίημα διαχρονικό  χαρακτήρα. Άρα μπορεί να θεωρηθεί  ότι αναφέρεται γενικά στα τυραννικά καθεστώτα,  Γιατί ανέκαθεν και κατά συρροή  για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους οι δικτατορίες καλλιεργούν τη αντίληψη ο λαός δεν είναι ικανός να διαχειριστεί σωστά τις δυσκολίες και θεμελιώνουν την εξουσία τους σε ωραιοποιημένες ανύπαρκτες καταστάσεις  (οι οποίες είναι ,υποτίθεται, απότοκο των δικών τους πράξεων) και σε ανυπόστατους κινδύνους (τους  οποίους επισείουν πάνω από το κεφάλι του λαού και για τους οποίους προβάλλουν τους εαυτούς τους ως σωτήρες), ενώ ταυτόχρονα βασανίζουν, εκτελούν  και εξαφανίζουν όσους μάχονται για την ελευθερία.
      Και βέβαια,  τέτοιες τακτικές δυστυχώς  δεν περιορίζονται μόνο σε δικτατορίες αλλά και σε δυσλειτουργικές δημοκρατίες ή  σε κατ’ επίφασιν  τοις πράγμασι διεθνείς οργανισμούς.   Δείτε μόνο   με ποιον τρόπο και μέσα  έγινε προσπάθεια να επηρεαστεί η βούληση του λαού στο δημοψήφισμα του 2015 ή σκεφτείτε ποια αντιμετώπιση και υπό ποιες πιέσεις επιφυλάχθηκε στη βούληση του λαού όπως εκφράστηκε στο ίδιο δημοψήφισμα. Και δεν μπορώ να ξεχάσω πρώην φέρελπι wanna be πρωθυπουργό με όνομα «βαρύ»,  που σε μια συνέντευξη αναφερόταν ανερυθρίαστα στο λαό «του».  Και σε διεθνές επίπεδο,  αναλογιστείτε τις  αποφάσεις που λαμβάνει ο ΟΗΕ ή αυτό που ψευδεπίγραφα ονομάζεται «Ευρωπαϊκή Ένωση» (και το σχολιάζω ως φιλοευρωπαϊστής),  υψηλόβαθμα στελέχη της οποίας έχουν το θράσος και την άνεση  να κάνουν δηλώσεις του τύπου «οι αγορές θα μάθουν τους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν»…  Και το αποκορύφωμα  όλων είναι ότι βγαίνουν σήμερα οι πολιτικοί επίγονοι της Δικτατορίας με κεντρικό σύνθημα "Η δημοκρατία πρόδωσε την Μακεδονία",  αποπειρώμενοι να κρύψουν με τη φασιστική ρητορική τους και τις φωνασκίες τους  τις πληγές της Κύπρου τις οποίες οι ίδιοι προκάλεσαν.
     Για να αρχίσουμε να θίγουμε και την αυτοαναφορικότητα του ποιήματος, αυτό δέχεται σειρά άλλων ερμηνειών ανάλογα με την ταυτότητα αυτών  «που μιλούσαμε», δίνοντας στο ποίημα χαρακτήρα δοκιμίου περί ποιητικής.  Ο Αναγνωστάκης μπορεί κάλλιστα λοιπόν  να αναφέρεται  σε άλλους ποιητές ή  ευρύτερα ανθρώπους των τεχνών  που δεν εφαρμόζουν αυτήν τη τακτική στο έργο τους.   Αρχικά, προφανώς θα μπορούσε να θεωρήσει  κανείς ότι η φράση αυτοί που «μιλούσανε» είναι  εκείνοι συγγραφείς  οι οποίοι με το έργο τους  ή με τις πράξεις τους υποστήριξαν την Δικτατορία. Πλην όμως ήταν ελάχιστοι και νομοτελειακά καταδικασμένοι να βυθιστούν στην ανυποληψία από την οποία προήλθαν και στην οποία ούτως ή άλλως ανήκαν.  Οπότε,  θεωρείται πιο πιθανό να αναφέρεται σε ποιητές με διαφορετική στάση ζωής από τη δική του, οι οποίοι  μολονότι αντιτίθενται ιδεολογικά  στην Χούντα ιδιωτεύουν και το καλλιτεχνικό τους έργο απηχεί μόνο τις καλλιτεχνικές αισθητικές τους αναζητήσεις και όχι την κοινωνική κατάσταση  και τα προβλήματα του λαού. Αυτό δηλαδή που  ο Μιχάλης Κατσαρός  πολύ λιγότερο υπαινικτικά  θίγει στον στίχο «όταν ακούω το Αιγαίο να γίνεται ποίηση  και να πλημμυρίζει τα σαλόνια».  Μόνο που όπως ήδη είχαν παρατηρήσει οι αρχαίοι ο αδρανής πολίτης είναι άχρηστος και στην πραγματικότητα όταν δεν αντιτίθεσαι ενεργά στο άδικο με το οποίο διαφωνείς,  ουσιαστικά το τρέφεις.

     Τέλος, ο Αναγνωστάκης  μπορεί να στρέφεται σε άλλους αριστερούς ποιητές οι οποίοι σίγησαν μετά την ήττα της Αριστεράς στον  Εμφύλιο σε αντίθεση με το ποιητή που στη δύσκολη αυτή στιγμή παρέμεινε ενεργός και μαχητικός,  διότι  όπως λέει σε άλλους στίχους για το «πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω  πόσες νερού φωλιές νερού να συντηρήσω  μέσα στις φλόγες». Ή ακόμα και σε άλλους  αριστερούς ποιητές οι οποίοι μετά το κομμουνιστικό σχίσμα του 1968 παρέμειναν  πιστοί στο ΚΚΕ και με την ποίηση τους δρούσαν ως αυτόκλητοι... επαναστασοφύλακες,  στρεφόμενοι ενάντια σε οποιαδήποτε ερμηνεία του παρελθόντος ή οποιαδήποτε ενέργεια, επαναστατική ή όχι,  του  παρόντος ή του μέλλοντος δεν υπαγορεύταν από την αυστηρή κομματική γραμμή ή δεν την ακολουθούσε .
   Η ίδια, τέλος, απουσία επικαιρικών στοιχείων που επισημάναμε πιο πάνω προσδίδει την ίδια διαχρονικότητα και στην  αυτοαναφορικότητα του ποιήματος.  Ο ποιητής υποστηρίζει γενικά ότι  ποίηση πρέπει να είναι μια επαναστατική πράξη  (δες και πάλι εδώ)  ακόμα κι αν τα αποτελέσματά της φαίνονται  φτωχά  και "δεν ανατρέπουν καθεστώτα"  και  ότι σκοπός της ποίησης είναι να υπηρετεί την αλήθεια και τον λαό κι όχι να υπηρετεί την ματαιοδοξία του ποιητή μέσω μιας επίδειξης λυρικών μέσων. Και ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται εξαιρετικά  συνεπής με τις αρχές του καθώς  επιλέγει να γράψει το ποίημα του απαλλαγμένο από οποιοδήποτε  περιττό "ποιητικό" στολίδι. Το ύφος είναι πεζολογικό, η γλώσσα λιτή, απλή και ακριβής ενώ από εκφραστικά σχήματα, πέραν της αλληγορίας στην οποία ουσιαστικά είναι χτισμένο το ποίημα υπάρχουν μόνο η επανάληψη του αρχικού στίχου και  το σχήμα χιαστί με το οποίο δομούνται τα  στοιχεία του παραμυθιού που αναφέρονται  όποια είπαμε τι συμβολίζουν .
    Παρόμοια αντίληψη για την τέχνη υποστηρίζει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο ποίημα του «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας",

 δρώντας κι αυτός  λίγο σαν κάποιο από τα παιδιά  που δεν του άρεσαν τα παραμύθια. Είναι υπέρμαχος μιας τέχνης η οποία λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Έτσι δεν του αρέσουν τα τραγούδια που δεν λένε την αλήθεια και κρύβουνε κάτω από παραμύθια τον πόνο και την ταλαιπωρία των ανθρώπων. Και γιατί αυτού του είδους τα τραγούδια είναι μόνο ζαχαρωμένα λόγια. Τα ωραία λόγια που τα λένε λυρισμό/το Αιγαίο που γίνεται ποίηση και μπαίνει μέσα στα σαλόνια…  Άρα, τέτοιου είδους τραγούδια είναι για τα σοκολατόπαιδα (και τον ποιητή Φανφάρα),

 δηλαδή για ανθρώπους καλομαθημένους  και αφελείς, Και συνεπώς από τη στιγμή που ο ίδιος  ο ποιητής δεν είναι ούτε το ένα ούτε και το άλλο νοιώθει πως τον υποτιμούν και τον κοροϊδεύουν.

Υ.Γ. 1: Άλλες δημοσιεύσεις για το ποίημα του Αναγνωστάκη (εδώ , εδώ κι εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: