Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Μια μέρα δεν θα γράψει η Ιστορία

   "Μια μέρα θα το γράψει η Ιστορία" λέει η  διασκευή από τον Νίκο Γκάτσο στους στίχους  του παραδοσιακού τραγουδιού  "Ο Μακεδών" που από βενιζελική σκοπιά περιγράφει τα γεγονότα που έγιναν γνωστά ως Εθνικός Διχασμός.

    Και πραγματικά, η Ιστορία έγραψε αναλυτικότητα για την διάσταση απόψεων μεταξύ του Κωνσταντίνου και του  Βενιζέλου όσον αφορά την στάση της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά, η επιζήμια, όπως αποδείχθηκε, για τα εθνικά συμφέροντα ουδετερότητα που υποστήριζε ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος οδήγησε, μετά την κατάληψη της Καβάλας από τους Βούλγαρους χωρίς ο ελληνικός στρατός, κατόπιν οδηγίας του Κωνσταντίνου, να αντιδράσει, στην εκδήλωση του φιλοβενιζελικού κινήματος της Εθνικής Αμύνης, στη δημιουργία δύο διαφορετικών "Ελλάδων", στην έξωση του Κωνσταντίνου και στην επανένωση της Ελλάδας υπό το Βενιζέλο με βασιλιά τον Αλέξανδρο, γιό του Κωνσταντίνου. Τα γεγονότα αυτά οδηγούν στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο από την πλευρά της Αντάντ, στην μεγάλη νίκη στη μάχη του Σκρα, και σε μεγάλα οφέλη για τη χώρα μετά την λήξη του πολέμου, καθώς ήταν από την πλευρά των νικητών, κάποια από τα οποία διατήρησε και κάποια απώλεσε μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία.
   Αυτό που δεν έγραψε κι ούτε πρόκειται να γράψει  η Ιστορία είναι πως και γιατί ο Εθνικός Διχασμός  υπήρξε ένας από τους παράγοντες εξαιτίας των οποίων εγώ είμαι σήμερα ο τελευταίος αρσενικός απόγονος της οικογένειάς μου (όχι του ονόματός μου).
   Γενάρχης της οικογένειάς μου υπήρξε ο γέρο-Λιμπέρης, ο οποίος μας κληροδότησε και το οικογενειακό παρατσούκλι Λιμπερέας ή Λιμπερακέας (Λιμπερατσέας με τσιτακισμό), υποθέτω για να ξεχωρίζουμε από τους άλλους που είχαν το ίδιο επώνυμο.  Ο Λιμπέρης ήταν ισχυρός τοπικός παράγοντας στις μέρες του, είχε ένα νερόμυλο και τρεις γιους, τον Ευριπίδη, τον Λεωνίδα και τον Περικλή. Ένας από τους Λεωνίδα ή Ευριπίδη (η συλλογική οικογενειακή μνήμη- τουτέστιν ο αδερφός μου που θυμάται ιστορίες που μας έλεγε ο πατέρας μου- δεν έχει συγκρατήσει ποιος) έμπλεξε με μια κοπέλα στην Μεσσηνία και  οι συγγενείς της τον πετάξαν από το βαγένι ενός φούρνου. Ο άλλος, αυτός που έζησε, όποιος ήταν από τους δύο, κανείς μας δεν θυμάται τι έγινε. Ο Περικλής ήταν  ο προπάππους μου.   Αν ο γέρο-Λιμπέρης είχε τίποτε κόρες η οικογενειακή αφήγηση δεν το συγκράτησε γιατί στη Μάνη του 19ου αιώνα είχαν παιδιά και κορίτσια, κι όπως καταλαβαίνετε, τα "παιδιά" ήταν σημαντικότερα γιατί θεωρούταν "ντουφέκια", άρα έδιναν δύναμη στην οικογένεια, και εξασφάλιζαν τη συνέχεια του ονόματος.  Ο Περικλής που λέγαμε ήταν τυχερός διότι είχε τέσσερα αγόρια (και μια κόρη, που η κόρη της έκανε ένα γιο ο οποίος  με φώναζε "ξάδερφο", που του ήμουν δηλαδή, αλλά εμένα μου φαίνοταν παράξενο γιατί εγώ ήμουν 7-8 χρονών κι εκείνος πενηνταφεύγα): τον Πέτρο, τον Βενετσάνο, τον Χρήστο και τον Ηλία, τον παππού μου.
   Και κάπου εκεί τα παιδιά του  μπήκαν στην δίνη της Ιστορίας.

   Ο Πέτρος στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού υποστήριξε  τον βασιλιά, όχι κατ' ανάγκη από πολιτική άποψη - ένα βοσκόπουλο στο Ταύγετο ήταν, ακολούθησε τους πολλούς. Το τάγμα στο οποίο άνηκε (που πιθανότατα αποτελούταν από Μανιάτες, οι οποίοι ως γνωστόν, ακολουθούσαν μέχρι κεραίας τις παραδόσεις, και για λόγους που δεν είναι του παρόντος "παραδοσιακά" υποστήριζαν τον βασιλιά) και που βρισκόταν στην Σπάρτη, τάχθηκε με τον βασιλιά. Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου, ολόκληρο το τάγμα στασίασε και εξεγέρθηκε, με αποτέλεσμα να δικαστούν  όλοι  από στρατοδικείο και  να καταδικαστούν σε θάνατο.  ('Η να φυλακιστούν και να απειλούνται με στρατοδικείο με προτεινόμενη  ποινή τον θάνατο). "Εγώ του το' λεγα", έλεγε μετά ένας συγχωριανός  που ήταν μέσα στους καταδικασμένους/φυλακισμένους. "Μην στεναχωρεύεσαι! Τίνα θα μας κάμουνε;Είμαστε πολλοί.  Θα μας αφήκουνε". Και είχε δίκιο. Στο μεταξύ όμως, Πέτρος πέθανε από τη στενοχώρια του - και πιθανότατα από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης- στη φυλακή. Το μόνο που έμεινε από αυτόν ήταν ένα γράμμα που έστειλε στη μάνα του όσο ήταν φυλακισμένος . Ένα γράμμα που κανείς πια δεν θυμάται πού είναι ή τι έλεγε...
   Ο δεύτερος, o ο Βενετσάνος,  δεν ξέρω τι έκανε στον Εθνικό Διχασμό, πάντως μετείχε στην μάχη του Σκρα τον Μάη του 1918. Κατά τη διάρκεια της μάχης, κι ενώ οι Βούλγαροι είχαν υποχωρήσει πια, τραυματίστηκε στην νεκρή ζώνη κάποιος Καλαματιανός λοχαγός και ζήτησε βοήθεια. Ο Βενετσάνος πήγε να βγει από το χαράκωμα για να τον βοηθήσει και έφαγε μια σφαίρα στο μέτωπο
Πέθανε για την πατρίδα του κι  η μνήμη του προσβάλλεται από νεοναζί...
από κάποιον ελεύθερο σκοπευτή. Έτσι κέρδισε μια θέση στο ηρώο των πεσόντων που στήθηκε στο κεφαλοχώρι της περιοχής, την Καρδαμύλη (για να προσβάλλεται η μνήμη του, δες την εικόνα), αλλά παιδιά δεν πρόλαβε να κάνει.  Ήταν νιόπαντρος και μετά το θάνατό του η χήρα του παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
  Οι άλλοι δύο, ο Χρήστος και ο Ηλίας δεν είμαι σίγουρος τι έκαναν στον πόλεμο. Πιθανότατα ο ένας, ο Χρήστος, ήταν πολύ μικρός ή δεν επιστρατεύτηκε ή, τέλος πάντων, πήγε και γύρισε.  Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι πήγε σώγαμπρος σε ένα γειτονικό χωριό και πέθανε άκληρος.
   Ο Ηλίας, ο παππούς μου, πήγε στον πόλεμο και γύρισε.  Ξέρω πως ήταν κι εκείνος σαν τα αδέρφια του εύζωνας (και δεν εννοώ στην ανακτορική φρουρά)  από την μοναδική φωτογραφία της ζωής του, κρεμασμένη ακόμα απέναντι από το κρεβάτι μου στο πατρικό μου: το κεφάλι του μονταρισμένο σε ένα προκάτ σώμα τσολιά. Ήταν ο μόνος που έκανε παιδιά,  έξι τον αριθμό, πριν πεθάνει νεότατος στα μέσα της δεκαετίας του '30, πιθανότατα από καρκίνο. Τρία κορίτσια, που είπαμε γιατί δεν μας νοιάζουν στην παρούσα αφήγηση, και τρία αγόρια, τον πατέρα μου και τους αδερφούς του. Από τα παιδιά αυτών, τέσσερις είμαστε τα αγόρια. Ο  ένας πέθανε χωρίς να κάνει παιδιά και οι υπόλοιποι κάναμε κορίτσια.
    Και κάπως έτσι εγώ που είμαι ο μικρότερος από όλους έμεινα ο τελευταίος άρρην απόγονος της οικογένειάς μου, Κι ένα - μικρό  έστω- μερίδιο ευθύνης  για αυτό φέρουν τα γεγονότα που σχετίζονται με τον Εθνικό Διχασμό.  Με άλλα λόγια, ενώ η ιστορική αφήγηση μας έχει μάθει να βλέπουμε ένα πόλεμο σε επίπεδο στρατηγών και πολιτικών ως ένα  παιχνίδι στρατηγικής μεταξύ  μεγάλων ανδρών,  οι συνέπειες του πολέμου πλήττουν κυρίως τους μικρούς (και άδοξους), αυτούς που είναι τα πιόνια στη σκακιέρα της στρατηγικής που λέγαμε και μάλιστα σε βάθος χρόνου,κοντά  εκατό χρόνια κάτι στην περίπτωσή μας. (Εκατό χρόνια και κάτι, στην πραγματικότητα, όπως θα δεις παρακάτω...)
   Θα μπορούσα, κατά τα λοιπά, να πω ότι η ιστορία αυτή έκανε το παππού μου στραφεί ενάντια στον βασιλιά και  εξηγεί και γιατί είμαι "εφτά χρόνια μικρότερος". Αλλά δεν θα το κάνω!  Πρώτον δεν είναι αλήθεια, δεύτερον γιατί στην πραγματικότητα γεννήθηκα μέσα στη Δικτατορία και,  τρίτον και κυριότερον,  γιατί όποια πολιτική στάση κράτησε ο πατέρας μου δεν του την υπαγόρευσε η υπακοή σε οποιουδήποτε είδους οικογενειακή παράδοση  αλλά η συνείδησή του - και για αυτόν το σέβομαι περισσότερο. Εάν το έκανα όμως, και χάλκευκα για τους δικούς μου λόγους την ιστορική αλήθεια, αυτό θα αποτελούσε  χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ζόρι που τραβάνε οι ιστορικοί στην προσπάθεια τους να φτάσουν σε μια αντικειμενική  αφήγηση της ιστορικής αλήθειας μέσα από τον υποκειμενισμό της προσωπικής αφήγησης του καθενός για ένα ιστορικό γεγονός.
     Στην πραγματικότητα  δε ο Βενετσάνος δεν ήταν ζωντανός στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού.  Μια μικρή αναζήτηση  που έκανα στο Διαδίκτυο, αφού είχα γράψει το αυτό το κείμενο  αποδεικνύει ότι μάλλον όταν ήμουν παιδάκι και μου αφηγούταν ο πατέρας μου την ιστορία σύνδεσα το θάνατο του Βενετσάνου με άλλο ιστορικό γεγονός. Ο Βενετσάνος πέθανε δυο μόλις μέρες πριν τη συνθηκολόγηση των Τούρκων στα Γιάννενα και το ουσιαστικό τέλος του Α΄Βαλκανικού,.  Στις
20/2/1913 στα Γιάννενα, όπως λέει το ΓΕΣ. Στο Μπιζάνι έλεγε ο πατέρας μου (μου θύμισε ο αδερφός μου), αλλά αυτό πιθανότατα έχει να κάνει με τη μάχη κι όχι με τον τόπο, ίσως ο παππούς ανήκε στο τάγμα εκείνο που υπό τον ταγματάρχη Βελισσάριο πλησίασε την πόλη παρά τις διαταγές και οδήγησε τον Εσάτ πασά στην εσφαλμένη εντύπωση ότι το Μπιζάνι είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό με αποτέλεσμα να παραδώσει την πόλη. Τα υπόλοιπα  που θυμάμαι, πάντως,  είναι ακριβή.  Αλλά παρόλα αυτά θα διατηρήσω το κείμενο ως έχει. Διότι, είτε έτσι είτε αλλιώς, μια χαρά αποδεικνύεται αυτό που θέλω να πω για τις συνέπειες του πολέμου.   Και κυρίως για να τιμήσω την μνήμη του παππού Βενετσάνου σήμερα που συμπληρώνονται 105 χρόνια (με το νέο ημερολόγιο, πέθανε σαν σήμερα) από το θάνατό του, που  από όλη τη ζωή του μείνανε δυο τρεις λέξεις σε μια λίστα του Γενικού Επιτελείου Στρατού  κι εκείνες αβέβαιες, για να παραφράσω τον ποιητή. Ο δε Πέτρος παρουσιάζεται εδώ στη σελίδα 52   ως πεσών. Πιθανότατα θα πρόκειται για  κάποια μεταθανάτια αμνήστευση. Κι όσον αφορά το θάνατό του, η ξαδέρφη μου νομίζει πως θυμάται πως ο Βενετσάνος τραυματίστηκε στο Μπιζάνι και πέθανε μετά από πρόβλημα στα επινεφρίδια. Δεδομένου πως θυμάμαι κι από τον πατέρα της την ιστορία με τον Καλαματιανό λοχαγό που ζήτησε βοήθεια, πιθανότατα μπέρδεψε στην μνήμη της τα δυο αδέρφια και το πρόβλημα με τα επινεφρίδια είναι η αιτία θανάτου του Πέτρου, σε συνδυασμό με την στεναχώρια του για τον εγκλεισμό και την καταδίκη που προκύπτει από τη μαρτυρία του συγχωριανού μας.
Ούτως ή άλλως  το κείμενο αυτό δεν είναι ιστορικό άρθρο, αλλά η ανάπτυξη σε ψευδοδοκιμιακή μορφή ενός διδακτικού ευρήματος που ξεστράτισε,  για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των μαθητών της Γ΄Λυκείου.
    Και δεν θα πω τίποτα άλλο, πάω να παίξω με τα παιδιά μου, έχω δυο κόρες (η μία φρεσκογεννημένη) και καθόλου δεν με πειράζει που δεν είναι γιοί. Γιατί, καθώς ο κόσμος προχωράει, συχνά η συμφορά του χθες είναι ευλογία σήμερα.
     Ααααα.....  Η μια από τις τρεις αδερφές του πατέρα μου, η Σταυρούλα που την φωνάζανε Βουλιάρα, πέθανε στην πρώιμη εφηβεία. Πήγε να κόψει κλαδιά κι έπεσε στο γκρεμό. Την ανέβασε μισοπεθαμένη  η γιαγιά μου στην πλάτη της, ψυχομάχησε για τρεις μέρες κι έπειτα πέθανε. Το ξέρω ότι είναι άσχετο με το θέμα. Αλλά δεν έχει κανέναν άλλο να τη θυμάται... 
   Μια μονάχα απορία μου έχει μείνει: Για ποιο λόγο, ρε παιδιά,  ο Γκάτσος αισθάνθηκε την ανάγκη να διασκευάσει τους στίχους του παραδοσιακού τραγουδιού; Έχει κάποια σχέση με την υπόθεση της ταινίας; Το έκανε για λόγους πολιτικής ορθότητας; Το έκανε για κάποιον  άλλο λόγο; Όποιος  ξέρει μου λέει. ...

Υ.Γ. Οι δυο όψεις της ζωής σου φωτογραφισμένες στραβά πάνω σε ένα σουπλά που δείχνει ένα ακτινίδιο...
Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα... 

΄Ό,τι απέμεινε απ' τη ζωή σου (και 5-6 άλλων) μια σειρά κακογραμμένες σημειώσεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια: