Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Αναμνήσεις από το μέλλον στα καπηλειά και τις ταβέρνες: "Οι Μοιραίοι" και "Πάλι μεθυσμένος είσαι" (Κώστας Βάρναλης), "Το καπηλειό" (Γιώργος Μητσάκης)

Το ποίημα "Οι μοιραίοι " του Κώστα Βάρναλη δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα  κι είναι ξεπερασμένο εντελώς,  καθώς  είναι γραμμένο στα 1922, δηλαδή πολλά χρόνια πριν μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και λύσουμε όλα μας τα προβλήματα. Για αυτό και αναίτια, πραγματικά, αποτελεί το πιο γνωστό ποίημα του ποιητή.  Ίσως να φταίει η μελοποίηση του από τον Μίκη Θεοδωράκη.  Αυτουνού δεν είναι και το συρτάκι;Αα;

   "Οι μοιραίοι"  είναι ένα ποίημα στο οποίο συνυπάρχουν τα "συνήθη" λυρικά στοιχεία με αφηγηματικά. Το ποιητικό υποκείμενο δρώντας ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται  σε α΄πληθυντικό πρόσωπο τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων που κατοικούν σε  σε μια λαϊκή, υποβαθμισμένη και φτωχή συνοικία ενός αστικού περιβάλλοντος. Η χρήση του α' προσώπου προσδίδει στη μεν  ποιητική φωνή προσωπική γνώση και  εμπειρία για  το θέμα που θίγεται και στο ποίημα την  αμεσότητα της μαρτυρίας·  ο πληθυντικός αριθμός, από την πλευρά του,  υποδηλώνει ότι  η ποιητική φωνή μιλάει ως εκπρόσωπος μιας ομάδας, άρα πρακτικά, υποβαθμίζοντας την σημασία του " λυρικού εγώ", της ποίησης δηλαδή ως μέσο έκφρασης προσωπικών συναισθημάτων,  μετατρέπει την ποιητική διαδικασία σε ένα συλλογικό όπλο.
    Στην πρώτη στροφή παρουσιάζεται με κινηματογραφική εστίαση ο τόπος, το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται το ποίημα και τα πρόσωπα στα γενικά τος χαρακτηριστικά.   Πρόκειται, όπως προκύπτει από τον πρώτο στίχο,  για μια μια υπόγεια ταβέρνα- κι όχι για ένα εστιατόριο σε ρετιρέ.  Χώρος που απευθύνεται σε άτομα της λαϊκής τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγετια.  Στον δεύτερο στίχο περιγράφεται η παρακμιακή ατμόσφαιρα του μαγαζιού  όπου οι  καπνοί και οι  βρισιές να κυριαρχούν η οποία είναι είναι δηλωτική της κατάστασης και του μορφωτικού επιπέδου των θαμώνων. Βασική, αν όχι μόνη, διασκέδαση των ανθρώπων αυτών είναι μια λατέρνα που ακούγεται να περνά πάνω στο δρόμο, η παραφωνία της οποίας ("στρίγγλιζε")  βρίσκεται και  σε   ιδιότυπη αρμονία με της "παράφωνης" ζωής τους και την τονίζει γλαφυρά.    Στην συνέχεια,  η κάμερα εστιάζει στα πρόσωπα.  Συνήθως,  όταν λέμε ότι  οι άνθρωποι βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν, εννοούμε πλέον ότι βγαίνουν να περάσουν καλά, να ευφρανθεί η ψυχή τους, να ψυχαγωγηθούν. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους συγκεκριμένους θαμώνες, της συγκεκριμένης ταβέρνας που αντιπροσωπεύουν τα μέλη συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, της εργατικής. Η βραδινή έξοδος αυτών των ανθρώπων παραπέμπει στην αρχική σημασία της λέξης "διασκέδαση":  ένας μηχανισμός απάλυνσης αγχογόνων καταστάσεων.  Γιατί για καθέναν από αυτούς  η παρουσία στην ταβέρνα αποτελεί μιαν καθημερινή ρουτίνα, μιαν ανεπιτυχή προσπάθεια να ξεχαστούν και να ξεχάσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Πρόκειται δηλαδή για ένα ψευδοφάρμακο απελπισίας που λειτουργεί τελικά ως δηλητήριο, προικονομώντας την τελευταία στροφή του ποιήματος.
    Στην επόμενη στροφή περιγράφονται η συμπεριφορά και η ψυχολογία των θαμώνων της ταβέρνας.  Σφίγγονται ο ένας δίπλα στον άλλο, πράγμα που μεν  δείχνει την έλλειψη χώρου , κυρίως  δε ότι η παρουσία τους εκεί οφείλεται στην ανάγκη να αντλήσουν δύναμη και κουράγιο ο ένας από τον άλλο. Αυτό όμως  σημαίνει ότι ανατρέπεται η έννοια  την "παρέας",  η οποία αναφέρθηκε την προηγούμενη στροφή. Η παρέα είναι μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι αλληλεπιδρούν δυναμικά στα πλαίσια της, Τούτοι οι θαμώνες όμως  περιορίζονται να  στέκονται  μονάχα ο ένας πλάι στον άλλο την ώρα που ο καθένας χωριστά μόνος του αναμετριέται με την προσωπική του εκδοχή ενός κοινού προβλήματος.  Στο σημείο αυτό οι κυρίες της καλής κοινωνίας με τα γαλλικά και το πιάνο θα φρίξουν που οι θαμώνες της ταβέρνας αυτής  δεν έχουν καθόλου καλή  κοινωνική μόρφωση και φτύνουν κάτω, επιδεικνύοντας παντελή έλλειψη καλής ανατροφής.  Βέβαια,  αυτές  δεν έχουν να αντιμετωπίσουν το παραμικρό πρόβλημα βιοπορισμού.  Δεν έρχονται δηλαδή δηλαδή αντιμέτωπες με το μεγάλο βάσανο της ζωής των ανθρώπων αυτών για τους οποίους οι καλοί τρόποι αποτελούν περιττή πολυτέλεια, πράγμα που υπογραμμίζεται στους επόμενους στίχους: Τίποτα καλό δεν έχουν και δεν μπορούν να θυμούνται από τη ζωή τους.
    Η τρίτη στροφή επιτελεί πολλαπλό ρόλο. Η ατμόσφαιρα αλλάζει και μαζί  αλλάζει επί  το ποιητικότερον και το λυρικότερον το λεξιλόγιο του ποιήματος, το οποίο μέχρι τώρα αποτελούνταν κυρίως από  "αντιποιητικές" λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου.  Η αλλαγή στην ποιητική ατμόσφαιρα όμως είναι στοιχείο που τίθεται για να αναιρεθεί. Κι  έτσι οι λυρικές / ποιητικές λέξεις λειτουργούν ως όχημα ειρωνείας των κυριών του καλού κόσμου που λέγαμε όπως και αυτού που εκπροσωπούν,  ώστε τελικά να   μεγεθυνθεί η κατάδειξη και η καταδίκη των κοινωνικών/οικονομικών ανισοτήτων. "Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο" έλεγε ο Ντοστογιέφσκι,  όμως για τους ανθρώπους αυτούς μάλλον δεν έχει προνοηθεί σωτηρία.  Γιατί  σε καμιά ομορφιά  της φύσης και σε καμιά συνεπαγόμενη απόλαυση δεν έχουν μέρισμα κι έτσι αντιστικτικά διαγράφεται εντονότερα η δυστυχία τους.  "Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες, τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες", πού λέει και το τραγούδι.

   Σ'  ένα δεύτερο επίπεδο,   αυτή η αναφορά  (μη αναφορά, κατ' ουσίαν) στη φύση, αγαπημένο θέμα ως γνωστόν της λυρικής ποίησης,  και ο συνακόλουθος  σαρκασμός του λυρισμού χρησιμοποιούνται ως ποιητικό μανιφέστο από τον Βάρναλη.  Σηματοδοτεί την άρνηση της μέχρι τότε  ποιητικής του πορείας,  η οποία υπήρξε συμπορευόμενη  μ' αυτού του είδους τον στείρο λυρισμό,  και την  σύγκρουσή του με τις τρέχουσες αισθητικές αντιλήψεις, που εκλάμβαναν την ποίηση ως  όχημα λυρικής εξιδανίκευσης στην υπηρεσία  ή της χρεοκοπημένη ςπλεόν  ιστορικά και εθνικά "Μεγάλης Ιδέας" ή της έκφρασης προσωπικών ευαισθησιών, ως συμβάν  κλειστού, ιδιωτικού  χώρου δηλαδή. Στην μικρή  ποιητική πραγματεία που αποτελεί αυτή η στροφή,  ο Βάρναλης αρνείται το δόγμα "η τέχνη για την τέχνη" και θέτει την ποίηση του στην υπηρεσία της κοινωνικής αλλαγής και της λαϊκής απελευθέρωσης. Ως εκ τούτου, στρέφεται προς μια ποίηση  από τη ζωή και για τη ζωή, μια στάση στην οποία έμεινε σταθερός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και ως άνθρωπος και ως ποιητής.
   Στην τέταρτη στροφή κάποια από τα  προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι αυτοί αναφέρονται παραδειγματικά,   με την έννοια ότι δεν αποτελούν προσωπικά   θέματα του χ θαμώνα της ταβέρνας στον οποίον αποδίδονται, αλλά είναι ενδεικτικά των προβλημάτων της λαϊκής τάξης γενικά. Τα προβλήματα αυτά υποδηλώνουν την απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας για αυτούς από την μεριά του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα: Σε περίπτωση κάποιου εργατικού ατυχήματος το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι ο αργός θάνατος όπως  περιμένει τον πατέρα του ενός. Λόγω των άθλιων συνθηκών ζωής,  είναι τα πιθανότερα θύματα ανίατων ασθενειών από τις οποίες θα λυώσουν μόνοι και αβοήθητοι, όπως του άλλου οι γυναίκα.  Θα στραφούν ευκολότερα λόγω της   απελπισίας τους  σε  "ανάγκης λοβιτούρες" μήπως και βελτιώσουν τις άσχημες συνθήκες ζωής τους κι  εξαιτίας της φτώχειας τους  τιμωρούνται με  την επιβολή βαρύτερων ποινών τις οποίες εκτίουν σε χειρότερες συνθήκες κράτησης, όπως ο γιος του Μάζη.  Κι εξωθούνται στην πορνεία για να επιβιώσουν, γενόμενοι οι απόκληροι των απόκληρων, όπως η κόρη του Γιαβή.
   Στην  επόμενη στροφή,  ο ποιητής δίνει  απευθείας το λόγο στους ενδεικτικούς  ήρωές του. Όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχει  πρόβλημα στη ζωή τους και πως η ανεύρεση της αιτίας του θα δώσει την λύση.  Ο ένας ορίζει υπαίτια  την άτυχη τους μοίρα, ο άλλος την εγκατάλειψη από το θεό, ο τρίτος αποδίδει την ευθύνη στους ίδιους που δεν είναι για παραπάνω κι ο τελευταίος κατηγορεί το κρασί.  Αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται,  τις πραγματικές αιτίες κανείς τους  δεν τις βρήκε να τις πει ακόμα ( Αυτό βέβαια θα αλλάξει στην  επόμενη στροφή).
  Στην τελευταία στροφή παρουσιάζονται  τα αποτελέσματα της αδυναμίας τους  να εντοπίσουν  την αιτία των προβλημάτων τους  και άρα και   τη λύση:  Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι επιστρέφουν καθημερινά σαν υπνοβάτες  στην  σκοτεινή - η λέξη κυριολεκτικά και μεταφορικά-  ταβέρνα,  η οποία πλέον έχει αναχθεί σε σύμβολο όλης τους της ζωής. Πίνουν κρασί αμίλητοι παραμένοντας  πάντα σκυφτοί -η λέξη κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κι είναι ψυχικά τόσο καταβεβλημένοι και ηττημένοι  ώστε αισθάνονται σαν σκουλήκια τα οποία δίκαια πρέπει να  υφίστανται αδιαμαρτύρητα κάθε καταπίεση και ταλαιπωρία. ΄Κι όντας τόσο αδύναμοι, μοιρολάτρες και άβουλοι, το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι ένα θαύμα.
    Αναρωτιέται κάποιος σε μια παλιά ιστορία με τη μορφή αστεϊσμού: "Γιατί οι ελέφαντες πίνουν μόνο νερό;" Και η απάντηση είναι : "Γιατί κανένας δεν τους δίνει κάτι άλλο". Με άλλα λόγια: "Κουκιά τρώμε, κουκιά μαρτυράμε".  Από ανθρώπους που αγωνιούν για την καθημερινή επιβίωση  η οξυδέρκεια και η υπό ευρύτερο πρίσμα ανάλυση και κατανόηση των  πολύπλοκων θεμάτων που ευθύνονται για τις δυσκολίες είναι ο τελευταίο που μπορεί να περιμένει κανείς.  Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος φτώχειας και έλλειψης παιδείας  που αυτοανατροφοδοτείται αέναα. Η αδυναμία εντοπισμού της αιτίας ενός προβλήματος οδηγεί  στην αδυναμία επίλυσής του και νομοτελειακά στα ίδια αποτελέσματα.
Μήπως φταίνε και λίγο οι ελέφαντες όμως;
   Ένας λαϊκιστής θα εξαπέλυε ένα δριμύ κατηγορώ σε εκείνες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που έχουν καταδικάσει τους ανθρώπους του λαού σε μια ζωή αυτού του είδους και θα περιοριζόταν σ' αυτό   Ο Βάρναλης όμως, που δεν είναι λαϊκιστής εφόσον πραγματικά ενδιαφέρεται για τον λαό,  δεν θέλει να αναφέρει το προφανές ούτε να χαϊδέψει αυτιά. Σκοπός του είναι  να ταρακουνήσει και   αφυπνίσει τις λαϊκές μάζες: Να άρουν το οξύμωρο της ονοματικής φράσης γενόμενες περισσότερο λαϊκές  και  λιγότερο μάζες με σκοπό να διεκδικήσουν αυτό που τους αξίζει και τους αρνούνται.  Όλο το νόημα  του ποιήματος. λοιπόν,   βρίσκεται στη λέξη "μοιραίοι"-  που όχι τυχαία επιλέγεται ως τίτλος του ποιήματος- και χρησιμοποιείται και με τις δυο σημασίες της ταυτόχρονα.  Φταίνε οι ίδιοι πρωτίστως γιατί, επειδή είναι μοιραίοι, έχουν δηλαδή αποδεχθεί μοιρολατρικά την κατάσταση και δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν, γίνονται μοιραίοι,  ολέθριοι δηλαδή, εφόσον με τις μη-πράξεις τους παρατείνουν την καταστροφή τους.  Αυτό είναι εκείνο που "κανένα στόμα δεν το  βρε και δεν το 'πε ακόμα". Και,  για να παραφράσω τον Σεφέρη, πρέπει  πρώτα να το καλλιεργήσεις μέσα στις φλέβες σου το θάμα για να συμβεί.
     Το 1950, ο Βάρναλης σε κάποιον που είχε παρατηρήσει στα σοβαρά αυτό που  εγώ γράφω ειρωνικά στην αρχή, ότι πρόκειται για ένα ξεπερασμένο ποίημα, είχε απαντήσει μεταξύ άλλων: "«’’Οι Μοιραίοι’’ γραφτήκανε πριν από 30 χρόνια! Αλλά για τα έργα της Τέχνης ο όρος »ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν είναι σωστή μια τέτοια κρίση. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ξύπνησε συνειδήσεις. Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρό εκείνω, όπως υπάρχουνε και σήμερα. Το ποίημα, χ τ υ π ά ε ι κείνην τη μερίδα του κόσμου που λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι’ αυτό-εγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα ‘’θάμα’’.
   Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι ήσαν περισσότεροι και τώρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι, πώς υπάρχουνε, υπήρχανε και θα υπάρχουνε »Μοιραίοι», όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι’ όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την τύφλωση του Έθνους.
Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι’ αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινόμαστε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι’ ότι θα γίνεται μέχρι συντελέσεως του κράτους δικαίου! Όλ’ η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή μοιρολατρίας του λαού. Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδος δεν ντρέπονται να παρουσιάζονται ως «σωτήρες» (‘’το θάμα’’!)
Δυστυχώς όλοι αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι• είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το χ τ ύ π η μ α των Μοιραίων είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου ‘’ξυπνήσουμε νεκροί’’».
( Με άλλα λόγια, φίλε αναγνώστη, ο Σόιμπλε, φερ' ειπείν,  κάνει τη δουλειά του. Εσύ κάνεις της δική σου ή κλαψουρίζεις μόνο στην σύγχρονη ταβέρνα που λέγεται "Facebook"; )
    Στο ίδιο (μη) ποιητικό και  ακραιφνώς ρεαλιστικό σύμπαν και επιτελώντας τους ίδιους ποιητικούς σκοπούς  διαδραματίζεται  ένα άλλο γνωστό ποίημα του Βάρναλη από τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής "Σκλάβοι πολιορκημένοι" (1922), γνωστό με τον  πρώτο στίχο του,  "Πάλι μεθυσμένος είσαι". Ο Βάρναλης δίνει ένα  πικρά γελοιογραφικό πορτραίτο ενός λαϊκού τύπου που,  παρά τα όσα φαινόταν ότι θα μπορούσε να καταφέρει,  κατέληξε να γυρίζει μεθυσμένος στα καπηλειά, ζητιανεύοντας ένα ποτήρι κρασί και υποφέροντας αγόγγυστα  τις κοροϊδίας των άλλων, κλείνοντας το ποίημα  με τη γνωστή παροιμία "αχ,  που είσαι νιότη που λεγες πως θα γινόμουν άλλος".
    Αυτό  το οποίο καυτηριάζεται άμα το συνδυάσουμε  τα δύο ποιήματα είναι η  αντίληψη  "υπάρχουν και χειρότερα".  Οι θαμώνες μιας ίδιας ταβέρνας, σε μια ίδια  φτωχική συνοικία  κοροϊδεύουν ή ελεούν  (Πρακτικά είναι το ίδιο πράγμα αφού τους κάνει να νοιώθουν ανώτεροι. Γι' αυτό άλλωστε το κάνουν...) τον μέθυσο της γειτονιάς που προσπαθεί ζητιανεύοντας να ικανοποιήσει το πάθος του,  μη γνωρίζοντας κανείς αν η διάψευση των προσδοκιών  της νιότης του οφείλεται στην αδύναμη θέληση ή στην ανικανότητά του να διαχειριστεί τα προβλήματα της ζωής. Κάτι σαν την "ηθική" της φυλακή, όπου οι δράστες "ευγενών, ηρωικών" εγκλημάτων (ληστείες, φόνοι κλπ) κακοποιούν και απεχθάνονται εκείνους που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα  που σχετίζονται κυρίως με παράνομους τρόπους ικανοποίησης της γενετήσιας επιθυμίας.  Άλλωστε, και εδώ με φυλακή έχουμε να κάνουμε. Άλλου είδους, αλλά φυλακή. Τον φαύλο κύκλο της φτώχειας.(Κατόπιν δημοσίευσης θυμήθηκα "Τα χταποδάκια" του (μπον βιβέρ κι  καλοζωισμένου)  Καραγάτση)
      Μια ιστορία που ξεσήκωσα από δεν-θυμάμαι- ποια ταινία λέει πώς ο μπαμπάς χτυπάει τη μαμά, που δέρνει τον μεγάλο γιο, που κοπανάει τον μικρό, που κλωτσάει τον σκύλο, που ορμάει στη γάτα, που κυνηγάει τον ποντικό, που τρώει το τυράκι, που, το τυράκι , δεν έχει κανένα.  Κανείς, λοιπόν, δεν θέλει να είναι  το τυράκι. Για αυτό και ελεούν τον μέθυσο (αισθάνονται καλύτερα που  υπάρχουν κι άλλοι φτωχότεροι), για αυτό και τον κοροϊδεύουν (εξισορροπούν ψυχολογικά  την βία που υφίστανται από δυνατότερους  ασκώντας την  σε πιο αδύναμους).  Μόνο που εν αγνοία τους  το μόνο που καταφέρνουν είναι να διατηρούν, να ανακυκλώνουν  και να ενισχύουν την δυσώδη κατάσταση στην οποία ζουν. Γιατί όποιος ανέχεται τα κακά επειδή υπάρχουν τα χειρότερα, δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει τα καλύτερα...
    Άλλωστε, κι  ίδιος ο Κωσταντής ( ο μέθυσος του ποιήματος) το ίδιο μπορεί να λέει... Να, ας πούμε, ο απένταρος μπεκρής στο τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη "Το καπηλειό"  είναι ακόμα χειρότερα. Αυτός κάθεται σαν δαρμένο σκυλί έξω στα σκαλιά  του καπηλειοιύ, μες την παγωνιά , γιατί " είναι φτωχό το καπηλειό και βερεσέ δε δίνει". (Δες κι αυτό στο μεταξύ...)
Πάλι καλά να λέμε, λοιπόν, υπάρχουν και χειρότερα...  (Ουπς! Άρχισα να την πατάω κι εγώ;;;;)

Ο ίδιος πάντως ο Βάρναλης δεν ασκεί μόνο κριτική,  έχει και λύσεις: "Άϊντε θύμα, άϊντε ψώνιο, άϊντε σύμβολό αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς".
Και θα κλείσω με ένα τραγούδι που έγραψε κάποιο  λαϊκό, κατά κάποιο τρόπο,  παιδί του οποίου   δεν του θόλωσαν την οξυδέρκεια  τα λεφτά, οι γυναίκες, η επιτυχία και τα ναρκωτικά. Τα εναλλακτικά μέσα καταστολής δηλαδή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: