Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Το ποτάμι - Αντώνης Σαμαράκης (μη λογοκριμένο)

Από μαθητής έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με το διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη.
Φόρα κάτι, κοπελιά! Έχουμε και παιδιά....
   Μαθητής στην Γ΄ Λυκείου ήμουν την πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή μαζί του και διαβάζοντας το παρατήρησα σ' ένα σημείο (το σχολικό βιβλίο παραμένει το ίδιο αν εξαιρέσει κανείς την προσθήκη κάποιων νεότερων λογοτεχνών και την μεταφορά της Γενιάς του '30 στη Β΄Λυκείου, "Νέο βιβλίο" σημαίνει προφανώς "καινούργια βιβλιοδεσία") ότι έλειπε ένα κομμάτι. Έψαξα (ήταν στην βιβλιοθηκη
του σχολείου) και το βρήκα. Το κομμάτι που έλειπε ήταν  το όνειρο του πρωταγωνιστή στο οποίο το ποτάμι έχει μεταμορφωθεί σε μια γυμνή γυναίκα, με σταρένειο δέρμα που, ξαπλωμένη στο γρασίδι, τον περιμένει. Αν ήθελα να είμαι σαρκαστικός θα έλεγα ότι ευχαρίστησα τους καλούς εκείνους κύριους που με προφύλαξαν από μια τέτοια ανηθικότητα, στην πραγματικότητα απλά γέλασα μαζί τους, (Έίχα διαβάσει ήδη την "Ιθάκη" του Καβάφη σε ένα βιβλίο του αδερφού μου κι είχα επίγνωση της απομάκρυνσης από το σχολικό βιβλίο των "ηδονικών μυρωδικών" που θεώρήθηκε σκόπιμο να απαλειφθούν ωστέ να προστατευτούν οι άδολες παιδικές ψυχές μας. )
  Την επόμενη φορά που ήρθα σε επαφή με το διήγημα ήμουν καθηγητής, το βιβλίο ήταν καινούριο (βασικά το παλιό ήταν, με άλλη βιβλιοδεσία και την Γενιά του '30 σταλμένη στην Β΄Λυκείου, ώστε να χωρέσουν νεότεροι λογοτεχνες) και- ναι! - η γυμνή γυναίκα πάλι απουσίαζε. Το γεγονός ότι δίδασκα σε Εσπερινό Σχολείο με μ.ο. ηλικίας  των μαθητών της τάξης μεγαλύτερος από τον δικό μου απλά ενέτεινε την αίσθηση του γελοίου.
  Τα θυμήθηκα όλα αυτά όταν προσφατα έψαχνα το βιβλίο της Λογοτεχνίας της Γ' Λυκείου για να
βρω ένα χαρούμενο κείμενο, όπως με παρεκάλεσαν τα πανελληνικοκαμμένα παιδιά μου. Εννοείται ότι
"Το ποτάμι", Κωνσταντίνος Βολανάκης
δεν βρήκα κι εννοείται ότι η γυμνή γυναίκα συνεχίζει να απουσιάζει ("γύρισαν" όμως τα "ηδονικά μυρωδικά")... Το γεγονός αυτό αγγίζει τα όρια του  παραλόγου, εφόσον ζούμε στην εποχή της ασυδοσίας του Διαδικτύου κι ενδεχομένως καθένας από μάς  έχει "σκοτώσει και καμιά χιλιάδα άτομα στο Grand Theft Auto... Οπότε, αναρωτιέμαι, τέτοιοι πουριτανισμοί που αποσκοπούν; Όμως, ανεξαρτήτως εποχής, το ερώτημα που παραμένει είναι αν έχει κάποιος δικαίωμα (που δεν έχει) να κόβει και να ράβει έργα τέχνης ώστε να ταιριάζουν στις ηθικές τους αντιλήψεις... Ερωτώ, γιατί  διερωτώμαι αν πρόσφατα που πήγαμε εκπαιδευτική εκδρομή στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου, έπρεπε να ρίξουμε κάτι στην "Λουόμενη Αφροδίτη", που είναι θεόγυμνη...
    Εμένα πάντως, δεν μου αρέσουν οι λογοκρισίες βασικά, και για αυτό θα παραθέσω, αφού σας βάλω να ακούσετε κι ένα παρεμφερές τραγουδάκι των Doors, το διήγημα  χωρίς περικοπές...

Τὸ πο­τά­μι - Αντώνης Σαμαράκης
    Η ΔΙΑΤΑΓΗ εἴ­τα­νε ξε­κά­θα­ρη: Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται τὸ μά­νιο στὸ πο­τά­μι, ἀ­κό­μα καὶ νὰ πλη­σιά­ζει κα­νέ­νας σὲ ἀ­πό­στα­ση λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δι­α­κό­σια μέ­τρα. Δὲ χώ­ρα­γε λοι­πὸν κα­μιὰ πα­ρα­νό­η­ση. Ὅ­ποι­ος τὴν πα­ρέ­βαι­νε τὴ δι­α­τα­γή, θὰ πέρ­να­γε στρα­το­δι­κεῖ­ο.
    Τοὺς τὴ δι­ά­βα­σε τὶς προ­άλ­λες ὁ ἴ­διος ὁ ταγ­μα­τάρ­χης. Δι­έ­τα­ξε γε­νι­κὴ συγ­κέν­τρω­ση, ὅ­λο τὸ τάγ­μα, καὶ τοὺς τὴ δι­ά­βα­σε. Δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας! Δὲν εἴ­τα­νε παῖ­ξε-γέ­λα­σε.
      Εἴ­χα­νε κά­που τρεῖς βδο­μά­δες ποὺ εἶ­χαν ἀ­ρά­ξει δῶθε ἀπ’ τὸ πο­τά­μι. Κεῖθε ἀ­π’ τὸ πο­τά­μι εἴ­ταν ὁ ἐ­χθρός, οἱ Ἄλ­λοι ὅ­πως τοὺς λέ­γα­νε πολ­λοί.
    Τρεῖς βδο­μά­δες ἀ­πρα­ξί­α. Σί­γου­ρα δὲ θὰ βά­στα­γε πο­λὺ τού­τη ἡ κα­τά­στα­ση, μὰ γιὰ τὴν ὥ­ρα ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ­συ­χί­α.
     Καὶ στὶς δυ­ὸ ὄ­χθες τοῦ πο­τα­μιοῦ, σὲ με­γά­λο βά­θος, εἴ­τα­νε δά­σος. Πυ­κνὸ δά­σος. Μέ­σ’ στὸ δά­σος εἴ­χα­νε στρα­το­πε­δεύ­σει καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ.
    Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες τους εἴ­τα­νε πὼς οἱ Ἄλ­λοι εἴ­χα­νε δυ­ὸ τάγ­μα­τα ἐ­κεῖ. Ὡ­στό­σο, δὲν ἐ­πι­χει­ρού­σα­νε ἐ­πί­θε­ση, ποι­ὸς ξέ­ρει τί λο­γα­ρι­ά­ζα­νε νὰ κά­νου­νε. Στὸ με­τα­ξύ, τὰ φυ­λά­κια, καὶ ἀ­π’ τὶς δυ­ὸ με­ρι­ές, εἴ­ταν ἐ­δῶ καὶ κεῖ, κρυμ­μέ­να στὸ δά­σος, ἕ­τοι­μα γιὰ πᾶν ἐν­δε­χό­με­νο.
    Τρεῖς βδο­μά­δες! Πῶς εἴ­χα­νε πε­ρά­σει τρεῖς βδο­μά­δες! Δὲ θυ­μόν­του­σαν σ’ αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο, ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει ἐ­δῶ καὶ δυ­ό­μι­ση χρό­νια πε­ρί­που, ἄλ­λο τέ­τοι­ο δι­ά­λειμ­μα σὰν καὶ τοῦ­το.
    Ὅ­ταν φτά­σα­νε στὸ πο­τά­μι, ἔ­κα­νε ἀ­κό­μα κρύ­ο. Μὰ ἐ­δῶ καὶ με­ρι­κὲς μέ­ρες, ὁ και­ρὸς εἶ­χε στρώ­σει. Ἄ­νοι­ξη πιὰ !
   Ὁ πρῶ­τος ποὺ γλί­στρη­σε κα­τὰ τὸ πο­τά­μι εἴ­τα­νε λο­χί­ας. Γλί­στρη­σε ἕ­να πρω­ι­νὸ καὶ βού­τη­ξε. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, σύρ­θη­κε ὣς τοὺς δι­κούς του, μὲ δυ­ὸ σφαῖ­ρες στὸ πλευ­ρό. Δὲν ἔ­ζη­σε πολ­λὲς ὧ­ρες.
  Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, δυ­ὸ φαν­τά­ροι τρα­βή­ξα­νε γιὰ κεῖ, καὶ δὲν τοὺς ξα­να­εῖ­δε πιὰ κα­νέ­νας. Ἀ­κού­σα­νε μο­νά­χα πο­λυ­βο­λι­σμούς, καὶ ὕ­στε­ρα σι­ω­πή.
    Τό­τε βγῆ­κε ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας.
  Εἴ­τα­νε ὡ­στό­σο με­γά­λος πει­ρα­σμὸς τὸ πο­τά­μι. Τ’ ἀ­κού­γα­νε ποὺ κυ­λοῦ­σε τὰ νε­ρά του καὶ τὸ λα­χτα­ρού­σα­νε. Αὐ­τὰ τὰ δυ­ό­μι­ση χρό­νια τοὺς εἶ­χε φά­ει ἡ βρῶ­μα. Εἴ­χα­νε ξε­συ­νη­θί­σει ἀ­πό ‘­να σω­ρὸ χα­ρές. Καὶ νά, τώ­ρα, ποὺ εἶ­χε βρε­θεῖ στὸ δρό­μο τους αὐ­τὸ τὸ πο­τά­μι. Μὰ ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας…

     — Στὸ δι­ά­ο­λο ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας! εἶ­πε μέ­σ’ ἀ­π’ τὰ δόν­τια του, κεί­νη τὴ νύ­χτα.
   Γύ­ρι­ζε καὶ ξα­να­γύ­ρι­ζε καὶ ἡ­συ­χί­α δὲν εἶ­χε. Τὸ πο­τά­μι ἀ­κου­γό­τα­νε πέ­ρα καὶ δὲν τὸν ἄ­φι­νε νὰ ἡ­συ­χά­σει.
     Θὰ πή­γαι­νε τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, θὰ πή­γαι­νε ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Στὸ δι­ά­ο­λο ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας, τὴν ἔ­γρα­φε στ’ ἀ­παυ­τά του.
   Οἱ ἄλ­λοι φαν­τά­ροι κοι­μόν­του­σαν. Τέ­λος τὸν πῆ­ρε κι αὐ­τὸν ὁ ὕ­πνος. Εἶ­δε ἕ­να ὄ­νει­ρο, ἕ­ναν ἐ­φιά­λτη. Στὴν ἀρ­χή, τὸ εἶ­δε ὅ­πως εἴ­τα­νε: πο­τά­μι. Εἴ­τα­νε μπρο­στὰ του αὐ­τὸ τὸ πο­τά­μι καὶ τὸν πε­ρί­με­νε. Κι’ αὐ­τός, γυ­μνὸς στὴν ὄ­χθη, δὲν ἔ­πε­φτε μέ­σα. Σὰ νὰ τὸν βά­στα­γε ἕ­να ἀ­ό­ρα­το χέ­ρι. Ὕ­στε­ρα τὸ πο­τά­μι με­τα­μορ­φώ­θη­κε σὲ γυ­ναί­κα. Μιὰ νέ­α γυ­ναί­κα, με­λα­χρι­νή, μὲ σφι­χτο­δε­μέ­νο κορ­μί. Γυ­μνή, ξα­πλω­μέ­νη στὸ γρα­σί­δι, τὸν πε­ρί­με­νε. Κι’ αὐ­τός, γυ­μνὸς μπρο­στά της, δὲν ἔ­πε­φτε πά­νω της. Σὰ νὰ τὸν βά­στα­γε ἕ­να ἀ­ό­ρα­το χέ­ρι.
     Ξύ­πνη­σε βα­λαν­τω­μέ­νος· δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα φέ­ξει…
         
   Φτά­νον­τας στὴν ὄ­χθη, στά­θη­κε καὶ τὸ κοί­τα­ζε. Τὸ πο­τά­μι! Ὥ­στε ὑ­πῆρ­χε λοι­πὸν αὐ­τὸ τὸ πο­τά­μι; Ὧ­ρες-ὧ­ρες, συλ­λο­γι­ζό­τα­νε μή­πως δὲν ὑ­πῆρ­χε στ’ ἀ­λή­θεια. Μή­πως εἴ­τα­νε μιὰ φαν­τα­σί­α τους, μιὰ ὁ­μα­δι­κὴ ψευ­δαί­σθη­ση.
      Εἶ­χε βρεῖ μί­αν εὐ­και­ρί­α καὶ τρά­βη­ξε κα­τὰ τὸ πο­τά­μι. Τὸ πρω­ι­νὸ εἴ­τα­νε θαῦ­μα! Ἂν εἴ­τα­νε τυ­χε­ρὸς καὶ δὲν τὸν παίρ­να­νε μυ­ρου­διά… Νὰ πρό­φται­νε μο­νά­χα νὰ βου­τή­ξει στὸ πο­τά­μι, νὰ μπεῖ στὰ νε­ρά του, τὰ πα­ρα­κά­τω δὲν τὸν νοι­ά­ζα­νε.
   Σ’ ἕ­να δέν­τρο, δί­πλα στὴν ὄ­χθη, ἄ­φι­σε τὰ ροῦ­χα του, καί, ὄρ­θιο πά­νω στὸν κορ­μό, τὸ του­φέ­κι του. Ἔ­ρι­ξε δυ­ὸ τε­λευ­ταῖ­ες μα­τι­ές, μιὰ πί­σω του, μὴν εἴ­τα­νε κα­νέ­νας ἀ­π’ τοὺς δι­κούς του, καὶ μιὰ στὴν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη, μὴν εἴ­τα­νε κα­νέ­νας ἀ­π’ τοὺς Ἄλ­λους. Καὶ μπῆ­κε στὸ νε­ρό.
     Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸ σῶ­μα του, ὁ­λό­γυ­μνο, μπῆ­κε στὸ νε­ρό, τοῦ­το τὸ σῶ­μα ποὺ δυ­ό­μι­ση χρό­νια βα­σα­νι­ζό­τα­νε, ποὺ δυ­ὸ τραύ­μα­τα τὸ εἴ­χα­νε ὣς τώ­ρα ση­μα­δέ­ψει, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴν αὐ­τὴ ἔ­νι­ω­σε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος. Σὰ νὰ πέ­ρα­σε ἕ­να χέ­ρι μ’ ἕ­να σφουγ­γά­ρι μέ­σα του καὶ νὰ τά­σβη­σε αὐ­τὰ τὰ δυ­ό­μι­ση χρό­νια.
   Κο­λυμ­ποῦ­σε πό­τε μπρού­μυ­τα, πό­τε ἀ­νά­σκε­λα. Ἀφι­νό­τα­νε νὰ τὸν πη­γαί­νει τὸ ρεῦ­μα. Ἔ­κα­νε καὶ μα­κρο­βού­τια.
     Εἴ­ταν ἕ­να παι­δὶ τώ­ρα αὐ­τὸς ὁ φαν­τά­ρος, ποὺ δὲν εἴ­τα­νε πα­ρὰ εἰ­κο­σι­τρι­ῶ χρο­νῶ κι ὅ­μως τὰ δυ­ό­μι­ση τε­λευ­ταί­α χρό­νια εἶ­χαν ἀ­φί­σει βα­θιὰ ἴ­χνη μέ­σα του.
    Δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά, καὶ στὶς δυ­ὸ ὄ­χθες, φτε­ρου­γί­ζα­νε που­λιά, τὸν χαι­ρε­τού­σα­νε περ­νών­τας πό­τε-πό­τε ἀ­πὸ πά­νω του.
     Μπρο­στά του, πή­γαι­νε τώ­ρα ἕ­να κλα­δὶ ποὺ τό­σερ­νε τὸ ρεῦ­μα. Βάλ­θη­κε νὰ τὸ φτά­σει μ’ ἕ­να μο­νά­χα μα­κρο­βού­τι. Καὶ τὸ κα­τά­φε­ρε. Βγῆ­κε ἀ­π’ τὸ νε­ρὸ ἀ­κρι­βῶς δί­πλα στὸ κλα­δί. Ἔνι­ω­σε μί­α χα­ρά! Μὰ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ εἶ­δε ἕ­να κε­φά­λι μπρο­στά του, κά­που τριά­ντα μέ­τρα μα­κριά.
     Στα­μά­τη­σε καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ δεῖ κα­λύ­τε­ρα.
    Καὶ κεῖ­νος ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σε ἐ­κεῖ τὸν εἶ­χε δεῖ, εἶ­χε στα­μα­τή­σει κι αὐ­τός. Κοι­τά­ζον­ταν.
    Ξα­νά­γι­νε ἀ­μέ­σως αὐ­τὸς ποὺ εἴ­τα­νε καὶ πρω­τύ­τε­ρα: ἕ­νας φαν­τά­ρος ποὺ εἶ­χε κι­ό­λα δυ­ό­μι­ση χρό­νια πό­λε­μο, ποὺ εἶ­χε ἕ­ναν πο­λε­μι­κὸ σταυ­ρό, ποὺ εἶ­χε ἀ­φί­σει τὸ του­φέ­κι του στὸ δέν­τρο.
     Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει ἂν αὐ­τὸς ἀν­τί­κρυ του εἴ­τα­νε ἀ­π’ τοὺς δι­κούς του ἢ ἀ­π’ τοὺς Ἄλ­λους. Πῶς νὰ τὸ κα­τα­λά­βει; Ἕ­να κε­φά­λι ἔ­βλε­πε μο­νά­χα. Μπο­ροῦ­σε νά­ναι ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς δι­κούς του. Μπο­ροῦ­σε νά­ναι ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς Ἄλ­λους.
     Γιὰ με­ρι­κὰ λε­πτὰ καὶ οἱ δυ­ό τους στέ­κον­ταν ἀ­κί­νη­τοι στὰ νε­ρά. Τὴ σι­ω­πὴ δι­έ­κο­ψε ἕ­να φτάρ­νι­σμα. Εἴ­ταν αὐ­τὸς ποὺ φταρ­νί­στη­κε, καί, κα­τὰ τὴ συ­νή­θειά του, βλα­στή­μη­σε δυ­να­τά. Τό­τε κεῖ­νος ἀν­τί­κρυ του ἄρ­χι­σε νὰ κο­λυμ­πά­ει γρή­γο­ρα πρὸς τὴν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη. Μὰ κι αὐ­τὸς δὲν ἔ­χα­σε και­ρό. Κο­λύμ­πη­σε πρὸς τὴν ὄ­χθη του μ’ ὅ­λη του τὴ δύ­να­μη. Βγῆ­κε πρῶ­τος. Ἔ­τρε­ξε στὸ δέν­τρο ποὺ εἶ­χε ἀ­φί­σει τὸ του­φέ­κι του, τ’ ἅρ­πα­ξε. Ὁ Ἄλ­λος, ὅ,τι ἔ­βγαι­νε ἀ­π’ τὸ νε­ρό. Ἔ­τρε­χε τώ­ρα καὶ κεῖ­νος νὰ πά­ρει τὸ του­φέ­κι του.
    Σή­κω­σε τὸ του­φέ­κι του αὐ­τός, ση­μά­δε­ψε. Τοῦ εἴ­τα­νε πά­ρα πο­λὺ εὔ­κο­λο νὰ τοῦ φυ­τέ­ψει μιὰ σφαί­ρα στὸ κε­φά­λι. Ὁ Ἄλ­λος εἴ­τα­νε σπου­δαῖ­ος στό­χος ἔ­τσι κα­θὼς ἔ­τρε­χε ὁ­λό­γυ­μνος, κά­που εἴ­κο­σι μέ­τρα μο­νά­χα μα­κριά.
    Μὰ δὲν τρά­βη­ξε τὴ σκαν­δά­λη. Ὁ Ἄλ­λος εἴ­ταν ἐ­κεῖ, γυ­μνὸς ὅ­πως εἶ­χε ἔρ­θει στὸν κό­σμο. Κι αὐ­τὸς εἴ­ταν ἐ­δῶ, γυ­μνὸς ὅ­πως εἶ­χε ἔρ­θει στὸν κό­σμο.
    Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τρα­βή­ξει. Εἴ­τα­νε καὶ οἱ δυ­ὸ γυ­μνοί. Δυ­ὸ ἄν­θρω­ποι γυ­μνοί. Γυ­μνοὶ ἀ­πὸ ροῦ­χα. Γυ­μνοὶ ἀ­πὸ ὀ­νό­μα­τα. Γυ­μνοὶ ἀ­πὸ ἐ­θνι­κό­τη­τα. Γυ­μνοὶ ἀ­π’ τὸν χα­κὶ ἑ­αυ­τό τους.
   Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τρα­βή­ξει. Τὸ πο­τά­μι δὲν τοὺς χώ­ρι­ζε τώ­ρα, ἀν­τί­θε­τά τους ἕ­νω­νε.
  Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τρα­βή­ξει. Ὁ Ἄλ­λος εἶ­χε γί­νει ἕ­νας ἄλ­λος ἄν­θρω­πος τώ­ρα, χω­ρὶς ἄλ­φα κε­φα­λαῖ­ο, τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο.
      Χα­μή­λω­σε τὸ του­φέ­κι του. Χα­μή­λω­σε τὸ κε­φά­λι του. Καὶ δὲν εἶ­δε τί­πο­τα ὣς τὸ τέ­λος, πρό­φτα­σε νὰ δεῖ μο­νά­χα κά­τι που­λιὰ ποὺ φτε­ρου­γί­σα­νε τρο­μαγ­μέ­να σὰν ἔ­πε­σε ἀ­π’ τὴν ἀν­τι­κρι­νὴ ὄ­χθη ἡ του­φε­κιά, κι αὐ­τός, γο­νά­τι­σε πρῶ­τα, ὕ­στε­ρα ἔ­πε­σε μὲ τὸ πρό­σω­πο στὸ χῶ­μα.

Πηγή: Ἀντώνης Σαμαράκης, Ζητεῖται ἐλπίς, (διηγήματα, ἐκδ. Εστία, Γ’  ἔκδοση, Ἀθήνα, 1962)· Α’ ἔκδοση 195



Να σημειωθεί ότι ο Σαμαράκης έχει διασκευάσει το διήγημά του και το έχει εντάξει στο σενάριο της σπονδυλωτής  ομωνυμης ταινίας του Νίκου Κούνδουρου που γυρίστηκε το 1958 σε σενάριο του Σαμαράκη και του Καμπανέλλη.

Έχει επίσης, γυριστεί και αυτη η μικρού μήκους  ταινία εμπνευσμένη από το διήγημα.
Το Ποτάμι (The River) - Short Film from Morris Gormezano on Vimeo.


Κι ένα τραγουδάκι ακόμα...  (Εις πείσμα!)

4 σχόλια:

Ευαγγελία Δερέκα είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάρτησή σας.Μια ένσταση:στην τρίτη λυκείου οι μαθητές καλούνται να διδαχθούν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και η λογοτεχνία αυτής της περιόδου είναι απαραίτητη για την βαθύτερη κατανόησή της.Αν και δεν είναι "χαρούμενη",ωστόσο είναι παράγωγο του καιρού της,τοποθετείται πάνω στην προβληματική της εποχής της και δίνει απαντήσεις υποδεικνύοντας στάσεις ζωής. Τα παιδιά θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί αυτή τη σχέση αλληλεπίδρασης.Κρίμα που δεν εισέπραξαν χαρά από κείμενα που κραυγάζουν:"είμαι άνθρωπος!".

Kakos Lykos είπε...

Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Εύλογη η ένστασή σας, αλλά θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι η Λογοτεχνία είναι πολύ περισσότερα από κολαούζος και διευκρινίστρια [sic] της Ιστορίας. Κι επίσης, ότι καμιά φορά ξεχνάμε πως το να είσαι άνθρωπος ενέχει και την έννοια της χαράς. Ο Σεφέρης νομίζω το λέει καλύτερα: "Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε."

Encuentro Internacional de Culturas y Artes Las Tunas 2024 είπε...

Υπέροχη παρουσίαση, θαυμάσια δουλειά. Χρόνια τώρα, από τα μικράτα μου, όταν διάβαζα αυτό το διήγημα, δάκρυζα. Ποτέ δεν ήξερα ότι είχε πέσει "θύμα" λογοκρισίας. Το διάβαζα και στα παιδιά μου όταν ήταν 7 χρονών και προσπαθούσα να τους εξηγήσω το θέμα. Τώρα θα πρέπει να τους διαβάσω ολόκληρο το κείμενο. Ευτυχώς όμως τώρα είναι μεγάλα παιδιά και θα καταλάβουν.

Kakos Lykos είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ