Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Χίλια κι ένα πρόσωπα: Η γυναίκα όπως παρουσιάζεται στο ελληνικό τραγούδι

  Εκτός από τις διάφορες εκδοχές (ως προς την ενδυμασία ή την κόμμωση τουλάχιστον ) της εμφάνισης της γυναίκας κατά την διάρκεια των αιώνων, τις οποίες και θα παρακολουθήσετε στο βίντεο με τον οποίο ξεκινάει η ανάρτηση, ποικίλοι είναι και οι ρόλοι τους οποίους διαδραμάτισε.
  
   Εμείς πάντως θα ασχοληθούμε μόνο  με την σύγχρονη γυναίκα, και δη την Ελληνίδα. Και τι αντιπροσωπευτικότερο από τον τρόπο με τον παρουσιάζεται αυτή μέσα στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Μετά λοιπόν απο μια γενική ανάρτηση, μια ειδική σελίδα και μια δική μου προσέγγιση πάνω στο τραγούδι "Τσάι Γιασεμιού", έφτασε η στιγμή για τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις μαθητών και μαθητριών του Δ1 (Α΄Λυκείου) του Μουσικού Σχολείου Ρόδου, οι οποίες αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό κολάζ της σύγχρονης πραγματικότητας. Οι εργασίες έγιναν στα πλαίσια της ενότητας της Λογοτεχνίας Α΄Λυκείου που σχετίζεται με "Τα φύλα και τη λογοτεχνία"

Χριστίνα

Το τραγούδι "Εκείνη" είναι του Φοίβου Δεληβοριά από τον τρίτο του δίσκο με τίτλο "Χάλια" που κυκλοφορησε το 1998.
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι γραμμένοι σε β΄πρόσωπο και απευθύνονται στους άντρες. Το τραγούδι μιλάει για τον κύκλο της ζωής, τις διάφορες φάσεις των σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών,  σε όλη τους τη ζωή, από την γέννηση ως τον θάνατο.
 Είναι πιθανό το τραγούδι να είναι αυτοβιογραφικό και συνεπώς ο συνθέτης να μιλάει για προσωπικές εμπειρίες και προσωπικά βιώματα. 
   Οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού αναφέρονται στα πρώτα χρόνια της ζωής, όταν το μωρό λέει τις πρώτες του λέξεις και η γυναίκα παρουσιάζεται να έχει τον ρόλο της μητέρας. Έπειτα η πρώτη μορφή έρωτα, όταν ενα μικρό παιδί γράφει ποίηματα για την διπλανή του. Στη συνέχεια, ένας ερωτευμένος εφήβος που κάνει τα πάντα για να προσεγγίσει το ενδιαφέρον της κοπέλας με την οποία είναι ερωτευμένος. [Στο τελευταίο κομμάτι που είναι γραμμένο σε α' πρόσωπο, η γυναίκα πιά είναι μέρος του ακροατηρίου στη συναυλία που κάνει ο αφηγητής και υπαινίσσεται ότι όλα τα τραγούδια του είναι για κείνη ή απο κείνη].
   Κάθε ενότητα τελειώνει με τον συμβολικό θάνατο του πρωταγωνιστή,  ο οποίος αντιρποσωπεύει την πτώση και όλα ξαναρχίζουν από την αρχή, σε έναν άλλο κύκλο. Σηκώνεται γιατί πρέπει να ξανασηκωθεί, να ξαναρχίσει, σαν τον μυθικό φοίνικα που γεννιέται από τις στάχτες του.
   Έτσι παρουσιάζεται η ζωή ενός αγοριού, καθώς τα πάντα περιστρέφονται γύρω από μια γυναίκα, άλλοτε ως μητέρα, άλλοτε ως φίλη, άλλοτε ως ερωμένη. Όλα γίνεται εξαιτίας της ύπαρξης της. Η γυναίκα είναι το κέντρο του κόσμου.
  Ίσως όμως να μην αφορά μόνο τη γυναίκα, αλλά και το αγόρι. , το οποίο μετά από κάθε πτώση (θάνατο) επιστρέφει καλύτερος.

Μιχαέλα

Η "Πριγκηπέσσα" είναι ένα τραγούδι σε μουσική και στίχους του Σωκράτη Μάλαμα με τον ίδιο στο τραγούδι. Περιέχεται στον δίσκο του "Ο Φύλακας κι Βασιλιάς". Πρόκειται για την μεγαλύτερη επιτυχία του Σωκράτη.
Ο στιχουργός -τραγουδιστής μιλάει σε α' πρόσωπο ενικού. Είναι ένα ερωτικό τραγούδι που κάποιοι θα το λατρέψουν και κάποι άλλοι ίσως σοκαριστούν διότι έιναι ένα δυνατό τραγούδι με έντονο και λίγο αντισυμβατικό στίχο.
 Η ποιητική φωνη μιλάει στην αρχή του στίχου του για το χαρακτήρα  πρώτα, λέγοντας μας ότι δεν είναι ένας  σταθερός και ότι είναι άσκοπο να του
 αλλάξεις συμπεριφορά και χαρακτήρα. Επίσης, μέσα από τον στίχο "τζάμπα κρατάς λογαριασμό, τζάμπα σωστός με το στανιό" μπορείς να σκεφτεί κανείς ότι μιλάει για την αλλάγή, μέσα σε μια σχέση και μέσα στη ζωή.
  Στο ρεφρέν αναφέρεται στην πριγκηπέσσα του, θέλοντας να της πει ότι ακόμα κι αν έξω φυσάει αέρας, ο χαρακτήρας του δηλαδή  απέξω φαίνεται αέρας (ότι κάνει πράγματα που ίσως δεν θέλει και μετά τα προσπερνάει ), μέσα του όμως υπάρχει φως. Στη συνέχεια γενικεύει τα λόγια του αποκαλώντας απίστευτους τους χαρακτήρες τους και τον κόσμο.
 Στην επόμενη στροφή, θέλει να δώσει το μήνυμα ότι τα λάθη και τα πάθη μπορούν να σε οδηγήσουν στο σωστό. Στο τέλος, κλείνει με έναν μεταφορικό στίχο, προσπαθώντας να δείξει ένα συναίσθημα, έναν πόνο.
   Το τραγούδι περνάει μηνύματα για την ζωή, τις σχέσεις και για τους ανθρώπους. Όπως αναφέρει,  μπορεί να κρύβουν μέσα τους έναν άλλο άνθρωπο από αυτόν που δείχνουν κι επιπλέον, ότι όλοι μαθαίνουμε από τα λάθη και τα πάθη μας κι ίσως να αλλάξουμε την προσωπικότητητά μας και αυτό να μας οδηγήσει σε πιο σωστές επιλογές.

Άννα

"Η μπαλάντα της Ιφιγένειας" είναι ένα τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίας, με μουσική και στίχους γραμμένους από την ίδια. Είναι αυτοβιογραφικό αφού περιγράφει της ζωή της τραγουδίστριας και της μάνας της, της Ιφιγένειας.
Το τραγούδι αφηγείται την ζωή μιας οικογένειας στην οποία ο πάτέρας και σύζυγος πέθανε και άφησε μόνη μητέρα να μεγαλώνει τα παιδιά της. Έτσι η μητέρα αποφασίζει να φύγει, να πάρει τα παιδιά και να πάνε να ζήσουν στην πόλη, γιατί πιστεύει ότι ίσως θα είναι καλύτερα εκεί. Όμως και εκεί η ζωή ήταν δύσκολοι και όλοι έπεσαν επάνω στην μάνα, καθώς την είδανε αδύναμη και μόνη.  Έτσι πέρασαν πολλές δυσκολίες, χωρίς όμως η μάνα να λυγίσει.
Πέρασαν τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωσαν και το καθένα βρήκε της δουλειά τους.
Η κόρη όμως, η οποία είναι η αφηγήτρια και απευθύνεται στην μάνα, δεν την άφησε τη μητέρα της και όταν μεγάλωσε έγινε εκείνη, όπως λέει, ο αρχηγός της και την βοήθησε όταν την έβλεπε τσακισμένη.
Όταν όμως ήρθε στην ζωή της η αγάπη και της συνέβησαν πάρα πολλά, η μάνα της που δεν ήθελε να την βλέπει να πονάει, ανέλαβε αυτή τα ηνία.
Στο τέλος όλα πέρασαν και οι δυο γυναίκες κατάφεραν πια να έχουν μια ισότιμη σχέση που βασίζεται στην αγάπη και τον αλληλοσεβασμό.
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται κυρίως στην γυναίκα. Μέσα από αυτό βλέπουμε αυτά που εχει περάσει η αφήγήτρια και η μητέρα της, καθώς η μάνα έχασε τον άντρα της και αυτή τον πατέρα της. Για εκείνα τα χρόνια, ήταν πολύ δύσκολο και ασυνήθιστο για μια γυναίκα να μεγαλώνει τα παιδιά της, χωρίς κανένας να την στηρίζει. Έτσι μπορεί να την εκμεταλλεύτηκαν πολλοί γιατί ήταν αδυναμη, φοβισμένη και μόνη. Προσπάθησε μέσα από πολλές δυσκολίες να μεγαλώσει τα παιδιά της, γενόμενη ο αρχηγός τους, κάτι που η κόρη το ανταπέδωσε όταν μεγάλη πια χρειάστηκε να στηρίξει την μάνα της. Φαίνεται ακόμα η αγάπη και η στοργή της μάνας για την κόρη της και το αντίθετο. Όταν η κόρη θα βρεθεί σε δύσκολη κατάσταση ή όταν αντιμετωπίζει προβλήματα η μάνα της θα είναι εκεί να ανησυχήσει και να της συμπαρασταθεί. Από την άλλη πλευρά, η κόρη, η οποία αφηγείται την ιστορία μέσα από τα δικά της μάτια, έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην μητέρα της και φαίνεται ότι την αγαπάει πολύ. Της ανταποδίδει όλα όσα έχει κάνει για αυτή, όταν πια έχει μεγαλώσει. Μένει δίπλα της και την βοηθάει και γίνεται πια αυτή ο αρχηγός της. Η μεγάλη αυτή αγάπη μεταξύ μάνας και κόρης κυριαρχεί στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις οικογένειες.
Στη ζωή της αφηγήτριας εμφανίζεται κάποια στιγμή ο έρωτας και η αγάπη. απ' ότι φαίνεται απ' τους στίχους, πληγώνεται από κάποιον άντρα και υπάρχουν προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει κάθε γυναίκα κατά την διάρκεια της ζωής της. Η μητέρα της όμως είναι πάντα εκεί για να την βοηθήσει.
Ύστερα, πιστεύω πως αναφέρεται στην καριέρα της στο τραγούδι. Για οποιαδήποτε γυναίκα εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολο να ενταχθεί στο επάγγελμα αυτό κι έτσι έγινε στόχος πολλών και αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Στο τέλος όμως, μετά από τόσα χρόνια, με τη βοήθεια της μητέρας της καταφέρνει και βρίσκει το δρόμο της.
Γενικά μέσα από το τραγούδι μπορούμε να ζούμε την ζωή της γυναίκας σε παλιότερες εποχές, όταν ήταν ασυνήθιστο να μεγαλώνεις μόνη σου τα παιδιά, και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαν.

Ειρήνη

Όπως μπορείτε να δείτε εδώ,  οι ρεμπέτες σέβοταν ιδιαίτερα τις γυναίες που τολμούν να ορθώσουν ανάστημα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Αυτό ακριβώς κάνει και το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, "Η Ντερμπεντέρισσα", σε στίχους δικούς του και του Νίκου Ρούτσου το οποίο πρωτοτραγούδησεο συνθέτης, η Στέλλα Χασκήλ κι ο Μάρκος Βαμβακάρης κι έκανε γνωστό η Σωτηρία Μπέλλου.
 Η γυναίκα στο τραγούδι παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη, τσαμπουκαλού και πολύ δυνατή. Δεν είναι υποταγμένη στον άντρα. Θέλει να είναι ελεύθερη και να γλεντάει όσο πιο ωραία γίνεται την ζωή και παράλληλα, θέλει για πάρτη της να σφάζονται και οι άντρες. Δεν την συγκινεί η αγάπη κι όπως λέει ένας στίχος: "τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα". Γενικά είναι μια γυναίκα που της αρέσει η καλοπέραση κι έμαθε να είναι έτσι γιατί "στις ταβέρνες και στα καμπαρέ" γεννήθηκε.  Κι έχει μάθει απο μικρή να φέρεται σαν άντρας για να προστατεύσει τον εαυτό της.
   Πάντως είναι μια γυναίκα ντόμπρα, αφού από την αρχή εξηγεί στους άντρες "πως δεν γουστάρει τις παρόλες". Με άλλα λόγια δεν την νοιάζει να κάνει μια σοβαρή σχέση και να παντρευτεί.

Μόνικα

Το τραγούδι "Η σκλάβα" γράφτηκε από τον Γιώργο Μουζάκη πάνω σε στίχους του Γιώργου Γιανακκόπουλου και τραγουδήθηκε από την Τζένη Βάνου στην επιθεώρηση του 1964 "Η Αθηναία".
Το τραγούδι αυτό είναι ένα από έκεινα που  χρησιμοποιούν την υπερβολή για να δείξουν την δύναμη του έρωτα. Μάλιστα οι αρχικοί του στίχοι, όπως λέγεται, χρησιμοποιούντα πολύ συχνά στην εποχή εκείνη  σε γράμματα  προς τους αγαπημένους τους από ερωτευμένες γυναίκες.  
Η ηρωίδα του τραγουδιού με αυτά που λέει στον αγαπημένο της φαίνεται πως τον αγαπάει παρόλο τα ελαττώματά του. Στη συνέχεια, αφού ξανααναφέρει κάποια πράγματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ελαττώματα με τα λόγια που λέει δείχνει ότι δίνεται ολοκληρωτικά σ' αυτόν. Δεν την νοιάζει τι θα απογίνει. Μοιάζει χαμένη μακριά του κι είναι φανερό ότι την έχει τυφλώσει ο έρωτας.
  Επίσης, παρόλα τα βάσανα που λέει ότι "τραβάει" μ' αυτόν, δεν μετανιώνει για τίποτα και θέλει να παραμείνει σ' αυτήν την κατάσταση και να μην αλλάξουν καθόλου τα συναισθήματά της.
  Συμπερασματικά, παρά το ότι δηλώνει "σκλάβα" είναι μια γυναίκα δυναμική, με πείσμα, αποφασισμένη να αγαπήσει μέχρι τέλους χωρίς να αμφιβάλλει για τις αποφάσεις της και χωρίς να φοβάται για τα αποτελέσματα αυτών. 

Νικήτας

" Το τραγούδι της κουτσομπόλας" είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε από τον Σταμάτη Κραουνάκη πάνω σε στίχους  της Λίνας Νικολακοπούλου και το τραγούδησε η ηθοποιός Άννα Παναγιωτοπούλου στο δίσκο του 1992 "Το έκτο πάτωμα".
   Πρόκειτα για ένα σατιρικό τραγούδι. Στους στίχους του  παρουσιάζεται μια γυναίκα-νοικοκυρά η οποία με θρασύ τρόπο δηλώνει ότι της αρέσει το κουτσομπολιό και ότι θέλει να ξέρει τα πάντα για τους άλλους, ενώ απεγνωσμένα συνεχώς αναρωτιέται: "Ποιος πήγε κι άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα; Ε;"
 Το κουτσομπολιό για τις "κυρά -κατίνες"  δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μορφή κριτικής των άλλων γυναικών, κυρίως, που διαχειρίζονται στραβά τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Έτσι, η γυναίκα που είναι  κουτσομπόλα  αναρωτιέται συνεχώς ποιος βγαίνει και από ποιο σπίτι, τι έγινε στο δρόμο, μαθαίνει και ακούει τα πάντα: "Λες κι οι τοίχοι έχουν κόλλα!". Την απασχολεί η καθημερινότητα των άλλων: "Τι μαγειρέψανε, ποιο δώσαν δικαιώματα, πώς τα βολέψανε, τι χάψαν, τι χορέψανε".
   Οι γυναίκες από το παρελθόν είναι συνδεδεμένες μ' αυτήν την ενασχόληση καθώς ο ρόλος που της απέδιδε η κοινωνία περιοριζόταν αποκλειστικά , στην διαχείριση του σπιτιού. Έτσι, αναλαμβάνοντας την φροντίδα της οικογένειας, την ανατροφή των παιδιών, το πλύσιμο, το σιδέρωμα και άλλα,  περιορίστηκε στο σπίτι. Οι άντρες αντίθετα ασχολούνταν με τις εξωτερικές δουλειές, τα κοινά και την πολιτική. Αυτό προκάλεσε μια καταπιεστική κατάσταση, με συνέπεια η γυναίκα να αναγκαστεί να ταυτίσει την σφαίρα του ιδιωτικού με την μοναδική σφαίρα του δημοσίου στην οποία μπορούσε να δράσει. Χωρίς βούληση, μόρφωση, δικαιώματα και δύναμη, υποτάχθηκε στο ρόλο της και, όπως είναι φυσικό, υπακούοντας στο ένστικτο της κριτικής που έχουν όλοι οι άνθρωποι  και της σημασίας που δίνουν στην γνώμη της κοινωνίας, στρέφεται προς το κουτσομπολιό στο μοναδικό χώρο που είναι ελεύθερη να κινηθεί: στο σπίτι στην γειτονιά, στο χωριό της.
  Μέσα στο χρόνο υποβόσκει ένας ιδιότυπος ρατσιμός ενάντιον των γυναικών που τις συσχετίζει με το κουτσομπολιό, συνήθως με σκοπό να τις γελοιοποιήσει. Χωρίς  όμως τα απαραίτητα εφόδια, ανίκανη να εκφέρει άποψη για σημαντικά θέματα,  είναι λογικό το ενδιαφέρον της να επικεντρώνεται στους άλλους. Έτσι και στο τραγούδι, η ποιητική φωνή φαίνεται αστεία και ρηχή όμως είναι σαν να αυτοσαρκάζεται ρωτώντας αν είναι "καμιά κυράτσα".
  Κλείνοντας με το αποφθεγμα "Τα μεγάλα μυαλά συζητούν ιδέες, τα μέτρια συζητούν γεγονότα και τα μικρά συζητούν για τις υποθέσεις των άλλων",  βλέπουμε ότι έτσι και η γυναίκα- κουτσομπόλα το μόνο που επιζητεί είναι "να τα ξέρει όλα". 

Αλέξανδρος

   Το τραγούδι "Χωρίς δεκάρα" είναι εκείνο που σύστησε την Ελένη Βιτάλη στο πλατύ κοινό. Το έγραψε ο Γιάννης Μέτσικας πάνω σε στίχους της Βαρβάρας Τσιμπούλη, πήρε μέρος στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης και βγήκε τέταρτο συνολικά, πήρε όμως το βραβείο του κοινού, κάτι που προοικονομησε την μεγάλη του επιτυχία. 
  Από τους στίχους του τραγουδιού μπορούμε να καταλάβουμε πως τα χρήματα ήταν υπερβολικά σημαντικά εκείνη την εποχή για να γίνει ένας γάμος. Η ποιητική φωνή απορεί απευθυνόμενη στον Μσνωλιό, τον αρραβωνιάρη της, πώς θα βάλουν στεφάνι στον Αϊ Γιάννη χωρίς δεκάρα. Εκφράζει παράλληλα το παραπονό της που έχουν κλείσε δυο χρόνια και αρραβωνιασμένη. Απειλεί μάλιστα ότι δεν θα αντέξει τρίτο χρόνο και θα πήγαινε να "μπλέξει", να παντρευτεί δηλαδή, με άλλον. Γιατί χωρίς χρήματα δεν θα μπορούσε τίποτα να μαγειρέψει και η αγάπή δεν είναι πιο δυνατή από την πείνα.

Mικέλα

Το τραγούδι "Μια μέρα μιας Μαίρης" της Αφροδίτης Μάνου, περιγράφει μια καθημερινή, τυπική μέρα μια εργαζόμενης μητέρας. Μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας της δεκαετίας του '80. Προκειται για μια γυναίκα η οποία καθημερινά ξυπνάει από νωρίς για να ετοιμάσει τα παιδιά της και ταυτόχρονα να ετοιμάσει πρωινό για τον άντρα της, τον "πασά" όπως τον αναφέρει, γιατί το στο κρεββάτι. Αμέσως μετά,  τρέχει για τις εξωτερικές δουλειές, στο χασαπη επι παραδείγματι, ο οποίος της βάζει και χέρι. Επίσης, πρέπει να έχει έτοιμο καθαρό  και σιδερωμένο πουκάμισο, να ετοιμάσει τα κρεββάτια και φαγητό για τα παιδιά, ενώ εκείνη φεύγει για τη δουλειά νηστική.
  Και μόλις φτάσει στην δουλειά να ακούει τις φωνές του αφεντικού της, και από πάνω να τηνς πιάνει και τα οπίσθια. Μόλις σχολάσει, τρέχει κουρασμένη ήδη ν α ετοιμάσει το τραπέζι και τα παιδιά βρίζουν που δεν ήταν καλό το φαγητό. Μετά, πλένει τα πιάτα και τα πηρούνια ενώ ο άντρας της πιάνει πάλι τα οπίσθια και μετά από αυτό ξαπλώνει, ενώ η Μαίρη διαβάζει τα παιδιά. Όταν γυρίζουν από το φρτοντιστήριο, πάλι φαγητό και μετά πάνε για ύπνο, ενώ η μάνα σιδερώνει κι άντρας της βλέπει τηλεόραση.  Η Μαίρη γίνεται έξαλλη όταν πέσουν στο κρεββάτι και το δει πως πάει ο νούς του στο "κακό". Αλλά ενώ εκείνη δεν θέλει, αυτός γυρίζει κα της λέει ότι είναι συζυγικό της καθήκον.
  Οι  στίχοι είναι του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ενός καυστικού και αρκετά χιουρίστα στιχουργού, ο οποίος αναγνωρίζει το δράμα που περνάει αυτή η γυναίκα.  Εκείνη την εποχή οι γυναίκες ξυπνούσανε σιγά σιγά και απομακρύνονταν από την καθημερινότήτα που βιώναν επί πολούς αιώνες. Αλλά δεν είχαν ξεπεράσει ακόμα την ντροπή του να διεκδικούν ισότητα. Σαν να ήταν λόγια η αναγνώριση της ισότητας τα οποία η γυναίκες τα αναγνώριζαν, αλλά δεν αναγνώριζαν τον εαυτό τους μέσα σ' αυτά.
   Επίσης, η Μαίρη είναι γυναίκα δειλή και άτολμη, καθώς δεν διαμαρτύρεται καθόλου για τις τρείς φορές που της  αγγίζουν τα  οπίσθια ενώ δεν θέλει. Και φαίνεται ακόμα ότι υπήρχαν άντρες οι οποίοι, ακόμα κι αν στα λόγια ήταν "απελευθερωμένοι" από παλιά στερεότυπα, στην πράξη δεν δίσταζαν να ενοχλούν και να παραβιάζουν την προσωπική ζωή μιας γυναίκας χωρίς τη θέληση της.
  Οι συντελεστές του τραγουδιου, το οποίο προέρχεται από τον δίσκο του Λουκιανού Κηλαηδόνη "Χαμηλή Πτήση"  που κυκλοφόρησε το 1982,  προσπαθούν μέσά από το τραγούδι να αφυπνίσουν και να δώσουν μια διέξοδο στη γυναίκα της δεκαετίας του '80 η οποία μολονότι η ισότητα έχει θεσμοθετηθεί, παραμένει υποδουλωμένη σχεδόν ακόμα στον άντρα της. Έπρεπε να τον υπακούει και να τον σέβεται, και χωρίς αντιρρήσεις βέβαια. Η Μαίρη Παναγιωταρά είναι τυπικό δείγμα. Πρέπει να προλάβει να τα τελειώσει όλα πριν έρουν στο σπίτι τα παιδιά και ο άντρας της. Η ίδια δεν έχει καθόλου ελεύθερο χρόνο να χαλαρώσει ή να δει τηλεόραση.

Ευθύμης
Το τραγούδι το έγραψε και το τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος, περιέχεται στον δίσκο του " Φορτηγό" του 1966 και σατιρίζει την υποκρισία με την οποία αντιμετωπίζει ένα χωριό μια γυναίκα ελευθερίων ηθών, η οποία έφτασε εκεί,
Η Ζωζώ φαίνεται να είναι μια τολμηρή γυναίκα γιατί, σύμφωνα με το τραγούδι, αποφασίζει να φύγει από το τόπο της  και να πάει σε ένα χωριό, όπου από το πρώτο βράδυ οι άντρες περίμεναν στην ουρά για αυτήν. Ωστόσο στο χωριό της την περιγελούσαν, καθώς κι εκείνη την εποχή ήταν ανάρμοστο για μια γυναίκα να συμπεριφέρεται με την ελευθερία που "αρμόζε"ι σε έναν άντρα, πόσο μάλλον που έφυγε κιόλας. Η Ζωζώ επίσης, έπεσε θύμα  ξυλοδαρμού και κατά πάσα πιθανότητα και βιασμού, όπως αφήνεται να εννοηθεί .
 Στο χωριό όλοι την βλέπανε και γελούσανε θεωρώντας την άσχημη ή για να την ταπεινώσουν για τον τρόπο ζωής της. Τη χαρακτηρίζουν φτωχιά και χαζή, αλλά την φοβούνται κιόλας γιατί, παρόλα τα κουσούρια που θεωρούν ότι έχει, πιστεύουν ότι μπορεί να καταστρέψει ένα "καλό", από αυτά που την περιμένουν στην σειρά,  παιδί.
  Όταν ο αφηγητής κάνει την σαρκαστική ερώτηση "ποιος θα γυρίζει να την δει" καταλαβαίνουμε ότι την θεωρεί άνάξια λόγου , υπονοώντας ότι θα γυρίσει μόνο όποιος είναι απελπισμένος ή όποιος θέλει να την έχει ως εναλλακτική ή εύκολη λύση.  Υπάρχει όμως και κίνδυνος, γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις όπως εκείνη με τον γιο του παπά, του οποίου του πήρα τα μυαλά με τα γλυκόλογά της.
Στη συνέχεια, η ποιητική φωνή κινδυνολογεί λέγοντας ότι η ζωή κοντά της είναι μαρτύριο, αλλά δεν μπορεί κανείς να ξεκολλήσει γιατί του αρέσει. Όμως οι συνέπειες είναι βαριές. Θα γίνει αλκοολικός, θα πάει φυλάκή ή θα κυλιστεί στην ακολασία. Και τελικά ή θα τρελαθεί και θα αυτοκτονήσει ή θα γίνει σωματέμπορος στην πόλη.
Η τελευταία φράση των στίχων είναι ειρωνική πιστεύω, γιατί σε ένα προηγούμενο στίχο είχε πει:
"Σε συμβουλεύω για  καλό. Μην κοροϊδεύεις την νταρντάνα τη Ζωζώ"

Νίκος
Το τραγούδι της Αφροδίτης Μάνου μιλάει για μια σύγχρονη γυναίκα, η οποία έχει πληγωθεί τόσο πολύ από τον συντροφό της που θέλει να βγει και  να μεθύσει, να βρει κάποιον και μετά να τον βρίσει. Για να ξεπεράσει αυτό που αισθάνεται παρακάλει να την αφήσουν να μοιάσει με τις "γυναικούλες" των παλιών γενεών ή με τις ρηχές σύγχρονες γυναίκες  που ασχολούνται μόνο με τις βιτρίνες και διαβάζουν μόνο περιοδικά.
Θέλει να πονέσει τον άντρα που την πλήγωσε και να τον "σκοτώσει".  Γιατί της έλεγε ότι την αγαπούσε, αλλά πήγαινε και με άλλες σε άλλα σπίτια. Κι όχι μόνο την απατούσε αλλά την έκανε και ρεζίλι.
Για αυτό κι εκείνη για μια νύχτα θέλει να σταματήσει να παριστάνει ότι είναι υπεράν και αυτήν την νύχτα, κι ακόμα κι αν μετανοίωσει μετά, θέλει να μοιάσει με εκείνες τις γυναίκες που είναι ρηχές, με σκοπό να μην κλάψει αλλά και να τον βγάλει από μέσα της τον άντρα εκείνον,

Επιπλέον , να μην παραλειφθεί ότι και ο Άκης είχε ασχοληθεί με τον τραγούδι των Ενδελέχεια σε στίχους Δημήτρη Μητσοτάκη "Εδώ μωρή θα λέγεσαι Μαρία". Πλην η προσπαθεια του απουσιάζει για τεχνικούς λόγους. Όχι όμως και το τραγούδι ...

2 σχόλια:

Theodore είπε...

Δεν θα βάλω σχόλιο,αλλά ερώτηση για ένα τραγούδι που γράφτηκε προπολεμικά,αλλά δεν μπορώ να το βρω,και είχε και τους εξής στίχους συν τοις άλλοις.
Η γυναίκα, πώς με συγκινεί,με σφάζει με πονεί,μου κόβει τη χολή,μα κι αν τυχόν καμιά, μπελάς θα μου γινεί,της δίνω το πανί,ψωφάω για γυνή μωρ' αδερφάκι μου...
Μήπως ξέρετε αν υπάρχει κάπου ολόκληρο;

Kakos Lykos είπε...

Σόρρυ, πρώτη φορά το ακούω. Το ύφος του παραπέμπει ωστόσο σε επιθεώρηση ή οπερέτα. Ψάξτε το εκεί μήπως βρείτε κάποια άκρη.