Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Γεφύρια δεν έχει μόνο η Άρτα!

Μπορεί το γεφύρι της Άρτας να είναι ξακουστό και η παραλογή που εξιστορεί το χτίσιμό του να είναι χιλιοτραγουδισμένη και χιλιοδιασκευασμένη. Όμως, οι μαθητές και οι μαθήτριες της Γ' Γυμνασίου Παραδεισίου σας αποκαλύπτουν σε αυτήν την ανάρτηση τους θρύλους για το χτίσιμο δυο ακόμα σημαντικών γεφυριών, αυτά του Ευφράτη και του Δούναβη.
Και ρίχνουν φως στην θλιβερή ιστορία της οικογένειας της λυγερής, καθώς μαθαίνουμε περισσότερα στοιχεία για τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της και την τραγική τους μοίρα (κακοήθεια ο χαρακτηρισμός οικογενειακή επιχείρηση) να χτίζουν/ χτίζονται μέσα σε γεφύρια.
Η λυγερή, η τρίτη και νεαρότερη των κοριτσιών της οικογένειάς της, όταν καταλαβαίνει ότι πρόκειται να θυσιαστεί για να θεμελιωθεί και να στεριώσει το γεφύρι της Άρτας, ρίχνει κατάρα σε όποιον τυχόν περαστικό θελήσει να διασχίσει τη γέφυρα. Αργότερα, βέβαια, αναιρεί την κατάρα και την αλλάζει σε ευχή από φόβο μήπως περάσει ο αγαπημένος αδερφός της, που λείπει μακριά στα ξένα. Για να μη γίνει η αιτία του χαμού του, εύχεται το γεφύρι να είναι στέρεο και ασφαλές για τους διαβάτες. Η ανάγκη να διασφαλίσει τη σωτηρία του αδερφού της εντείνεται από την αναφορά της λυγερής στις δυο μεγαλύτερες αδερφές της που ήδη έχουν πεθάνει- άρα, ο αδερφός της είναι ο μόνος που της έχει απομείνει και θέλει πάση θυσία (κυριολεκτικά) να τον προστατέψει.
Εντυπωσιακός, ωστόσο, είναι ο τρόπος που πέθαναν οι δυο κοπέλες: εγκλωβισμένες σε ένα κακορίζικο γραφτό που βαραίνει τις κόρες της οικογένειας (καθότι τον γιο τον βαραίνει μια άλλη απεχθής μοίρα, αυτή της ξενιτειάς), η μία θυσιάστηκε για να χτιστεί η γέφυρα του Δούναβη και η άλλη για να χτιστεί η γέφυρα του Ευφράτη. Αναμενόμενο ότι η τρίτη κόρη της οικογένειας δεν θα ξέφευγε από αυτό το θανάσιμο σερί. Και πάλι κακοήθεια χαρακτηρίζουμε την όποια αναφορά στην αφέλεια με την οποία η λυγερή πίστεψε το τέχνασμα των εργατών και κατέβηκε οικειοθελώς στα θεμέλια της γέφυρας για να γυρέψει τη βέρα του άντρα της. Αφού την έπαθαν και οι δυο αδερφές της, πώς εκείνη ήταν τελείως ανυποψίαστη;;;
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία της τρίτης αδερφής -μάλλον επειδή περιγράφει το χτίσιμο ενός ελληνικού γεφυριού (!)- έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας
αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο.
Το δημοτικό τραγούδι που αφηγείται το τραγικό πάθημα της λυγερής γνώρισε πολλές παραλλαγές και διασκευές κι έφτασε να γίνει μια από τις πιο γνωστές και διαδεδομένες παραλογές.
Οι ιστορίες, όμως, των αδερφών της λυγερής χάθηκαν μέσα στη λήθη του χρόνου... Υπεύθυνες για το χτίσιμο μακρινών ή εξωτικών γεφυριών, δεν αξιώθηκαν ούτε την υστεροφημία που άρμοζε στη θυσία τους. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου Παραδεισίου επιφορτίστηκαν με το δύσκολο εγχείρημα να ανακαλύψουν μέσα από τα βάθη σκονισμένων παραδόσεων τι συνέβη στις μεγαλύτερες αδερφές της λυγερής: ποιες ήταν, πώς έζησαν, ποια ήταν τα κίνητρα των πράξεών τους, ποια τα συναισθήματά τους, πώς έφτασαν μέχρι την πραγμάτωση του θλιβερού τους πεπρωμένου, πώς χτίστηκαν μέσα στα θεμέλια των γεφυριών που έμελλαν να στερεωθούν πάνω τους...

Το τμήμα Γ1 ασχολήθηκε με το χτίσιμο του γιοφυριού του Ευφράτη από τη μεσαία αδερφή.


Χάιδω Δ.

View more presentations or Upload your own.

Ευαγγελία Ε.
Η Ιστορία της Ευτυχίας (Εύα Ε.)

View more presentations or Upload your own.

Ευρυδίκη Ζ.
Κάποτε στον Ευφράτη, οι άνθρωποι ήθελαν να κάνουν τις μετακινήσεις τους πιο εύκολα -οπότε, αποφάσισαν να χτίσουν μια γέφυρα. Ο εργολάβος πήρε πενήντα εργάτες να του χτίσουν τη γέφυρα. Μάζεψε όποιους εργάτες έβρισκε από τα γύρω χωριά μέχρι να φτάσει στους πενήντα. Δυσκολεύτηκε μέχρι να τους βρει όλους ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει σπίτι του και να δει τη γυναίκα του, την Ιφιγένεια και τον γιο του τον Μιλτιάδη.
Αφού συγκέντρωσε τους εργάτες, ήταν ώρα να αγοράσουν τα απαραίτητα για το χτίσιμο της γέφυρας. Τα παραγγείλανε κι έπρεπε να περιμένουν έναν μήνα για να φτάσουν στο χωριό τους. Μετά τον μήνα, λοιπόν, έφτασαν τα εργαλεία και τα υλικά και αμέσως ο εργολάβος έπιασε δουλειά μαζί με τους εργάτες. Μόλις, όμως, ξεπακετάρισαν τα πράγματα... Ήταν όλα χαλασμένα! Ο εργολάβος τρελάθηξε! Περίμενε έναν μήνα για το τίποτα! Έτσι, πήρε την εταιρία που τους τα έστειλε και διηγήθηκε το γεγονός. Αυτοί του είπαν πως λυπούνται πολύ και πως θα τους τα ξαναστείλουν. Περίμεναν άλλον έναν μήνα και ήρθε η παραγγελία. Και αυτήν τη φορά, όλα κατεστραμμένα! Ο εργολάβος δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήταν δυνατόν να ήρθαν και τις δυο φορές σπασμένα! Στην αρχή πίστευε ότι τον κοροΐδεψε η εταιρία και τους ξαναρώτησε αν έστειλαν τη σωστή παραγγελία. Η εταιρία δεν ήξερε τι να κάνει: ήταν τόσο περίεργη η καταστροφή όλων των δεμάτων... και δεν είχαν αποθέματα για άμεση αντικατάσταση όλων των εργαλείων και των υλικών. Έτσ,ι ο εργολάβος τα παράτησε.
Μια μέρα, η μητέρα του εργολάβου ήρθε να τον επισκεφτεί στο χωριό του. Τον είδε που ήταν στενοχωρημένος και τον ρώτησε τι έχει. Εκείνος της είπε την ιστορία με τη γέφυρα κι αυτή προσπάθησε να του βρει μια λύση. Το σκέφτηκε για λίγο καιρό και του είπε ότι αν θέλει το καλό όλου του χωριού, δηλαδή να στεριώσει η γέφυρα, θα πρέπει να ρίξει τη γυναίκα του στο ποτάμι ώστε να χτιστεί σωστά το γεφύρι. Ο εργολάβος δίσταζε αλλά τελικά αποφάσισε να το κάνει για να βρει καλό όλο το χωριό. 
\Έτσι, ζήτησε από τη γυναίκα του να πάνε στο ποτάμι για βόλτα γιατί είχαν καιρό να περάσουν καλά οι δυο τους. Η γυναίκα του στολίστηκε και πήγε. Ο εργολάβος την περίμενε με ένα λουλούδι στο χέρι. Μόλις συναντήθηκαν, άρχισε να της λέει πόσο την αγαπάει και πόσο αγαπάει το παιδί τους. Της υποσχέθηκε ότι θα μεγαλώσει το παιδί τους με τον καλύτερο τρόπο και ότι θα τη θυμάται για πάντα. Η Ιφιγένεια άρχισε να δακρύζει γιατί κατάλαβε ότι ήθελε να τη ρίξει στο ποτάμι. Ο εργολάβος της έδωσε το λουλούδι και με ένα φιλί στο μάγουλο την έσπρωξε στον ποταμό λέγοντας: "Αντίο, καλή μου! Να αναπαυθείς με ειρήνη." με πικρό δάκρυ να τρέχει από τα μάτια του.
Ξαναγόρασε τα εργαλεία και τα υλικά κι αυτήν τη φορά ήρθαν όλα σώα και αβλαβή. Ευχαρίστησε τη μητέρα του και άρχισε το χτίσιμο. Μετά από πολύν καιρό, όταν τελείωσε η γέφυρα, ο Μιλτιάδης μαζί με τον πατέρα του έγραψαν μια ταμπέλα που έλεγε: "Η γέφυρα της Ιφιγένειας που έχτισε τον Ευφράτη. Άξια μητέρα και γυναίκα. Για πάντα στην καρδιά μας." Αφού την κρέμασαν πάνω στο γεφύρι, πιάστηκαν χέρι-χέρι και πέρασαν τη γέφυρα της Ιφιγένειας!

Κατερίνα Ζ.
Πριν κάμποσα χιλιάδες έτη
ζούσε σε ένα καμαρωτό παλάτι
ένας πρίγκιπας από τη Βαγδάτη.

Με τον φόβο μόνος του να μη ζήσει
και τους γονείς του να ευχαριστήσει
έβαλε πλώρη για την Άρτα, να βρει
μια γυναίκα να συζήσει.
Και ήβρε κι ερωτεύτηκε την αδερφή της λυγερής.
Από τον πατέρα της θα τη ζητήσει!

Κι όταν το πριγκιπόπουλο την πήρε στη Βαγδάτη,
λιμός κακός και πείνα έπεσε στης ερημιάς τα πάθη.
Ο πρίγκιπας τον λόγο έψαχνε και αναζητούσε
μα κανένας πλέον δεν ομολογούσε.

Ένας αγρότης τον λυπήθηκε,
τον έπιασε και του 'πε.
Για την ξηρασία του Αφράτη
μερόνυχτα ξηγούσε.
Μεγάλη κατάρα έπιασε τη χώρα της Βαγδάτης
που μοιάζει σαν κόλπο οφθαλμαπάτης!

Απελπισμένος πήγε σε έναν Μάντη
και με πληρωμή ένα διαμάντι
του είπε η πόλη του τι μέλλον θα 'χει.
Ο Μάντης τη σφαίρα του κοιτούσε
τον πρίγκιπα έβλεπε και τα λόγια του μασούσε.
Κι όμως, του είπε την πάσα αλήθεια
χωρίς υπερβολές και παραμύθια.

Κι όταν ξημέρωσε η αυγή, της ανακοινώσαν
ότι είναι αυτή η εκλεκτή
τον πρίγκιπα να παντρευτεί.
Και χωρίς τίποτα να υποψιαστεί,
βάζει πέπλο και πάει στον ναό
καλοντυμένη, χαμογελαστή.

Κι όταν μετά τον γάμο, πήγε τον Αφράτη να αντικρύσει,
ένας τίγρης περίμενε από τους θεούς σταλμένος
την νύφη να εκτελέσει.

Η νύφη το κατάλαβε και τον φίλησε
τον πρίγκιπα στα χείλια
και τον γλυκοκοίταξε με δάκρυα στα μάτια.
Μόνη της επήδηξε στην πύλη του θανάτου
και, σαν να μην πέρασε στιγμή δευτερολέπτου,
γέμισε η λίμνη του Αφράτη 
και καρποφόρησε ολόκληρη η Βαγδάτη.

Και λόγω της υπερβολικής ροής των νερών
δημιουργήθηκε και ένας νέος ποταμός,
"Τίγρης" λεγόμενος κοινώς,
που πήρε το όνομά του από τον τίγρη
που περίμενε να συντροφέψει
την κοπέλα στον θάνατο.

Μαρία Α.
Ήτανε κάποτε μια όμορφη και καλή κοπέλα, Ερατώ την έλεγαν, που ζούσε στη μακρινή Ανατολή. Ζούσε ευτυχισμένη με τον σύζυγο και τα τρία της παιδιά. Ο άντρας της δούλευε στις όχθες του ποταμού Ευφράτη όπου έφτιαχνε μαζί με πολλούς άλλους συναδέλφους ένα φράγμα. Ήταν ο αρχιεργάτης αυτής της δουλειάς. 
Δυο μέρες, όμως, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, το φράγμα έσπασε και ξεχείλισε το ποτάμι. Αυτό συνέβη επανειλημμένως: ενώ επιδιόρθωναν το φράγμα, εκείνο έσπαγε και το νερό ξεχείλιζε. Ώσπου μια μέρα, φούσκωσαν τα νερά του ποταμού και από μέσα ξεπρόβαλε ένας μεγάλος δράκος. Με φωνή ανθρώπου, λέει στους εργάτες: "Για να φτιαχτεί το φράγμα, θα πρέπει να θυσιάσετε στα νερά του Ευφράτη τη γυναίκα του αρχιεργάτη.".
Ο αρχιεργάτης μόλις το άκουσε, ξέσπασε σε κλάματα. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει διαφορετικά. Έστειλε αγγελιαφόρο να μηνύσει στη γυναίκα του να πάει να τον βρει. Η Ερατώ έφτασε τρέχοντας κι εκεί την περίμενε μια βάρκα -τάχα πως θα πήγαιναν βόλτα με τη βάρκα. Στη μέση, όμως, του ποταμού, η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά και η κοπέλα πνιγόταν. Πάνω στην απόγνωσή της να σωθεί, η Ερατώ φώναζε: "Κι εγώ, όπως οι αδερφές μου, είχαμε την ίδια άσχημη μοίρα! Εγώ να πνιγώ για τον Ευφράτη, η άλλη για τον Δούναβη κι η άλλη για το γεφύρι της Άρτας!"

Χανόρα Α.
Πριν πολλά χρόνια, στον ποταμό Ευφράτη γινόταν πόλεμος μεταξύ δυο κόσμων. Κάθε μέρα χάνονταν πολλές ζωές, μικρών και μεγάλων.
Η λυγερή με την αδερφή της αποφάσισαν να κάνουν ένα σχέδιο και να ανατινάξουν τη μια μεριά του γιοφυριού για να μην μπορεί κανείς να περάσει και να σκοτώσει άλλους ανθρώπους. Έτσι κι έγινε...  Μετά την ανατίναξη, ωστόσο, ένας εχθρός βλέπει την αδερφή της λυγερής και τη συνέλαβε.
Το ξημέρωμα, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, την σκότωσαν ώστε να τρομάξουν τους αντιπάλους τους και μετά την έριξαν στα νερά του Ευφράτη. Αμέσως ξαναέχτισαν το φράγμα ώστε να είναι γερό για να νικήσουν τους εχθρούς τους.

Άντζελα Λ.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό εκατό άντρες που προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα γεφύρι στον Ευφράτη. Όμως κάθε φορά που χτίζανε μια καμάρα, αυτή γκρεμιζόταν. Μια μέρα πέρασε από κει ένας παράξενος άνθρωπος -έμοιαζε περισσότερο με μάγο. Αυτός τους είπε: "Δεν πρόκειται να τελειώσετε τις καμάρες του γεφυριού αν δεν σκοτώσετε μια όμορφη γυναίκα." Κι έτσι, ένας από τους εργάτες σκέφτηκε τη γυναίκα του και την κάλεσε να έρθει στο ποτάμι που τη θέλει. Εκείνη ετοιμάστηκε και πήγε στον άντρα της. Ο άντρας της τής είπε πόσο όμορφη είναι και πως θέλει να πάει κοντά του για να την αγκαλιάσει. Αυτή, ενθουσιασμένη, πλησίασε. Τότε, οι υπόλοιποι εργάτες της έριξαν μεγάλες πέτρες για να τη χτίσουν. Ο άντρας έβλεπε πως σκότωναν την ίδια του τη γυναίκα αλλά δεν έκανε τίποτα. Μόνο που έκλαιγε βουβά. Με αυτήν τη θυσία, το γεφύρι του Ευφράτη χτίστηκε. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Γαβριέλα Β.
Ήταν τρεις αδερφές που καθεμιά τους έχτισε κι ένα γεφύρι. Το πιο δύσκολο έργο το είχε αυτή που έχτισε το γεφύρι του Ευφράτη. Την εποχή εκείνη, οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Δεν έφταναν οι πέτρες για να χτιστεί μια γέφυρα: χρειαζόταν να πεθάνει ένας άνθρωπος για να ολοκληρωθεί το έργο. Κι αυτή η ιστορία αρχίζει έτσι...
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια γυναίκα που αποφάσισε να πάρει κάποιους άντρες μαζί της για να χτίσουν τη γέφυρα στον Ευφράτη. Πέρασαν πολλά χρόνια και το γεφύρι δεν τέλειωνε γιατί κάποιος έπρεπε να πεθάνει. Περίμεναν μήπως κάποιος πεθάνει από γερατειά ή αρρώστια αλλά τίποτα. Η μόνη λύση ήταν να πεθάνει η ίδια αυτή για να χτιστεί η γέφυρα! Και τελικά έπεσε από μόνη της στον Ευφράτη και οι άντρες έφτιαξαν από πάνω της το γεφύρι!

Κλεονίκη Γ.
Μια φορά ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος που είχε τρεις πολύ όμορφες κόρες αλλά η γυναίκα του είχε πεθάνει. Αυτός είχε πολλούς εργάτες και αποφάσισε να χτίσει τη γέφυρα του Ευφράτη. Όλα πήγαιναν μια χαρά με το χτίσιμο αλλά κάθε μέρα κάποιο σημείο του γεφυριού καταστρεφόταν. Ο πατέρας της κοπέλας διέταξε τους εργάτες να προσπαθήσουν πιο πολύ, να δοκιμάσουν οτιδήποτε για να μην ξαναχαλάσει η γέφυρα.
Κάποια στιγμή που ο πατέρας ήταν στο γραφείο του, ενώ οι εργάτες δούλευαν σκληρά, τον παίρνει ο ύπνος. Τότε εμφανίζεται στο όνειρό του ένα παράξενο φως και ακούστηκε μια φωνή που του είπε ότι η μεσαία του κόρη πρέπει να θυσιαστεί για να μην καταστραφεί ξανά η γέφυρα.
Την επόμενη μέρα που ξεκινούσε για τη δουλειά, ζήτησε από την κόρη του να πάει μαζί του για να δει το έργο του πατέρα της. Όταν έφτασαν στον Ευφράτη, η κόρη έβγαλε από τον λαιμό της το μενταγιόν που της είχε δώσει η μητέρα της και το έβαλε στην τσάντα της για να μην το χάσει. Ένας από τους εργάτες, όμως, το έκλεψε και το πέταξε στα θεμέλια του γεφυριού. Ο εργάτης πλησίασε την κοπέλα και της είπε ότι όπως μετακίνησε την τσάντα της για να μη λερωθεί από τις σκόνες, το μενταγιόν έπεσε στο ποτάμι. Εκείνη έσκυψε για να το πιάσει αλλά γλίστρησε και έπεσε στο νερό.
Η κόρη φωνάζει τον πατέρα της να τη βοηθήσει. Εκείνος δίνει εντολή να αρχίζουν να στοιβάζουν πάνω της τα υλικά. Η κοπέλα πανικόβλητη φώναζε για σωτηρία αλλά κανείς δεν την άκουγε. Τότε κατάλαβε ότι την είχαν χρησιμοποιήσει αλλά δεν κράτησε κακία σε κανέναν. Σκέφτηκε πως αγαπάει τον πατέρα της και πως τώρα πια θα είναι κοντά στη μαμά της.

Το τμήμα Γ2 ασχολήθηκε με το χτίσιμο του γιοφυριού του Δούναβη από τη μεγαλύτερη αδερφή.

Γιώργος Μπ.
Τρεις αδερφάδες ήτανε κι οι τρεις άδικα εφύγαν
Η πιο μικρή, η στερνότερη εζούσε στην Πρεβέζη
κι ο άντρας της την έχτισε στης Άρτας το γοφύρι.
Η άλλη, η μεγαλύτερη που ήταν στην Περσία,
εβρήκε άδικο χαμό κι εχτίστη στον Ευφράτη.
Είχανε κι έναν αδερφό που έλειπε στα ξένα
μ' ένα δισάκι έφυγε κι επήγε μοναχός του.
Την τύχη του δεν ηύρε κει, πολλ' άσχημα γινήκαν
καζάντια δεν είχε ποτέ, φτωχός πάντοτε ήταν.
Τούτος την εχαντάκωσε τη δεύτερη αδερφή του
γιατί παρτίδες ανοιχτές είχε με μπολσεβίκους.
Λεφτά χρωστούσε τους πολλά, όλο τον κυνηγούσαν,
κάποτε τον απείλησαν ότι θα την πειράξουν.
Κείνος δεν τους επίστεψε, γελούσε ολοένα
νόμιζε την προστάτευε, ένοχος όμως ήταν.
Σχέδιο τούτοι ετοίμαζαν -να την εβασανίσουν
και τότε να τη ρίχνανε στης μοίρας την παγίδα.
Έφτιαχνε τους βοστρύχους της η άμοιρη μια μέρα
και την πήραν μακριά να τηνε θανατώσουν.
Στου Δούναβη επήγαν το μισόχτιστο γιοφύρι
μέσα να τη βάλουνε και να τ' ολοκληρώσουν.
Δικοί τους ήταν μάστοροι, κατάσκοποι, προδότες
για μπολσεβίκους δούλευαν, τάχα όπως ελέγαν.
Σαν το σχέδιο έμαθαν και την κοπέλα είδαν,
αμέσως την απήλλαξαν και στα κρυφά τη διώξαν.
Και τότε μια περαστική, όμορφη νεανίδα
εβάλανε στη θέση της, αντί γι' αυτήν να πεθάνει.
Κι έτσι νέα της κανείς δεν είχε από τότε
κι όλοι ενομίσανε πως τούτη είχε αποθάνει
μα σωτηρία είχε βρει, η καλοτυχισμένη.

Φράνκο Φ.
Μια φορά κι έναν καιρό κοντά στον Δούναβη, ζούσαν ευτυχισμένοι ένας μάστορας με τη γυναίκα του που δεν δούλευε πουθενά. Ο μάστορας πήγαινε κάθε πρωί στη δουλειά χαρούμενος που έχει για σύζυγο μια νοικοκυρά γυναίκα. Μια μέρα του είπαν στη δουλειά πως θα ξεκινήσουν να χτίζουν ένα καινούριο γεφύρι και πως αυτός θα είναι υπεύθυνος, θα είναι ο πρωτομάστορας. Ο πρωτομάστορας είδε το σχέδιο του γεφυριού και είπε: "Θα το χτίσω κι ας πεθάνω." Όταν γύρισε σπίτι του εκείνη τη μέρα, έκατσε με τη γυναίκα του, έφαγαν μαζί και συζητούσαν για  την προαγωγή και για την καινούρια δουλειά του πρωτομάστορα. 
Το επόμενο πρωί, ο πρωτομάστορας ξεκίνησε όπως πάντα χαμογελαστός για τη δουλειά. Όταν πια άρχισε να μαστορεύει τη γέφυρα, από το πουθενά εμφανίστηκε μια πυκνή ομίχλη και μέσα από την ομίχλη, εμφανίστηκε μια γριά με μαύρα ρούχα. Όλοι σταμάτησαν να δουλεύουν και ρωτούσαν τη γριά μήπως θέλει βοήθεια για να περάσει τα νερά του ποταμού. Η γριά απάντησε: "Αυτό το γεφύρι δεν θα χτιστεί ποτέ μέχρι να πεθάνει η γυναίκα του πρωτομάστορα σε τούτο το ποτάμι.". Το άκουσε αυτό ο πρωτομάστορας και νευρίασε πολύ και είπε στη γριά: "Εγώ αυτό το γεφύρι θα το χτίσω και ας πεθάνει όλος ο κόσμος!".
Την άλλη μέρα, ο πρωτομάστορας πήγε στο γεφύρι και το είδε διαλυμένο. Όποια δουλειά είχαν κάνει μέχρι τότε καταστράφηκε! Οι άλλοι εργάτες του είπαν: "Τελικά, είχε δίκιο η γριά δε ό,τι έλεγε!". Δυστυχισμένοι οι μάστορες πρότειναν να εγκαταλείψουν το έργο και να μη χτίσουν τη γέφυρα. Αλλά ο πρωτομάστορας ήθελε να χτίσει το γεφύρι: "Θα ρίξω τη βέρα μου στα νερά του ποταμού και θα πάτε στη γυναίκα μου και θα της πείτε ότι είναι η μόνη που μπορεί να την πιάσει.". Οι μάστορες πήγαν πραγματικά στη γυναίκα του πρωτομάστορα και της είπαν για το δαχτυλίδι. Κι αυτή απάντησε: "Ό,τι θέλει ο άντρας μου, θα το κάνω γιατί τον αγαπώ πολύ.". 
Η γυναίκα ήρθε στο ποτάμι και μόλις έπεσε στο νερό, πνίγηκε. Οι μάστορες αμέσως έπιασαν δουλειά για να χτίσουν τη γέφυρα. Αλλά ο πρωτομάστορας στενοχωρέθηκε πολύ και είπε: "Αυτό το γεφύρι δεν θέλω να το χτίσω πια γιατί σε αυτό πέθανε η γυναίκα μου που αγαπώ". Και τότε, ο πρωτομάστορας έπεσε κι αυτός στο ποτάμι για να ζήσει ευτυχισμένος στον παράδεισο μαζί με τη γυναίκα που αγαπάει. 

Αθανασία Μ.
Ένα γιοφύρι θέλουνε για να περνάνε όλοι
στου Δούναβη τον ποταμό με όμορφα λιβάδια.
Και δεν μπορούσε να χτιστεί για την κακοτυχία.
Δεν βρίσκανε κοπέλα να χτιστεί με καλή τύχη,
θυσία να την κάνουνε να φτιάξει το γιοφύρι.
Εβρήκαν την αδερφή της λυγερής που έχτισε τον Αφράτη.
Την φέρανε στον ποταμό και την κοιτούσαν όλοι,
την έβλεπαν και έκλαιγαν κι εκείνη απορούσε.
Αμέσως έρχεται αυτός που θα τη θανατώσει.
Η όμορφη κοπέλα καταλαβαίνει αμέσως
και τότε αποχαιρετά τον κόσμο και τη φύση.
Τη μαχαιρώνει ο άνθρωπος, πεθαίνει ακαριαία.
Γιοφύρι χτίστηκε γερό και όλα ετελειώσαν.
Η αδερφή τους η μικρή μονάχα έχει μείνει.
Την ίδια μοίρα να μην έβρει, μονάχα καλή της τύχη.

Ειρήνη Σ.
"Συζήτηση μεταξύ γιαγιάς και εγγονού"
-Λοιπόν, παιδί μου, σήμερα θα σου διηγηθώ μια πολύ παλιά ιστορία που λέει πώς μια νεαρή κοπέλα, γύρω στα δεκαέξι, θυσιάστηκε για να στεριώσει το γεφύρι του Δούναβη.
-Πώς γίνεται να θυσιαστεί κάποιος για να στεριώσει μια γέφυρα;!
-Έτσι λέγεται κι έτσι πίστευαν στα παλιά τα χρόνια. Κανείς δεν ξέρει να είναι αλήθεια ή όχι. Άκου τώρα προσεχτικά...
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια κοπέλα, Έμιλι στο όνομα, που ζούσε μαζί με τις αδερφές της σε ένα σπιτάκι στην εξοχή. Ήταν και οι τρεις όμορφες αλλά πιο πολύ ξεχώριζε η Έμιλι. Ξανθομαλλούσα με γαλάζια μεγάλα μάτια. Όλες οι κοπέλες τη ζήλευαν. Η Έμιλι κατέβαινε κάθε μέρα σχεδόν στο χωριό για τρόφιμα και συναντούσε και μερικούς φίλους. Στο χωριό είχε έρθει ένα καινούριο παλικάρι, γύρω στα είκοσι, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από την Έμιλι. Ήταν κι αυτός όμορφος και σιγά-σιγά άρχισε να τον αγαπά. Τότε άρχισε να κατεβαίνει στο χωριό δυο φορές τη μέρα, κάθε μέρα, για να μπορεί να τον βλέπει. Μια μέρα δεν τον είδε στην αγορά και άρχισε να ρωτάει τους ανθρώπους αν έχουν δει ένα ψηλό αγόρι με καστανά μαλλιά και μπλε μάτια. Όμως εκείνοι δεν καταλάβαιναν για ποιον έλεγε γιατί δεν είχε μάθει το όνομά του ακόμη.Γύρισε όλο το χωριό αλλά μάταια.  
Το απόγευμα πήγε στο ποτάμι να πλύνει κάποια ρούχα και, για καλή της τύχη, ήταν εκεί! Πλησίασε και άρχισε να πλένει. Είδε κι άλλους άντρες εκεί να φτιάχνουν μια γέφυρα. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, ήρθε κοντά της το αγόρι:
-Γεια, με λένε Πίτερ, είπε.
-Γεια! Εμένα, Έμιλι.
-Τι λες για την καινούρια γέφυρα που φτιάχνουμε; Ξέρω, είναι ακόμα μισοτελειωμένη αλλά βραδιάζει και θα πρέπει να συνεχίσουμε αύριο.
-Μπορώ να πω ότι είναι υπέροχη! Συγγνώμη αλλά πρέπει να πάω σπίτι. Άργησα πάρα πολύ κι οι αδερφές μου θα με ψάχνουν.
-Έχεις δίκιο. Πήγαινε...
Έτσι, έφυγε αλλά την επόμενη μέρα ξαναπήγε στο ποτάμι να δει πώς πήγαινε η γέφυρα. Δεν είδε, όμως, κανέναν εκεί και καμιά γέφυρα. "Λες να ήταν όλα ένα όνειρο; Δεν γνώρισα στ' αλήθεια το αγόρι;" αναρωτήθηκε. Γύρισε ύστερα προς το χωριό για τα τρόφιμα και είδε τον κόσμο μαζεμένο στην πλατεία. Κάποιος μιλούσε κι οι υπόλοιποι τον άκουγαν: "Όπως ξέρετε όλοι, το χτίσιμο της γέφυρας άρχισε χτες. Σήμερα, εγώ και οι συνεργάτες μου, πήγαμε να συνεχίσουμε και βρήκαμε μονάχα συντρίμμια στο τέλος του ποταμού. Νομίζω ότι σε αυτήν την περίπτωση, ισχύει αυτό που λένε οι παλιοί για τις γέφυρες: Αν δε θυσιαστεί μια κοπέλα, δεν πρόκειται να στεριώσει το γεφύρι."
Ο κόσμος, όμως, δυσανασχετούσε και έλεγε ότι δεν την έχτισαν καλά τη γέφυρα-γι' αυτό έπεσε. Οι εργάτες αποφάσισαν να ξαναπροσπαθήσουν και την ξαναέχτισαν αλλά αυτή ξαναέπεσε. Έφτασε η στιγμή που όλοι πίστεψαν ότι ο μύθος ήταν αληθινός. Ο Πίτερ, ο πρωτομάστορας, ανακοίνωσε μια μέρα: "Καταλήξαμε, οι συνεργάτες μου κι εγώ, πως χρειάζεται να θυσιάσουμε μια κοπέλα. Όλες οι κοπέλες του χωριού πρέπει να έρθουν αύριο το πρωί σε αυτό ακριβώς το σημείο όπου θα κληρωθεί το θύμα. Ειλικρινά, δεν θέλαμε να γίνει κάτι τέτοιο αλλά ο μύθος είναι αληθινός και πρέπει να τηρηθεί."
Ο Πίτερ φοβόταν πολύ μήπως κληρωθεί η Έμιλι γιατί την αγαπούσε. Γι' αυτό πήγε και την βρήκε έξω από το σπίτι της. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ό,τι κι αν γίνει, η Έμιλι θα μάθαινε πως την αγαπούσε. Αφού της εξομολογήθηκε την αγάπη του και αυτή το ίδιο, έφυγε αμέσως. Δεν άντεχε στην ιδέα ότι μπορεί να την έχτιζε στη γέφυρα. Καθώς επέστρεφε, είδε μια γριά να έρχεται κοντά του και να του λέει: "Όσες γυναίκες και να θυσιάσεις, η γέφυρα δε θα στεριώσει. Θα στεριώσει μόνο αν θυσιάσεις κάποιον που αγαπάς πραγματικά." Μετά από αυτό, χάθηκε στο σκοτάδι. Ο Πίτερ δεν πίστεψε τίποτα από τα λόγια της γριάς και συνέχισε τον δρόμο του. 
Την επομένη έγινε έγινε η κλήρωση και βγήκε το όνομα μιας κοπέλας. Ήταν η κόρη ενός εργάτη. Ο εργάτης δεν μπορούσε να αθετήσει την υπόσχεση που έδωσαν όλοι, αποχαιρέτησε την κόρη του με λυγμούς και την έπνιξε στα νερά. Όταν όμως, πήγαν μερικοί από το χωριό να θαυμάσουν την καινούρια γέφυρα, δεν είδαν τίποτα! Φώναξαν τους μάστορες και έμειναν κι εκείνοι άναυδοι! Αφού είχαν χτίσει το γεφύρι, πώς ήταν δυνατόν να μην υπάρχει τίποτα!
Τότε ο Πίτερ θυμήθηκε αυτό που του είχε πει η γριά γυναίκα. Χωρίς να μπορεί να κάνει αλλιώς, πήγε να βρει την Έμιλι.
-Έμιλι, σου έχω νέα! Η γέφυρα επιτέλους στέριωσε και θέλω να έρθεις να τη δεις.
-Πολύ θα το ήθελα αλλά έχω πολλές δουλειές σήμερα. Οι αδερφές μου έφυγαν για το χωριό και πρέπει να κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού μόνη μου.
-Μόνο για λίγο. Κάν' το για μένα. Φέρε και ρούχα να πλύνεις, αφού θα πάμε στο ποτάμι.
Πείστηκε η Έμιλι και πήγαν. Όταν έφτασαν, η Έμιλι είδε πως δεν υπήρχε γέφυρα εκεί και ρώτησε:
-Μα πού είναι η γέφυρα;
-Ήρθαμε από άλλον δρόμο κι ακόμα δεν φαίνεται το γεφύρι. Πλύνε τα ρούχα σου εδώ και μετά θα τη βρούμε.
-Εντάξει, τότε.
-Σ' αγαπάω, να το ξέρεις, της είπε ο Πίτερ χαμογελαστά.
Μετά ήρθε από πίσω της, όπως ήταν σκυμμένη για να πλύνει τα ρούχα, και την έπνιξε.
Έτσι, η γέφυρα στέριωσε και η προφητεία της γριάς αποδείχτηκε αληθινή.

Ρονάλντο Μπ.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια γυναίκα όμορφη, πλούσια και πάρα πολύ ευγενική με όλους. Μια μέρα αποφάσισε να χτίσει ένα γεφύρι στον Δούναβη δίχως να ξέρει κανείς τον λόγο. Μάζεψε, λοιπόν, πολλούς μάστορες και τους είπε να ξεκινήσουν τη δουλειά.
Αφού πέρασε πολύς καιρός και οι μάστορες δεν είχαν ολοκληρώσει ακόμη τη δουλειά, η κοπέλα άρχισε να ανησυχεί και σκεφτόταν τι να κάνει για να τελειώσει το έργο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αποφάσισε τότε να καλέσει κι άλλους μάστορες. Οι εργάτες άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί η κοπέλα βιαζόταν να χτιστεί η γέφυρα και τη ρωτούσαν συνέχεια αλλά εκείνη δεν έλεγε τίποτα. Ένας από τους μάστορες της είπε: "Εάν μας πεις τον λόγο γιατί θες να το χτίσεις, εμείς θα τελειώσουμε τη δουλειά πιο σύντομα.". Εκείνη σκεφτόταν καλά την πρότασή του και αποφάσισε να αποκαλύψει την αιτία. Ήθελε τόσο πολύ να χτιστεί η γέφυρα γιατί θα ερχόταν να την επισκεφτεί ο πατέρας της, τον οποίο είχε να δει από τότε που ήταν πέντε χρονών. Όταν έμαθαν οι μάστορες τον λόγο, συγκινήθηκαν πολύ και άρχισαν να δουλεύουν σκληρά.
Μετά από πολλά χρόνια δουλειάς, τελικά το γεφύρι του Δούναβη ήταν έτοιμο. Η κοπέλα πλήρωσε τους μάστορες κι εκείνοι την χαιρέτισαν και έφυγαν. Το μόνο που είχε να κάνει πια ήταν να περιμένει από μέρα σε μέρα τον πατέρα της να την επισκεφθεί. Δυο βδομάδες αργότερα, ήρθε στον Δούναβη ένας γέρος που φαινόταν πολύ φτωχός. Η κοπέλα τον είδε και αμέσως ένοιωσε μέσα στην καρδιά της ότι αυτός ήταν ο πατέρας της. Μετά από κείνη τη μέρα, η κοπέλα και ο πατέρας ορκίστηκαν να μην αφήσει ο ένας τον άλλον ποτέ ξανά.

Κατερίνα Χ.
Μια φορά κι έναν καιρό, η Σοφία έπαιρνε το απογευματινό της τσάι δίπλα στο ποτάμι του Δούναβη. Όταν επέστρεψε σπίτι από τη βόλτα της, είδε τον άντρα της πολύ θλιμμένο! Τον ρώτησε τι έχει αλλά εκείνος έμεινε σιωπηλός και σύρθηκε στην κάμαρά του για να ξεκουραστεί.
Το επόμενο πρωινό, όταν η Σοφία τον ξύπνησε για τη δουλειά, εκείνος την αγκάλιασε ζεστά και έφυγε. Ο κυρ-Νίκος, ο καλός κι έντιμος πρωτομάστορας του χτισίματος του γιοφυριού στον Δούναβη... Όλοι ξέραμε για το κακό που θα έβρισκε την κοπέλα. Όλοι, εκτός από αυτήν... 
Καθώς πήγαινε το απόγευμα για το τσάι της στις όχθες του ποταμού, άκουσε τον άντρα της να μιλά με τους εργάτες για τον καημό που τον βρήκε. Και η Σοφία ήταν εκεί! Και τους άκουσε, τους άκουσε να λένε για την κακή την τύχη τους. Πλησίασε να ρωτήσει αν μπορούσε να βοηθήσει κι οι άντρες ταράχτηκαν κι αμέσως άλλαξαν θέμα. "Πού μπορώ να βοηθήσω, άντρες;" είπε η Σοφία ανήξερη. Και οι άντρες απάντησαν: "Χάθηκε το καλό το κομποσκοίνι, το ιερό, του μάστορα".
Προσφέρθηκε τότε η Σοφία να ψάξει να το βρει. Διότι η Σοφία ήταν γνωστό πως είχε ψυχούλα μάλαμα και ούτε μυρμήγκι δεν πείραζε. Και πήγε κοντά στα θεμέλια να ψάξει. Μα όταν πλησίασε πολύ, εντολή πήραν οι μάστορες και έριξε πρώτος-πρώτος ένας μικρός μάστορας κούτσουρο μεγάλο στην πλάτη της Σοφίας κι έπεσε αναίσθητη η κοπέλα. Και μετά έριχναν όλοι. Άρχισαν. Ξεκίνησαν. Πέτρες, ξύλα, χαμός. 
Και εκεί ασάλευτος ο Νίκος ο καημένος με βουρκωμένα μάτια στεκόταν και ψιθυρίζοντας: "Και δεν πρόλαβα ούτε το σωστό αντίο να σου πω, αγάπη μου."

Παντελής Τ.
Μια μέρα ήρθε ένα γράμμα στο σπίτι της αδερφής της λυγερής. Το γράμμα έλεγε ότι έπρεπε να γίνει ανθρωποθυσία για να φτιάξουν το γεφύρι του Δούναβη. Όταν το διάβασε ο άντρας της, στενοχωρέθηκε πολύ και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήθελε να της το φέρει με τρόπο αλλά όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να της το πει. Μόλις βρήκε το κουράγιο και της το είπε, πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε σφιχτά και έκλαψε στον ώμο του...
Ήρθε η μέρα της θυσίας... Ο άντρας της ξεκίνησε από νωρίς αλλά δεν την άφησε να πάει μαζί του. Επειδή την αγαπούσε, δεν ήθελε να την δει να πεθαίνει τόσο γρήγορα και γι' αυτό καθυστερούσε με κάθε τρόπο τον θάνατό της. Μετά από ώρες, εμφανίστηκε η γυναίκα του, αποφασισμένη για όλα. Επειδή ο άντρας της δεν ήθελε να πεθάνει βασανισμένη, της έδωσε δηλητήριο. Πέθανε, έβαλαν από πάνω της το τσιμέντο και τελείωσαν όλα.

Αγγελική Σ.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια όμορφη γυναίκα που την έλεγαν Ανθή. Ο άντρας της έλειπε όλη μέρα από το σπίτι. Έτσι, η Ανθή τον επισκεπτόταν στη δουλειά για να του δώσει το φαγητό του. Κάποια στιγμή, ο άντρας της ανέλαβε να χτίσει ένα γεφύρι στον ποταμό Δούναβη. Η Ανθή εκείνες τις μέρες αρρώστησε και δεν μπορούσε να πηγαίνει φαγητό στον άντρα της. Ωστόσο, η αρρώστια της δεν ήταν το μόνο που απασχολούσε τον άντρα της. Αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και στη δουλειά του. Το γεφύρι που ανέλαβε να χτίσει γκρεμιζόταν σιγά-σιγά. 
Μια μέρα, εκεί που όλοι δούλευαν, εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που κανείς δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ο άνθρωπος αυτός πλησίασε τον άντρα της Ανθής και του είπε: "Άδικα βασανίζεσαι εδώ και τόσες μέρες. Αν η γυναίκα σου εδώ δεν σκοτωθεί, τότε το γεφύρι δεν πρόκειται ποτέ του να χτιστεί." Ο πρωτομάστορας στενοχωρέθηκε πάρα πολύ αλλά ήξερε ότι δεν είχε άλλη λύση. Έτσι λοιπόν, το βράδυ πήγε σπίτι και είπε στη γυναίκα του ότι την επομένη έπρεπε να έρθει οπωσδήποτε να τον βρει στη δουλειά. 
Την άλλη μέρα, η Ανθή σηκώθηκε και, χωρίς να μαγειρέψει για να πάει φαγητό στον άντρα της, ξεκίνησε για το ποτάμι. Φτάνοντας στο γεφύρι, είδε τον άντρα της να κλαίει. Χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε να πάει κοντά του. Την ώρα που πέρναγε το γεφύρι, δυο άντρες σήκωσαν μια μεγάλη πέτρα και την έριξαν πάνω της, με αποτέλεσμα να τη σκοτώσουν. Στην αρχή εκείνη φώναζε αλλά μετά κατάλαβε ότι πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Έτσι, αποδέχτηκε τη μοίρα της και ξεψύχησε.

Χρήστος Σ.
-Η αδερφή της λυγερής τι έπαθε;
-Έχτισε το γεφύρι του Δούναβη.
-Για ποιον λόγο πέθανε στο χτίσιμο του γεφυριού;
-Επειδή το ήθελε εκείνη και επειδή το χρειαζόντουσαν εκεί.
-Τι ένοιωθε όταν έφτιαξε το γεφύρι στον Δούναβη;
-Αισθανόταν ευτυχία και ενθουσιασμό αλλά και λύπη. Ήταν χαρούμενη διότι έκτισε η ίδια το γεφύρι αλλά και ήταν λυπημένη γιατί δεν ήθελε να φτιαχτεί το γεφύρι της Άρτας και να πεθάνει η αδερφή της.

Αμαρίλντο Μ.
Πριν από 25 χρόνια περίπου, το 1997, υπήρχε ένα κοριτσάκι που το λέγανε Λυγερή. Η κοπέλα αυτή ανήκε σε μια φτωχή οικογένεια. Η Λυγερή είχε μονάχα ένα όνειρο: να φτιάξει το γεφύρι του Δούναβη. Ήθελε να φτιάξει το γεφύρι γιατί ήθελε να δημιουργήσει κάτι δικό της, της άρεσε να φτιάχνει πράγματα δικά της με δική της πρωτοβουλία. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος που είχε αυτό το όνειρο. Θα σας εξηγήσω τώρα αμέσως τι εννοώ. 
Η Λυγερή ήταν δεκαέξι χρόνων. Στο σχολείο που πήγαινε, αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα με τους συμμαθητές της γιατί, όπως σας είπα και πιο πριν, καταγόταν από φτωχή οικογένεια και την κορόιδευαν και την κατηγορούσαν πως είναι ανίκανη κι ούτε θα έχει ποτέ τη δύναμη να κάνει οτιδήποτε στη ζωή της. Έτσι, η κοπέλα ήθελε να φτιάξει τη γέφυρα για να εντυπωσιάσει τους συμμαθητές της και πλέον να τους αποδείξει ότι και αυτή μπορεί να δημιουργήσει κάτι για να μην την κοροϊδεύουν άλλο.
Όμως, για να πραγματοποιήσει η Λυγερή το όνειρό της, να φτιάξει το γεφύρι του Δούναβη, να αποδείξει ότι είναι ικανή για κάτι σημαντικό και να κερδίσει τη συμπάθεια των συμμαθητών της, χρειάζονται κάποια χρήματα. Το κορίτσι δεν είχε δικά του χρήματα -οπότε η μόνη της επιλογή/ελπίδα ήταν οι γονείς της. Όταν η Λυγερή αποφάσισε να μιλήσει στους γονείς της και να τους εξηγήσει πώς έχει το θέμα, πίστευε πως θα είχε θετική ανταπόκριση και πως οι γονείς της θα την στηρίξουν. Αλλιώς, όμως, ήρθαν τα πράγματα: ο πατέρας της δεν τη βοήθησε λόγω της οικονομικής του αδυναμίας. 
Απογοητευμένη η κοπέλα, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να μαζέψει μόνη της τα χρήματα και, μετά από σκέψη, αποφασίζει να πιάσει δουλειά σε ένα μαγαζί, κρύβοντάς το, όμως, από τη μητέρα και τον πατέρα της. Όταν άρχισε τη δουλειά η Λυγερή, τα πήγαινε καλά μέχρι που -μόλις μια βδομάδα αργότερα- την πήρε είδηση ο πατέρας της και δεν την ξανάφησε να πάει να δουλέψει. 
Προβληματισμένοι οι γονείς της με τη συμπεριφορά της, την επόμενη μέρα μιλάνε με τη Λυγερή και προσπαθούν να καταλάβουν πώς έχει η κατάσταση και τι πρόβλημα αντιμετωπίζει. Η κοπέλα τους εξηγεί αναλυτικά τα πράγματα και τελικά οι γονείς κατάλαβαν πόσο ντροπιαζόταν η κόρη τους στο σχολείο και τις δυσκολίες που συναντούσε. Αποφάσισαν τότε να της δώσουν ό,τι χρήματα είχαν φυλάξει στην άκρη για μια ώρα ανάγκης, για να καταφέρει η Λυγερή να κερδίσει τον σεβασμό των συμμαθητών της.
Η Λυγερή δε χάνει καθόλου χρόνο: πιάνει αμέσως δουλειά και βάζει μπρος τις διαδικασίες για να φτιαχτεί το γεφύρι. Μετά από μήνες σκληρής δουλειάς και ταλαιπωρίας, επιτέλους η Λυγερή καταφέρνει αυτό που ήθελε και φτιάχνει το Γεφύρι του Δούναβη. Όταν το έμαθαν οι συμμαθητές και οι φίλοι της, έμειναν έκπληκτοι. Από τότε, της φέρονται αξιοπρεπώς επειδή κατάφερε να κάνει αυτό που ονειρευόταν και να αποδείξει ότι ο καθένας είναι ικανός για κάτι!!!

Αλέξανδρος Μ.
Κάποτε σ' ένα χωριουδάκι στην όχθη του ποταμού Δούναβη, ζούσε το πιο ταιριαστό ζευγάρι: ο πρωτομάστορας και η πανέμορφη γυναίκα του, η Λυδία. Μια ηλιόλουστη μέρα ήρθε ο δήμαρχος του χωριού στον ξακουστό πρωτομάστορα και του ζήτησε να φτιάξει ένα γιοφύρι για να ενώσει τα δυο απέναντι χωριά του ποταμού. Έτσι, ο πρωτομάστορας μάζεψε πενήντα μαστόρους για να τον βοηθήσουν στο χτίσιμο.
Μια μέρα πριν αρχίσουν τη δουλειά, ο πρωτομάστορας είδε σημαδιακό όνειρο: ότι πρέπει, λέει, να θυσιαστεί η γυναίκα του για να στεριώσει το γεφύρι. Την επομένη, λίγο πριν ξεκινήσει το χτίσιμο, ο πρωτομάστορας με θάρρος αλλά και πολλή θλίψη πέταξε την όμορφη γυναίκα του στα θεμέλια του γιοφυριού. Αλλά η γυναίκα δεν έπεσε στις σκληρές πέτρες αλλά σε ένα πέπλο σύννεφου της θεάς Αφροδίτης και μαγικά η γυναίκα μαζί με το σύννεφο εξαφανίστηκαν. Εμφανίστηκαν, έπειτα, μπροστά στη θεά Αφροδίτη. 
Ο πρωτομάστορας έχτισε το γεφύρι αλλά πέρασε την υπόλοιπη ζωή του θλιμμένος. Ύστερα από θεϊκή παρέμβαση, έμαθε ότι η γυναίκα του ζει κι έτσι έδωσε τέλος στη ζωή του. Ενώ η πανέμορφη Λυδία πέρασε την υπόλοιπη ζωή της μέσα στα πλούτη ως ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης.

Ντενίσα Μπ.
Ημέρα 7354
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Όπως και τις άλλες μέρες, έτσι και σήμερα έκατσα σπίτι και έκανα τις δουλειές του σπιτιού. Τώρα που σου γράφω, είναι περίπου μεσημέρι. Σε λίγο, όπου να 'ναι, θα έρθει και η Λυγερή, η αδερφή μου να με δει. Φαγητό έφτιαξα -άρα, όλα είναι στην εντέλεια! 
Το απόγευμα μάλλον θα βγω μια βόλτα στον φαντασμόκηπο. Καιρό έχω να πάω. Καιρό έχω να πετάξω ψηλά στα σύννεφα και να νοιώσω τον αέρα να πέφτει στο πρόσωπό μου. Βασικά, πάω τώρα! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο! Θα τα πούμε μετά!
Αντίο για τώρα!
Ημέρα 7428
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ήρθα, γύρισα. Είχα πάει στον φαντασμόκηπο αλλά ήταν διαφορετικά από άλλες φορές. Για να είμαι ειλικρινής, συνέβη κάτι περίεργο. Ξαφνικά, όπως πετούσα, έπεσα κάτω. Όχι μόνο εγώ, όλοι. Πανικοβλήθηκα αρκετά. Καθώς πήγαινα για το δεντρόσπιτο, έπεσα στο νερό, σε ένα ολοκάθαρο ποτάμι. Ένοιωσα τόσο ωραία όταν ήμουν εκεί μέσα που δεν ήθελα να βγω! Τελικά βγήκα από τον ποταμό όταν έφτασα στην απέναντι όχθη. Ήμουν ολομόναχη εκεί και όλα τα δέντρα ήταν χωρίς φύλλα. Δεν υπήρχε πουθενά πράσινο.
Από εκείνη τη μέρα, πάω εκεί κάθε μέρα επί μία εβδομάδα. Τώρα πια, είναι ένα τέλειο μέρος όπου μπορείς να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη φύση. Το μόνο πρόβλημα που έχω είναι ότι ανάμεσα στον φαντασμόκηπο και σ' αυτό το μέρος υπάρχει το ποτάμι. Έτσι, φώναξα και τις άλλες νεράιδες για να φτιάξουμε μαζί μια γέφυρα.
Όσο περίεργο και να σου φαίνεται, έκανα κάτι σημαντικό στη ζωή μου! Όμως πρέπει να προστατεύω τη γέφυρα συνεχώς. Αυτή είναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Σήμερα, θα πάω να θυσιαστώ σε αυτήν τη γέφυρα για όλον τον φαντασμόκοσμο. Εγώ τα άρχισα όλα και εγώ θα τα τελειώσω!!!
Αντίο για πάντα, ημερολόγιο! Αντίο για πάντα, φαντασμόκοσμε!

Και μια γέφυρα από τον Μονέ...
Υ.Γ. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το γεφύρι της Άρτας, διαβάστε εργασίες μαθητών-τριών εδώ και εδώ.

1 σχόλιο:

Kakos Lykos είπε...

Πολλά μπράβο σε όλα τα παιδιά για τις ιστορίες τους...
Και ειδικά στην Κατερίνα Ζ.: respect