Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Discotheque (όχι η "παλιά"· του Αντώνη Φωστιέρη)

   Οι ποιητές της 3ης μεταπολεμικής γενιάς, της "γενιάς της αμφισβήτησης", είναι τόσο αμφισβητίες που αμφισβητούν ακόμα και την αμφισβήτηση.
    Αυτή η ατάκα βέβαια ταιριάζει λίγο περισσότερο σε επόμενη ανάρτηση  που θα  αφορά δυο άλλα ποιήματα που περιέχονται στην Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου, γιατί  την ντίσκο επανάσταση και αμφισβήτηση δεν τη λες. (Αν  τυχόν δεν ξέρεις τι είναι η ντίσκο, άκου το τραγουδάκι και τα ξαναλέμε)
  (πάλι δεν μπορώ να βάλω, Πανούση!)
 Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω γενιά είχε την προσοχή της στραμμένη στα  νεανικά κινήματα αμφισβήτησης, το rock and roll, τους beatnicks,τους  hippies και γενικά σε όλες τις τάσεις που κυριαρχούσαν στην Δυτική Ευρώπη και, κυρίως, στην Αμερική. Όμως δεν ήταν οι μόνοι. Μετά την πτώση της Δικτατορίας οι τάσεις αυτές έφταναν πια και στην Ελλάδα σχεδόν ταυτόχρονα κι όχι πια με μια χαρακτηριστική καθυστέρηση, όπως παλιότερα, κι επηρέαζε την νεανική κουλτούρα, δρώντας ως στοιχείο διαφοροποίησης από τις προηγούμενες γενιές.  Η ντίσκο, ως μουσική και ως τρόπος ζωής - διασκέδασης μάλλον, ήταν μια από αυτές από τις τάσεις. Εκκινώντας από την τριλογία των ταινιών της σειράς "Saturday night fever" όπου ο ήρωας που υποδυόταν ο νεαρός Τζόν Τραβόλτα, γινόταν βασιλιάς για μια νύχτα, την νύχτα του Σαββάτου, χορεύοντας περίτεχνα μέσα σε κιτς ρούχα κι αφήνοντας πίσω έτσι την εβδομαδιαία μιζέρια του, πυροδότησε μια παγκόσμια μουσική υστερία και την δημιουργία, σε όλο τον κόσμο και στην στην Ελλάδα με μικρή καθυστέρηση, των ντισκοτέκ, των γιαγιάδων των σημερινών κλαμπ.
 Ήταν δε οι ντισκοτέκ μεγάλης, έως τεραστίας, έκτασης αίθουσες  όπου συνέρρεε πλήθος επίδοξων μιμητών του Tony Manero, του εν λογω κινηματογραφικού ήρωα, και χόρευε υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής και εν μέσω κυμάτων φωτός διαφόρων χρωμάτων και εντάσεων.
    Την μαζοποιημένη αυτή μορφή διασκέδασης και την αλλοτρίωση που την προκαλεί αλλά κι η  εκείνη με τη σειρά της συνεπάγεται, θίγει το ποίημα του Αντώνη Φωστιέρη "Discotheque" (μπορείτε να το ακούσετε εδώ σε ανάγνωση του ίδιου του ποιητή).
   Αν το λυρικό υποκείμενο στο ημίγνωστο παλιό τραγουδάκι αναθυμάται με νοσταλγία και λίγη θλίψη (όχι τόσο για το «εσύ» που λείπει, το όποιο «εσύ», αλλά για το χρόνο που πέρασε ανεπιστρεπτί), της ώρες που πέρασε στην παλιά ντισκοτέκ,

 η οπτική του ποιητικού υποκειμένου στο ποίημα του Φωστιέρη καθόλου τέτοια δεν είναι. Λογικό γιατί όντας σε θέση παρατηρητή εστιάζει στον  "βασιλιά για μια νύχτα"  και περιγράφει  λεπτό προς λεπτό τις πράξεις και την συμπεριφορά του σε τρίτο πρόσωπο. Η βασιλεία του ξεκινάει (γιατί είναι "Σάββατο βράδυ"

με το άνοιγμα της υπόγειας πόρτας της ντισκοτέκ εν μέσω της  εναλλασσόμενης έντασης φωτοχυσίας και της εκκωφαντικής μουσικής που λειτουργούν ως παραβάν στο οποίο, αφού αφήσει πίσω την γκρίζα και άχαρη  ζωή του, ενδύεται την βασιλική του ιδιότητα. Αμέσως, ο «βασιλιάς», Μάρκο ας τον πούμε, αρχίζει να χορεύει μανιασμένα, κυριευμένος  από μια « χαρά» στυφή σαν το φτηνό αλκοόλ που καταναλώνει, τουτέστιν επίπλαστη και κίβδηλη. Η εμφάνιση του ωστόσο, πυροδοτεί  την έκρηξη της  απεγνωσμένης δίψας για διασκέδαση σε μια σειρά άλλων προσώπων, που παραμερίζοντας τη λογική, πέφτουν σε έκσταση, χορεύουν πάνω στα σπασμένα γυαλιά της ύπαρξης τους, αφήνοντας  ματωμένα χνάρια, συμβολισμός της έντασης του χορού τους αλλά και του κόστους  της κενότητας αυτής  στη ζωή τους.
   Και τότε, στην δεύτερη, στροφή,  ο Μάρκος σίγουρος για τον εαυτό του και για τους "υπηκόους" του, καλπάζει στην πίστα για τα τσακίρικά μάτια - όπως τα φαντάζεται γιατί δεν τα βλέπει από τον εναλλασσόμενης έντασης φωτισμό και την αυξανόμενη ένταση του χορού του-  της Σούζι, που ήρθε  "σαν άγριο παγόνι" για το "ταξίδι στα χρυσά της παραμύθια"
, και μετατρέπεται σε μάγο της  «φυλής»  του, εντασσόμενος στο  κέντρο του κύκλου των πιστών του· κι έτσι φαντάζουν  όλοι αυτοί οι απεγνωσμένοι θηρευτές του νέου και του μοδάτου με αγρίους … (αν ήμουν ο Φωστιέρης θα ζητούσαν πνευματικά δικαιώματα για τον λεμούριο του "Madagascar")

     Κι έτσι περνάν τα χρόνια με την γεύση του  μισού μέχρι που μια μέρα ακούει ένα τραγούδι με τίτλο «Στην παλιά ντισκοτέκ» και καταλαβαίνει  όχι ότι  έλειπε, αλλά πως ήταν πάντα απών… Κι είναι αργά… [Πίσω απ' τον χορευτή ένα κενό, για να παραφρασω και τον Σεφέρη].
  Εκτός, όπως γίνεται καμιά φορά, αν τύχει να βρει κάποια  Άννα και μαζί το δρόμο για τ’ αστέρια,  όπως εκείνος ο Μάρκος του Λούτζιο Ντάλα που μετέφεραν με μεγάλη επιτυχία στα Ελλάδα ο Χάρης  και ο Πάνος Κατσιμίχας, αφήνοντας πίσω τα φρικτά ποτάδικα και τα αποπνικτικά μπιλιαρδάδικα για να παίξει με το φεγγάρι στου ουρανού το μπιλιάρδο...

Υ. Γ. 1:
Υ. Γ.2 : Αν τυχόν, λέει, κάνεις τεχνητή αναπνοή στο ρυθμό του "Stayin' alive", έχει περισσότερες πιθανότητες να επανέλθει ο άρρωστος. Ακου να δεις τώρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: